Τι θυμάται; Όχι πολλά, τ’ ομολογεί. Κομμάτια σκόρπια, που έρχονται και φεύγουν σποραδικά. Κυρίως αποσπάσματα αισθήσεων, εικόνων, ήχων, γεύσεων, οσμών, αγγιγμάτων.
Να, για παράδειγμα, θυμάται έναν μεγάλο, τεράστιο κόσμο να τον περιβάλλει. Να ήταν τάχατε αυτός μικρός, ή μήπως ήταν άμαθη η ψυχή του και σαν πρωτάρα σκιρτούσε, ενθουσιαζόταν και βιαζόταν ν’ απλωθεί, μα φοβόταν συνάμα κι ένοιωθε δέος μπρος στο άγνωστο;
Κι ύστερα αλλάζει η εικόνα. Τα μάτια του χαϊδεύουν δέσμες φωτός ενός ζεστού Κυριακάτικου ήλιου, που πέφτουν πάνω στο μάλλινο σκέπασμα του διπλού μεταλλικού κρεβατιού, ενώ ένα τρανζίστορ μουρμουρίζει κάποιον αγαπημένο τότε, μα ξεχασμένο σήμερα σκοπό. Πιο εκεί, πάνω σ’ ένα μικρό τραπεζάκι, μια στοίβα περιοδικά κι εφημερίδες. Και παντού μες στο δωμάτιο να πλανιέται η μυρωδιά του αρωματικού καπνού, ανακατεμένη μ’ αυτήν της φρέσκιας κρέμας και του ρυζόγαλου, που μόλις είχαν ετοιμαστεί και βρίσκονταν σε βαθειά πιάτα πάνω στο τραπέζι, στην άλλη άκρη του δωματίου. Κι η ευωδία τους να προϊδεάζει για κείνη τη λεπτή γεύση βανίλιας ενισχυμένη από μπόλικη κανέλλα. Κι αυτού τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν το μάλλινο σκέπασμα του κρεβατιού, εκεί που το ζέσταινε ο ήλιος, και ν’ ανατριχιάζει ολόκληρος.
Τι θυμάται; Πάνω απ’ όλα μια ασυγκράτητη χαρά, τόσο μεγάλη που δεν την χώραγε όλος του ο κόσμος. Γι’ αυτό, κι αυτός την αμολούσε στο παιχνίδι του, κι αυτή, διέξοδο βρίσκοντας, αυξανόταν στιγμή με τη στιγμή, μέρα με τη μέρα, για ν’ αγκαλιάσει όλο του το χώρο και το χρόνο, μα και τα καθημερινά αντικείμενα, και να τους χαρίσει έτσι μια διαφορετική και πολλές φορές ανώτερη υπόσταση. Ένα ξύλο γινόταν όπλο κι ένα καλάμι ξίφος. Ο δρόμος μπρος στο πατρικό σπίτι – μια ευθεία ενενήντα περίπου μέτρων – ο στίβος για δρόμους ταχύτητας με τους φίλους, κι η αλάνα – το άκτιστο οικόπεδο της γειτονιάς – το γήπεδό τους. Εκεί που μετά το σχολείο ορμάγανε, ατίθασα, ενθουσιασμένα, ανυπόμονα παιδιά, κλωτσώντας μία μπάλα. Ήταν σαν να ζούσανε τότε μια διαρκή έκρηξη. Γι’ αυτούς ο χρόνος ήταν ένα παιδί που έπαιζε.
Από κοντά ακολουθούσε κι ο Έρωτας, να γίνεται κι αυτός, στην πρώιμή του εποχή, παιχνίδι, σκέρτσο, νάζι, καπρίτσιο, χωρίς το όνομά του να αποκαλύπτει. Μια γλυκιά αναστάτωση, ένα καρδιοχτύπι, μια άγνωστη αίσθηση έλξης. Κι από κοντά τα κορίτσια, τα ντροπαλά, τα χαρούμενα. Τα κορίτσια με τα χαμηλωμένα, συνωμοτικά τους βλέμματα, με τα δειλά τους χαμόγελα και τα αδιόρατα μηνύματα, ν’ αφήνουν για μια στιγμή ακαθόριστες υποσχέσεις για κάτι άγνωστο, ασχημάτιστο ακόμη, παρ’ όλα αυτά όμως μαγικό.
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμη. Μορφές οικείες, αγαπημένες, χαμένες από καιρό, παρ’ όλα αυτά να επιμένουν να κρούουν θύρες της μνήμης. Πόση θαλπωρή, τι νοσταλγία… Μήπως άραγε αυτενεργούν; Μήπως νοιώθουν ότι μπορούν ακόμη να προσφέρουν τη σκέπη της προστασίας τους, ή έστω μια ανάσα, μια αίσθηση, ένα σκίρτημα; Συμπαραστάτες; Παρόντες μάρτυρες; Παντοτινοί συνοδοιπόροι; Μήπως μέλη μιας κοινωνίας ενός ατέρμονος παρόντος, πασχίζουν να δείξουν ότι, όπως έχει ειπωθεί, ο χρόνος είναι βασιλιάς χωρίς βασίλειο;
Υπάρχει, όμως, και κάτι ακόμη που δεν ξεχνά. Εκείνη εκεί τη βιασύνη του να προχωρήσει η ζωή, να λυθεί η μαγεία. Μια ασυγκράτητη λαχτάρα γι’ αυτό το σήμερα που νοσταλγεί το τότε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.