Του Φώτη Μισόπουλου
.....ξαφνικά μού ζήτησε να δώσω ένα κομμάτι ψωμί
........καλύτερα να χαμηλώσω τη λάμπα να προσπαθήσω πάλι έτσι μήπως μπορέσω και ξυπνήσω αύριο νωρίς Αρχίζω τη δουλειά από την αρχή της μέρας - βλέπω το βιολετί χρώμα να φτάνει αγγίζοντας την εκβολή του ποταμού, τον ουρανό να σκεπάζεται να σταματά την αργή πορεία του προς το άπειρο, βλέπω άλλους ανθρώπους να κοιτάζονται βλέπω άλλες γυναίκες να ρεμβάζουν τις καλοκαιρινές καταιγίδες
Ακούστηκε ηχηρό φτεροκόπημα - το φορτηγό είχε αφεθεί σε κίνηση σιγά σιγά Ο άντρας που πλησίαζε τα σαράντα αιστάνθηκε τη ζεστασιά της νιότης να τον πλημμυρίζει καθώς στεκόταν και ψυχολογούσε τα σκυλιά - έχουν κάτι το μοιρολατρικό επάνω τους, - έλεγε - στα γόνατά σου - είτε τ' αφήνεις σε μια γωνιά, μένοντας εκεί χωρίς να κουνηθούν, - εις τον αιώνα-/
ΑΝΖΕΛ : .....κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια για να μου κάνει την πρόταση ναι και μετά ζήτησε αν θα ήθελα να πω ναι - το άνθος μου των βουνών - ναι, και στην αρχή τον αγκάλιασα και τον τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι που μπορούσε να νοιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και ναι είπα θέλω Ναι-/
ΜΑΙΡΗ : το άκουσες; τι σού έλεγα;
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ : .....μόσχος σιτευτός Stop Προσεύχομαι για σένα, Μαίρη, θέλω να ζήσεις αιώνια.....
ΜΑΙΡΗ : .....Δεν ακούω - μη προσεύχεσαι για μένα Εγώ έχω σωθεί [Παίρνει το χέρι μου και το κρατά] Προσευχήσου για τη μητέρα σου προσευχήσου για τις ψυχές που χάθηκαν στο σκοτάδι-/
Ο ήλιος χαμήλωνε ένα πουλί κελαηδούσε κάπου πέρα από τον ήλιο - κοιταχτήκαμε ενώ το πουλί κελαηδούσε - άφησε τα χέρια μου, θα μείνουμε ξαπλωμένοι μέσα στο διάδρομο σαν αποκοιμισμένοι - περιέφερα την πείνα μου στα πέρατα του κόσμου, την επομένη ο αετός του Προμηθέα είχε οκτώ νέα φτερά και μερικές μέρες αργότερα πρόλαβε την ανατολή γεμάτος σφρίγος Διέσχισαν πιασμένοι αγκαζέ το μπουλβάρ απ' την πλατεία Μαντλέν μέχρι την Οπερά.
Αριστερά προς τα δεξιά - ο στύλος το δέντρο το παράθυρο καθένα στη θέση, - που τους είχε οριστεί. Δικαιοσύνη.
Μια τόσο κρύα νύχτα υπήρχε υποψία ιδρώτα στο μέτωπο πήρε τη φλούδα του δέντρου και την έριξε στο νερό την έπαιρνε το ρεύμα επικράτησε δυσάρεστη σιωπή τα χείλη της Μαίρης κινούνται ψιθυριστά Όταν βγήκαμε έξω η βροχή είχε σταματήσει αλλά ο ουρανός ήταν μουσκεμένος σηκώθηκε αέρας που πετούσε τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο ή έκανε τους περαστικούς να κρατούν τα καπέλα τους Δεν την ξαναείδε μετά απ' αυτό Τι να είχε κάνει το μαντήλι της; Κι ανεξάρτητα από το μαντήλι τι να είχε απογίνει η ίδια; Να ζούσε άραγε περισσότερο από σαράντα χρόνια μετά;
Το χέρι του ακουμπισμένο στα κάγκελα κρατώντας χαλαρά το πιστόλι. Περιμέναμε. ''Τώρα δε την φτάνεις'', είπα - Για πόσα χρόνια την είχα ξεχασμένη μέχρι που την ξανάφερε το μυαλό μου με το ανασηκωμένο πάνω χείλος της ναρκωμένη σε ύπνο βαθύ - υπήρχε κραγιόν στο μαντήλι μου και τα χείλη της είχαν σκουπιστεί - θυμάμαι - Στο ακανθώδες αυτό σημείο οι απόψεις συγκρούοντο ευρισκόμενες στους αντίποδες όχι μόνο εξ αιτίας της εμφανούς διαφοράς ηλικίας μεταξύ μας αλλά και εξ αιτίας της παιδείας και όλων των άλλων - η φλούδα, επιπλέει, απόλυτη ησυχία
- στο δάσος άκουσα ξανά το πουλί και το νερό μετά ο πυροβολισμός ούτε που σημάδεψε η φλούδα εξαφανίστηκε τα κομμάτια της στην επιφάνεια σκόρπια χτύπησε πάλι δυο κομματάκια φλούδες όχι μεγαλύτερες από ένα νόμισμα, - μήπως τα υγρά χείλη μιας γυναίκας που κάποιος αγάπησε δεν προξενούν για πάντα φοβερή αναστάτωση; Η παρόρμηση να τη φιλήσω ήταν πολύ δυνατή καθώς σκέφτομαι τα θλιβερά γερατειά όσων σύχναζαν στο μπιστρό : Πριν 60 χρόνια έπεσα από το ξύλινο άλογο μου Χτύπησα κάπου το χέρι οι κυρίες κοίταζαν θλιμμένα πάνω από τα στόρια
Η ξαγρύπνια ήταν είδος ύπνου Και δεν κοιμόμουν πάντα στο ίδιο μέρος μα πότε κοιμόμουν στον κήπο που ήταν μεγάλος και πότε κοιμόμουν στο σπίτι που ήταν στ' αλήθεια μεγάλο στ' αλήθεια πάρα πολύ απλόχωρο έδωσε μια στον κύλινδρο τού όπλου να γυρίσει φύσηξε την κάννη - μια στενή γραμμή καπνός βγήκε και διαλύθηκε
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ : ......οδηγεί χωρίς λόγο, οδηγεί μόνο για να οδηγεί Και οδηγώντας θα χαθεί στην ομίχλη σαν να μην υπήρξε ποτέ Και τι να ήταν αυτό που είδα στο πίσω κάθισμα; Η γυναίκα κουβαλούσε την υγρή ομίχλη της νύχτας και κάτι σκόρπιζε πάνω της - είχε το χρώμα της λεβάντας ένα θολό φως σαν απομακρυσμένη συνέχεια - Θεέ μου! Θεέ μου! Προτού αποκοιμηθώ υπάρχει κάποιο μικρό σημείο που θέλω να ψάξω εξονυχιστικά ακόμα Κι αυτή η αβεβαιότητα σχετικά με τις ώρες και τα μέρη του ύπνου έπρεπε να γεμίζει ευχαρίστηση την προσωρινή ερωμένη μου, φαντάζομαι να την κάνει να περνάει πολύ ευχάριστα τον καιρό της και ίσως αυτό που οδηγούσε η γυναίκα να μην ήταν αυτοκίνητο αλλά ένα απαλό μενεξεδί φως - Δεν οδηγούσε άσκοπα - είχε ανακαλύψει το μυστικό μου : Το μπράτσο που έκρυβα κάτω από την καμπαρντίνα είχε περιβάλει σαν αύρα το σώμα της Φαίνεται πως το αίσθημα αυτού του ήσυχου πόνου επιδεινώνει την αρρώστια μου, ότι οι άλλοι ίσως να μην είναι άρρωστοι ξαναγέμισε με τρεις σφαίρες έκλεισε τον κύλινδρο και μου το 'βαλε στο χέρι απ' τη λαβή, για ποιο λόγο; - αφού δεν ξέρω σημάδι όπως εσύ του είπα -''θα σου χρειαστεί αν κρίνω απ' αυτό που έπαθες σου το δίνω επειδή είδες τι πράγματα μπορεί να κάνει -/
Και μετά έβλεπα σαν από χρωματιστό γυαλί άκουγα τον σφυγμό μου μπορούσα να διακρίνω τον ουρανό και τα κλαδιά των δέντρων - ο ήλιος κατέρχεται κοφτά ανάμεσα, όπως μια δύναμη που με στήνει απότομα στα πόδια μου δυνατό υπέροχο χωρίς ανάγκες Έβγαλα το καπέλο το κράτησα για λίγο στο χέρι και το φόρεσα πάλι. Έμοιαζε σαν να χαιρετούσα κάτι αόρατο.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Σάμουελ Μπέκεττ, Μολλόυ, μτφρ. Β.& Λιλίκας Γεωργίου, Δωρικός 1970
ΜΑΙΡΗ, βλ. Τρούμαν Καπότε, Μιας μέρας δουλειά - ένα διήγημα ''πορτρέτων''
ΑΝΖΕΛ, βλ. Αντρέ Ζιντ, Ο Προμηθέας ελεύθερος Δεσμώτης - νουβέλα
https://www.lifo.gr/sites/default/files/styles/lifo_lightbox_open/public/articles/2021-04-19/macbeth2.jpg?itok=ybPB3nXX
........καλύτερα να χαμηλώσω τη λάμπα να προσπαθήσω πάλι έτσι μήπως μπορέσω και ξυπνήσω αύριο νωρίς Αρχίζω τη δουλειά από την αρχή της μέρας - βλέπω το βιολετί χρώμα να φτάνει αγγίζοντας την εκβολή του ποταμού, τον ουρανό να σκεπάζεται να σταματά την αργή πορεία του προς το άπειρο, βλέπω άλλους ανθρώπους να κοιτάζονται βλέπω άλλες γυναίκες να ρεμβάζουν τις καλοκαιρινές καταιγίδες
Ακούστηκε ηχηρό φτεροκόπημα - το φορτηγό είχε αφεθεί σε κίνηση σιγά σιγά Ο άντρας που πλησίαζε τα σαράντα αιστάνθηκε τη ζεστασιά της νιότης να τον πλημμυρίζει καθώς στεκόταν και ψυχολογούσε τα σκυλιά - έχουν κάτι το μοιρολατρικό επάνω τους, - έλεγε - στα γόνατά σου - είτε τ' αφήνεις σε μια γωνιά, μένοντας εκεί χωρίς να κουνηθούν, - εις τον αιώνα-/
ΑΝΖΕΛ : .....κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια για να μου κάνει την πρόταση ναι και μετά ζήτησε αν θα ήθελα να πω ναι - το άνθος μου των βουνών - ναι, και στην αρχή τον αγκάλιασα και τον τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι που μπορούσε να νοιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα και η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει και ναι είπα θέλω Ναι-/
ΜΑΙΡΗ : το άκουσες; τι σού έλεγα;
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ : .....μόσχος σιτευτός Stop Προσεύχομαι για σένα, Μαίρη, θέλω να ζήσεις αιώνια.....
ΜΑΙΡΗ : .....Δεν ακούω - μη προσεύχεσαι για μένα Εγώ έχω σωθεί [Παίρνει το χέρι μου και το κρατά] Προσευχήσου για τη μητέρα σου προσευχήσου για τις ψυχές που χάθηκαν στο σκοτάδι-/
Ο ήλιος χαμήλωνε ένα πουλί κελαηδούσε κάπου πέρα από τον ήλιο - κοιταχτήκαμε ενώ το πουλί κελαηδούσε - άφησε τα χέρια μου, θα μείνουμε ξαπλωμένοι μέσα στο διάδρομο σαν αποκοιμισμένοι - περιέφερα την πείνα μου στα πέρατα του κόσμου, την επομένη ο αετός του Προμηθέα είχε οκτώ νέα φτερά και μερικές μέρες αργότερα πρόλαβε την ανατολή γεμάτος σφρίγος Διέσχισαν πιασμένοι αγκαζέ το μπουλβάρ απ' την πλατεία Μαντλέν μέχρι την Οπερά.
Αριστερά προς τα δεξιά - ο στύλος το δέντρο το παράθυρο καθένα στη θέση, - που τους είχε οριστεί. Δικαιοσύνη.
Μια τόσο κρύα νύχτα υπήρχε υποψία ιδρώτα στο μέτωπο πήρε τη φλούδα του δέντρου και την έριξε στο νερό την έπαιρνε το ρεύμα επικράτησε δυσάρεστη σιωπή τα χείλη της Μαίρης κινούνται ψιθυριστά Όταν βγήκαμε έξω η βροχή είχε σταματήσει αλλά ο ουρανός ήταν μουσκεμένος σηκώθηκε αέρας που πετούσε τα σκουπίδια στο πεζοδρόμιο ή έκανε τους περαστικούς να κρατούν τα καπέλα τους Δεν την ξαναείδε μετά απ' αυτό Τι να είχε κάνει το μαντήλι της; Κι ανεξάρτητα από το μαντήλι τι να είχε απογίνει η ίδια; Να ζούσε άραγε περισσότερο από σαράντα χρόνια μετά;
Το χέρι του ακουμπισμένο στα κάγκελα κρατώντας χαλαρά το πιστόλι. Περιμέναμε. ''Τώρα δε την φτάνεις'', είπα - Για πόσα χρόνια την είχα ξεχασμένη μέχρι που την ξανάφερε το μυαλό μου με το ανασηκωμένο πάνω χείλος της ναρκωμένη σε ύπνο βαθύ - υπήρχε κραγιόν στο μαντήλι μου και τα χείλη της είχαν σκουπιστεί - θυμάμαι - Στο ακανθώδες αυτό σημείο οι απόψεις συγκρούοντο ευρισκόμενες στους αντίποδες όχι μόνο εξ αιτίας της εμφανούς διαφοράς ηλικίας μεταξύ μας αλλά και εξ αιτίας της παιδείας και όλων των άλλων - η φλούδα, επιπλέει, απόλυτη ησυχία
- στο δάσος άκουσα ξανά το πουλί και το νερό μετά ο πυροβολισμός ούτε που σημάδεψε η φλούδα εξαφανίστηκε τα κομμάτια της στην επιφάνεια σκόρπια χτύπησε πάλι δυο κομματάκια φλούδες όχι μεγαλύτερες από ένα νόμισμα, - μήπως τα υγρά χείλη μιας γυναίκας που κάποιος αγάπησε δεν προξενούν για πάντα φοβερή αναστάτωση; Η παρόρμηση να τη φιλήσω ήταν πολύ δυνατή καθώς σκέφτομαι τα θλιβερά γερατειά όσων σύχναζαν στο μπιστρό : Πριν 60 χρόνια έπεσα από το ξύλινο άλογο μου Χτύπησα κάπου το χέρι οι κυρίες κοίταζαν θλιμμένα πάνω από τα στόρια
Η ξαγρύπνια ήταν είδος ύπνου Και δεν κοιμόμουν πάντα στο ίδιο μέρος μα πότε κοιμόμουν στον κήπο που ήταν μεγάλος και πότε κοιμόμουν στο σπίτι που ήταν στ' αλήθεια μεγάλο στ' αλήθεια πάρα πολύ απλόχωρο έδωσε μια στον κύλινδρο τού όπλου να γυρίσει φύσηξε την κάννη - μια στενή γραμμή καπνός βγήκε και διαλύθηκε
Ο ΠΑΠΑΓΑΛΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΥΖΕΙ : ......οδηγεί χωρίς λόγο, οδηγεί μόνο για να οδηγεί Και οδηγώντας θα χαθεί στην ομίχλη σαν να μην υπήρξε ποτέ Και τι να ήταν αυτό που είδα στο πίσω κάθισμα; Η γυναίκα κουβαλούσε την υγρή ομίχλη της νύχτας και κάτι σκόρπιζε πάνω της - είχε το χρώμα της λεβάντας ένα θολό φως σαν απομακρυσμένη συνέχεια - Θεέ μου! Θεέ μου! Προτού αποκοιμηθώ υπάρχει κάποιο μικρό σημείο που θέλω να ψάξω εξονυχιστικά ακόμα Κι αυτή η αβεβαιότητα σχετικά με τις ώρες και τα μέρη του ύπνου έπρεπε να γεμίζει ευχαρίστηση την προσωρινή ερωμένη μου, φαντάζομαι να την κάνει να περνάει πολύ ευχάριστα τον καιρό της και ίσως αυτό που οδηγούσε η γυναίκα να μην ήταν αυτοκίνητο αλλά ένα απαλό μενεξεδί φως - Δεν οδηγούσε άσκοπα - είχε ανακαλύψει το μυστικό μου : Το μπράτσο που έκρυβα κάτω από την καμπαρντίνα είχε περιβάλει σαν αύρα το σώμα της Φαίνεται πως το αίσθημα αυτού του ήσυχου πόνου επιδεινώνει την αρρώστια μου, ότι οι άλλοι ίσως να μην είναι άρρωστοι ξαναγέμισε με τρεις σφαίρες έκλεισε τον κύλινδρο και μου το 'βαλε στο χέρι απ' τη λαβή, για ποιο λόγο; - αφού δεν ξέρω σημάδι όπως εσύ του είπα -''θα σου χρειαστεί αν κρίνω απ' αυτό που έπαθες σου το δίνω επειδή είδες τι πράγματα μπορεί να κάνει -/
Και μετά έβλεπα σαν από χρωματιστό γυαλί άκουγα τον σφυγμό μου μπορούσα να διακρίνω τον ουρανό και τα κλαδιά των δέντρων - ο ήλιος κατέρχεται κοφτά ανάμεσα, όπως μια δύναμη που με στήνει απότομα στα πόδια μου δυνατό υπέροχο χωρίς ανάγκες Έβγαλα το καπέλο το κράτησα για λίγο στο χέρι και το φόρεσα πάλι. Έμοιαζε σαν να χαιρετούσα κάτι αόρατο.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Σάμουελ Μπέκεττ, Μολλόυ, μτφρ. Β.& Λιλίκας Γεωργίου, Δωρικός 1970
ΜΑΙΡΗ, βλ. Τρούμαν Καπότε, Μιας μέρας δουλειά - ένα διήγημα ''πορτρέτων''
ΑΝΖΕΛ, βλ. Αντρέ Ζιντ, Ο Προμηθέας ελεύθερος Δεσμώτης - νουβέλα
https://www.lifo.gr/sites/default/files/styles/lifo_lightbox_open/public/articles/2021-04-19/macbeth2.jpg?itok=ybPB3nXX
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.