Όμηρος Ταχμαζίδης
Σαν σήμερα – 24 Ιουλίου 1923 - υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης. Δύο κράτη, υπό την υψηλή επιστασία των τότε ισχυρών της γης, αποφάσισαν να “ανταλλάξουν” πληθυσμούς. Ένα πρωτοφανές γεγονός στην σύγχρονη ιστορία. Ερήμην των ανθρώπων-θυμάτων που αναγκαστικά έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς. Είχαν προηγηθεί οι εκτοπισμοί, οι διωγμοί, τα έκτροπα και τα εγκλήματα. Και προτάθηκε η ανταλλαγή για να εκκαθαριστούν τα νέα κρατικά σχήματα από τους “άλλους”, οι οποίοι εθεωρήθησαν a priori δυσπροσάρμοστοι και εχθροί.
Ένα πρωτόγνωρο συμβάν στις έως τότε διακρατικές σχέσεις και στο διεθνές δίκαιο. Προϋπήρξε, φυσικά, η εκούσια μετακίνηση πληθυσμών, ή η μετατόπιση και μετεγκατάσταση σε περιοχές του ίδιου κράτους, αλλά δεν υπήρξε ποτέ έως τότε υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε δύο κρατικούς σχηματισμούς.
Η περίπτωση της Λωζάννης θα πρέπει να ενταχθεί, υπό την ευρύτερη έννοια, στο πλαίσιο αυτών των αναγκαστικών μετατοπίσεων που προκαλούν οι πόλεμοι, οι εθνικές επιδρομές εναντίων των “άλλων”, η εθνικιστική τάση για “κάθαρση” και “καθαρότητα” από το αλλότριο και τον “άλλο”. Διάφοροι κλάδοι των σύγχρονων θεωρητικών σπουδών ασχολούνται με τις σχετικές θεματολογίες. Και με τα ζητήματα της ιστορικής και συλλογικής μνήμης, η οποία αφορά παρόμοιες “καταστροφές”.
Η καταστροφή της Σμύρνης (1922) και η συνθήκη της Λωζάννης (1923) είναι σημεία αναφοράς στην ελληνική ιστορία. “Εχάσαμε τη Μικρά Ασία, έ; Αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό που μας έχει γίνει από το πάρσιμο της Πόλης και δω, 1453 και 1922. Οι φοβερές ημερομηνίες. Άλλη δε βάζω τόσο μεγάλη”. (Γαλάτεια Σαράντη, Ρωγμές, Αθήνα 1979, εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ») Όσο και αν διαφωνεί κανείς με μια τόσο απόλυτη και απλουστευτική θέση, η αντίληψη ότι το 1922 και, κατ΄ επέκταση, και το 1923, αποτελούν κομβικά σημεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας εμφανιζόταν, πιο παλιά, συχνά σε διάφορα κείμενα.
Και παρόλα αυτά φέτος και πέρυσι, σε σχέση με τις εκατονταετηρίδες, έχει επικρατήσει σχεδόν απόλυτη σιωπή. Αβλεψία; Απώθηση; Αδυναμία; Αδιαφορία; Γεγονός είναι ότι εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και εκατό χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης η σιωπή για τα ιστορικά συμβάντα και τη σημασία τους πέφτει βαριά πάνω από τη χώρα. Πρόκειται για μια μορφή συλλογικής αποσιώπησης και λήθης, η οποία προμηνύει δυσάρεστα και για το μέλλον.
Η συλλογική μνήμη στη Θεσσαλονίκη, την “πρωτεύουσας των προσφύγων” (Γιώργος Ιωάννου) είναι ενδεικτική για τη σημερινή κατάσταση σε όλη τη χώρα. Βουβαμάρα. Η δημόσια ανάμνηση του γεγονότος είναι ισχνή, ισχνότατη και τα ελάχιστα τα οποία παραπέμπουν σε αυτήν κινούνται στα όρια της περιφρόνησης της επετείου. Στους δήμους της δυτικής, λεγόμενης, Θεσσαλονίκης φρόντισε η σχετική εκκλησιαστική μητρόπολη για κάποιες εκδηλώσεις μνήμης (“Μικρά Ασία, χαίρε…”), αλλά στο δήμο με τον τεράστιο συμβολισμό, τον κεντρικό, εκεί όπου είχαν συρρεύσει οι μάζες των εξαθλιωμένων προσφύγων δεν υπάρχει κάτι που να υπενθυμίζει το βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης Θεσσαλονίκης: “πρωτεύουσα των προσφύγων”.
Και έρχονται στο νου μου εκείνες οι φωτογραφίες με την προσφυγιά στοιβαγμένη μέσα στο χώρο του ναού της Αχειροποιήτου, στο κέντρο της πόλης.Kαι, σήμερα, η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης φαίνεται πως επέλεξε να διατηρήσει το χώρο αποστειρωμένο από κάθε συσχέτιση με το δράμα των προσφύγων. Έτσι πιο πρόσφορη φαντάζει στη συλλογική μνήμη των περισσοτέρων η αναφορά ότι υπήρξε ο πρώτος ναός που μετατράπηκε σε τζαμί από τους κατακτητές Οθωμανούς, παρά η όποια αναφορά στη χρήση του για τη στέγαση των προσφύγων.
Εδώ έχουμε, πλέον, μια πλήρη απώθηση της ενοχλητικής ιστορικής μνήμης. Οι ευθύνες, πρωτίστως, καταλογίζονται στην τοπική κοινωνία της Θεσσαλονίκης και τις τοπικές κοινωνίες απανταχού της Ελλάδας. Διότι προσφυγιά και “προσφυγικά” υπήρξαν και υπάρχουν σε όλα τα σημαντικά κέντρα της ελλαδικής επικράτειας, πέρα από την Αθήνα, τον Πειραιά, τη Μακεδονία και τη Θράκη με τους συμπαγείς προσφυγικούς πληθυσμούς. Καλαμάτα, Άργος, Πάτρα, Εύβοια, Ιωάννινα, Βόλος, Ηράκλειο, Μυτιλήνη…
Δεν θα ασχοληθώ, τουλάχιστον σήμερα, με τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, με την αθλιότητα των ταγών της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την εκκωφαντική απουσία της διανόησης του τόπου. Η ιστορική αμνησία τους μόνο ντροπή προκαλεί. Και είναι, δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, η ντροπή εκείνο το συναίσθημα το οποίο μας συνδέει με τη χώρα. Όχι κάποιο είδος “φιλοπατρίας”, όπως βαυκαλίζονται διάφοροι εθνοκάπηλοι και πατριδοκάπηλοι οι οποίοι θέλουν να μονοπωλήσουν κάποια δήθεν “αγάπη προς την πατρίδα”.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι στους οποίους θα πρέπει να αναζητήσουμε τούτη την επιλεκτική λήθη απέναντι στα εθνικά δράματα του παρελθόντος. Της αδυναμίας μας να θρηνήσουμε για τα θύματά τους. Ένας από αυτούς είναι και η διάχυτη μνησικακία και μισαλλοδοξία που διατρέχει την ελληνική κοινωνία. Οι σύγχρονοι Έλληνες γνωρίζουν, γνωρίζουν πολύ καλά από την όποια συλλογική ιστορική μνήμη τους, ότι υφίσταται εκείνο το νήμα, το οποίο συνδέει τα βίαια και απάνθρωπα γεγονότα της Σμύρνης με τις ανθρώπινες ψυχές που χάνονται, στις μέρες μας, στα νερά της Μεσογείου- μεσογειακό και το λιμάνι της Σμύρνης…
Έτσι σιωπούν και για τα δικά τους θύματα, αρνούνται, εκατό χρόνια αργότερα, να τιμήσουν το θάνατο των αθώων με το δημόσιο θρήνο τους, για να μην αναγκαστούν να θρηνήσουν και τα θύματα που καταπίνει και σήμερα η Μεσόγειος…
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)
Σαν σήμερα – 24 Ιουλίου 1923 - υπεγράφη η Συνθήκη της Λωζάννης. Δύο κράτη, υπό την υψηλή επιστασία των τότε ισχυρών της γης, αποφάσισαν να “ανταλλάξουν” πληθυσμούς. Ένα πρωτοφανές γεγονός στην σύγχρονη ιστορία. Ερήμην των ανθρώπων-θυμάτων που αναγκαστικά έπαιρναν το δρόμο της προσφυγιάς. Είχαν προηγηθεί οι εκτοπισμοί, οι διωγμοί, τα έκτροπα και τα εγκλήματα. Και προτάθηκε η ανταλλαγή για να εκκαθαριστούν τα νέα κρατικά σχήματα από τους “άλλους”, οι οποίοι εθεωρήθησαν a priori δυσπροσάρμοστοι και εχθροί.
Ένα πρωτόγνωρο συμβάν στις έως τότε διακρατικές σχέσεις και στο διεθνές δίκαιο. Προϋπήρξε, φυσικά, η εκούσια μετακίνηση πληθυσμών, ή η μετατόπιση και μετεγκατάσταση σε περιοχές του ίδιου κράτους, αλλά δεν υπήρξε ποτέ έως τότε υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε δύο κρατικούς σχηματισμούς.
Η περίπτωση της Λωζάννης θα πρέπει να ενταχθεί, υπό την ευρύτερη έννοια, στο πλαίσιο αυτών των αναγκαστικών μετατοπίσεων που προκαλούν οι πόλεμοι, οι εθνικές επιδρομές εναντίων των “άλλων”, η εθνικιστική τάση για “κάθαρση” και “καθαρότητα” από το αλλότριο και τον “άλλο”. Διάφοροι κλάδοι των σύγχρονων θεωρητικών σπουδών ασχολούνται με τις σχετικές θεματολογίες. Και με τα ζητήματα της ιστορικής και συλλογικής μνήμης, η οποία αφορά παρόμοιες “καταστροφές”.
Η καταστροφή της Σμύρνης (1922) και η συνθήκη της Λωζάννης (1923) είναι σημεία αναφοράς στην ελληνική ιστορία. “Εχάσαμε τη Μικρά Ασία, έ; Αυτό είναι το μεγαλύτερο κακό που μας έχει γίνει από το πάρσιμο της Πόλης και δω, 1453 και 1922. Οι φοβερές ημερομηνίες. Άλλη δε βάζω τόσο μεγάλη”. (Γαλάτεια Σαράντη, Ρωγμές, Αθήνα 1979, εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ») Όσο και αν διαφωνεί κανείς με μια τόσο απόλυτη και απλουστευτική θέση, η αντίληψη ότι το 1922 και, κατ΄ επέκταση, και το 1923, αποτελούν κομβικά σημεία της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας εμφανιζόταν, πιο παλιά, συχνά σε διάφορα κείμενα.
Και παρόλα αυτά φέτος και πέρυσι, σε σχέση με τις εκατονταετηρίδες, έχει επικρατήσει σχεδόν απόλυτη σιωπή. Αβλεψία; Απώθηση; Αδυναμία; Αδιαφορία; Γεγονός είναι ότι εκατό χρόνια μετά την Καταστροφή της Σμύρνης και εκατό χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης η σιωπή για τα ιστορικά συμβάντα και τη σημασία τους πέφτει βαριά πάνω από τη χώρα. Πρόκειται για μια μορφή συλλογικής αποσιώπησης και λήθης, η οποία προμηνύει δυσάρεστα και για το μέλλον.
Η συλλογική μνήμη στη Θεσσαλονίκη, την “πρωτεύουσας των προσφύγων” (Γιώργος Ιωάννου) είναι ενδεικτική για τη σημερινή κατάσταση σε όλη τη χώρα. Βουβαμάρα. Η δημόσια ανάμνηση του γεγονότος είναι ισχνή, ισχνότατη και τα ελάχιστα τα οποία παραπέμπουν σε αυτήν κινούνται στα όρια της περιφρόνησης της επετείου. Στους δήμους της δυτικής, λεγόμενης, Θεσσαλονίκης φρόντισε η σχετική εκκλησιαστική μητρόπολη για κάποιες εκδηλώσεις μνήμης (“Μικρά Ασία, χαίρε…”), αλλά στο δήμο με τον τεράστιο συμβολισμό, τον κεντρικό, εκεί όπου είχαν συρρεύσει οι μάζες των εξαθλιωμένων προσφύγων δεν υπάρχει κάτι που να υπενθυμίζει το βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης Θεσσαλονίκης: “πρωτεύουσα των προσφύγων”.
Και έρχονται στο νου μου εκείνες οι φωτογραφίες με την προσφυγιά στοιβαγμένη μέσα στο χώρο του ναού της Αχειροποιήτου, στο κέντρο της πόλης.Kαι, σήμερα, η μητρόπολη της Θεσσαλονίκης φαίνεται πως επέλεξε να διατηρήσει το χώρο αποστειρωμένο από κάθε συσχέτιση με το δράμα των προσφύγων. Έτσι πιο πρόσφορη φαντάζει στη συλλογική μνήμη των περισσοτέρων η αναφορά ότι υπήρξε ο πρώτος ναός που μετατράπηκε σε τζαμί από τους κατακτητές Οθωμανούς, παρά η όποια αναφορά στη χρήση του για τη στέγαση των προσφύγων.
Εδώ έχουμε, πλέον, μια πλήρη απώθηση της ενοχλητικής ιστορικής μνήμης. Οι ευθύνες, πρωτίστως, καταλογίζονται στην τοπική κοινωνία της Θεσσαλονίκης και τις τοπικές κοινωνίες απανταχού της Ελλάδας. Διότι προσφυγιά και “προσφυγικά” υπήρξαν και υπάρχουν σε όλα τα σημαντικά κέντρα της ελλαδικής επικράτειας, πέρα από την Αθήνα, τον Πειραιά, τη Μακεδονία και τη Θράκη με τους συμπαγείς προσφυγικούς πληθυσμούς. Καλαμάτα, Άργος, Πάτρα, Εύβοια, Ιωάννινα, Βόλος, Ηράκλειο, Μυτιλήνη…
Δεν θα ασχοληθώ, τουλάχιστον σήμερα, με τις ευθύνες της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, με την αθλιότητα των ταγών της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την εκκωφαντική απουσία της διανόησης του τόπου. Η ιστορική αμνησία τους μόνο ντροπή προκαλεί. Και είναι, δυστυχώς, για μια ακόμη φορά, η ντροπή εκείνο το συναίσθημα το οποίο μας συνδέει με τη χώρα. Όχι κάποιο είδος “φιλοπατρίας”, όπως βαυκαλίζονται διάφοροι εθνοκάπηλοι και πατριδοκάπηλοι οι οποίοι θέλουν να μονοπωλήσουν κάποια δήθεν “αγάπη προς την πατρίδα”.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι στους οποίους θα πρέπει να αναζητήσουμε τούτη την επιλεκτική λήθη απέναντι στα εθνικά δράματα του παρελθόντος. Της αδυναμίας μας να θρηνήσουμε για τα θύματά τους. Ένας από αυτούς είναι και η διάχυτη μνησικακία και μισαλλοδοξία που διατρέχει την ελληνική κοινωνία. Οι σύγχρονοι Έλληνες γνωρίζουν, γνωρίζουν πολύ καλά από την όποια συλλογική ιστορική μνήμη τους, ότι υφίσταται εκείνο το νήμα, το οποίο συνδέει τα βίαια και απάνθρωπα γεγονότα της Σμύρνης με τις ανθρώπινες ψυχές που χάνονται, στις μέρες μας, στα νερά της Μεσογείου- μεσογειακό και το λιμάνι της Σμύρνης…
Έτσι σιωπούν και για τα δικά τους θύματα, αρνούνται, εκατό χρόνια αργότερα, να τιμήσουν το θάνατο των αθώων με το δημόσιο θρήνο τους, για να μην αναγκαστούν να θρηνήσουν και τα θύματα που καταπίνει και σήμερα η Μεσόγειος…
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι οργανωτικός γραμματέας της ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗΣ (www.sopro.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.