Όπως κάθε βράδυ, σαν κόπασε ο θόρυβος της βιοτής, αποτραβήχτηκε στο γραφείο του. Προχώρησε χαϊδεύοντας με μια ανεπαίσθητη κίνηση, στη σειρά, την ράχη των δερματόδετων βιβλίων στην βιβλιοθήκη, την ξύλινη σκαλιστή καρέκλα, τη μπρούτζινη κασετίνα με την συλλογή του από ξύστρες, το παλιό μαντεμένιο μελανοδοχείο.
Του άρεσε να καλησπερίζει μ’ αυτό τον τρόπο τ’ αγαπημένα του πράγματα. Πού ξέρεις. Κάποιο παραμύθι από την Ανατολή λέει, ότι χάρισμα παίρνουν λίγη απ’ την ψυχή του κύριού τους. Με ανακούφιση άφησε το σώμα του να βυθιστεί στην βαθιά δερμάτινη πολυθρόνα κι έφερε με το βλέμμα του έναν γύρo τον χώρο.
Σαν να επιθεωρούσε τον στίβο, όπου επρόκειτο εντός ολίγου να λάβει χώρα ακόμη ένας αγώνας. Με αργές αλλά αποφασιστικές κινήσεις, άνοιξε μπρος του το τετράδιο και στάθηκε αντίκρυ στην λευκή σελίδα. Ιδού ο αντίπαλος, σκέφτηκε, τραβώντας ένα μολύβι με χοντρή μύτη απ’ την μολυβοθήκη του.
Καθώς το βλέμμα του είχε αφεθεί καρφωμένο επάνω στο χαρτί, το μυαλό του, άθελά του, έκανε μια αναδρομή σε παλαιότερους αγώνες του, σκληρούς, αδυσώπητους. Πάντα η ίδια αγωνία. Δύσκολος αντίπαλος η λευκή σελίδα. Δεν αρκείται σε αψιμαχίες, δεν συμβιβάζεται με ισοπαλίες. Τα απαιτεί όλα ή τίποτε.
Ήπιε μια γουλιά καφέ απ’ το πολύχρωμο φλιτζάνι και ξαναγύρισε στην περισυλλογή του. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει ν’ αγωνιστείς, σκέφτηκε. Ένας υπήρχε πάντα. Να συζητήσεις με τον εαυτό σου κι αφού παραμερίσεις κάθε τι πλαστό, μ’ επίπονη προσπάθεια στ’ αλήθεια, να αναδεύσεις αισθήματα, πόθους, ιδανικά, οράματα, σκαλίζοντας τα μύχια της ψυχής σου. Δεν είναι εύκολο. Το ψάξιμο σε τούτα τα βαθιά νερά, μοιραία ανασύρει και μνήμες και νοσταλγία κι ενοχές καμιά φορά. Και σχεδόν πάντα και συγκίνηση. Γιατί έτσι είναι ο μέσα άνθρωπος. Σαν κάνει φανερή την ύπαρξή του σε αλλοιώνει. Δεν γίνεται όμως αλλιώς. Αυτός μονάχα το μπορεί με την λευκή σελίδα να παλέψει.
Και έρχεται το δόσιμο και η κατάθεση ψυχής. Και πάντα αυτά που γράφονται, να σου φαίνονται λίγα σε σχέση μ’ αυτά που αισθάνθηκες. Και όσο κι αν προσπαθείς, να παραμένουν λίγα. Και συ, να νοιώθεις σαν κάποιου είδους μετασχηματιστής, που αποπειράσαι ανώτερους παλμούς να μεταφέρεις στο χαρτί, απ’ την ψυχή, μ’ απώλεια ενεργείας.
Κάποτε κάποιος, έχοντας νοιώσει το συναίσθημα αυτό, είχε πει πως η δύναμη βρίσκεται στις λέξεις που δεν είπες, μα ένας άλλος του απάντησε, πως παρ’ όλα αυτά, δεν έχει αξία το μπουμπούκι αν δεν προσφέρει ένα λουλούδι. Και συμπλήρωσε: αν μια φορά είναι μεγάλη η ερημιά να μην μπορείς να πάρεις, δύο φορές χειρότερη είναι αυτή που δεν μπορείς να δώσεις.
Και ήταν ήδη κάποιος άλλος. Το χέρι του πετούσε τώρα σαν πουλί κι ένα μ’ αυτό και το χαρτί, το λευκό φτερό του είχε γίνει. Κι είχε ένα ύφος φλογισμένο. Θα ‘παιρνες όρκο πως φτερούγιζε η ψυχή του, όπως κάθε φορά που άγγιζε τον μύθο. Και δεν ήταν πλέον μάχη. Ήταν αγάπη. Και η σελίδα αντίπαλος δεν ήταν. Σύντροφος ήτανε πιστός σε θαυμαστό ταξίδι, σε τόπους αισθημάτων δυνατών ασύλητους, σε χώρους ατόφιων ιδεών περίλαμπρους...
Και κάπου εκεί, στο τέλος έφτασε. Κι ένοιωθε ανάλαφρος, σαν έναν ολόκληρο ωκεανό από μέσα του να είχε αδειάσει. Και την ψυχή του σαν αφουγκραζόταν, όρκο θα έπαιρνε πως άκουγε να του γελά, σαν το αιώνια μικρό παιδί που μπόρεσε να παίξει.
Είχε πια φτάσει η ώρα τα εξώφυλλα να διπλωθούν νωχελικά. Για μια φορά ακόμη είχε ξετυλίξει του ονείρου του το κατακόκκινο κουβάρι και μια ιστορία είχε φτιάξει, που ήτανε κομμάτι του εαυτού του. Θα τους την χάριζε κι αυτήν, μαζί της και μια όμορφη στιγμή. Δικό του χάρισμα, η έξαρση κι η έκσταση. Των δύο μαζί; Κάτι σαν σκοινί που το κρατάν από τις δυο του άκρες...
Καθώς το βλέμμα του είχε αφεθεί καρφωμένο επάνω στο χαρτί, το μυαλό του, άθελά του, έκανε μια αναδρομή σε παλαιότερους αγώνες του, σκληρούς, αδυσώπητους. Πάντα η ίδια αγωνία. Δύσκολος αντίπαλος η λευκή σελίδα. Δεν αρκείται σε αψιμαχίες, δεν συμβιβάζεται με ισοπαλίες. Τα απαιτεί όλα ή τίποτε.
Ήπιε μια γουλιά καφέ απ’ το πολύχρωμο φλιτζάνι και ξαναγύρισε στην περισυλλογή του. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει ν’ αγωνιστείς, σκέφτηκε. Ένας υπήρχε πάντα. Να συζητήσεις με τον εαυτό σου κι αφού παραμερίσεις κάθε τι πλαστό, μ’ επίπονη προσπάθεια στ’ αλήθεια, να αναδεύσεις αισθήματα, πόθους, ιδανικά, οράματα, σκαλίζοντας τα μύχια της ψυχής σου. Δεν είναι εύκολο. Το ψάξιμο σε τούτα τα βαθιά νερά, μοιραία ανασύρει και μνήμες και νοσταλγία κι ενοχές καμιά φορά. Και σχεδόν πάντα και συγκίνηση. Γιατί έτσι είναι ο μέσα άνθρωπος. Σαν κάνει φανερή την ύπαρξή του σε αλλοιώνει. Δεν γίνεται όμως αλλιώς. Αυτός μονάχα το μπορεί με την λευκή σελίδα να παλέψει.
Και έρχεται το δόσιμο και η κατάθεση ψυχής. Και πάντα αυτά που γράφονται, να σου φαίνονται λίγα σε σχέση μ’ αυτά που αισθάνθηκες. Και όσο κι αν προσπαθείς, να παραμένουν λίγα. Και συ, να νοιώθεις σαν κάποιου είδους μετασχηματιστής, που αποπειράσαι ανώτερους παλμούς να μεταφέρεις στο χαρτί, απ’ την ψυχή, μ’ απώλεια ενεργείας.
Κάποτε κάποιος, έχοντας νοιώσει το συναίσθημα αυτό, είχε πει πως η δύναμη βρίσκεται στις λέξεις που δεν είπες, μα ένας άλλος του απάντησε, πως παρ’ όλα αυτά, δεν έχει αξία το μπουμπούκι αν δεν προσφέρει ένα λουλούδι. Και συμπλήρωσε: αν μια φορά είναι μεγάλη η ερημιά να μην μπορείς να πάρεις, δύο φορές χειρότερη είναι αυτή που δεν μπορείς να δώσεις.
Και ήταν ήδη κάποιος άλλος. Το χέρι του πετούσε τώρα σαν πουλί κι ένα μ’ αυτό και το χαρτί, το λευκό φτερό του είχε γίνει. Κι είχε ένα ύφος φλογισμένο. Θα ‘παιρνες όρκο πως φτερούγιζε η ψυχή του, όπως κάθε φορά που άγγιζε τον μύθο. Και δεν ήταν πλέον μάχη. Ήταν αγάπη. Και η σελίδα αντίπαλος δεν ήταν. Σύντροφος ήτανε πιστός σε θαυμαστό ταξίδι, σε τόπους αισθημάτων δυνατών ασύλητους, σε χώρους ατόφιων ιδεών περίλαμπρους...
Και κάπου εκεί, στο τέλος έφτασε. Κι ένοιωθε ανάλαφρος, σαν έναν ολόκληρο ωκεανό από μέσα του να είχε αδειάσει. Και την ψυχή του σαν αφουγκραζόταν, όρκο θα έπαιρνε πως άκουγε να του γελά, σαν το αιώνια μικρό παιδί που μπόρεσε να παίξει.
Είχε πια φτάσει η ώρα τα εξώφυλλα να διπλωθούν νωχελικά. Για μια φορά ακόμη είχε ξετυλίξει του ονείρου του το κατακόκκινο κουβάρι και μια ιστορία είχε φτιάξει, που ήτανε κομμάτι του εαυτού του. Θα τους την χάριζε κι αυτήν, μαζί της και μια όμορφη στιγμή. Δικό του χάρισμα, η έξαρση κι η έκσταση. Των δύο μαζί; Κάτι σαν σκοινί που το κρατάν από τις δυο του άκρες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.