Γράφει ο Μανόλης Γκαράνης
Εκατόν εξήντα χρόνια από τη γέννηση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και εκατό από την «κοίμησή» του, επαναπροσδιορίζουμε τη χρονιά αυτή τη σχέση μας με το έργο του ή έχουν τη ευκαιρία, όσοι δεν το γνώρισαν καθόλου, να διαβάσουν το ίδιο το έργο, κυρίως, αλλά και να διαβάσουν τοποθετήσεις και αξιολογήσεις που γίνονται από τους μελετητές του.
Ακούγεται ως ο «Άγιος των Γραμμάτων μας», ο «ηθογράφος», ο «κοσμοκαλόγερος», ο συγγραφέας που κατέγραψε στα 180 διηγήματά του «τα πάθια και τους καημούς του κόσμου», όπως ο ίδιος λέγει στο «Μοιρολόγι της Φώκιας». Όλοι όμως αυτοί οι προσδιορισμοί στενεύουν το εύρος και την παγκοσμιότητα που έχει ο Παπαδιαμάντης ως δημιουργός του κόσμου. Για τον Παπαδιαμάντη ενδιαφέρον είχε ο άνθρωπος. Στα κείμενά του αναδεικνύει στιγμές της καθημερινότητας του ανθρώπου, οι οποίες όμως ήταν σημαντικές για τους ίδιους και τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους.
Στην παρούσα αναφορά στο έργο του θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε μια άλλη πτυχή του, την ερωτική. Ενδεικτικά διηγήματα αυτής της πλευράς του θα λέγαμε ότι είναι ανάμεσα σε άλλα πολλά: Ο «Έρωτας στα χιόνια», η «Νοσταλγός», το «Όνειρο στο κύμα», το «Θέρος – έρος», ο «Έρως – ήρως» και η «Τρελλή βραδυά».
Ο «Έρωτας στα χιόνια»
Στο διήγημα αυτό μιλάει για έναν αδιέξοδο και ανεκπλήρωτο έρωτα που είχε ο παλιός κοσμογυρισμένος ναυτικός μπάρμπα Γιαννιός για τη γειτόνισσά του, την Πολυλογού, μια καλή και εργατική νοικοκυρά που δεν είχε μάτια παρά μόνο για τον άνδρα της και τα τέσσερα παιδιά της.
Έντονα ερωτικός ο λόγος του Παπαδιαμάντη, βρίσκει διέξοδο να εκφραστεί με την ποίηση, «εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του». Περνούσε κάτω από το παράθυρό της και της τραγουδούσε:
«Σοκάκι μου μακρύ – στενό με την κατεβασιά σου,
κάμε και μένα γείτονα με την γειτόνισσά σου».
Άλλοτε πάλι «παραπονούμενος ευθύμως» της έλεγε:
«Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κι εσύ, Γιαννιό μου, έλα μέσα».
Και με τρόπο ώστε να τον ακούει η γειτόνισσα εμορμύριζε (δηλ. μουρμούριζε):
«Σεβντάς είναι αυτός, δεν είναι τσορβάς…
έρωντας είναι δεν είναι γέροντας».
Ένα προσφιλές εκφραστικό παιχνίδι του κυρ- Αλέξανδρου ήταν αυτό με τις καταλήξεις των λέξεων. Όπως παραπάνω έπαιξε με τις λέξεις γέροντας – έρωντας, κάνει το ίδιο σε πλείστες περιπτώσεις. Ακόμη και διηγήματα ολόκληρα τιτλοφορεί με τον παιγνιώδη αυτόν τρόπο:
«θέρος – έρος» ή «Έρως – ήρωας»
«Όνειρο στο κύμα»
Στο διήγημα αυτό έχουμε τον πλατωνικό έρωτα ενός πτωχού νεαρού βοσκού προς την ψυχοκόρη του κυρ- Μόσχου, την Μοσχούλαν.
Ο μικρός βοσκός παρατηρούσε την Μοσχούλα κάθε που κατέβαινε στον αιγιαλό, κάτω από το σπίτι της, για να κολυμβήσει. Φρόντιζε να μην γίνει αντιληπτός από την κόρη, καθώς αυτή κολυμβούσε σε αντίθετη κατεύθυνση από το παρατηρητήριό του.
Έτσι μπορούσε από κοντινή απόσταση να θαυμάζει τα απερίγραπτα κάλλη της κόρης που τα περιγράφει ως εξής:
«Ήτο απόλαυσις, όνειρο, θαύμα. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης…
Ήταν πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα, ήτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…
«θέρος – έρος»
Στο «θέρος – έρος» ο ερωτευμένος νέος Κωστής θα ηρωοποιηθεί από τη μεγάλη αγάπη του για τη Ματούλα, όταν αυτή θα κινδυνεύσει να κακοποιηθεί από τον λυκάνθρωπο Αγρίμη. Ο Κωστής την ύστατη στιγμή θα την σώσει από τα βάναυσα χέρια του κτηνανθρώπου και ο πατέρας της Ματούλας θα του τη προσφέρει ως γέρας. Έτσι:
«Μετά τρεις μήνας ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερώντος Κωστή μετά της περικαλλούς και ευαισθήτου Ματούλας. Και η αγαστή και θεσπεσία παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του έαρος, επέπρωτο να παραδώσει τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος – έρος.
«Τρελλή βραδυά»
Στην «Τρελλή βραδυά», για να τελειώσουμε με κάτι ανάλαφρο και «πλέον παιγνιώδες», κατά τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, μια παρέα μεθοκοπά και γλεντοκοπά σ’ ένα μικρό καπηλειό. Όταν από το πολύ πιοτό «λύνεται» η γλώσσα τους, αρχίζουν να δημοσιοποιούν τα εσώψυχά τους και θυμούνται τις κοπέλες της μικρής τους κοινωνίας που τους άναψαν καημούς και πόθους.
Όλα αυτά τα εκφράζουν με αυτοσχέδια τραγούδια που εμπεριέχουν και τα σημαίνοντα ονόματα:
Βασίλω μ’ τα κουμπούρια σου
με τι τάχεις γεμάτα
βαρειά π’ ανάθεμά τα!
ή σε άλλη εκδοχή:
Έβγα να ιδείς, έβγα να ιδείς
σκύλλα, κορμί που τυραννείς.
Και πάλι με σημείο αναφοράς τη Βασίλω:
Ντελμπεντέρισσα, Βασίλω
στρωσ’ το μπράτσο σου να γύρω
Βασίλω μ’ κάτσε φρόνιμα
σαν τ’ άλλα τα κορίτσια
σ’ αυτή τη γειτονίτσα.
Προφανώς από τον καημό που είχαν γιατί η Βασίλω έριχνε αλλού τα μάτια της και όχι σ’ αυτούς.
Άλλος, πάλι από τους τέσσερις, ο Σταμάτης ο Αρβανίτης, αρχίζει το δικό του τραγούδι και μ’ αυτό βγάζει το σεβντά του:
Ας παν να ιδούν τα μάτια μου
πως τα περνάει η αγάπη μου.
Μούπαν αλλού κι αγάπησε
κι εμένα μ’ απαράτησε.
- Ποιος σ’ τώπε, δεντρουλάκι μου,
δε σ’ αγαπώ πουλάκι μου;
Αν σ’ τώπε ο ήλιος να σβυστεί
τ’ άστρι να μην ξημερωθεί…
Κι αν σ’ τώπανε στην εκκλησιά
κερί να μην ανάψουν πια…
Κι αν σ’ τώπε το Ρηγόπουλο
στη Μπαρμπαριά σκλαβόπουλο!
Οι περιπέτειες, η αγωνία και ο αγώνας επιβίωσης που δίνουν οι ήρωες του Αλ. Παπαδιαμάντη έχουν άλλοτε αίσιο και άλλοτε δυσάρεστο τέλος. Έχουν όμως ένα τέλος που το προετοίμασαν οι ίδιοι, ο κυρ- Αλέξανδρος το κατέγραψε και το «εμνημείωσε εσαεί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.