Γράφει η Σωτηρία Α. Καρολίδου
Υπεύθυνη του Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων
Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Κιλκίς
M.Sc., Μ.Α. Φιλόλογος - Θεολόγος
Η βία ως κοινωνικό φαινόμενο νεανικής παραβατικότητας απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια αρκετές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με έρευνες σε σχολεία της επικράτειας, υπολογίζεται ότι 10% του συνόλου μαθητών γίνεται θύμα επιθετικής παρενόχλησης από συνομήλικους του ή παιδιά διαφορετικών ηλικιών, ενώ το ποσοστό των θυτών ανέρχεται στο 5% του μαθητικού πληθυσμού και σε αναλογία των εμπλεκομένων σε περιστατικά βίας αγοριών – κοριτσιών 3 προς 1 (με τα αγόρια να υπερτερούν σε περιστατικά σωματικής βίας και τα κορίτσια σε περιστατικά λεκτικής).
Οι σοβαρές επιπτώσεις της ενδοσχολικής βίας στη σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών καθιστούν επιτακτική την ανάγκη της λήψης μέτρων για την πρόληψη και την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου.
Η ενασχόληση με το ζήτημα της βίας στο σχολικό χώρο προϋποθέτει την εννοιολογική διασαφήνιση του όρου για καλύτερη εκτίμηση της έκτασης του φαινομένου αλλά και την επαρκέστερη αντιμετώπισή του. Για την ανάλυση του όρου χρησιμοποιήθηκαν πολλά και διαφορετικά θεωρητικά, μεθοδολογικά και εννοιολογικά εργαλεία που αναφέρονται σε κοινωνιολογικές και ψυχολογικές θεωρήσεις.
Στη Διάσκεψη της Ουτρέχτης (1997) τέθηκαν ζητήματα της σχολικής βίας και συγκεκριμένα η διάκριση των εννοιών: βίας (violence), αντικοινωνικής συμπεριφοράς (antisocial behavior), και εκφοβισμού (bullying). Στη βιβλιογραφία συχνά αυτοί οι όροι συγχέονται και τείνουν να περιληφθούν στον όρο bullying. Ο όρος αυτός καθιερώθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρησιμοποιείται ευρέως στην Αμερικανική βιβλιογραφία. Στον ευρωπαϊκό χώρο, με εξαίρεση την Ολλανδία και τις Σκανδιναβικές χώρες, παραμένει η διάκριση των εννοιών: «βία και κακομεταχείριση». Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα και η Ιταλία και άλλες χώρες της Kεντρικής και Νότιας Ευρώπης δεν έχουν αντίστοιχο όρο για το bullying και χρησιμοποιούν τον όρο βία.
Ο όρος bullying μπορεί να αποδοθεί περιφραστικά ως τη μορφή της βίας που ασκείται από και σε βάρος μαθητών του δημοτικού σχολείου μέχρι την ηλικία των 12 ετών και περιλαμβάνει επανειλλημμένες αρνητικές πράξεις βίας, όπως χτυπήματα, κλωτσιές, πειράγματα, βρισιές. Πρέπει να επισημανθεί, ακόμη, πως ο σχολικός εκφοβισμός δεν ταυτίζεται με την επιθετικότητα. Η διαφορά ανάμεσα στο σχολικό εκφοβισμό και στην επιθετικότητα έγκειται ακριβώς στην ανισότητα δύναμης και στο στοιχείο της επανάληψης.
Ο επικρατέστερος όρος «bullying» στη διεθνή βιβλιογραφία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Olweus που ορίζει τον εκφοβισμό με τον ακόλουθο τρόπο: «ένας μαθητής γίνεται αντικείμενο εκφοβισμού ή θυματοποιείται όταν υποβάλλεται, κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση, σε αρνητικές ενέργειες από έναν ή περισσότερους άλλους μαθητές». Με τον όρο «αρνητικές ενέργειες» αναφέρεται σε ό,τι σκόπιμα το άτομο ή ομάδα προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει ως βλάβη ή ενόχληση σε κάποιον άλλο.
Η ενασχόληση με το ζήτημα της βίας στο σχολικό χώρο προϋποθέτει την εννοιολογική διασαφήνιση του όρου για καλύτερη εκτίμηση της έκτασης του φαινομένου αλλά και την επαρκέστερη αντιμετώπισή του. Για την ανάλυση του όρου χρησιμοποιήθηκαν πολλά και διαφορετικά θεωρητικά, μεθοδολογικά και εννοιολογικά εργαλεία που αναφέρονται σε κοινωνιολογικές και ψυχολογικές θεωρήσεις.
Στη Διάσκεψη της Ουτρέχτης (1997) τέθηκαν ζητήματα της σχολικής βίας και συγκεκριμένα η διάκριση των εννοιών: βίας (violence), αντικοινωνικής συμπεριφοράς (antisocial behavior), και εκφοβισμού (bullying). Στη βιβλιογραφία συχνά αυτοί οι όροι συγχέονται και τείνουν να περιληφθούν στον όρο bullying. Ο όρος αυτός καθιερώθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρησιμοποιείται ευρέως στην Αμερικανική βιβλιογραφία. Στον ευρωπαϊκό χώρο, με εξαίρεση την Ολλανδία και τις Σκανδιναβικές χώρες, παραμένει η διάκριση των εννοιών: «βία και κακομεταχείριση». Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα και η Ιταλία και άλλες χώρες της Kεντρικής και Νότιας Ευρώπης δεν έχουν αντίστοιχο όρο για το bullying και χρησιμοποιούν τον όρο βία.
Ο όρος bullying μπορεί να αποδοθεί περιφραστικά ως τη μορφή της βίας που ασκείται από και σε βάρος μαθητών του δημοτικού σχολείου μέχρι την ηλικία των 12 ετών και περιλαμβάνει επανειλλημμένες αρνητικές πράξεις βίας, όπως χτυπήματα, κλωτσιές, πειράγματα, βρισιές. Πρέπει να επισημανθεί, ακόμη, πως ο σχολικός εκφοβισμός δεν ταυτίζεται με την επιθετικότητα. Η διαφορά ανάμεσα στο σχολικό εκφοβισμό και στην επιθετικότητα έγκειται ακριβώς στην ανισότητα δύναμης και στο στοιχείο της επανάληψης.
Ο επικρατέστερος όρος «bullying» στη διεθνή βιβλιογραφία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Olweus που ορίζει τον εκφοβισμό με τον ακόλουθο τρόπο: «ένας μαθητής γίνεται αντικείμενο εκφοβισμού ή θυματοποιείται όταν υποβάλλεται, κατ’ επανάληψη και κατ’ εξακολούθηση, σε αρνητικές ενέργειες από έναν ή περισσότερους άλλους μαθητές». Με τον όρο «αρνητικές ενέργειες» αναφέρεται σε ό,τι σκόπιμα το άτομο ή ομάδα προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει ως βλάβη ή ενόχληση σε κάποιον άλλο.
Ο Rigby [1996] την ορίζει ως σκληρή και επαναλαμβανόμενη καταπίεση, φυσικής ή ψυχολογικής φύσης, από τον ισχυρό προς τον ανίσχυρο, χωρίς καμιά αιτιολογία. Ο Farrington [1993] συνοψίζοντας διαφορετικούς ορισμούς διακρίνει ως χαρακτηριστικά στοιχεία της σχολικής βίας τη φυσική, λεκτική ή ψυχολογική επίθεση ή προσβολή, την πρόθεση πρόκλησης φόβου, ανησυχίας ή πόνου στο θύμα και την επανάληψη του γεγονότος για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Είναι ανάγκη να διευκρινιστεί, πως ο ορισμός της σχολικής βίας είναι σχετικός και εξαρτάται από τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες. Τα αυξανόμενα προβλήματα συμπεριφοράς, η επιθετικότητα, η βία, φαινόμενα που ενδεχομένως να συνδέονται και με παραβατικές συμπεριφορές, αποτελούν μια ανησυχητική πραγματικότητα στο σύγχρονο σχολείο. Τα φαινόμενα αυτά είναι η επιφάνεια του προβλήματος και θα πρέπει να αναζητήσουμε τη βαθύτερη αιτία τους.
Είναι ανάγκη να διευκρινιστεί, πως ο ορισμός της σχολικής βίας είναι σχετικός και εξαρτάται από τις εκάστοτε επικρατούσες κοινωνικοπολιτισμικές συνθήκες. Τα αυξανόμενα προβλήματα συμπεριφοράς, η επιθετικότητα, η βία, φαινόμενα που ενδεχομένως να συνδέονται και με παραβατικές συμπεριφορές, αποτελούν μια ανησυχητική πραγματικότητα στο σύγχρονο σχολείο. Τα φαινόμενα αυτά είναι η επιφάνεια του προβλήματος και θα πρέπει να αναζητήσουμε τη βαθύτερη αιτία τους.
Οι κοινωνιολόγοι μιλούν για αποσταθεροποιητικό περιβάλλον (περιορισμένος χρόνος με τους γονείς, διαζύγιο, έλλειψη κοινωνικών υποστηρικτικών δομών) που δημιουργεί μεγάλα κενά στην κοινωνικοποίηση και διαπαιδαγώγηση του παιδιού, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται υψηλότερα ποσοστά προβληματικής συμπεριφοράς και παραβατικότητας σε παιδιά και εφήβους.
Οι ψυχολόγοι καταγράφουν σε έρευνες και από την κλινική τους εμπειρία, ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια καταγεγραμμένη άνοδος των προβλημάτων συμπεριφοράς στους μαθητές. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο υπάρχει μια αύξηση των ποσοστών του εκφοβισμού και της θυματοποίησης που καταγράφονται στα ελληνικά σχολεία. Οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι το πρόβλημα του εκφοβισμού και της θυματοποίησης είναι υπαρκτό με το ποσοστό των παιδιών που έχουν πέσει θύματα εκφοβισμού σχεδόν στο 10% του μαθητικού πληθυσμού.
Οι ψυχολόγοι καταγράφουν σε έρευνες και από την κλινική τους εμπειρία, ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια καταγεγραμμένη άνοδος των προβλημάτων συμπεριφοράς στους μαθητές. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο υπάρχει μια αύξηση των ποσοστών του εκφοβισμού και της θυματοποίησης που καταγράφονται στα ελληνικά σχολεία. Οι τελευταίες μελέτες δείχνουν ότι το πρόβλημα του εκφοβισμού και της θυματοποίησης είναι υπαρκτό με το ποσοστό των παιδιών που έχουν πέσει θύματα εκφοβισμού σχεδόν στο 10% του μαθητικού πληθυσμού.
Επίσης, η εμπειρία εκπαιδευτικών και ψυχολόγων συνάδει στο ότι υπάρχουν αρκετά περιστατικά παιδιών που θα κατατάσσονταν με κλινικά κριτήρια στην Εναντιωματική Προκλητική Συμπεριφορά ή θα πληρούσαν τα κλινικά κριτήρια της Διαταραχής Διαγωγής, φαινόμενα της προβληματικής συμπεριφοράς, επιθετικότητας, βίας και παραβατικής συμπεριφοράς που στα σημερινά σχολεία είναι σύνθετα φαινόμενα και πιθανότατα πολυπαραγοντικά. Δεδομένα που σαφέστατα αναδεικνύουν την ανάγκη ενίσχυσης της συνεργατικότητας και της ανακάλυψης νέων οριζόντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.