Του Θεοφάνη Μαλκίδη
Διαβάζοντας το «1984» του Τζορτζ Όργουελ μπορεί ένας πολίτης και ειδικότερα ένας Έλληνας πολίτης να κατανοήσει πως λειτουργεί ένα κράτος, το οποίο πέραν των άλλων, θέλει να ελέγξει ακόμη και την ιστορία.
Το 1922 και ότι αυτό συνεπάγεται για τη Γενοκτονία, τη καταστροφή της Σμύρνης, την προσφυγιά, αποτελεί μία σημαντική τομή στην νεώτερη ελληνική ιστορία. Είναι ίσως χειρότερη από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως έχει γραφεί, αφού κόπηκε η οικουμενική διάσταση του Ελληνισμού με την απώλεια ανθρώπων και τόπων της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Θράκης.
Η στάση του ελλαδικού κράτους έναντι αυτής της απώλειας αγγίζει το κράτος του Όργουελ, αφού κάθε αναφορά, κάθε δραστηριότητα, κάθε βιβλίο, κάθε κινηματογραφική ταινία απαγορεύτηκε, λογοκρίθηκε, αποσιωπήθηκε, ενώ ακόμη και προσφυγικοί σύλλογοι έκλεισαν ως επικίνδυνοι για το καθεστώς.
Η σύναψη συμφώνου φιλίας με την Τουρκία, η πρόταση για Νόμπελ Ειρήνης στον δάσκαλο του Χίτλερ Μουσταφά Κεμάλ, η απόδοση της δήθεν οικίας του Κεμάλ στο τουρκικό δημόσιο, η τιμή στο μαυσωλείο του εμπρηστή της Σμύρνης Κεμάλ από πρωθυπουργούς και υπουργούς της Ελλάδας, η απαγόρευση ερευνών για τη Γενοκτονία (περίπτωση Πολυχρόνη Ενεπεκίδη), η απαγόρευση βιβλίων (περιπτώσεις Τατιάνας Γκρίτση -Μιλλέξ, Αλέξανδρου Διομήδη), η υπονόμευση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας, είναι μερικές από τις συνιστώσες της στάσης απαγόρευσης της μνήμης της καθ΄ημάς Ανατολής και της ολοκληρωτικής λογοκρισίας που επέβαλλε το ελλαδικό κράτος.
Μία κορυφαία στιγμή της πολιτικής αυτής επιλογής που προσπάθησε να εξαφανίσει τη μνήμη και την ιστορία αποτελεί και το κινηματογραφικό έργο «1922» του Νίκου Κούνδουρου.
Ο θάνατος του Έλληνα δημιουργού έφερε ξανά στο προσκήνιο τη διαδρομή που ακολούθησε το κινηματογραφικό του έργο, το οποίο βασισμένο στο έργο του Ηλία Βενέζη «Νούμερο 31328»- το «Άουσβιτς εν ροή» όπως αποκάλεσε ο Ενεπεκίδης τα τάγματα εργασίας- κατέγραψε τη Γενοκτονία, τις διώξεις, την καταστροφή, το προσφυγικό.
Ο Νίκος Κούνδουρος θυμάται την πορεία της κινηματογραφικής του ταινίας λέγοντας τα εξής: «1922. Μια ιστορία μνήμης. Ήταν η ώρα που το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου σε μία ευλογημένη στιγμή της ύπαρξης του, λειτούργησε δημιουργικά και έξυπνα. Μας κάλεσε ο τότε πρόεδρος του, τον Κακογιάννη, τον Δημόπουλο και την αφεντιά μου και μας είπε «κάνετε ότι θέλετε». Και αυτό το «κάνετε ότι θέλετε» ξύπνησε μέσα μου ευφορία.
Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ), αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ο δρόμος προς τις κινηματογραφικές αίθουσες θα ήταν χωρίς εμπόδια.
Επί Κωνσταντίνου Καραμανλή απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας επειδή το Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας διαμαρτυρήθηκε αναφέροντας ότι τέτοιες ταινίες δυναμιτίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Κούνδουρος όμως πήρε αντίγραφο του έργου, το οποίο προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1978, λαμβάνοντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας (Νίκος Κακαβουδάκης) Α' Ανδρικού (Βασίλης Λάγγος) και Α' Γυναικείου ρόλου (Ελεωνόρα Σταθοπούλου).
Η ταινία είχε την ίδια τύχη και με τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, αφού το 1982, όπως γράφει ο κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Πισσαλίδης, το έργο επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης. Όμως λίγο πριν την προβολή επενέβη το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, το οποίο με εντολή από την Αθήνα κατάσχεσε την ταινία, η οποία τελικώς αποδόθηκε στο δημιουργό της μόνο μετά από την παρέμβαση του τότε Υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Καψή.
Δεν μας εκπλήσσει η παραπάνω πράξη του ελλαδικού κράτους τόσο για την ταινία, όσο και για ανάλογα ζητήματα, εάν θυμηθούμε μόνο την στάση του όταν επρόκειτο να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τη Γενοκτονία.
Για έσχατο αλλά όχι τελευταίο οφείλω να αναφέρω μία προσωπική εμπειρία για την ταινία του αείμνηστου Νίκου Κούνδουρου: Αυτή δεν την είδα ποτέ στην ιδιαίτερη μου πατρίδα τη Θράκη αφού για τους παραπάνω προφανείς και ευνόητους λόγους απαγορεύτηκε και εκεί η προβολή της ......
Το 1922 και ότι αυτό συνεπάγεται για τη Γενοκτονία, τη καταστροφή της Σμύρνης, την προσφυγιά, αποτελεί μία σημαντική τομή στην νεώτερη ελληνική ιστορία. Είναι ίσως χειρότερη από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως έχει γραφεί, αφού κόπηκε η οικουμενική διάσταση του Ελληνισμού με την απώλεια ανθρώπων και τόπων της Ιωνίας, του Πόντου, της Καππαδοκίας, της Θράκης.
Η στάση του ελλαδικού κράτους έναντι αυτής της απώλειας αγγίζει το κράτος του Όργουελ, αφού κάθε αναφορά, κάθε δραστηριότητα, κάθε βιβλίο, κάθε κινηματογραφική ταινία απαγορεύτηκε, λογοκρίθηκε, αποσιωπήθηκε, ενώ ακόμη και προσφυγικοί σύλλογοι έκλεισαν ως επικίνδυνοι για το καθεστώς.
Η σύναψη συμφώνου φιλίας με την Τουρκία, η πρόταση για Νόμπελ Ειρήνης στον δάσκαλο του Χίτλερ Μουσταφά Κεμάλ, η απόδοση της δήθεν οικίας του Κεμάλ στο τουρκικό δημόσιο, η τιμή στο μαυσωλείο του εμπρηστή της Σμύρνης Κεμάλ από πρωθυπουργούς και υπουργούς της Ελλάδας, η απαγόρευση ερευνών για τη Γενοκτονία (περίπτωση Πολυχρόνη Ενεπεκίδη), η απαγόρευση βιβλίων (περιπτώσεις Τατιάνας Γκρίτση -Μιλλέξ, Αλέξανδρου Διομήδη), η υπονόμευση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας, είναι μερικές από τις συνιστώσες της στάσης απαγόρευσης της μνήμης της καθ΄ημάς Ανατολής και της ολοκληρωτικής λογοκρισίας που επέβαλλε το ελλαδικό κράτος.
Μία κορυφαία στιγμή της πολιτικής αυτής επιλογής που προσπάθησε να εξαφανίσει τη μνήμη και την ιστορία αποτελεί και το κινηματογραφικό έργο «1922» του Νίκου Κούνδουρου.
Ο θάνατος του Έλληνα δημιουργού έφερε ξανά στο προσκήνιο τη διαδρομή που ακολούθησε το κινηματογραφικό του έργο, το οποίο βασισμένο στο έργο του Ηλία Βενέζη «Νούμερο 31328»- το «Άουσβιτς εν ροή» όπως αποκάλεσε ο Ενεπεκίδης τα τάγματα εργασίας- κατέγραψε τη Γενοκτονία, τις διώξεις, την καταστροφή, το προσφυγικό.
Ο Νίκος Κούνδουρος θυμάται την πορεία της κινηματογραφικής του ταινίας λέγοντας τα εξής: «1922. Μια ιστορία μνήμης. Ήταν η ώρα που το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου σε μία ευλογημένη στιγμή της ύπαρξης του, λειτούργησε δημιουργικά και έξυπνα. Μας κάλεσε ο τότε πρόεδρος του, τον Κακογιάννη, τον Δημόπουλο και την αφεντιά μου και μας είπε «κάνετε ότι θέλετε». Και αυτό το «κάνετε ότι θέλετε» ξύπνησε μέσα μου ευφορία.
Ήθελα να καταθέσω ένα ειλητάρι στην μνήμη της Μικρασιατικής οδύνης, όπως εγώ την έζησα μέσα από μια κοπελιά που είχε μαζέψει η μάνα μου από τις Χαμένες Πατρίδες. Δανείσθηκα το βιβλίο του Βενέζη, το «Νούμερο 31328» και έφτιαξα το δικό μου νούμερο, το «1922».
Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ), αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι ο δρόμος προς τις κινηματογραφικές αίθουσες θα ήταν χωρίς εμπόδια.
Επί Κωνσταντίνου Καραμανλή απαγορεύτηκε η προβολή της ταινίας επειδή το Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας διαμαρτυρήθηκε αναφέροντας ότι τέτοιες ταινίες δυναμιτίζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Κούνδουρος όμως πήρε αντίγραφο του έργου, το οποίο προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1978, λαμβάνοντας τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας (Νίκος Κακαβουδάκης) Α' Ανδρικού (Βασίλης Λάγγος) και Α' Γυναικείου ρόλου (Ελεωνόρα Σταθοπούλου).
Η ταινία είχε την ίδια τύχη και με τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου, αφού το 1982, όπως γράφει ο κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Πισσαλίδης, το έργο επρόκειτο να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης. Όμως λίγο πριν την προβολή επενέβη το Υπουργείο Εξωτερικών της χώρας, το οποίο με εντολή από την Αθήνα κατάσχεσε την ταινία, η οποία τελικώς αποδόθηκε στο δημιουργό της μόνο μετά από την παρέμβαση του τότε Υφυπουργού Εξωτερικών Γιάννη Καψή.
Δεν μας εκπλήσσει η παραπάνω πράξη του ελλαδικού κράτους τόσο για την ταινία, όσο και για ανάλογα ζητήματα, εάν θυμηθούμε μόνο την στάση του όταν επρόκειτο να ψηφιστεί το νομοσχέδιο για τη Γενοκτονία.
Για έσχατο αλλά όχι τελευταίο οφείλω να αναφέρω μία προσωπική εμπειρία για την ταινία του αείμνηστου Νίκου Κούνδουρου: Αυτή δεν την είδα ποτέ στην ιδιαίτερη μου πατρίδα τη Θράκη αφού για τους παραπάνω προφανείς και ευνόητους λόγους απαγορεύτηκε και εκεί η προβολή της ......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.