Γράφει ο Γιώργος Εχέδωρος
‘ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ
ΑΝΤΙ[. . .]ΟΥ
ΧΑΙΡΕ’
Επιτύμβια επιγραφή που ήταν πεταμένη στην άκρη του δρόμου που άνοιξε μπουλντόζα του δήμου στην Ποντοκερασιά Κιλκίς. Παραδόθηκε στο αρχαιολογικό μουσείο Κιλκίς το 2005.
Ένα ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας της Κρηστωνίας και γενικότερα της Αρχαίας Κεντρικής Μακεδονίας αποτελούν οι αρχαίες εγχάρακτες επιτάφιες πλάκες.
Τις επιγραφές αυτές τις συναντούμε από τον τέταρτο ή τρίτο αιώνα προ Χριστού και φθάνουν μέχρι τους χριστιανικούς αιώνες. Από τότε φαίνεται να καθιερώνεται κοινωνικά η ενεπίγραφη επιγραφή στον τάφο προσφιλούς προσώπου.
Έτσι, οι ζώντες συγγενείς, διακοινώνουν τα αισθήματά τους προς τους χαμένους κοντινούς τους ανθρώπους.
Οι αρχαίες αυτές επιγραφές συναντιούνται σε όλη την αρχαία Μακεδονία με κοινά ονόματα και συνήθειες.
Κι όταν σημειώνουμε ‘αρχαία Μακεδονία’ είναι φυσικό να περιλαμβάνουμε ιστορικά και ένα μεγάλο κομμάτι του μικρού κράτους στα βόρεια σύνορα της χώρας μας.
Από το σημερινό ελληνικό χώρο έχουμε τέτοιες επιγραφές από την Ευρωπό, τους Άνω Αποστόλους, τη Λητή, τις Μάνδρες, την Ποντοκερασιά, το Παλατιανό, το Μαυρονέρι, το Παλαιόκαστρο Αραβισσού, (περιοχή Γιαννιτσών, όπου ήταν η αρχαία πόλη Κύρρος), το Σκρά τα Κουφάλια, το Δρυμό (όπου υπολογίζεται το αρχαίο Χαράκωμα), ενώ από το βόρειο γειτονικό κράτος έχουμε από την αρχαία Ειδομένη που βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού Isar-Marvinci. Επίσης αρχαίες επιγραφές βρέθηκαν στο Smilovci, στο Gradec, στην περιοχή του Barovo, στο Begnište, κλπ.
Μια από τις αρχαιότερες επιγραφές είναι αυτή που βρέθηκε στην Ευρωπό το 1993, που καθορίζεται στο πρώτο τέταρτο του 3ου π.Χ. αιώνα. Στη λίθινη πλάκα είναι χαραγμένα τα εξής:
Ἀρτέμιδι Ἐλαφηβόλ[ωι]
Νικαία Παραμόνο[υ]
Υπέρ Αριστοβούλης̣.
Οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως δεν θα τολμήσουμε να μεταφέρουμε στην ομιλούσα γλώσσα μας την αρχαία ελληνική των επιγραφών, με το σκεπτικό μήπως κάνουμε κάποια, αθέλητη, παρατυπία και βεβηλώσουμε το νόημα των γραφομένων.
Θα προβούμε όμως σε επεξηγηματικά συμπληρώματα κατά το δοκούν.
Έτσι, η προσφορά στην ‘Αρτέμιδι Ελαφηβόλω’, είναι μια προσφιλής έκφραση των αρχαίων Ελλήνων προς τη θεά Αρτέμιδα. Περιλαμβάνεται μάλιστα σε αρχαϊκό ομηρικό ύμνο προς την Ἀρτέμιδα, ( Ομήρου, Ὓμνος εἰς Ἀρτέμιδα) η οποία ‘βάλλει τοξεύων ελάφους’ κυνηγάει, δηλαδή, ελάφια.
Υπενθυμίζεται πως άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος βρέθηκε και στην περιοχή του Λεβεντοχωρίου Κιλκίς. Έτσι διαπιστώνεται πόσο αγαπητή ήταν η ελληνική αυτή θεότητα στους θνητούς κατοίκους της περιοχής.
Το 1982 βρέθηκε μια επιγραφή στο Μαυρονέρι του Κιλκίς, δηλαδή, στην περιοχή της αρχαίας Μορρύλου. Καθορίζεται χρονικά στα τέλη του τρίτου με αρχές του δεύτερου αιώνα προ Χριστού. Τονίζεται στην εγχάρακτη πλάκα ο λόγος της προσφοράς : ‘μνήμης χάριν’. Είναι, μάλιστα, χαραγμένα τα εξής:
Άπολλόδωρος καὶ
Άρτεμίδωρος αὑ
τοῑς ζῶσιν καὶ
Ἡλιοῦνι τῷ πα
τρὶ καὶ Ἀρτέμι
νι τῇ μητρί· μνήμης
χάριν.
Εντυπωσιάζει η ομορφιά των ονομάτων τους, που μέσα από αυτά διαφαίνεται και η αρχαία ελληνική παιδεία τους.
Η επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό Σκρά, κάλυπτε τον τάφο του στρατιώτη Αυρήλιου Λούκιου της πρώτης λεγεώνας και ανήκει στην εποχή του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. :
Αὐρήλιος Λούκι
ος βετρανός
λεγιῶνος πρεί
μας Μηνέρ
βας μετ’ γυν[αι]
κός Αὐρηλ[ι]ας Λε
πο-λας κ- τ-
κνου Α-ρηλ-[ου]
Πατέρνο[υ ἀ]
νέστησ[εν.]
Στις Μάνδρες το 1988 βρέθηκε μια επιγραφή που υπολογίζεται γύρω στο 152/153 π.Χ. όπου:
Εὐγένεα Λουκίῳ τῷ ἀνδρὶ v καὶ ἑ
αυτῇ καὶ τοῖς τέκνοις μνήμης χ<ά>ριν
ἔτους δπρʹ
Η πιο κάτω επιγραφή βρέθηκε στο Barovo, βόρεια της Δοϊράνης, το 1988, αναφέρεται και αυτή στον 3ο π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για μια μαρτυρία που κρύβει τον αβάσταχτο μητρικό πόνο:
Διον[υσία ….]
δῇ καὶ
Μακεδόνι καὶ
Δημητρίῳ τοῖς
τέ
κνοις μνήμης
χά
ριν ζῶσα ἐποίη
σεν
Ενώ στην περιοχή του Δρυμού, όπου, ίσως, εκεί βρισκόταν το αρχαίο Χαράκωμα εντοπίστηκε επιτάφια επιγραφή το 1986, που πιθανολογείται το δεύτερο π.Χ. αιώνα, όπου αναφέρονται τα παρακάτω:
[— — Ἀγ]-
αθόκλεα
τῷ εἰδίῳ
πατρὶ καὶ
Ἡλιοδώ-
ρα τῷ ἰδίῳ
ἀνδρὶ μν-
είας χάριν.
Επίσης από την αρχαία Ειδομένη που τοποθετείται, όπως προσημειώσαμε, στο σημερινό Isar-Marvinci της γειτονικής Νοτιοσλαβίας, βρέθηκε το 1986 η παρακάτω επιγραφή που αναφέρεται στα τέλη του 2ου και αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. :
Κ(λαυδίᾳ)(?) Εὐρυδίκῃ θυ-
γατρὶ(?) μνήμης χάριν καὶ Εὐ-
τύχῳ ἀνδρὶ ζῶντι.
Στο Begnište βρέθηκε επιγραφή το 1988, που αναφέρεται στο έτος 224 π.Χ. και έχει εγχάρακτα τα εξής:
‘ ἔτους αοτ’ Λώου βι’ Ἐνδημία ἐποίησεν ἐαυτής καί τῶν τέκνων μνήμης χάριν Φιλοδεσπότου’.
Μία ακόμη επιγραφή που βρέθηκε στο Barovo το 1988, και αναφέρεται στο έτος 153/154 π.Χ. έχουν χαραχθεί τα εξής:
Ἰούλιος ἐποί-
ησεν Καλλι-
κράτη τῷ
υἱῷ καὶ Δο-
μετίᾳ τῇ συ-
βίο καὶ αὑτῷ
μνείας χά-
ριν.
Έχουμε, επίσης, επιγραφή από το Παλατιανό του Κιλκίς, του 3ου αιώνα π.Χ. (Φύσκαι; Ίωρον;)
Ἀλέξανδρος Δημητρι-
ανῷ καὶ Ἐπιξένῳ τοῖς γλυ-
κυτάτοις ἀδελφοῖς μνίας
χάριν κὲ αὑτῷ καὶ Μαξίμᾳ
τῇ συμβίῳ ζῶν ἐποίει.
Στην Ευρωπό, πάλι, έχουμε άλλες δύο επιγραφές όπου η πρώτη αναφέρεται στον 2ο ή 3ο π.Χ. αιώνα, γράφει:
Μ(ᾶρκος) Ἑρέννιος Σαβεῖνος Ἑρεννία Μενέα
Μ(ᾶρκον) Ἑρέννιον Σαβεῖνον νέον τὸν ὑὸν
αὐτῶν καὶ ἑαυτὴν ζῶσαν μνήμης χάριν.
Η δεύτερη που είναι του 2ου αιώνα π.Χ. έχει εγχάρακτα τα εξής:
Οἰνάνθη Πολέμωνος καὶ
Ἐπίγονος αὑτοῖς ζῶντες καὶ
Εὐπόρῳ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μνίας
χάριν.
Από το Smilovci έχουμε μια επιτάφια επιγραφή αδιευκρίνιστων χρόνων :
Ἀμμία Γάϊον
Διονυσίου τὸν
υἱειὸν {υἱὸν} ζῶσα
ἐποίει καὶ Ζω-
[ΐ]λος τὸν ἀδελ-
[φ]όν
Παρόμοιες επιγραφές συναντούμε και στην ανατολική Μακεδονία, ανατολικά και δυτικά του Στρυμόνα ποταμού με κυρίαρχο τόπο της αρχαίας Αμφίπολης.
Οπωσδήποτε στο παρόν κείμενο είναι αδύνατον να καταχωρήσουμε όλες τις επιγραφές που έχουν αναβρεθεί στο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας. Αντιλαμβάνεται, όμως, κανείς την κοινή ελληνική καταγωγή και παιδεία, τα ήθη και έθιμα των κατοίκων του βορειοελλαδικού αυτού χώρου.
Οι αρχαίοι κάτοικοι της Μακεδονίας, οι Μακεδόνες, επί αιώνες, όπως αποδεικνύουν οι επιτάφιες επιγραφές, οι οποίες χαράσσονται στην λαλούσα γλώσσα, έχουν κοινή συνισταμένη την καταγωγή, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την παιδεία, την παράδοση και τα ήθη.
Αυτό αποτελούσε ένα μεγάλο εμπόδιο για τους Λατίνους κατακτητές. Παρότι οι Ρωμαίοι σε κάθε μακεδονική πόλη είχανε στρατεύματα κατοχής για πολλές δεκαετίες ήταν αδύνατο να διασπάσουν την ενότητα του μακεδονικού λαού. Οι παλαιοί Μακεδόνες Βασιλείς είχαν γίνει ήρωες στη συνείδηση του λαού και φυσικό ήταν να μην πάψουν ποτέ να αναθυμούνται τις παλιές δόξες της πατρίδας τους. Τότε οι Ρωμαίοι, ως πρώτο μέτρο διάσπασης τους, επινόησαν το διοικητικό διαχωρισμό της Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό συγγραφέα Πλίνιο, η Μακεδονία χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα.
Η Κεντρική Μακεδονία είχε χωριστεί στα δύο. Η ανατολικά του Αξιού ποταμού μέχρι το Στρυμόνα ανήκε στη ‘Μακεδονία Πρώτη’ με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και η Βοττιαία, η δυτικά του Αξιού περιοχή στη ‘Μακεδονία Τρίτη’ με πρωτεύουσα την Πέλλα.
Δεν ήταν όμως μόνο η διοικητική αυτή διαίρεση, εκδόθηκαν και αυστηρά μέτρα, αφού απαγορευόταν η επικοινωνία του λαού μεταξύ των τμημάτων αυτών, απαγορευόταν το εμπόριο, απαγορευόταν ακόμη και ο γάμος ατόμων που ανήκαν σε διαφορετικές ρωμαϊκές διοικητικές ενότητες.
Επέβαλαν, δηλαδή, οι Λατίνοι κατακτητές, την πλήρη απομόνωση του κάθε τμήματος. Για να σταματήσουν όμως όλες οι σχέσεις μεταξύ τους κόψανε και διαφορετικά νομίσματα για κάθε μακεδονικό τμήμα.
Με τα πρωτοφανή αυτά μέτρα αντιλαμβάνεται κανείς την αγωνία των κατακτητών, ή τον φόβο τους για αναδιοργάνωση, ανασύσταση, του μακεδονικού κράτους.
Αυτό που τους ώθησε, βέβαια, να χωρίσουν διοικητικά την Μακεδονία ήταν η θέληση του λαού για αυτοδιαχείριση που ξεπηδούσε από την ένδοξη ιστορία του, την κοινή γλώσσα, την ελληνική συνείδησή του και από όλα αυτά που προαναφέρθηκαν:
τη θρησκεία, τα ήθη, έθιμα, τη δυνατή κοινωνική του δομή που την καταδεικνύουν άλλωστε και οι εγχάρακτες επιτάφιες πλάκες από όλα τα μέρη της αρχαίας Μακεδονίας.
‘ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ
ΑΝΤΙ[. . .]ΟΥ
ΧΑΙΡΕ’
Επιτύμβια επιγραφή που ήταν πεταμένη στην άκρη του δρόμου που άνοιξε μπουλντόζα του δήμου στην Ποντοκερασιά Κιλκίς. Παραδόθηκε στο αρχαιολογικό μουσείο Κιλκίς το 2005.
Ένα ξεχωριστό κομμάτι της ιστορίας της Κρηστωνίας και γενικότερα της Αρχαίας Κεντρικής Μακεδονίας αποτελούν οι αρχαίες εγχάρακτες επιτάφιες πλάκες.
Τις επιγραφές αυτές τις συναντούμε από τον τέταρτο ή τρίτο αιώνα προ Χριστού και φθάνουν μέχρι τους χριστιανικούς αιώνες. Από τότε φαίνεται να καθιερώνεται κοινωνικά η ενεπίγραφη επιγραφή στον τάφο προσφιλούς προσώπου.
Έτσι, οι ζώντες συγγενείς, διακοινώνουν τα αισθήματά τους προς τους χαμένους κοντινούς τους ανθρώπους.
Οι αρχαίες αυτές επιγραφές συναντιούνται σε όλη την αρχαία Μακεδονία με κοινά ονόματα και συνήθειες.
Κι όταν σημειώνουμε ‘αρχαία Μακεδονία’ είναι φυσικό να περιλαμβάνουμε ιστορικά και ένα μεγάλο κομμάτι του μικρού κράτους στα βόρεια σύνορα της χώρας μας.
Από το σημερινό ελληνικό χώρο έχουμε τέτοιες επιγραφές από την Ευρωπό, τους Άνω Αποστόλους, τη Λητή, τις Μάνδρες, την Ποντοκερασιά, το Παλατιανό, το Μαυρονέρι, το Παλαιόκαστρο Αραβισσού, (περιοχή Γιαννιτσών, όπου ήταν η αρχαία πόλη Κύρρος), το Σκρά τα Κουφάλια, το Δρυμό (όπου υπολογίζεται το αρχαίο Χαράκωμα), ενώ από το βόρειο γειτονικό κράτος έχουμε από την αρχαία Ειδομένη που βρισκόταν στην περιοχή του σημερινού Isar-Marvinci. Επίσης αρχαίες επιγραφές βρέθηκαν στο Smilovci, στο Gradec, στην περιοχή του Barovo, στο Begnište, κλπ.
Μια από τις αρχαιότερες επιγραφές είναι αυτή που βρέθηκε στην Ευρωπό το 1993, που καθορίζεται στο πρώτο τέταρτο του 3ου π.Χ. αιώνα. Στη λίθινη πλάκα είναι χαραγμένα τα εξής:
Ἀρτέμιδι Ἐλαφηβόλ[ωι]
Νικαία Παραμόνο[υ]
Υπέρ Αριστοβούλης̣.
Οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως δεν θα τολμήσουμε να μεταφέρουμε στην ομιλούσα γλώσσα μας την αρχαία ελληνική των επιγραφών, με το σκεπτικό μήπως κάνουμε κάποια, αθέλητη, παρατυπία και βεβηλώσουμε το νόημα των γραφομένων.
Θα προβούμε όμως σε επεξηγηματικά συμπληρώματα κατά το δοκούν.
Έτσι, η προσφορά στην ‘Αρτέμιδι Ελαφηβόλω’, είναι μια προσφιλής έκφραση των αρχαίων Ελλήνων προς τη θεά Αρτέμιδα. Περιλαμβάνεται μάλιστα σε αρχαϊκό ομηρικό ύμνο προς την Ἀρτέμιδα, ( Ομήρου, Ὓμνος εἰς Ἀρτέμιδα) η οποία ‘βάλλει τοξεύων ελάφους’ κυνηγάει, δηλαδή, ελάφια.
Υπενθυμίζεται πως άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος βρέθηκε και στην περιοχή του Λεβεντοχωρίου Κιλκίς. Έτσι διαπιστώνεται πόσο αγαπητή ήταν η ελληνική αυτή θεότητα στους θνητούς κατοίκους της περιοχής.
Το 1982 βρέθηκε μια επιγραφή στο Μαυρονέρι του Κιλκίς, δηλαδή, στην περιοχή της αρχαίας Μορρύλου. Καθορίζεται χρονικά στα τέλη του τρίτου με αρχές του δεύτερου αιώνα προ Χριστού. Τονίζεται στην εγχάρακτη πλάκα ο λόγος της προσφοράς : ‘μνήμης χάριν’. Είναι, μάλιστα, χαραγμένα τα εξής:
Άπολλόδωρος καὶ
Άρτεμίδωρος αὑ
τοῑς ζῶσιν καὶ
Ἡλιοῦνι τῷ πα
τρὶ καὶ Ἀρτέμι
νι τῇ μητρί· μνήμης
χάριν.
Εντυπωσιάζει η ομορφιά των ονομάτων τους, που μέσα από αυτά διαφαίνεται και η αρχαία ελληνική παιδεία τους.
Η επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό Σκρά, κάλυπτε τον τάφο του στρατιώτη Αυρήλιου Λούκιου της πρώτης λεγεώνας και ανήκει στην εποχή του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ. :
Αὐρήλιος Λούκι
ος βετρανός
λεγιῶνος πρεί
μας Μηνέρ
βας μετ’ γυν[αι]
κός Αὐρηλ[ι]ας Λε
πο-λας κ- τ-
κνου Α-ρηλ-[ου]
Πατέρνο[υ ἀ]
νέστησ[εν.]
Στις Μάνδρες το 1988 βρέθηκε μια επιγραφή που υπολογίζεται γύρω στο 152/153 π.Χ. όπου:
Εὐγένεα Λουκίῳ τῷ ἀνδρὶ v καὶ ἑ
αυτῇ καὶ τοῖς τέκνοις μνήμης χ<ά>ριν
ἔτους δπρʹ
Η πιο κάτω επιγραφή βρέθηκε στο Barovo, βόρεια της Δοϊράνης, το 1988, αναφέρεται και αυτή στον 3ο π.Χ. αιώνα. Πρόκειται για μια μαρτυρία που κρύβει τον αβάσταχτο μητρικό πόνο:
Διον[υσία ….]
δῇ καὶ
Μακεδόνι καὶ
Δημητρίῳ τοῖς
τέ
κνοις μνήμης
χά
ριν ζῶσα ἐποίη
σεν
Ενώ στην περιοχή του Δρυμού, όπου, ίσως, εκεί βρισκόταν το αρχαίο Χαράκωμα εντοπίστηκε επιτάφια επιγραφή το 1986, που πιθανολογείται το δεύτερο π.Χ. αιώνα, όπου αναφέρονται τα παρακάτω:
[— — Ἀγ]-
αθόκλεα
τῷ εἰδίῳ
πατρὶ καὶ
Ἡλιοδώ-
ρα τῷ ἰδίῳ
ἀνδρὶ μν-
είας χάριν.
Επίσης από την αρχαία Ειδομένη που τοποθετείται, όπως προσημειώσαμε, στο σημερινό Isar-Marvinci της γειτονικής Νοτιοσλαβίας, βρέθηκε το 1986 η παρακάτω επιγραφή που αναφέρεται στα τέλη του 2ου και αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. :
Κ(λαυδίᾳ)(?) Εὐρυδίκῃ θυ-
γατρὶ(?) μνήμης χάριν καὶ Εὐ-
τύχῳ ἀνδρὶ ζῶντι.
Στο Begnište βρέθηκε επιγραφή το 1988, που αναφέρεται στο έτος 224 π.Χ. και έχει εγχάρακτα τα εξής:
‘ ἔτους αοτ’ Λώου βι’ Ἐνδημία ἐποίησεν ἐαυτής καί τῶν τέκνων μνήμης χάριν Φιλοδεσπότου’.
Μία ακόμη επιγραφή που βρέθηκε στο Barovo το 1988, και αναφέρεται στο έτος 153/154 π.Χ. έχουν χαραχθεί τα εξής:
Ἰούλιος ἐποί-
ησεν Καλλι-
κράτη τῷ
υἱῷ καὶ Δο-
μετίᾳ τῇ συ-
βίο καὶ αὑτῷ
μνείας χά-
ριν.
Έχουμε, επίσης, επιγραφή από το Παλατιανό του Κιλκίς, του 3ου αιώνα π.Χ. (Φύσκαι; Ίωρον;)
Ἀλέξανδρος Δημητρι-
ανῷ καὶ Ἐπιξένῳ τοῖς γλυ-
κυτάτοις ἀδελφοῖς μνίας
χάριν κὲ αὑτῷ καὶ Μαξίμᾳ
τῇ συμβίῳ ζῶν ἐποίει.
Στην Ευρωπό, πάλι, έχουμε άλλες δύο επιγραφές όπου η πρώτη αναφέρεται στον 2ο ή 3ο π.Χ. αιώνα, γράφει:
Μ(ᾶρκος) Ἑρέννιος Σαβεῖνος Ἑρεννία Μενέα
Μ(ᾶρκον) Ἑρέννιον Σαβεῖνον νέον τὸν ὑὸν
αὐτῶν καὶ ἑαυτὴν ζῶσαν μνήμης χάριν.
Η δεύτερη που είναι του 2ου αιώνα π.Χ. έχει εγχάρακτα τα εξής:
Οἰνάνθη Πολέμωνος καὶ
Ἐπίγονος αὑτοῖς ζῶντες καὶ
Εὐπόρῳ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μνίας
χάριν.
Από το Smilovci έχουμε μια επιτάφια επιγραφή αδιευκρίνιστων χρόνων :
Ἀμμία Γάϊον
Διονυσίου τὸν
υἱειὸν {υἱὸν} ζῶσα
ἐποίει καὶ Ζω-
[ΐ]λος τὸν ἀδελ-
[φ]όν
Παρόμοιες επιγραφές συναντούμε και στην ανατολική Μακεδονία, ανατολικά και δυτικά του Στρυμόνα ποταμού με κυρίαρχο τόπο της αρχαίας Αμφίπολης.
Οπωσδήποτε στο παρόν κείμενο είναι αδύνατον να καταχωρήσουμε όλες τις επιγραφές που έχουν αναβρεθεί στο χώρο της αρχαίας Μακεδονίας. Αντιλαμβάνεται, όμως, κανείς την κοινή ελληνική καταγωγή και παιδεία, τα ήθη και έθιμα των κατοίκων του βορειοελλαδικού αυτού χώρου.
Οι αρχαίοι κάτοικοι της Μακεδονίας, οι Μακεδόνες, επί αιώνες, όπως αποδεικνύουν οι επιτάφιες επιγραφές, οι οποίες χαράσσονται στην λαλούσα γλώσσα, έχουν κοινή συνισταμένη την καταγωγή, τη γλώσσα, τη θρησκεία, την παιδεία, την παράδοση και τα ήθη.
Αυτό αποτελούσε ένα μεγάλο εμπόδιο για τους Λατίνους κατακτητές. Παρότι οι Ρωμαίοι σε κάθε μακεδονική πόλη είχανε στρατεύματα κατοχής για πολλές δεκαετίες ήταν αδύνατο να διασπάσουν την ενότητα του μακεδονικού λαού. Οι παλαιοί Μακεδόνες Βασιλείς είχαν γίνει ήρωες στη συνείδηση του λαού και φυσικό ήταν να μην πάψουν ποτέ να αναθυμούνται τις παλιές δόξες της πατρίδας τους. Τότε οι Ρωμαίοι, ως πρώτο μέτρο διάσπασης τους, επινόησαν το διοικητικό διαχωρισμό της Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό συγγραφέα Πλίνιο, η Μακεδονία χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα.
Η Κεντρική Μακεδονία είχε χωριστεί στα δύο. Η ανατολικά του Αξιού ποταμού μέχρι το Στρυμόνα ανήκε στη ‘Μακεδονία Πρώτη’ με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη και η Βοττιαία, η δυτικά του Αξιού περιοχή στη ‘Μακεδονία Τρίτη’ με πρωτεύουσα την Πέλλα.
Δεν ήταν όμως μόνο η διοικητική αυτή διαίρεση, εκδόθηκαν και αυστηρά μέτρα, αφού απαγορευόταν η επικοινωνία του λαού μεταξύ των τμημάτων αυτών, απαγορευόταν το εμπόριο, απαγορευόταν ακόμη και ο γάμος ατόμων που ανήκαν σε διαφορετικές ρωμαϊκές διοικητικές ενότητες.
Επέβαλαν, δηλαδή, οι Λατίνοι κατακτητές, την πλήρη απομόνωση του κάθε τμήματος. Για να σταματήσουν όμως όλες οι σχέσεις μεταξύ τους κόψανε και διαφορετικά νομίσματα για κάθε μακεδονικό τμήμα.
Με τα πρωτοφανή αυτά μέτρα αντιλαμβάνεται κανείς την αγωνία των κατακτητών, ή τον φόβο τους για αναδιοργάνωση, ανασύσταση, του μακεδονικού κράτους.
Αυτό που τους ώθησε, βέβαια, να χωρίσουν διοικητικά την Μακεδονία ήταν η θέληση του λαού για αυτοδιαχείριση που ξεπηδούσε από την ένδοξη ιστορία του, την κοινή γλώσσα, την ελληνική συνείδησή του και από όλα αυτά που προαναφέρθηκαν:
τη θρησκεία, τα ήθη, έθιμα, τη δυνατή κοινωνική του δομή που την καταδεικνύουν άλλωστε και οι εγχάρακτες επιτάφιες πλάκες από όλα τα μέρη της αρχαίας Μακεδονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.