Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η ασυλία: To KKE χαίρει πολιτικής «ασυλίας» από τη στιγμή που έπαυσε να θεωρείται για τον έναν ή τον άλλο λόγο επικίνδυνο για το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς: η ιδεολογική κριτική απέναντι στις θέσεις και τις προτάσεις του έχει περιοριστεί στο ελάχιστο – αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ορατή και στον πιο ανυποψίαστο πολίτη πολιτική του αδυναμία, αλλά στην ανευθυνότητα με την οποία αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν τα καθεστωτικά κόμματα την Ελληνική Δημοκρατία.
Η ανυπαρξία ουσιαστικής και συστηματικής κριτικής στις θέσεις και απόψεις του Κομμουνιστικού Κόμματος καταγράφει και την ανυπαρξία μακροϊστορικού ιδεολογικοπολιτικού προσανατολισμού των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων: από τη στιγμή που τα κόμματα αυτά μετατρέπουν την πολιτική αντιπαράθεση σε υπόθεση χειραγώγησης και υποβιβάζουν τη δημοκρατική πρακτική σε υπόθεση διαχείρισης εγκαταλείπεται και κάθε κριτική στις θέσεις, τις πρακτικές και την πολιτική κουλτούρα του Κομμουνιστικού Κόμματος – η διαρκής εκλογική αδυναμία του συγκεκριμένου κόμματος δε σημαίνει ότι δεν επηρεάζει (σε πολύ μεγάλο βαθμό αρνητικά) την πολιτικοκοινωνική ζωή του τόπου.
Η λύση: Το ΚΚΕ έδωσε τον Ιανουάριο στη δημοσιότητα μια «Διακήρυξη» της Κεντρικής Επιτροπής του «Για τις ευρωεκλογές του Μάη 2014». Με το κείμενο αυτό η Κεντρική Επιτροπή ανακοίνωσε ότι «υπάρχει λύση για το λαό» (η φράση είναι γραμμένη με κεφαλαία στοιχεία) με την προσθήκη ότι: «ο δρόμος της είναι η συμπόρευση με το ΚΚΕ» - για τον ελληνικό λαό δεν υπάρχει άλλη λύση των προβλημάτων του, εκτός από αυτή την «συμπόρευση». Φυσικό επακόλουθο της «ιδιόρρυθμης» αυτής αντίληψης είναι η έκκληση για «βοήθεια» («βοηθήστε όλοι άμεσα να αναγεννηθεί μια ορμητική εργατική-λαϊκή αντιπολίτευση…» προς «όλους» γιατί «εγγύηση για τα δικά [τους] συμφέροντα είναι η ισχυροποίηση του ΚΚΕ, που παλεύει με επίκεντρο τα μεγάλα και οξυμένα προβλήματα για την ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, τη Λαϊκή Συμμαχία, ανοίγει το δρόμο για την οικονομία προς όφελος του λαού, με δική του εξουσία».
Οι συντάκτες του κειμένου ταυτίζουν σε τέτοιο βαθμό τα λαϊκά συμφέροντα με την εκλογική ισχυροποίηση του ΚΚΕ, ώστε παραθεωρούν ακόμη και τις «ζημίες» που υπέστησαν οι Έλληνες ως αποτέλεσμα της εκλογικής καθίζησης του κόμματος: «γνωρίζετε καλύτερα ότι ο ελληνικός λαός είναι που ζημιώθηκε από τη μείωση της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ τον Ιούνη του 2012…».
Από τα πρώτα εδάφια της «Διακήρυξης» γίνεται ολοφάνερο ότι: το ΚΚΕ δεν προτείνει λύσεις, είναι η λύση – η υπόλοιπη επιχειρηματολογία είναι συνοδευτική αυτού του ισχυρισμού.
Το στελέχη του ΚΚΕ επιφυλάσσουν στο κόμμα το ρόλο του βηματοδότη της κοινωνίας: «Τώρα με το ΚΚΕ μπορεί να κάνετε ένα μεγάλο βήμα μπροστά», υπόσχεται ο μεσότιτλος στο κείμενο της Διακήρυξης με κεφαλαία κόκκινα γράμματα – και αυτό θα επιτευχθεί εάν «τιμωρηθεί» «στις ευρωεκλογές, όπως και στις βουλευτικές… ο πυρήνας της πολιτικής και της δράσης των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ…»
Για να γίνει το «βήμα μπροστά» απαιτείται «να τιμωρηθούν όλοι εκείνοι, που, με ψέματα και τρομοκρατία, διέδωσαν ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή ανάπτυξη για τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς μέσα στην Ε.Ε.»: το ΚΚΕ δεν ζητά από τους πολίτες να υπερψηφίσουν το πρόγραμμά του, αλλά να τιμωρήσουν τους άλλους, οι οποίοι γενικώς «εξαπατούν» (εκπληκτικός είναι ο ισχυρισμός ότι κάποια κόμματα «εξαπατούν με τη θέση ότι η ΕΕ μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένωση των λαών»: με αυτή τη λογική κάθε διαφορετική αντίληψη για την πολιτική κατάσταση και το μέλλον της Ευρώπης από αυτή που έχει το ΚΚΕ θεωρείται «εξαπάτηση» - δεν είναι τυχαίο ότι τόσο το ρήμα εξαπατώ, όσο και το ουσιαστικό εξαπάτηση επαναλαμβάνονται συχνότατα στο κείμενο της Διακήρυξης. Πρόκειται για την έκφραση μιας μορφής μεταφυσικής υποκρισίας ενός υποκειμένου που θεωρεί ότι κατέχει κάποια υπερβατική αλήθεια).
Η Ευρώπη: Σε πάρα πολλά σημεία το κείμενο στερείται ακόμη και της πιο αναγκαίας για την κατανόηση του σαφήνειας: ειδικά οι αναφορές στη σχέση του Κ.Κ. με την Ευρώπη, παρά την απόλυτη τοποθέτηση σε αρκετά σημεία, είναι συγκεχυμένες – η σύγχυση επιτείνεται και από τη χρήση ενός γλωσσικού ύφους που παραπέμπει στην ιδιόλεκτο ακραίων εθνικιστικών κύκλων, π.χ. η χρήση λέξεων όπως «ευρωλαγνεία» ως «επιχείρημα» κατά των πολιτικών αντιπάλων, κατά το γνωστό «ευρωλιγούρηδες» ή κατ΄ αντιστοιχία της «τουρκολαγνείας» που χαρακτηρίζει το γλωσσικό ύφος ακραίων εθνικιστικών, παραφασιστικών, φασιστικών και νατσιστικών ομάδων.
Για το Κομμουνιστικό Κόμμα η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, είναι και θα είναι μια «ιμπεριαλιστική ένωση»: «Από το 1957 μέχρι σήμερα και όσο υπάρχει η ΕΕ, είτε διασπαστεί σε ένωση του βορρά ή του νότου, είτε γίνει ομοσπονδία, είτε συνομοσπονδία θα είναι ιμπεριαλιστική ένωση, κατά των λαών, της νεολαίας» - η φράση είναι γραμμένη με μαύρους χαρακτήρες στο πρωτότυπο. Ο ισχυρισμός αυτός αντίκειται σε οποιαδήποτε διαλεκτική και πολύ περισσότερο στην ίδια την ιστορικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων: εκείνο, ωστόσο, που ξενίζει είναι η προσπάθεια των συντακτών να διασώσουν μια ασαφή ενότητα της Ευρώπης μέσα από διάφορες λεκτικές αλχημείες – μερικές φορές εκπλήσσεται κανείς από την αφέλεια των συντακτών του κειμένου, όταν αναφέρονται στην «Ευρώπη».
Το ΚΚΕ είναι κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά υπέρ της «Ευρώπης»: η εγκατάλειψη, η διάλυση πρακτικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα οδηγήσει στην ενωμένη Ευρώπη του σοσιαλισμού, όπως τονίζεται στο κείμενο με μεγάλα μαυρισμένα κεφαλαία γράμματα – «η αποδέσμευση με λαϊκή εξουσία για κάθε χώρα της Ευρώπης και για την Ελλάδα είναι αυτή που οδηγεί στην κατάργηση της ΕΕ, στην Ενωμένη Ευρώπη του Σοσιαλισμού».
Οι ευρωεκλογές είναι μια ευκαιρία για τον λαό να αρχίσει «να βάζει το δικό του λιθαράκι στο δρόμο πάλης για την λαϊκή εξουσία, στο δρόμο των λαών της Ευρώπης, για την Ευρώπη του Σοσιαλισμού»: και αυτό το απόσπασμα φιγουράρει με μαυρισμένα κεφαλαία γράμματα στο κείμενο της Διακήρυξης – από το κείμενο ελάχιστα στοιχεία αναφέρονται για το είδος αυτού του πανευρωπαϊκού σοσιαλισμού, αλλά όλα δείχνουν «μπροστά» προς την κατεύθυνση του… παρελθόντος με πρότυπο τις γνωστές πλέον ιστορικά σοσιαλιστικές «χώρες-δοχεία» [Α.Wellmer].
Η γλώσσα του κειμένου: Αναφερθήκαμε προηγουμένως για τη συγγένεια του ύφους με την ιδιόλεκτο των διαφόρων εκδοχών του ακραίου εθνικισμού στη χώρα μας: αλλά το κείμενο της Διακήρυξης παρουσιάζει και μια στενή συγγένεια με τη γλώσσα της θεολογίας ή ακριβέστερα με τη βιβλική γλώσσα και παράδοση – ο ιδιότυπος αντικαπιταλιστικός αντιευρωπαϊσμός λαμβάνει στο κείμενο «μεταφυσικές» διαστάσεις.
Η θρησκευτική γλώσσα εκκοσμικεύεται για χάρη της αντιευρωπαϊκής ρητορείας: «η ΕΕ είναι κόλαση για όλους τους λαούς της» - και αυτός ο μεσότιτλος είναι γραμμένος με πεζά μαυρισμένα γράμματα.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση στο σώμα του κειμένου, η αντιευρωπαϊκή ρητορεία συνοδεύεται με θρησκευτικών καταβολών εκφράσεις και εικόνες και αυτό προδίδει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική και θεωρητική ένδεια των συντακτών της Διακήρυξης: στον αντιευρωπαϊκό τους οίστρο οι «άθεοι κομμουνιστές» δεν αντιλαμβάνονται καν ποια γλώσσα χρησιμοποιούν – «μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στον «λάκκο των λεόντων», ο κάθε λαός είναι ΜΟΝΟΣ του. Ο ελληνικός λαός είναι μόνος, αντιμέτωπος με τα θηρία που τον κατασπαράζουν. Στην πάλη για την αποδέσμευση οι λαοί πραγματικά θα ενώνονται, δε θα είναι μόνοι τους, ο ελληνικός λαός και τα παιδιά του θα έχουν συμμάχους»!!! (Επίπεδο κακογραμμένης έκθεσης μαθητή Γ΄ (;) Λυκείου).
Ο ελληνικός λαός ως άλλος «Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων»: πέραν τούτου η «επιχειρηματολογία» εδώ αγγίζει τα όρια της παραλογίας – μια διάλυση (=η διάλυση της ΕΕ) προβάλλεται ως μέσο ένωσης (= ένωσης των ευρωπαϊκών λαών).
Δεν είναι το θρησκευτικό στοιχείο που χρωματίζει το κείμενο και την αντιευρωπαϊκή του ρητορεία, αλλά και μια σειρά άλλες λέξεις-κλειδιά για την κατανόησή του και για τους ετεροκαθορισμούς που προσδιορίζουν την πολιτική συνείδηση των συντακτών του: για παράδειγμα η αμυντική, και σχεδόν προσβλητική για την σοσιαλιστική θεωρητική παράδοση, χρήση της λέξης «ουτοπία» (στην προσπάθεια με επίκληση του παραδείγματος του ΑΚΕΛ στην Κύπρο να διασφαλιστεί θεωρητικά και πρακτικά η αποποίηση των όποιων κυβερνητικών ευθυνών ενός αριστερού πολιτικού κόμματος).
Η ιδεολογία: Η Διακήρυξη, όσο και εάν εμφανίζεται επιθετική στην κριτική της προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι κατά βάθος το απολογητικό κείμενο μιας κομματικής νομενκλατούρας: αυτό αναδεικνύεται στην προσπάθεια καταγραφής δύο παράλληλων μακροχρόνιων γραμμών «πολιτικής» εξέλιξης, σε μια διάταξη εχθρού και φίλου καρλσμιτιανού τύπου, ανάμεσα στους υποστηρικτές του λεγόμενου «ευρωμονόδρομου» και τους επικριτές του προσανατολισμού προς την Ευρώπη – «όλα τα κόμματα, άλλα ένθερμα, άλλα με ορισμένη κριτική, υιοθέτησαν τη λογική του μονόδρομου της ΕΕ, ήδη από την ίδρυσή της ως ΕΟΚ, από την ΕΡΕ και ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ, προδρόμους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αντίστοιχα, ως το «ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ» και το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, προδρόμους του ΣΥΡΙΖΑ. Κορόιδεψαν το λαό με την ΟΝΕ και την απάτη της σύγκλισης των επιπέδων ανάπτυξης, τιμών, μισθών, κοινωνικών κατακτήσεων». [Διακριτό είναι εδώ και σε όλη την επιχειρηματολογία της Διακήρυξης όχι μόνο ένα υπόστρωμα οικονομικού εθνικισμού, αλλά και πολιτικού.]
Οι εκπρόσωποι της κομματικής νομενκλατούρας σχηματοποιούν την πορεία δεκαετιών για να κατασκευάσουν ιστορικές συνέχειας σε μια προσπάθεια να προσδώσουν υπεριστορική ισχύ στο «αλάθητό» τους: είναι σαν να υποστηρίζουν δημοσίως οι ιερείς της ορθόδοξης εκκλησίας ότι αυτοί πάντοτε έλεγαν πόσο επικίνδυνοι είναι οι Δυτικοί και ο ρωμαιοκαθολικός πάπας. Στην περίπτωση της νομενκλατούρας του Κομμουνιστικού Κόμματος τη θέση του ποντίφικα παίρνει η Ευρωπαϊκή Ένωση: και στις δύο περιπτώσεις κάποιοι ερίζουν για την απόλυτη αλήθεια και για αυτό επινοούνται ψευδοσυνάφειες που την «αποδεικνύουν».
Στην περίπτωση των θρησκευτικών δογμάτων είναι «δογματικού θεολογικού» τύπου, στην περίπτωση της πολιτικής νομενκλατούρας του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι «πολιτικού ιστορικού» τύπου.
Παραβλέψεις: Τα σημεία της υποτιθέμενης ανάλυσης των σχέσεων των χωρών της Ευρώπης μεταξύ τους και της ΕΕ με τις ΗΠΑ αποτελεί μια συρραφή ψευδοσυναφειών, που δεν έχουν καμία αναλυτική επιστημονική σημασία και κατ΄ επέκταση ούτε και για την πολιτική συζήτηση: έκπληξη πάντως προκαλεί το γεγονός ότι οι «μαρξιστές» του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν κάνουν καμία νύξη (πέρα από γενικές ασάφειες περί μονοπωλίων) στις πιέσεις που δέχεται η ευρωπαϊκή οικονομία από την ανάδυση νέων οικονομικών πόλων στον νεοκαπιταλισμό των ημερών μας – σαν να μην έχει καμία σχέση το ζήτημα αυτό με την ανελέητη επίθεση που δέχονται τα δικαιώματα των εργαζομένων στην Ευρώπη.
Οι αντίπαλοι: Η Διακήρυξη ασκεί κριτική προς όλους τους εκλογικούς αντιπάλους του Κομμουνιστικού Κόμματος: η αντιευρωπαϊκή πολεμική των συντακτών αποτελεί και την άμεση κριτική στα κόμματα της κυβέρνησης, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο οι συντάκτες του κειμένου θεωρούν ότι «λόγω της θέσης του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης συνειδητής [sic!] εξαπάτησης» του ελληνικού λαού.
Σε συνάρτηση με την κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ διαβάζουμε και το εξής αξιοπερίεργο: «…ο ΣΥΡΙΖΑ δε δεσμεύεται, στην περίπτωση που γίνει κυβέρνηση, ούτε καν για αναπλήρωση των απωλειών του λαού τα τελευταία χρόνια…» - οι συντάκτες της Διακήρυξης ακολουθώντας τις ανάγκες αναπαραγωγής της κομματικής νομενκλατούρας προσπαθούν να κόψουν κάθε γέφυρα επικοινωνίας και να ακυρώσουν κάθε ενδεχόμενο υποχρέωσης για ανάληψη ευθυνών. Η νομενκλατούρα επιβιώνει όσο κρατάει το «ανθρώπινο δυναμικό» της μακριά από τις πραγματικές ανάγκες του και τις απαιτήσεις της ζωής: είναι φυσικό να ασκεί «κριτική» σε μια πιθανή κυβέρνηση άλλου κόμματος της Αριστεράς, ότι δε δεσμεύεται πως θα αναπληρώσει τις απώλειες των τελευταίων ετών – εδώ δεν έχουμε το συνήθη χοντροκομμένο λαϊκισμό, αλλά ένα στοιχείο της στρατηγικής αναπαραγωγής μιας κομματικής νομενκλατούρας.
Παρακάμπτουμε την κριτική που ασκείται στις κομμουνιστικές μικροοργανώσεις, αλλά δε μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι η συμπερίληψή τους στο κείμενο της Διακήρυξης καταγράφει την ανησυχία στις τάξεις του ΚΚΕ ότι θα αυξηθούν οι μνηστήρες για τον τίτλο του κόμματος της εργατικής τάξης.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η ανησυχία για την εκρηκτική άνοδο της εγκληματικής νατσιστικής οργάνωσης στο πολιτικό προσκήνιο: η αμηχανία αντιμετώπισης του φαινομένου είναι έκδηλη και στο κείμενο της Διακήρυξης – η αναφορά σε «γέννημα του συστήματος» ακολουθεί τη γενική αριστερή θεώρηση περί φασισμού, που είναι κοινή σε όλες τις κομμουνιστικές οργανώσεις, και η οποία αδυνατεί να περιγράψει την πραγματική φύση του φαινομένου. Για τους λόγους αυτούς είναι επικίνδυνη και αποπροσανατολιστική.
Φράσεις, όπως, «η Χρυσή Αυγή είναι γέννημα του συστήματος, μαντρόσκυλο του καπιταλισμού, που το χρησιμοποιεί κατά του λαού» αναπαράγουν απαρχαιωμένες θεωρήσεις και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο και το αυθυπόστατό του: υπό τη γενική έννοια, γέννημα του συστήματος, συμπεριλαμβάνεται κάθε πολιτική και κοινωνική έκφραση, οπότε μια παρόμοια κριτική είναι ανώφελη. Εξίσου, «καθησυχαστικές» έως και αφελείς είναι και οι άλλες παρατηρήσεις επί του νατσιστικού φαινομένου: το ΚΚΕ έχει πάψει, προ πολλού, να είναι ανάχωμα στον εκτροχιασμό ενός μέρους των λαϊκών στρωμάτων προς το φασισμό και να απορροφά τη δυσαρέσκεια λαϊκών τμημάτων του εκλογικού σώματος – μετά από αυτή την εξέλιξη ίσως και να απώλεσε το τελευταίο στοιχείο πολιτικής νομιμοποίησής του στην ελληνική κοινωνία.
Αντιμετώπιση: Οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της κοινωνικής προόδου θα πρέπει να χειριστούν στον κοινωνικό στίβο με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή την εκλογική βάση αυτού του κόμματος για να μην υπάρξουν μακροπρόθεσμες απώλειες με μετατοπίσεις προς αντιδημοκρατικές και αντιλαϊκές κατευθύνσεις.
Η κριτική θα πρέπει να είναι διαρκής και συστηματική για να απελευθερωθούν δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία που διατηρούνται καθηλωμένες στα στεγανά ενός μορφώματος εξουσίας εξυπηρετώντας απλώς τις ανάγκες της νομενκλατούρας του.
-Ο Όμηρος Ταχμαζίδης, ΜΑ Φιλοσοφίας-Ιστορίας του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, είναι μέλος του «Συντονιστικού» της «Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας» (www.xreosmas.gr)
Η ασυλία: To KKE χαίρει πολιτικής «ασυλίας» από τη στιγμή που έπαυσε να θεωρείται για τον έναν ή τον άλλο λόγο επικίνδυνο για το πολιτικοκοινωνικό καθεστώς: η ιδεολογική κριτική απέναντι στις θέσεις και τις προτάσεις του έχει περιοριστεί στο ελάχιστο – αυτό δεν οφείλεται μόνο στην ορατή και στον πιο ανυποψίαστο πολίτη πολιτική του αδυναμία, αλλά στην ανευθυνότητα με την οποία αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν τα καθεστωτικά κόμματα την Ελληνική Δημοκρατία.
Η ανυπαρξία ουσιαστικής και συστηματικής κριτικής στις θέσεις και απόψεις του Κομμουνιστικού Κόμματος καταγράφει και την ανυπαρξία μακροϊστορικού ιδεολογικοπολιτικού προσανατολισμού των καθεστωτικών πολιτικών δυνάμεων: από τη στιγμή που τα κόμματα αυτά μετατρέπουν την πολιτική αντιπαράθεση σε υπόθεση χειραγώγησης και υποβιβάζουν τη δημοκρατική πρακτική σε υπόθεση διαχείρισης εγκαταλείπεται και κάθε κριτική στις θέσεις, τις πρακτικές και την πολιτική κουλτούρα του Κομμουνιστικού Κόμματος – η διαρκής εκλογική αδυναμία του συγκεκριμένου κόμματος δε σημαίνει ότι δεν επηρεάζει (σε πολύ μεγάλο βαθμό αρνητικά) την πολιτικοκοινωνική ζωή του τόπου.
Η λύση: Το ΚΚΕ έδωσε τον Ιανουάριο στη δημοσιότητα μια «Διακήρυξη» της Κεντρικής Επιτροπής του «Για τις ευρωεκλογές του Μάη 2014». Με το κείμενο αυτό η Κεντρική Επιτροπή ανακοίνωσε ότι «υπάρχει λύση για το λαό» (η φράση είναι γραμμένη με κεφαλαία στοιχεία) με την προσθήκη ότι: «ο δρόμος της είναι η συμπόρευση με το ΚΚΕ» - για τον ελληνικό λαό δεν υπάρχει άλλη λύση των προβλημάτων του, εκτός από αυτή την «συμπόρευση». Φυσικό επακόλουθο της «ιδιόρρυθμης» αυτής αντίληψης είναι η έκκληση για «βοήθεια» («βοηθήστε όλοι άμεσα να αναγεννηθεί μια ορμητική εργατική-λαϊκή αντιπολίτευση…» προς «όλους» γιατί «εγγύηση για τα δικά [τους] συμφέροντα είναι η ισχυροποίηση του ΚΚΕ, που παλεύει με επίκεντρο τα μεγάλα και οξυμένα προβλήματα για την ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, τη Λαϊκή Συμμαχία, ανοίγει το δρόμο για την οικονομία προς όφελος του λαού, με δική του εξουσία».
Οι συντάκτες του κειμένου ταυτίζουν σε τέτοιο βαθμό τα λαϊκά συμφέροντα με την εκλογική ισχυροποίηση του ΚΚΕ, ώστε παραθεωρούν ακόμη και τις «ζημίες» που υπέστησαν οι Έλληνες ως αποτέλεσμα της εκλογικής καθίζησης του κόμματος: «γνωρίζετε καλύτερα ότι ο ελληνικός λαός είναι που ζημιώθηκε από τη μείωση της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕ τον Ιούνη του 2012…».
Από τα πρώτα εδάφια της «Διακήρυξης» γίνεται ολοφάνερο ότι: το ΚΚΕ δεν προτείνει λύσεις, είναι η λύση – η υπόλοιπη επιχειρηματολογία είναι συνοδευτική αυτού του ισχυρισμού.
Το στελέχη του ΚΚΕ επιφυλάσσουν στο κόμμα το ρόλο του βηματοδότη της κοινωνίας: «Τώρα με το ΚΚΕ μπορεί να κάνετε ένα μεγάλο βήμα μπροστά», υπόσχεται ο μεσότιτλος στο κείμενο της Διακήρυξης με κεφαλαία κόκκινα γράμματα – και αυτό θα επιτευχθεί εάν «τιμωρηθεί» «στις ευρωεκλογές, όπως και στις βουλευτικές… ο πυρήνας της πολιτικής και της δράσης των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ…»
Για να γίνει το «βήμα μπροστά» απαιτείται «να τιμωρηθούν όλοι εκείνοι, που, με ψέματα και τρομοκρατία, διέδωσαν ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή ανάπτυξη για τον ελληνικό λαό και τους άλλους λαούς μέσα στην Ε.Ε.»: το ΚΚΕ δεν ζητά από τους πολίτες να υπερψηφίσουν το πρόγραμμά του, αλλά να τιμωρήσουν τους άλλους, οι οποίοι γενικώς «εξαπατούν» (εκπληκτικός είναι ο ισχυρισμός ότι κάποια κόμματα «εξαπατούν με τη θέση ότι η ΕΕ μπορεί να μετεξελιχθεί σε ένωση των λαών»: με αυτή τη λογική κάθε διαφορετική αντίληψη για την πολιτική κατάσταση και το μέλλον της Ευρώπης από αυτή που έχει το ΚΚΕ θεωρείται «εξαπάτηση» - δεν είναι τυχαίο ότι τόσο το ρήμα εξαπατώ, όσο και το ουσιαστικό εξαπάτηση επαναλαμβάνονται συχνότατα στο κείμενο της Διακήρυξης. Πρόκειται για την έκφραση μιας μορφής μεταφυσικής υποκρισίας ενός υποκειμένου που θεωρεί ότι κατέχει κάποια υπερβατική αλήθεια).
Η Ευρώπη: Σε πάρα πολλά σημεία το κείμενο στερείται ακόμη και της πιο αναγκαίας για την κατανόηση του σαφήνειας: ειδικά οι αναφορές στη σχέση του Κ.Κ. με την Ευρώπη, παρά την απόλυτη τοποθέτηση σε αρκετά σημεία, είναι συγκεχυμένες – η σύγχυση επιτείνεται και από τη χρήση ενός γλωσσικού ύφους που παραπέμπει στην ιδιόλεκτο ακραίων εθνικιστικών κύκλων, π.χ. η χρήση λέξεων όπως «ευρωλαγνεία» ως «επιχείρημα» κατά των πολιτικών αντιπάλων, κατά το γνωστό «ευρωλιγούρηδες» ή κατ΄ αντιστοιχία της «τουρκολαγνείας» που χαρακτηρίζει το γλωσσικό ύφος ακραίων εθνικιστικών, παραφασιστικών, φασιστικών και νατσιστικών ομάδων.
Για το Κομμουνιστικό Κόμμα η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν, είναι και θα είναι μια «ιμπεριαλιστική ένωση»: «Από το 1957 μέχρι σήμερα και όσο υπάρχει η ΕΕ, είτε διασπαστεί σε ένωση του βορρά ή του νότου, είτε γίνει ομοσπονδία, είτε συνομοσπονδία θα είναι ιμπεριαλιστική ένωση, κατά των λαών, της νεολαίας» - η φράση είναι γραμμένη με μαύρους χαρακτήρες στο πρωτότυπο. Ο ισχυρισμός αυτός αντίκειται σε οποιαδήποτε διαλεκτική και πολύ περισσότερο στην ίδια την ιστορικότητα των ανθρωπίνων πραγμάτων: εκείνο, ωστόσο, που ξενίζει είναι η προσπάθεια των συντακτών να διασώσουν μια ασαφή ενότητα της Ευρώπης μέσα από διάφορες λεκτικές αλχημείες – μερικές φορές εκπλήσσεται κανείς από την αφέλεια των συντακτών του κειμένου, όταν αναφέρονται στην «Ευρώπη».
Το ΚΚΕ είναι κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά υπέρ της «Ευρώπης»: η εγκατάλειψη, η διάλυση πρακτικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα οδηγήσει στην ενωμένη Ευρώπη του σοσιαλισμού, όπως τονίζεται στο κείμενο με μεγάλα μαυρισμένα κεφαλαία γράμματα – «η αποδέσμευση με λαϊκή εξουσία για κάθε χώρα της Ευρώπης και για την Ελλάδα είναι αυτή που οδηγεί στην κατάργηση της ΕΕ, στην Ενωμένη Ευρώπη του Σοσιαλισμού».
Οι ευρωεκλογές είναι μια ευκαιρία για τον λαό να αρχίσει «να βάζει το δικό του λιθαράκι στο δρόμο πάλης για την λαϊκή εξουσία, στο δρόμο των λαών της Ευρώπης, για την Ευρώπη του Σοσιαλισμού»: και αυτό το απόσπασμα φιγουράρει με μαυρισμένα κεφαλαία γράμματα στο κείμενο της Διακήρυξης – από το κείμενο ελάχιστα στοιχεία αναφέρονται για το είδος αυτού του πανευρωπαϊκού σοσιαλισμού, αλλά όλα δείχνουν «μπροστά» προς την κατεύθυνση του… παρελθόντος με πρότυπο τις γνωστές πλέον ιστορικά σοσιαλιστικές «χώρες-δοχεία» [Α.Wellmer].
Η γλώσσα του κειμένου: Αναφερθήκαμε προηγουμένως για τη συγγένεια του ύφους με την ιδιόλεκτο των διαφόρων εκδοχών του ακραίου εθνικισμού στη χώρα μας: αλλά το κείμενο της Διακήρυξης παρουσιάζει και μια στενή συγγένεια με τη γλώσσα της θεολογίας ή ακριβέστερα με τη βιβλική γλώσσα και παράδοση – ο ιδιότυπος αντικαπιταλιστικός αντιευρωπαϊσμός λαμβάνει στο κείμενο «μεταφυσικές» διαστάσεις.
Η θρησκευτική γλώσσα εκκοσμικεύεται για χάρη της αντιευρωπαϊκής ρητορείας: «η ΕΕ είναι κόλαση για όλους τους λαούς της» - και αυτός ο μεσότιτλος είναι γραμμένος με πεζά μαυρισμένα γράμματα.
Δεν πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση στο σώμα του κειμένου, η αντιευρωπαϊκή ρητορεία συνοδεύεται με θρησκευτικών καταβολών εκφράσεις και εικόνες και αυτό προδίδει σε μεγάλο βαθμό την πολιτική και θεωρητική ένδεια των συντακτών της Διακήρυξης: στον αντιευρωπαϊκό τους οίστρο οι «άθεοι κομμουνιστές» δεν αντιλαμβάνονται καν ποια γλώσσα χρησιμοποιούν – «μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή στον «λάκκο των λεόντων», ο κάθε λαός είναι ΜΟΝΟΣ του. Ο ελληνικός λαός είναι μόνος, αντιμέτωπος με τα θηρία που τον κατασπαράζουν. Στην πάλη για την αποδέσμευση οι λαοί πραγματικά θα ενώνονται, δε θα είναι μόνοι τους, ο ελληνικός λαός και τα παιδιά του θα έχουν συμμάχους»!!! (Επίπεδο κακογραμμένης έκθεσης μαθητή Γ΄ (;) Λυκείου).
Ο ελληνικός λαός ως άλλος «Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων»: πέραν τούτου η «επιχειρηματολογία» εδώ αγγίζει τα όρια της παραλογίας – μια διάλυση (=η διάλυση της ΕΕ) προβάλλεται ως μέσο ένωσης (= ένωσης των ευρωπαϊκών λαών).
Δεν είναι το θρησκευτικό στοιχείο που χρωματίζει το κείμενο και την αντιευρωπαϊκή του ρητορεία, αλλά και μια σειρά άλλες λέξεις-κλειδιά για την κατανόησή του και για τους ετεροκαθορισμούς που προσδιορίζουν την πολιτική συνείδηση των συντακτών του: για παράδειγμα η αμυντική, και σχεδόν προσβλητική για την σοσιαλιστική θεωρητική παράδοση, χρήση της λέξης «ουτοπία» (στην προσπάθεια με επίκληση του παραδείγματος του ΑΚΕΛ στην Κύπρο να διασφαλιστεί θεωρητικά και πρακτικά η αποποίηση των όποιων κυβερνητικών ευθυνών ενός αριστερού πολιτικού κόμματος).
Η ιδεολογία: Η Διακήρυξη, όσο και εάν εμφανίζεται επιθετική στην κριτική της προς όλες τις κατευθύνσεις, είναι κατά βάθος το απολογητικό κείμενο μιας κομματικής νομενκλατούρας: αυτό αναδεικνύεται στην προσπάθεια καταγραφής δύο παράλληλων μακροχρόνιων γραμμών «πολιτικής» εξέλιξης, σε μια διάταξη εχθρού και φίλου καρλσμιτιανού τύπου, ανάμεσα στους υποστηρικτές του λεγόμενου «ευρωμονόδρομου» και τους επικριτές του προσανατολισμού προς την Ευρώπη – «όλα τα κόμματα, άλλα ένθερμα, άλλα με ορισμένη κριτική, υιοθέτησαν τη λογική του μονόδρομου της ΕΕ, ήδη από την ίδρυσή της ως ΕΟΚ, από την ΕΡΕ και ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ, προδρόμους της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αντίστοιχα, ως το «ΚΚΕ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ» και το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, προδρόμους του ΣΥΡΙΖΑ. Κορόιδεψαν το λαό με την ΟΝΕ και την απάτη της σύγκλισης των επιπέδων ανάπτυξης, τιμών, μισθών, κοινωνικών κατακτήσεων». [Διακριτό είναι εδώ και σε όλη την επιχειρηματολογία της Διακήρυξης όχι μόνο ένα υπόστρωμα οικονομικού εθνικισμού, αλλά και πολιτικού.]
Οι εκπρόσωποι της κομματικής νομενκλατούρας σχηματοποιούν την πορεία δεκαετιών για να κατασκευάσουν ιστορικές συνέχειας σε μια προσπάθεια να προσδώσουν υπεριστορική ισχύ στο «αλάθητό» τους: είναι σαν να υποστηρίζουν δημοσίως οι ιερείς της ορθόδοξης εκκλησίας ότι αυτοί πάντοτε έλεγαν πόσο επικίνδυνοι είναι οι Δυτικοί και ο ρωμαιοκαθολικός πάπας. Στην περίπτωση της νομενκλατούρας του Κομμουνιστικού Κόμματος τη θέση του ποντίφικα παίρνει η Ευρωπαϊκή Ένωση: και στις δύο περιπτώσεις κάποιοι ερίζουν για την απόλυτη αλήθεια και για αυτό επινοούνται ψευδοσυνάφειες που την «αποδεικνύουν».
Στην περίπτωση των θρησκευτικών δογμάτων είναι «δογματικού θεολογικού» τύπου, στην περίπτωση της πολιτικής νομενκλατούρας του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι «πολιτικού ιστορικού» τύπου.
Παραβλέψεις: Τα σημεία της υποτιθέμενης ανάλυσης των σχέσεων των χωρών της Ευρώπης μεταξύ τους και της ΕΕ με τις ΗΠΑ αποτελεί μια συρραφή ψευδοσυναφειών, που δεν έχουν καμία αναλυτική επιστημονική σημασία και κατ΄ επέκταση ούτε και για την πολιτική συζήτηση: έκπληξη πάντως προκαλεί το γεγονός ότι οι «μαρξιστές» του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν κάνουν καμία νύξη (πέρα από γενικές ασάφειες περί μονοπωλίων) στις πιέσεις που δέχεται η ευρωπαϊκή οικονομία από την ανάδυση νέων οικονομικών πόλων στον νεοκαπιταλισμό των ημερών μας – σαν να μην έχει καμία σχέση το ζήτημα αυτό με την ανελέητη επίθεση που δέχονται τα δικαιώματα των εργαζομένων στην Ευρώπη.
Οι αντίπαλοι: Η Διακήρυξη ασκεί κριτική προς όλους τους εκλογικούς αντιπάλους του Κομμουνιστικού Κόμματος: η αντιευρωπαϊκή πολεμική των συντακτών αποτελεί και την άμεση κριτική στα κόμματα της κυβέρνησης, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο οι συντάκτες του κειμένου θεωρούν ότι «λόγω της θέσης του ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης συνειδητής [sic!] εξαπάτησης» του ελληνικού λαού.
Σε συνάρτηση με την κριτική προς τον ΣΥΡΙΖΑ διαβάζουμε και το εξής αξιοπερίεργο: «…ο ΣΥΡΙΖΑ δε δεσμεύεται, στην περίπτωση που γίνει κυβέρνηση, ούτε καν για αναπλήρωση των απωλειών του λαού τα τελευταία χρόνια…» - οι συντάκτες της Διακήρυξης ακολουθώντας τις ανάγκες αναπαραγωγής της κομματικής νομενκλατούρας προσπαθούν να κόψουν κάθε γέφυρα επικοινωνίας και να ακυρώσουν κάθε ενδεχόμενο υποχρέωσης για ανάληψη ευθυνών. Η νομενκλατούρα επιβιώνει όσο κρατάει το «ανθρώπινο δυναμικό» της μακριά από τις πραγματικές ανάγκες του και τις απαιτήσεις της ζωής: είναι φυσικό να ασκεί «κριτική» σε μια πιθανή κυβέρνηση άλλου κόμματος της Αριστεράς, ότι δε δεσμεύεται πως θα αναπληρώσει τις απώλειες των τελευταίων ετών – εδώ δεν έχουμε το συνήθη χοντροκομμένο λαϊκισμό, αλλά ένα στοιχείο της στρατηγικής αναπαραγωγής μιας κομματικής νομενκλατούρας.
Παρακάμπτουμε την κριτική που ασκείται στις κομμουνιστικές μικροοργανώσεις, αλλά δε μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι η συμπερίληψή τους στο κείμενο της Διακήρυξης καταγράφει την ανησυχία στις τάξεις του ΚΚΕ ότι θα αυξηθούν οι μνηστήρες για τον τίτλο του κόμματος της εργατικής τάξης.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η ανησυχία για την εκρηκτική άνοδο της εγκληματικής νατσιστικής οργάνωσης στο πολιτικό προσκήνιο: η αμηχανία αντιμετώπισης του φαινομένου είναι έκδηλη και στο κείμενο της Διακήρυξης – η αναφορά σε «γέννημα του συστήματος» ακολουθεί τη γενική αριστερή θεώρηση περί φασισμού, που είναι κοινή σε όλες τις κομμουνιστικές οργανώσεις, και η οποία αδυνατεί να περιγράψει την πραγματική φύση του φαινομένου. Για τους λόγους αυτούς είναι επικίνδυνη και αποπροσανατολιστική.
Φράσεις, όπως, «η Χρυσή Αυγή είναι γέννημα του συστήματος, μαντρόσκυλο του καπιταλισμού, που το χρησιμοποιεί κατά του λαού» αναπαράγουν απαρχαιωμένες θεωρήσεις και αδυνατούν να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο και το αυθυπόστατό του: υπό τη γενική έννοια, γέννημα του συστήματος, συμπεριλαμβάνεται κάθε πολιτική και κοινωνική έκφραση, οπότε μια παρόμοια κριτική είναι ανώφελη. Εξίσου, «καθησυχαστικές» έως και αφελείς είναι και οι άλλες παρατηρήσεις επί του νατσιστικού φαινομένου: το ΚΚΕ έχει πάψει, προ πολλού, να είναι ανάχωμα στον εκτροχιασμό ενός μέρους των λαϊκών στρωμάτων προς το φασισμό και να απορροφά τη δυσαρέσκεια λαϊκών τμημάτων του εκλογικού σώματος – μετά από αυτή την εξέλιξη ίσως και να απώλεσε το τελευταίο στοιχείο πολιτικής νομιμοποίησής του στην ελληνική κοινωνία.
Αντιμετώπιση: Οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού και της κοινωνικής προόδου θα πρέπει να χειριστούν στον κοινωνικό στίβο με ιδιαίτερη φροντίδα και προσοχή την εκλογική βάση αυτού του κόμματος για να μην υπάρξουν μακροπρόθεσμες απώλειες με μετατοπίσεις προς αντιδημοκρατικές και αντιλαϊκές κατευθύνσεις.
Η κριτική θα πρέπει να είναι διαρκής και συστηματική για να απελευθερωθούν δυνάμεις στην ελληνική κοινωνία που διατηρούνται καθηλωμένες στα στεγανά ενός μορφώματος εξουσίας εξυπηρετώντας απλώς τις ανάγκες της νομενκλατούρας του.
-Ο Όμηρος Ταχμαζίδης, ΜΑ Φιλοσοφίας-Ιστορίας του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης, είναι μέλος του «Συντονιστικού» της «Σοσιαλιστικής Πρωτοβουλίας» (www.xreosmas.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.