Ανακοίνωση Προοδευτικής Ενότητας Καθηγητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κιλκίς
Συναδέλφισσες και συνάδελφοι
Η ΟΛΜΕ κεντρικά αλλά και οι συνδικαλιστικές παρατάξεις και οι τοπικές ενώσεις κατέθεσαν αιτήσεις ανάκλησης υποψηφιοτήτων σε κεντρικό τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
Το Υπουργείο Παιδείας μέσω διαρροών έκανε σαφές ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε ανακοινοποίηση της ανακήρυξης των υποψηφιοτήτων με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Π.Δ.1/2003.
Κάτι τέτοιο όπως μας επεσήμαναν έγκριτοι νομικοί, είναι αίολο αφού η υποβολή υποψηφιότητας δεν είναι ανέκκλητη πράξη.
Όπου μάλιστα δεν υπάρχει ειδική διάταξη νόμου ισχύει γενική διάταξη.
Στην προκειμένη περίπτωση σε ότι αφορά στις αυτοδιοικητικές και στις εθνικές εκλογές σαφώς ορίζεται ότι υπάρχει δυνατότητα παραίτησης υποψηφίων ακόμη και μετά την ανακήρυξη, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση της παραίτησης κατόπιν ανακήρυξης δεν υπάρχει δυνατότητα αντικατάστασής των παραιτηθέντων.
Η παραβίαση όμως των θεσμικών κανόνων είναι ψιλά γράμματα για την πολιτική ηγεσία.
Με μία απίστευτη τροπολογία στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών “Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας” που ψηφίστηκε στη Βουλή, η Υπουργός Παιδείας εξουσιοδότησε τον εαυτό της για τα πάντα.
Ειδικότερα παρέχεται εξουσιοδότηση στην Υπουργό Παιδείας προκειμένου να ρυθμίζει με απόφασή της θέματα που αφορούν:
- στις εφορευτικές επιτροπές (σύσταση συγκρότηση σύνθεση απαρτία λειτουργία)
- στα όργανα που εκδίδουν τις σχετικές διοικητικές πράξεις,
- στην κατάργηση επιτροπών εκλογών,
- στην κατάργηση, ανάκληση η επανάληψη διοικητικών πράξεων,
- αλλά και στη ρύθμιση όλων των ζητημάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στην απρόσκοπτη εξέλιξη των εκλογικών διαδικασιών.
Τέτοιο εύρος εξουσιοδοτήσεων σπάνια συναντά κανείς σε νομοθετικό κείμενο.
Μάλιστα στην τροπολογία αναφέρεται ότι με Υπουργική απόφαση μπορούν να αλλάζουν οι διαδικασίες ανεξαρτήτως αν και σε ποιο στάδιο εκκρεμούν.
Ένα δεύτερο σημείο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι με την τροπολογία εξουσιοδοτείται η Υπουργός να ορίσει αυτή τα όργανα που εκδίδουν τις διοικητικές πράξεις.
Υπερβαίνει δηλαδή όχι μόνο το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια, αλλά και το ευρύτερο διοικητικό δίκαιο.
Η εξουσιοδότηση αυτή που φανερώνει το πιο αυταρχικό, αυθαίρετο και αντιδημοκρατικό πρόσωπο της κυβέρνησης, έγινε για δύο λόγους:
Πρώτον για να προληφθούν και να διορθωθούν ενέργειες όπως αυτή της Διευθύντριας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ξάνθης που έκανε “το λάθος” να προχωρήσει σε ανάκληση των υποψηφιοτήτων χωρίς να ρωτήσει την Υπουργό.
Δεύτερον για να δοθεί λύση στο αδιέξοδο που είχε οδηγήσει η άρνηση των 9 εκ των 13 Περιφερειακών Διευθυντών να προχωρήσουν σε μη σύννομη συγκρότηση εφορευτικών επιτροπών.
Έτσι μία μόλις εργάσιμη ημέρα μετά από την ψήφιση της αντιδημοκρατικής εξουσιοδότησης στη Βουλή, δηλαδή στις 29/10/2020 δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ η υπουργική απόφαση για τη σύνθεση, τη λειτουργία και τη συγκρότηση των εφορευτικών επιτροπών.
Στην απόφαση αυτή ορίζονται άλλα περίεργα και παράλογα όπως ότι οι εφορευτικές επιτροπές μπορούν να συνεδριάζουν ακόμη και με δύο άτομα, ότι μπορεί να γίνονται διαρκείς και συνεχείς αντικαταστάσεις των μελών των εφορευτικών επιτροπών, με αμελλητί αποφάσεις των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης μέχρι και ότι μπορεί η ίδια η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου να διορίζει προσωπικά τα μέλη των εφορευτικών.
Η εκτροπή του Υπουργείου Παιδείας πέρα από τις συνταγματικές και νομικές διαστάσεις έχει πάρει πλέον το χαρακτήρα μιας κρίσιμης αναμέτρησης όχι μόνο με τα εκπαιδευτικά συνδικάτα αλλά με το ίδιο το δικαίωμα του κλάδου να αντιστέκεται, να διαφωνεί και να αντιπαλεύει αντιδημοκρατικές πολιτικές που στόχο έχουν να καταργήσουν βασικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η εκλογή και η ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων με ηλεκτρονική αποκλειστικά κάλπη, δεν είναι το μείζον ζήτημα.
Μείζον πλέον είναι ότι διακυβεύεται στο μέλλον το στοιχειώδες μας δικαίωμα να αντιδρούμε και μέσα από τις συλλογικότητες μας να εμποδίζουμε την εφαρμογή αντιεκπαιδευτικών πολιτικών. Αυτό αποδεικνύεται από την πρόθεση της κυβέρνησης να αλλάξει το συνδικαλιστικό νόμο, όπου θα προβλέπεται ηλεκτρονική ψηφοφορία για την κήρυξη απεργίας.
Γιατί εάν το Υπουργείο Παιδείας επιτύχει την επιδίωξη του να ψηφίσει το Σάββατο στις 7/11/2020 μία κρίσιμη μάζα εκπαιδευτικών, τότε στο άμεσο μέλλον δεν θα έχει κανένα εμπόδιο πλέον, με το συνδικαλιστικό κίνημα σε πλήρη απαξίωση, να περάσει μέτρα που ήδη έχει προαναγγείλει όπως η “παράδοση” των σχολείων στους Δήμους ή η τιμωρητική ατομική αξιολόγηση.
Αυτός είναι ο λόγος που η συγκεκριμένη αναμέτρηση είναι κρίσιμη όχι μόνο για το μέλλον του κλάδου αλλά της εκπαίδευσης γενικότερα καθώς και των κοινωνικών δικαιωμάτων ευρύτερα.
Είναι λοιπόν ανάγκη, εάν οι νομικές μας ενέργειες δεν θα έχουν τελικά αποτέλεσμα και οι εκλογές γίνουν ηλεκτρονικά το επόμενο Σάββατο, με τα ονόματα των υποψήφιων να βρίσκονται στα ψηφοδέλτια παρά τη θέλησή τους, να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να μην υπάρξει συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε μία παράνομη και γελοία διαδικασία.
Η θέση της παράταξής μας ήταν από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρη και σαφής.
Χωρίς καθυστέρηση, αστερίσκους και υποσημειώσεις σταθήκαμε ενάντια στην διεξαγωγή της ψηφοφορίας αποκλειστικά με ηλεκτρονική κάλπη διότι:
Η ρύθμιση για την ηλεκτρονική ψηφοφορία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από ακραία νεοφιλελεύθερη και αυταρχική πολιτική. Έρχεται δηλαδή ως συμπλήρωμα και ίσως κορύφωση μιας σειράς μέτρων που ψηφίζονται ξαφνικά με τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια χωρίς διάλογο και διαβούλευση χωρίς χρόνο καν να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει.
η ρύθμιση για την ηλεκτρονική ψηφοφορία ψηφίστηκε για να εφαρμοστεί μέσα σε ένα μήνα, όταν σε ανάλογες περιπτώσεις στην Ευρώπη δοκιμάζεται για χρόνια και αφού βέβαια έχουν διαβουλευτεί οι εμπλεκόμενοι φορείς.
Η ρύθμιση εισαγάγει από τώρα και εις το διηνεκές ασχέτως της πανδημίας την ηλεκτρονική κάλπη ως μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο διεξαγωγής της ψηφοφορίας.
Τέλος το ίδιο το σύστημα δεν παρέχει εγγυήσεις για την αμεσότητα, την καθολικότητα και την μυστικότητα και δεν δημιουργεί το απαιτούμενο κλίμα εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο μετά από διάλογο και χρόνο για τη δοκιμή του.
Μόνον κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις εκ των οποίων καμία δεν τηρήθηκε θα μπορούσαμε να μπούμε σε μία διαδικασία συζήτησης και διαβούλευσης για την ηλεκτρονική κάλπη και πάντα ως εναλλακτικό και συμπληρωματικό τρόπο στη δια ζώσης ψήφο.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο βίαιος τρόπος με τον οποίο εισάγεται είναι προάγγελος της εφαρμογής της ευρύτερα σε όλες τις εκλογές σε όλο το δημόσιο τομέα, όπως εξάλλου είχε δηλώσει η ίδια η Υπουργός Παιδείας.
Η Προοδευτική Ενότητα Καθηγητών καλεί τους συναδέλφους να μη συμμετέχουν σε αυτή την παρωδία. Οι αιρετοί του κλάδου σε όλα τα επίπεδα (ΠΥΣΔΕ, ΑΠΥΣΔΕ, ΚΥΣΔΕ) αποτελούν ιερό θεσμό και πρέπει να διαφυλαχτεί με κάθε τρόπο. Δεν δεχόμαστε κανέναν άλλο τρόπο εκλογής παρά αυτόν που εξασφαλίζει το Προεδρικό Διάταγμα 1/2003 που καθορίζει τα ζητήματα της εκλογής των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών για τα υπηρεσιακά συμβούλια και στο άρθρο 19 αναφέρει “ Οι αιρετοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία”
Το Υπουργείο Παιδείας μέσω διαρροών έκανε σαφές ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε ανακοινοποίηση της ανακήρυξης των υποψηφιοτήτων με το επιχείρημα ότι κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από το Π.Δ.1/2003.
Κάτι τέτοιο όπως μας επεσήμαναν έγκριτοι νομικοί, είναι αίολο αφού η υποβολή υποψηφιότητας δεν είναι ανέκκλητη πράξη.
Όπου μάλιστα δεν υπάρχει ειδική διάταξη νόμου ισχύει γενική διάταξη.
Στην προκειμένη περίπτωση σε ότι αφορά στις αυτοδιοικητικές και στις εθνικές εκλογές σαφώς ορίζεται ότι υπάρχει δυνατότητα παραίτησης υποψηφίων ακόμη και μετά την ανακήρυξη, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση της παραίτησης κατόπιν ανακήρυξης δεν υπάρχει δυνατότητα αντικατάστασής των παραιτηθέντων.
Η παραβίαση όμως των θεσμικών κανόνων είναι ψιλά γράμματα για την πολιτική ηγεσία.
Με μία απίστευτη τροπολογία στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών “Ρύθμιση οφειλών και παροχή δεύτερης ευκαιρίας” που ψηφίστηκε στη Βουλή, η Υπουργός Παιδείας εξουσιοδότησε τον εαυτό της για τα πάντα.
Ειδικότερα παρέχεται εξουσιοδότηση στην Υπουργό Παιδείας προκειμένου να ρυθμίζει με απόφασή της θέματα που αφορούν:
- στις εφορευτικές επιτροπές (σύσταση συγκρότηση σύνθεση απαρτία λειτουργία)
- στα όργανα που εκδίδουν τις σχετικές διοικητικές πράξεις,
- στην κατάργηση επιτροπών εκλογών,
- στην κατάργηση, ανάκληση η επανάληψη διοικητικών πράξεων,
- αλλά και στη ρύθμιση όλων των ζητημάτων που θα μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στην απρόσκοπτη εξέλιξη των εκλογικών διαδικασιών.
Τέτοιο εύρος εξουσιοδοτήσεων σπάνια συναντά κανείς σε νομοθετικό κείμενο.
Μάλιστα στην τροπολογία αναφέρεται ότι με Υπουργική απόφαση μπορούν να αλλάζουν οι διαδικασίες ανεξαρτήτως αν και σε ποιο στάδιο εκκρεμούν.
Ένα δεύτερο σημείο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι με την τροπολογία εξουσιοδοτείται η Υπουργός να ορίσει αυτή τα όργανα που εκδίδουν τις διοικητικές πράξεις.
Υπερβαίνει δηλαδή όχι μόνο το νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με τις εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια, αλλά και το ευρύτερο διοικητικό δίκαιο.
Η εξουσιοδότηση αυτή που φανερώνει το πιο αυταρχικό, αυθαίρετο και αντιδημοκρατικό πρόσωπο της κυβέρνησης, έγινε για δύο λόγους:
Πρώτον για να προληφθούν και να διορθωθούν ενέργειες όπως αυτή της Διευθύντριας Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ξάνθης που έκανε “το λάθος” να προχωρήσει σε ανάκληση των υποψηφιοτήτων χωρίς να ρωτήσει την Υπουργό.
Δεύτερον για να δοθεί λύση στο αδιέξοδο που είχε οδηγήσει η άρνηση των 9 εκ των 13 Περιφερειακών Διευθυντών να προχωρήσουν σε μη σύννομη συγκρότηση εφορευτικών επιτροπών.
Έτσι μία μόλις εργάσιμη ημέρα μετά από την ψήφιση της αντιδημοκρατικής εξουσιοδότησης στη Βουλή, δηλαδή στις 29/10/2020 δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ η υπουργική απόφαση για τη σύνθεση, τη λειτουργία και τη συγκρότηση των εφορευτικών επιτροπών.
Στην απόφαση αυτή ορίζονται άλλα περίεργα και παράλογα όπως ότι οι εφορευτικές επιτροπές μπορούν να συνεδριάζουν ακόμη και με δύο άτομα, ότι μπορεί να γίνονται διαρκείς και συνεχείς αντικαταστάσεις των μελών των εφορευτικών επιτροπών, με αμελλητί αποφάσεις των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης μέχρι και ότι μπορεί η ίδια η Γενική Γραμματέας του Υπουργείου να διορίζει προσωπικά τα μέλη των εφορευτικών.
Η εκτροπή του Υπουργείου Παιδείας πέρα από τις συνταγματικές και νομικές διαστάσεις έχει πάρει πλέον το χαρακτήρα μιας κρίσιμης αναμέτρησης όχι μόνο με τα εκπαιδευτικά συνδικάτα αλλά με το ίδιο το δικαίωμα του κλάδου να αντιστέκεται, να διαφωνεί και να αντιπαλεύει αντιδημοκρατικές πολιτικές που στόχο έχουν να καταργήσουν βασικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Κάτω από αυτό το πρίσμα η εκλογή και η ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων με ηλεκτρονική αποκλειστικά κάλπη, δεν είναι το μείζον ζήτημα.
Μείζον πλέον είναι ότι διακυβεύεται στο μέλλον το στοιχειώδες μας δικαίωμα να αντιδρούμε και μέσα από τις συλλογικότητες μας να εμποδίζουμε την εφαρμογή αντιεκπαιδευτικών πολιτικών. Αυτό αποδεικνύεται από την πρόθεση της κυβέρνησης να αλλάξει το συνδικαλιστικό νόμο, όπου θα προβλέπεται ηλεκτρονική ψηφοφορία για την κήρυξη απεργίας.
Γιατί εάν το Υπουργείο Παιδείας επιτύχει την επιδίωξη του να ψηφίσει το Σάββατο στις 7/11/2020 μία κρίσιμη μάζα εκπαιδευτικών, τότε στο άμεσο μέλλον δεν θα έχει κανένα εμπόδιο πλέον, με το συνδικαλιστικό κίνημα σε πλήρη απαξίωση, να περάσει μέτρα που ήδη έχει προαναγγείλει όπως η “παράδοση” των σχολείων στους Δήμους ή η τιμωρητική ατομική αξιολόγηση.
Αυτός είναι ο λόγος που η συγκεκριμένη αναμέτρηση είναι κρίσιμη όχι μόνο για το μέλλον του κλάδου αλλά της εκπαίδευσης γενικότερα καθώς και των κοινωνικών δικαιωμάτων ευρύτερα.
Είναι λοιπόν ανάγκη, εάν οι νομικές μας ενέργειες δεν θα έχουν τελικά αποτέλεσμα και οι εκλογές γίνουν ηλεκτρονικά το επόμενο Σάββατο, με τα ονόματα των υποψήφιων να βρίσκονται στα ψηφοδέλτια παρά τη θέλησή τους, να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να μην υπάρξει συμμετοχή των εκπαιδευτικών σε μία παράνομη και γελοία διαδικασία.
Η θέση της παράταξής μας ήταν από την πρώτη στιγμή ξεκάθαρη και σαφής.
Χωρίς καθυστέρηση, αστερίσκους και υποσημειώσεις σταθήκαμε ενάντια στην διεξαγωγή της ψηφοφορίας αποκλειστικά με ηλεκτρονική κάλπη διότι:
Η ρύθμιση για την ηλεκτρονική ψηφοφορία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από ακραία νεοφιλελεύθερη και αυταρχική πολιτική. Έρχεται δηλαδή ως συμπλήρωμα και ίσως κορύφωση μιας σειράς μέτρων που ψηφίζονται ξαφνικά με τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια χωρίς διάλογο και διαβούλευση χωρίς χρόνο καν να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει.
η ρύθμιση για την ηλεκτρονική ψηφοφορία ψηφίστηκε για να εφαρμοστεί μέσα σε ένα μήνα, όταν σε ανάλογες περιπτώσεις στην Ευρώπη δοκιμάζεται για χρόνια και αφού βέβαια έχουν διαβουλευτεί οι εμπλεκόμενοι φορείς.
Η ρύθμιση εισαγάγει από τώρα και εις το διηνεκές ασχέτως της πανδημίας την ηλεκτρονική κάλπη ως μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο διεξαγωγής της ψηφοφορίας.
Τέλος το ίδιο το σύστημα δεν παρέχει εγγυήσεις για την αμεσότητα, την καθολικότητα και την μυστικότητα και δεν δημιουργεί το απαιτούμενο κλίμα εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να αναπτυχθεί μόνο μετά από διάλογο και χρόνο για τη δοκιμή του.
Μόνον κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις εκ των οποίων καμία δεν τηρήθηκε θα μπορούσαμε να μπούμε σε μία διαδικασία συζήτησης και διαβούλευσης για την ηλεκτρονική κάλπη και πάντα ως εναλλακτικό και συμπληρωματικό τρόπο στη δια ζώσης ψήφο.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο βίαιος τρόπος με τον οποίο εισάγεται είναι προάγγελος της εφαρμογής της ευρύτερα σε όλες τις εκλογές σε όλο το δημόσιο τομέα, όπως εξάλλου είχε δηλώσει η ίδια η Υπουργός Παιδείας.
Η Προοδευτική Ενότητα Καθηγητών καλεί τους συναδέλφους να μη συμμετέχουν σε αυτή την παρωδία. Οι αιρετοί του κλάδου σε όλα τα επίπεδα (ΠΥΣΔΕ, ΑΠΥΣΔΕ, ΚΥΣΔΕ) αποτελούν ιερό θεσμό και πρέπει να διαφυλαχτεί με κάθε τρόπο. Δεν δεχόμαστε κανέναν άλλο τρόπο εκλογής παρά αυτόν που εξασφαλίζει το Προεδρικό Διάταγμα 1/2003 που καθορίζει τα ζητήματα της εκλογής των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών για τα υπηρεσιακά συμβούλια και στο άρθρο 19 αναφέρει “ Οι αιρετοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.