[Την Τετάρτη 15 Μαΐου 2013 στις 09.00 μ.μ. ο Όμηρος Ταχμαζίδης θα παρουσιάσει την εικοστή πρώτη φιλοσοφική νυκτηγορία στο καφέ ΓΑΖΙΑ (Καρόλου Ντηλ 22 – Θεσσαλονίκη) με θέμα: «Βασικές μορφές αντιδημοκρατικής σκέψης».
Σημείωση: Στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Βιβλίου διοργανώνεται το Σάββατο 18 Μαΐου στις 9 μ.μ. από την Εταιρεία Συγγραφέων στο καφέ ΓΑΖΙΑ, συνάντηση εννέα Βαλκανίων και εννέα Ελλήνων ποιητών, οι οποίοι διαβάζουν ποιήματά τους και συζητούν με το κοινό για την βαλκανική ποίηση.]
Σημείωση: Στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Βιβλίου διοργανώνεται το Σάββατο 18 Μαΐου στις 9 μ.μ. από την Εταιρεία Συγγραφέων στο καφέ ΓΑΖΙΑ, συνάντηση εννέα Βαλκανίων και εννέα Ελλήνων ποιητών, οι οποίοι διαβάζουν ποιήματά τους και συζητούν με το κοινό για την βαλκανική ποίηση.]
Γράφει ο Όμηρος Ταχμαζίδης
Στο δοκίμιο On Liberty Περί Ελευθερίας (ελληνική έκδοση 1983 σε μετάφραση Νίκου Μπαλή, εκδ. ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ), το οποίο κυκλοφόρησε στην Αγγλία, το ίδιο έτος με το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, ο John Stuart Mill αναφέρεται στη σημασία της «πρωτοτυπίας» και των ατόμων που έχουν την ικανότητα να πρωτοτυπούν.
Ο ωφελιμιστής φιλόσοφος δέσμιος συγκεκριμένων αντιλήψεων της εποχής του περί «πλήθους» (sic!) («τα άτομα χάνονται μέσα στο πλήθος»), «μαζών» («η μόνη δύναμη, που αξίζει αυτό το όνομα, είναι αυτή των μαζών, και των κυβερνήσεων, φυσικά, στο βαθμό που γίνονται όργανα των τάσεων και των ενστίκτων των μαζών» ) αποδίδει το σχηματισμό της «μάζας» («…μια μάζα, δηλαδή, μια συλλογική μετριότητα»), η οποία ονομάζεται «κοινή γνώμη», σε κάτι «καινοφανές»: «αυτοί που αποτελούν τη μάζα, δεν αντλούν σήμερα τις γνώμες τους από τους αξιωματούχους της εκκλησίας ή του Κράτους, από δήθεν ηγέτες ή από βιβλία. Σκέφτονται για λογαριασμό τους άνθρωποι περίπου σαν κι αυτούς, που τους απευθύνουν το λόγο ή εκφράζονται στο όνομά τους μέσω των εφημερίδων».
Εκκεντρικότητα: Τα περί «πλήθους», «μάζας» στον J. St. Mill τα συναντά κανείς και στον Αrthur Schopenhauer, ο οποίος εκατό χρόνια πριν τον Ortega Y Gasset επικέντρωσε την προσοχή του στο φαινόμενο της «μάζας». Ο Arthur Schopenhauer αντέδρασε στην άνοδο της «μάζας» στο κοινωνικό προσκήνιο, μεταξύ άλλων, με τη «μισανθρωπία» και την «απαισιοδοξία» του.
Ο J. St. Mill με εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό υπενθύμισε τη σημασία της «πρωτοπορίας» για το σύγχρονό [του] κόσμο Στο τρίτο κεφάλαιο του δοκιμίου του ασχολείται ο ωφελιμιστής φιλόσοφος «με την ατομικότητα ως στοιχείο ευημερίας» και διατυπώνει μια σειρά από «θέσεις» για τη σημασία της πρωτοπορίας, είτε τούτη οφείλεται σε μεμονωμένα άτομα, είτε οφείλεται σε «μειονότητες».
Σύμφωνα με τον J.St.Mill «παρά το σεβασμό που τρέfουν ή επιδεικνύουν οι άνθρωποι για την αληθινή ή υποτιθέμενη ανωτερότητα, η γενική τάση των πραγμάτων σ΄ όλο τον κόσμο είναι να καταστεί η μετριότητα κυρίαρχη δύναμη».
Τούτο τον κίνδυνο θα ημπορούσε μια κοινωνία να τον αποφύγει ακούγοντας τους «πρωτοπόρους»: «Καμία κυβέρνηση, είτε δημοκρατική είτε αποτελούμενη από μια πολυάριθμη αριστοκρατία, με τις πολιτικές της πράξεις ή με τις γνώμες, τα προτερήματα και το χαρακτήρα που ευνοεί, δεν κατόρθωσε ποτέ, ούτε μπορούσε, να ξεφύγει από τη μετριότητα παρά μόνο όταν η κυρίαρχη πλειονότητα αποδέχτηκε (πράγμα που πάντα γινόταν, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες) τις συμβουλές και την επιρροή κάποιου πιο προικισμένου και μορφωμένο ατόμου ή κάποιας πιο προικισμένης και μορφωμένης μειονότητας. Κάθε τι σοφό ή ευγενές εγκαινιάζεται και πρέπει να εγκαινιάζεται απ΄ τ΄ άτομα’ και πρώτα πρώτα από ένα άτομο».
Και συμπληρώνει ο J. St. Mill: «Η τιμή και η δόξα του μέσου ανθρώπου είναι ακριβώς ότι έχει την ικανότητα ν΄ ακολουθεί αυτή την πρωτοβουλία΄ ότι μπορεί ν΄ ανταποκρίνεται ψυχικά σε κάθε τι σοφό ή ευγενές και να προσανατολίζεται σ΄ αυτό συνειδητά».
Ο Άγγλος φιλόσοφος απορρίπτει την «ηρωολατρεία» ένα μοτίβο γνωστό από τη συζήτηση του 19ου αιώνα και βλέπει στη «δύναμη εξαναγκασμού των άλλων» ένα στοιχείο, το οποίο «όχι μόνο δε συμβιβάζεται με την ελευθερία και την ανάπτυξη όλων των υπολοίπων, αλλά και διαφθείρει τον ίδιο τον ισχυρό άνδρα».
Η εξάρτηση της ηγεσίας ενός τόπου από την κοινή γνώμη, δεν αφορά ούτως ή άλλως το σύνολο του πληθυσμού, αλλά πάντοτε ενός τμήματός του: «στην Αμερική, είναι το σύνολο του λευκού πληθυσμού΄ στην Αγγλία, κυρίως η μεσαία «τάξη» - και αυτό «είναι πάντα μια μάζα, δηλαδή, μια συλλογική μετριότητα».
Η κυριαρχία, όμως, της «κοινής γνώμης» δεν είναι απόλυτη, ούτε άλλοθι για την πολιτική εξουσία και τις αβλεψίες της: «Δε διατείνομαι ότι ταιριάζει γενικά κάτι καλύτερο στο σημερινό χαμηλό επίπεδο του ανθρώπινου νου. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει να είναι μέτρια κυβέρνηση η κυβέρνηση της μετριότητας» - είναι οφθαλμοφανές ότι στην Ελλάδα η διακυβέρνηση της μετριότητας μας εκπορεύεται από την κυβερνητική υπομετριότητα και το διεφθαρμένο αυταρχισμό της. Ενώ καθημερινώς χαμηλώνει ο ήλιος της Ελλάδος, όλο και περισσότερο, οι νάνοι της πολιτικής αδυνατούν να ρίξουν μεγάλες σκιές…
Αφήνω κατά μέρος τα περί «ατόμου», «ιδιοφυίας», «προικισμένης και μορφωμένης μειονότητας» και επικεντρώνω τους προβληματισμούς μου σε ένα στοιχείο, το οποίο κρίνω ότι είναι ωφέλιμο – για να μείνουμε και στο γενικότερο πνεύμα του… ωφελιμισμού- για εμάς σήμερα: πρόκειται για τη σημασία την οποία αποδίδει ο ωφελιμιστής φιλόσοφος στην έννοια της εκκεντρικότητας.
Στην κυριαρχία της κοινής γνώμης (η οποία εκφράζεται και μέσω των εφημερίδων από ανθρώπους «περίπου σαν κι αυτούς» της κοινής γνώμης, όπου ο δημοσιογράφος εμφανίζεται περίπου σαν το παροιμιώδη «απλό ή μέσο άνθρωπο») αντιπαρατάσσει ο J. St. Mill ως «αντίβαρο» και «διορθωτικό παράγοντα» την «ολοένα πιο έκδηλη ατομικότητα αυτών που διακρίνονται για την αναπτυγμένη τους σκέψη. Σ΄ αυτές ιδίως τις συνθήκες τα εξαιρετικά άτομα πρέπει να ενθαρρύνονται, και όχι ν΄ αποτρέπονται, ώστε να ενεργούν διαφορετικά από τη μάζα».
Η επόμενη φράση θα ημπορούσε να θεωρηθεί ως ταυτόχρονη κριτική και πρόταση εξόδου από τη σημερινή κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η χώρα: «Σ΄ άλλες εποχές δεν ωφελούσε να ενεργούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο, εκτός κι αν ενεργούσαν όχι μόνο διαφορετικά, αλλά και καλλίτερα. Στη σημερινή εποχή απλά και μόνο το παράδειγμα της μη συμμόρφωσης, η άρνηση της υποταγής στο έθιμο αποτελεί αξιόλογο όφελος».
Απέναντι στο έθιμο και στους καταναγκασμούς που επιβάλλει αντιπαραθέτει ο J. St. Mill την εκκεντρικότητα: «επειδή ακριβώς η τυραννία της κοινής γνώμης μετατρέπει την εκκεντρικότητα σε όνειδος, καλό είναι, αν θέλουν οι άνθρωποι ν΄ απαλλαγούν απ΄ αυτή την τυραννία, να είναι εκκεντρικοί. Η εκκεντρικότητα αφθονούσε πάντα, όταν κι όπου αφθονούσε η δύναμη του χαρακτήρα’ και η εκκεντρικότητα ήταν πάντα ποσοτικά ανάλογη με την ιδιοφυία, τη νοητική ζωτικότητα και το ηθικό ανάστημα, που διέθετε η κοινωνία. Το γεγονός, ότι τόσο λίγοι τολμούν σήμερα να είναι εκκεντρικοί, αποτελεί τον σοβαρότερο ίσως κίνδυνο, που απειλεί την εποχή μας».
Η αποκατάσταση της εκκεντρικότητας και της σημασίας της αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις ανανέωσης της κοινωνίας μας: το mainstream της εποχής αποθεώνει στο πλαίσιο του infotainment (=υβρίδιο πληροφόρησης και διασκέδασης), το οποίο τείνει να μετατραπεί σε χίμαιρα, την καρικατούρα του εκκεντρικού: το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία προσφέρει άφθονες ποσότητες από την καρικατούρα του συγκεκριμένου είδους– ο πολιτικός συντηρητισμός εμφανίζεται ως μεταχρονολογημένη εκκεντρικότητα, ως σημερινή κοινοτοπία του χθεσινού εκκεντρικού, διανθισμένος με άφθονα στοιχεία γελοιότητας.
Στο δοκίμιο On Liberty Περί Ελευθερίας (ελληνική έκδοση 1983 σε μετάφραση Νίκου Μπαλή, εκδ. ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ), το οποίο κυκλοφόρησε στην Αγγλία, το ίδιο έτος με το Κεφάλαιο του Καρλ Μαρξ, ο John Stuart Mill αναφέρεται στη σημασία της «πρωτοτυπίας» και των ατόμων που έχουν την ικανότητα να πρωτοτυπούν.
Ο ωφελιμιστής φιλόσοφος δέσμιος συγκεκριμένων αντιλήψεων της εποχής του περί «πλήθους» (sic!) («τα άτομα χάνονται μέσα στο πλήθος»), «μαζών» («η μόνη δύναμη, που αξίζει αυτό το όνομα, είναι αυτή των μαζών, και των κυβερνήσεων, φυσικά, στο βαθμό που γίνονται όργανα των τάσεων και των ενστίκτων των μαζών» ) αποδίδει το σχηματισμό της «μάζας» («…μια μάζα, δηλαδή, μια συλλογική μετριότητα»), η οποία ονομάζεται «κοινή γνώμη», σε κάτι «καινοφανές»: «αυτοί που αποτελούν τη μάζα, δεν αντλούν σήμερα τις γνώμες τους από τους αξιωματούχους της εκκλησίας ή του Κράτους, από δήθεν ηγέτες ή από βιβλία. Σκέφτονται για λογαριασμό τους άνθρωποι περίπου σαν κι αυτούς, που τους απευθύνουν το λόγο ή εκφράζονται στο όνομά τους μέσω των εφημερίδων».
Εκκεντρικότητα: Τα περί «πλήθους», «μάζας» στον J. St. Mill τα συναντά κανείς και στον Αrthur Schopenhauer, ο οποίος εκατό χρόνια πριν τον Ortega Y Gasset επικέντρωσε την προσοχή του στο φαινόμενο της «μάζας». Ο Arthur Schopenhauer αντέδρασε στην άνοδο της «μάζας» στο κοινωνικό προσκήνιο, μεταξύ άλλων, με τη «μισανθρωπία» και την «απαισιοδοξία» του.
Ο J. St. Mill με εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό υπενθύμισε τη σημασία της «πρωτοπορίας» για το σύγχρονό [του] κόσμο Στο τρίτο κεφάλαιο του δοκιμίου του ασχολείται ο ωφελιμιστής φιλόσοφος «με την ατομικότητα ως στοιχείο ευημερίας» και διατυπώνει μια σειρά από «θέσεις» για τη σημασία της πρωτοπορίας, είτε τούτη οφείλεται σε μεμονωμένα άτομα, είτε οφείλεται σε «μειονότητες».
Σύμφωνα με τον J.St.Mill «παρά το σεβασμό που τρέfουν ή επιδεικνύουν οι άνθρωποι για την αληθινή ή υποτιθέμενη ανωτερότητα, η γενική τάση των πραγμάτων σ΄ όλο τον κόσμο είναι να καταστεί η μετριότητα κυρίαρχη δύναμη».
Τούτο τον κίνδυνο θα ημπορούσε μια κοινωνία να τον αποφύγει ακούγοντας τους «πρωτοπόρους»: «Καμία κυβέρνηση, είτε δημοκρατική είτε αποτελούμενη από μια πολυάριθμη αριστοκρατία, με τις πολιτικές της πράξεις ή με τις γνώμες, τα προτερήματα και το χαρακτήρα που ευνοεί, δεν κατόρθωσε ποτέ, ούτε μπορούσε, να ξεφύγει από τη μετριότητα παρά μόνο όταν η κυρίαρχη πλειονότητα αποδέχτηκε (πράγμα που πάντα γινόταν, όταν το επέτρεπαν οι συνθήκες) τις συμβουλές και την επιρροή κάποιου πιο προικισμένου και μορφωμένο ατόμου ή κάποιας πιο προικισμένης και μορφωμένης μειονότητας. Κάθε τι σοφό ή ευγενές εγκαινιάζεται και πρέπει να εγκαινιάζεται απ΄ τ΄ άτομα’ και πρώτα πρώτα από ένα άτομο».
Και συμπληρώνει ο J. St. Mill: «Η τιμή και η δόξα του μέσου ανθρώπου είναι ακριβώς ότι έχει την ικανότητα ν΄ ακολουθεί αυτή την πρωτοβουλία΄ ότι μπορεί ν΄ ανταποκρίνεται ψυχικά σε κάθε τι σοφό ή ευγενές και να προσανατολίζεται σ΄ αυτό συνειδητά».
Ο Άγγλος φιλόσοφος απορρίπτει την «ηρωολατρεία» ένα μοτίβο γνωστό από τη συζήτηση του 19ου αιώνα και βλέπει στη «δύναμη εξαναγκασμού των άλλων» ένα στοιχείο, το οποίο «όχι μόνο δε συμβιβάζεται με την ελευθερία και την ανάπτυξη όλων των υπολοίπων, αλλά και διαφθείρει τον ίδιο τον ισχυρό άνδρα».
Η εξάρτηση της ηγεσίας ενός τόπου από την κοινή γνώμη, δεν αφορά ούτως ή άλλως το σύνολο του πληθυσμού, αλλά πάντοτε ενός τμήματός του: «στην Αμερική, είναι το σύνολο του λευκού πληθυσμού΄ στην Αγγλία, κυρίως η μεσαία «τάξη» - και αυτό «είναι πάντα μια μάζα, δηλαδή, μια συλλογική μετριότητα».
Η κυριαρχία, όμως, της «κοινής γνώμης» δεν είναι απόλυτη, ούτε άλλοθι για την πολιτική εξουσία και τις αβλεψίες της: «Δε διατείνομαι ότι ταιριάζει γενικά κάτι καλύτερο στο σημερινό χαμηλό επίπεδο του ανθρώπινου νου. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει να είναι μέτρια κυβέρνηση η κυβέρνηση της μετριότητας» - είναι οφθαλμοφανές ότι στην Ελλάδα η διακυβέρνηση της μετριότητας μας εκπορεύεται από την κυβερνητική υπομετριότητα και το διεφθαρμένο αυταρχισμό της. Ενώ καθημερινώς χαμηλώνει ο ήλιος της Ελλάδος, όλο και περισσότερο, οι νάνοι της πολιτικής αδυνατούν να ρίξουν μεγάλες σκιές…
Αφήνω κατά μέρος τα περί «ατόμου», «ιδιοφυίας», «προικισμένης και μορφωμένης μειονότητας» και επικεντρώνω τους προβληματισμούς μου σε ένα στοιχείο, το οποίο κρίνω ότι είναι ωφέλιμο – για να μείνουμε και στο γενικότερο πνεύμα του… ωφελιμισμού- για εμάς σήμερα: πρόκειται για τη σημασία την οποία αποδίδει ο ωφελιμιστής φιλόσοφος στην έννοια της εκκεντρικότητας.
Στην κυριαρχία της κοινής γνώμης (η οποία εκφράζεται και μέσω των εφημερίδων από ανθρώπους «περίπου σαν κι αυτούς» της κοινής γνώμης, όπου ο δημοσιογράφος εμφανίζεται περίπου σαν το παροιμιώδη «απλό ή μέσο άνθρωπο») αντιπαρατάσσει ο J. St. Mill ως «αντίβαρο» και «διορθωτικό παράγοντα» την «ολοένα πιο έκδηλη ατομικότητα αυτών που διακρίνονται για την αναπτυγμένη τους σκέψη. Σ΄ αυτές ιδίως τις συνθήκες τα εξαιρετικά άτομα πρέπει να ενθαρρύνονται, και όχι ν΄ αποτρέπονται, ώστε να ενεργούν διαφορετικά από τη μάζα».
Η επόμενη φράση θα ημπορούσε να θεωρηθεί ως ταυτόχρονη κριτική και πρόταση εξόδου από τη σημερινή κατάσταση στην οποία ευρίσκεται η χώρα: «Σ΄ άλλες εποχές δεν ωφελούσε να ενεργούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο, εκτός κι αν ενεργούσαν όχι μόνο διαφορετικά, αλλά και καλλίτερα. Στη σημερινή εποχή απλά και μόνο το παράδειγμα της μη συμμόρφωσης, η άρνηση της υποταγής στο έθιμο αποτελεί αξιόλογο όφελος».
Απέναντι στο έθιμο και στους καταναγκασμούς που επιβάλλει αντιπαραθέτει ο J. St. Mill την εκκεντρικότητα: «επειδή ακριβώς η τυραννία της κοινής γνώμης μετατρέπει την εκκεντρικότητα σε όνειδος, καλό είναι, αν θέλουν οι άνθρωποι ν΄ απαλλαγούν απ΄ αυτή την τυραννία, να είναι εκκεντρικοί. Η εκκεντρικότητα αφθονούσε πάντα, όταν κι όπου αφθονούσε η δύναμη του χαρακτήρα’ και η εκκεντρικότητα ήταν πάντα ποσοτικά ανάλογη με την ιδιοφυία, τη νοητική ζωτικότητα και το ηθικό ανάστημα, που διέθετε η κοινωνία. Το γεγονός, ότι τόσο λίγοι τολμούν σήμερα να είναι εκκεντρικοί, αποτελεί τον σοβαρότερο ίσως κίνδυνο, που απειλεί την εποχή μας».
Η αποκατάσταση της εκκεντρικότητας και της σημασίας της αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις ανανέωσης της κοινωνίας μας: το mainstream της εποχής αποθεώνει στο πλαίσιο του infotainment (=υβρίδιο πληροφόρησης και διασκέδασης), το οποίο τείνει να μετατραπεί σε χίμαιρα, την καρικατούρα του εκκεντρικού: το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία προσφέρει άφθονες ποσότητες από την καρικατούρα του συγκεκριμένου είδους– ο πολιτικός συντηρητισμός εμφανίζεται ως μεταχρονολογημένη εκκεντρικότητα, ως σημερινή κοινοτοπία του χθεσινού εκκεντρικού, διανθισμένος με άφθονα στοιχεία γελοιότητας.
Και στον τόπο μας τα παραδείγματα αφθονούν: τα εθνικιστικά τσιρίγματα του ημιμαθούς αρχαιόπληκτου βουλευτή δεν καταγράφουν απλώς την αλλαζονία του εθνολαϊκιστικού λόγου, αλλά και μια «εκκεντρικότητα», η οποία έχει διαβρωθεί από το γελοίο, και μετατράπηκε σε συμβατική συνθήκη «πολιτικής» επικοινωνίας – η περίφημη silent revolution (Ronald Iglehart) της πολυθρύλητης δεκαετίας του 1960 αναβιώνει μεταχρονολογημένα ως αντεπαναστατική καρικατούρα του «διορθωτικού παράγοντος», όπως θεωρούσε την εκκεντρικότητα ο J. St. Mill.
Ο σύγχρονος συντηρητισμός είναι η απολιθωμένη εκκεντρικότητα του παρελθόντος: ο νεοφιλελεύθερος «εκκεντρικός» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα «νούμερο» του infotainment – στην Ελλάδα διαθέτουμε πλείστες όσες εκδοχές.
Κάθε «νούμερο» έχει και τους θεατές του και το πρόγραμμά του: η σκηνή του καταιγιστικού infotainment είναι ευρύχωρη, αλλά αδηφάγα, για αυτό το «νούμερο» θα πρέπει να διευρύνει το ρεπερτόριό του – στην «κοινωνία της διέγερσης» η καρικατούρα του εκκεντρικού θα πρέπει να επινοεί διαρκώς τον εαυτό της για να γίνεται ενδιαφέρουσα.
Η εκκεντρικότητα ήταν ίδιο συνήθως ισχυρών προσωπικοτήτων: η καρικατούρα της αποτελεί μορφή υποταγής στην κοινοτοπία και το «έθιμο» - είναι αντεπαναστατική, υπό κάθε έννοια.
Ο σύγχρονος συντηρητισμός είναι η απολιθωμένη εκκεντρικότητα του παρελθόντος: ο νεοφιλελεύθερος «εκκεντρικός» δεν είναι τίποτε άλλο από ένα «νούμερο» του infotainment – στην Ελλάδα διαθέτουμε πλείστες όσες εκδοχές.
Κάθε «νούμερο» έχει και τους θεατές του και το πρόγραμμά του: η σκηνή του καταιγιστικού infotainment είναι ευρύχωρη, αλλά αδηφάγα, για αυτό το «νούμερο» θα πρέπει να διευρύνει το ρεπερτόριό του – στην «κοινωνία της διέγερσης» η καρικατούρα του εκκεντρικού θα πρέπει να επινοεί διαρκώς τον εαυτό της για να γίνεται ενδιαφέρουσα.
Η εκκεντρικότητα ήταν ίδιο συνήθως ισχυρών προσωπικοτήτων: η καρικατούρα της αποτελεί μορφή υποταγής στην κοινοτοπία και το «έθιμο» - είναι αντεπαναστατική, υπό κάθε έννοια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.