[Την Τετάρτη 27 Φεβρουαρίο 2013 στις 8 μ.μ. ο Όμηρος Ταχμαζίδης θα παρουσιάσει τη δέκατη τρίτη φιλοσοφική νυκτηγορία στο Καφέ ΓΑΖΙΑ (Καρόλου Ντηλ 22 – Θεσσαλονίκη). Τίτλος θέματος: «Κοσμοπολιτισμός ή πατριωτισμός: Η παντομιμική φιλοσοφία του Διογένη του Κυνικού και η επικαιρότητα της»]
Γράφει ο Όμηρος Ταχμαζίδης
Η άνοδος στο προσκήνιο του λαϊκού παράγοντα είναι η πρώτη προϋπόθεση για την έξοδο από την «κρίση» και την ηθική και οικονομική ανόρθωση της χώρας: ο τόπος δεν έχει εκπέσει μόνον οικονομικώς, αλλά και ηθικώς – η κλεπτοκρατική φύση του παλαιού καθεστώτος και η εμφάνιση του νεονατσισμού αναδεικνύουν το ανάγλυφο του ηθικού ελλείμματος στην ελληνική κοινωνία.
Ο κομμουνιστής φιλόσοφος Ernst Bloch έχει διατυπώσει την πρόταση: «όταν δε αρκεί, παρεμβαίνουν οι φτωχοί» – αφορμή για τούτη τη διατύπωση έδωσε η ιστορία μιας φτωχής γυναίκας, η οποία καθόταν στο δωμάτιό της με σβηστά τα φώτα στην προσπάθεια να κάμει οικονομία.
Η ποικιλόχρωμη μικροαστική μυωπία των ημερών μας αποφεύγει να εντάξει το χρώμα της φτώχειας στο τοπίο των θεωρήσεων της: ψεύδονται όσοι ομιλούν εξ ονόματός των φτωχών - στην πραγματικότητα επιχειρούν διαρκώς να τους καταστήσουν αόρατους, κοινωνικώς και πολιτικώς, εξορίζοντάς τους στους πίνακες της στατιστικής.
Οι δημόσιες αναφορές στην ανεργία δεν έχουν μετατραπεί τυχαίως σε ένα ακόμη παιχνίδι χυδαίας πολιτικής χειραγώγησης: οι «επαίτες» πολιτικοί αναγγέλλουν διαρκώς ότι οι επενδύσεις «έρχονται» και προκρίνουν την υπομονή ως αρετή της στιγμής – για το άτομο, την οικογένεια, το έθνος.
Η «επαιτεία» αναβάλλει σε ένα αδιευκρίνιστο μέλλον τις κρίσιμες αποφάσεις και περιπλέκει ακόμη περισσότερο το διαχρονικό πρόβλημα: οι «επαίτες» εμφανίζουν σοβαρές αδυναμίες στη θεώρηση της πολιτικής συγκυρίας και εκδηλώνουν χαμηλή πολιτική αυτοεκτίμηση – όποιος δεν επινοεί πολιτικές «επαιτεί», όποιος έχει μειωμένα αντανακλαστικά «τρέφεται» με ψευδαισθήσεις και καταφεύγει στην απονενοημένη αισιοδοξία του «από μηχανής θεού». Κάποια στιγμή θα έλθουν οι επενδύσεις, αλλά δε διευκρινίζεται πως, από που και με τι όρους!
Η αναμονή του αδιευκρίνιστου παραλύει κάθε ουσιαστική πρωτοβουλία: η πληθωριστική επίκληση του όρου «ανάπτυξη» από τους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης αποπροσανατολίζει την «κοινή γνώμη»: η υστερική συζήτηση για «μεταρρυθμίσεις», προσέλκυση επενδύσεων, αξιοποίηση πλεονεκτημάτων έως και τις αναφορές για τις ανεξάντλητες πηγές πλούτου της χώρας, θα πρέπει να «αναγνωσθούν» ως αδυναμία ανάληψης μιας ουσιαστικής μακροπολιτικής πρωτοβουλίας.
Η πολιτική τάξη αδυνατεί να στοχασθεί σε κατηγορίες «χρόνου»: κάθε μεγάλη πολιτική είναι μια υπόσχεση μέλλοντος, ένα όραμα – «στις μέρες μας τα οράματα κυκλοφορούν με πλαστό διαβατήριο» σε μια διαρκή ενάσκηση στην ελπίδα.
Η έκφραση «παρέμβαση των φτωχών», υποδηλώνει την επιστροφή στην οραματική διάσταση της πολιτικής, στη «μεγάλη πολιτική»: στη διαρκή εξάσκηση στην ελπίδα – στις συνθήκες της κρίσης, στο περιβάλλον της εκρηκτικής ανεργίας και της καλπάζουσας εξαθλίωσης των πολιτών πρέπει να «μάθουμε» να ελπίζουμε.
Η εκμάθηση της ελπίδας είναι ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας απέναντι στον «εαυτό» της: αλλά η «κοινωνία» δεν είναι ενιαία και δεν κατέχουν όλα τα τμήματά της τις ίδιες δυνατότητες – ο τόπος χρειάζεται μια νέα ελίτ σε όλα τα κρίσιμα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Ο κυρίαρχος ιδεοληπτικός εμπειροτεχνισμός μισεί κάθε τι το οποίο «εξέχει»: εμφανίζεται κάθε φορά με διαφορετικό πρόσημο και εξυπηρετεί ανά περίπτωση διαφορετικές σκοπιμότητες, αλλά ο παρονομαστής είναι πάντοτε κοινός – εκείνη η αφόρητη μικροαστική μυωπία και τα στενά ενδιαφέροντα/συμφέροντά της.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι ύποπτη κάθε αναφορά πολιτικού αρχηγού ότι «θα διατυπώσει μαζί με την κοινωνία» εκείνο ή το άλλο πρόγραμμα : είναι προφανές ότι η «κοινωνία» δε διατυπώνει – κάποιοι διατυπώνουν κάτι με κάποια πρόθεση.
Θα αρκούσε και μόνο στην παρούσα φάση να διατυπωθούν με σαφήνεια οι μακροπρόθεσμες στοχεύσεις μιας νέας πολιτικής υπόσχεσης: η «κοινωνία» με τη σειρά της θα κρίνει – αυτά για εκείνους, οι οποίοι οψίμως αντιλήφθηκαν τη σημασία της ιδεολογικής ηγεμονίας και της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών και δεν κρύβονται πλέον πίσω από λεκτικά σχήματα και ανύπαρκτους όρους ( «κυβερνητισμός»).
Γράφει ο Όμηρος Ταχμαζίδης
Η άνοδος στο προσκήνιο του λαϊκού παράγοντα είναι η πρώτη προϋπόθεση για την έξοδο από την «κρίση» και την ηθική και οικονομική ανόρθωση της χώρας: ο τόπος δεν έχει εκπέσει μόνον οικονομικώς, αλλά και ηθικώς – η κλεπτοκρατική φύση του παλαιού καθεστώτος και η εμφάνιση του νεονατσισμού αναδεικνύουν το ανάγλυφο του ηθικού ελλείμματος στην ελληνική κοινωνία.
Ο κομμουνιστής φιλόσοφος Ernst Bloch έχει διατυπώσει την πρόταση: «όταν δε αρκεί, παρεμβαίνουν οι φτωχοί» – αφορμή για τούτη τη διατύπωση έδωσε η ιστορία μιας φτωχής γυναίκας, η οποία καθόταν στο δωμάτιό της με σβηστά τα φώτα στην προσπάθεια να κάμει οικονομία.
Η ποικιλόχρωμη μικροαστική μυωπία των ημερών μας αποφεύγει να εντάξει το χρώμα της φτώχειας στο τοπίο των θεωρήσεων της: ψεύδονται όσοι ομιλούν εξ ονόματός των φτωχών - στην πραγματικότητα επιχειρούν διαρκώς να τους καταστήσουν αόρατους, κοινωνικώς και πολιτικώς, εξορίζοντάς τους στους πίνακες της στατιστικής.
Οι δημόσιες αναφορές στην ανεργία δεν έχουν μετατραπεί τυχαίως σε ένα ακόμη παιχνίδι χυδαίας πολιτικής χειραγώγησης: οι «επαίτες» πολιτικοί αναγγέλλουν διαρκώς ότι οι επενδύσεις «έρχονται» και προκρίνουν την υπομονή ως αρετή της στιγμής – για το άτομο, την οικογένεια, το έθνος.
Η «επαιτεία» αναβάλλει σε ένα αδιευκρίνιστο μέλλον τις κρίσιμες αποφάσεις και περιπλέκει ακόμη περισσότερο το διαχρονικό πρόβλημα: οι «επαίτες» εμφανίζουν σοβαρές αδυναμίες στη θεώρηση της πολιτικής συγκυρίας και εκδηλώνουν χαμηλή πολιτική αυτοεκτίμηση – όποιος δεν επινοεί πολιτικές «επαιτεί», όποιος έχει μειωμένα αντανακλαστικά «τρέφεται» με ψευδαισθήσεις και καταφεύγει στην απονενοημένη αισιοδοξία του «από μηχανής θεού». Κάποια στιγμή θα έλθουν οι επενδύσεις, αλλά δε διευκρινίζεται πως, από που και με τι όρους!
Η αναμονή του αδιευκρίνιστου παραλύει κάθε ουσιαστική πρωτοβουλία: η πληθωριστική επίκληση του όρου «ανάπτυξη» από τους εκπροσώπους της πολιτικής τάξης αποπροσανατολίζει την «κοινή γνώμη»: η υστερική συζήτηση για «μεταρρυθμίσεις», προσέλκυση επενδύσεων, αξιοποίηση πλεονεκτημάτων έως και τις αναφορές για τις ανεξάντλητες πηγές πλούτου της χώρας, θα πρέπει να «αναγνωσθούν» ως αδυναμία ανάληψης μιας ουσιαστικής μακροπολιτικής πρωτοβουλίας.
Η πολιτική τάξη αδυνατεί να στοχασθεί σε κατηγορίες «χρόνου»: κάθε μεγάλη πολιτική είναι μια υπόσχεση μέλλοντος, ένα όραμα – «στις μέρες μας τα οράματα κυκλοφορούν με πλαστό διαβατήριο» σε μια διαρκή ενάσκηση στην ελπίδα.
Η έκφραση «παρέμβαση των φτωχών», υποδηλώνει την επιστροφή στην οραματική διάσταση της πολιτικής, στη «μεγάλη πολιτική»: στη διαρκή εξάσκηση στην ελπίδα – στις συνθήκες της κρίσης, στο περιβάλλον της εκρηκτικής ανεργίας και της καλπάζουσας εξαθλίωσης των πολιτών πρέπει να «μάθουμε» να ελπίζουμε.
Η εκμάθηση της ελπίδας είναι ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας απέναντι στον «εαυτό» της: αλλά η «κοινωνία» δεν είναι ενιαία και δεν κατέχουν όλα τα τμήματά της τις ίδιες δυνατότητες – ο τόπος χρειάζεται μια νέα ελίτ σε όλα τα κρίσιμα πεδία της πολιτικής και κοινωνικής ζωής.
Ο κυρίαρχος ιδεοληπτικός εμπειροτεχνισμός μισεί κάθε τι το οποίο «εξέχει»: εμφανίζεται κάθε φορά με διαφορετικό πρόσημο και εξυπηρετεί ανά περίπτωση διαφορετικές σκοπιμότητες, αλλά ο παρονομαστής είναι πάντοτε κοινός – εκείνη η αφόρητη μικροαστική μυωπία και τα στενά ενδιαφέροντα/συμφέροντά της.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι ύποπτη κάθε αναφορά πολιτικού αρχηγού ότι «θα διατυπώσει μαζί με την κοινωνία» εκείνο ή το άλλο πρόγραμμα : είναι προφανές ότι η «κοινωνία» δε διατυπώνει – κάποιοι διατυπώνουν κάτι με κάποια πρόθεση.
Θα αρκούσε και μόνο στην παρούσα φάση να διατυπωθούν με σαφήνεια οι μακροπρόθεσμες στοχεύσεις μιας νέας πολιτικής υπόσχεσης: η «κοινωνία» με τη σειρά της θα κρίνει – αυτά για εκείνους, οι οποίοι οψίμως αντιλήφθηκαν τη σημασία της ιδεολογικής ηγεμονίας και της ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών και δεν κρύβονται πλέον πίσω από λεκτικά σχήματα και ανύπαρκτους όρους ( «κυβερνητισμός»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.