Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που έπρεπε να οργανωθεί συλλογικά σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ρώμης (1957), απέβλεπε στα ακόλουθα: Στην αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας όπως και του εισοδήματος του γεωργού, στη σταθεροποίηση και στον ασφαλή εφοδιασμό της αγοράς με τρόφιμα και στην εξασφάλιση λογικών τιμών για τους καταναλωτές.
Η ΚΑΠ μεταρρυθμίστηκε αρκετές φορές, μετά από διαπραγματεύσεις ιδιαίτερα σκληρές. Μια πρώτη αναθεώρηση με μέτρα υπέρ της αναδιάρθρωσης της παραγωγής, έλαβε χώρα κατά την περίοδο του 1973-75.
Κατά τη δεκαετία του 1980, η διεύρυνση προς Νότο της Κοινότητας, καθώς και οι διαρθρωτικές ανισορροπίες που εξακολουθούσαν να υπάρχουν, σε συνδυασμό με το νέο γεωργικό περιβάλλον, επέβαλλαν μια δεύτερη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ. Βασικοί στόχοι της μεταρρύθμισής της ήταν ο έλεγχος της παραγωγής, των δαπανών και η ρευστοποίηση των αποθεμάτων των αγροτικών προϊόντων. Η διαδικασία της δεύτερης αναμόρφωσης της ΚΑΠ, θεωρείται ότι άρχισε ουσιαστικά το 1984, όταν για πρώτη φορά το Συμβούλιο Υπουργών της γεωργίας μείωσε τις ονομαστικές θεσμικές τιμές στήριξης των αγροτικών προϊόντων.
Εμείς τότε απλά μοιράζαμε τα χρήματα της Κοινότητας στους αγρότες, χωρίς να υποψιαζόμαστε καν για το τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Έτσι οι όποιες παρεμβάσεις της ΚΑΠ υπέρ της αναδιάρθρωσης της παραγωγής παρέμεναν στις καλένδες, καθώς απαιτούσαν επίπονες προσπάθειες, υψηλές δεξιότητες εκ μέρους των κυβερνόντων, και το βασικότερο, δεν έφεραν ψήφους άμεσα!
Η πολιτική των υψηλών τιμών της ΚΑΠ ασκούσε σημαντικές επιδράσεις στην κοινοτική παραγωγή έως το 1991. Μετά την περίοδο αυτή, ιδίως με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ του 1992, του 2000, όπως και υπό το φως των διεθνών εξελίξεων μέσω των διεθνών εμπορικών διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα κατά τους «Γύρους της Ουρουγουάης και της Ντόχα», η πολιτική των τιμών έχασε τον παλαιό της ρόλο.
Αναλυτικότερα, Ο «Γύρος της Ουρουγουάης» (1986-1994) είχε αρχίσει να ασχολείται με την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου στα αγροτικά προϊόντα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινότητα πιεζόταν ασφυκτικά από τις ΗΠΑ και από άλλες χώρες για να μειώσει το φορολογικό τείχος περιφρούρησης που είχε οικοδομήσει στα σύνορά της σε βάρος των γεωργικών προϊόντων, που προέρχονταν από τις τρίτες χώρες. Η ΚΑΠ έπρεπε να μεταρρυθμιστεί λοιπόν, χάνοντας σημαντικό μέρος της προστασίας που παρείχε στους αγρότες της ΕΕ.
Έτσι το 1992 έγινε μία νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, η οποία βασίσθηκε σε κείμενο συζήτησης της Επιτροπής με τίτλο «Η εξέλιξη και το μέλλον της ΚΑΠ» (που συνήθως αποκαλείται Σχέδιο του ΜακΣάρρυ). Η Επιτροπή πρότεινε και το Συμβούλιο δέχθηκε μέτρα για την αποεντατικοποίηση χρήσης γεωργικών εκτάσεων (πάγωμα αρόσιμων γαιών, μείωση μεγάλων καλλιεργειών, αλλαγή χρήσης γεωργικών γαιών) και μέτρα υπέρ νέων ποσοστώσεων της παραγωγής, έτσι ώστε να μειωθούν τα υπερβολικά πλεονάσματα. Σ’ αυτό ακριβώς στόχευε και η πρόταση για σημαντική μείωση των ενδεικτικών τιμών, των αγροτικών προϊόντων, μια πολιτική που απέβλεπε, εκτός των άλλων, και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής γεωργίας, ενόψει τους ανοίγματος της παγκόσμιας αγοράς των αγροτικών προϊόντων.
Η μείωση που θα επερχόταν στο εισόδημα των αγροτών θα αντισταθμιζόταν με άμεσες ενισχύσεις του αγροτικού εισοδήματος εκ μέρους του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Διαπιστώνεται λοιπόν, η σταδιακή μετάβαση από ένα σύστημα στήριξης τιμών σ’ ένα σύστημα εισοδηματικών ενισχύσεων των αγροτών. Αυτό που αρχικά επεδίωκαν οι ΗΠΑ από το 1964, το πέτυχαν τελικά το 1994 με τη λήξη των διεθνών διαπραγματεύσεων του «Γύρου της Ουρουγουάης». Υπενθυμίζεται τέλος ότι στο πλαίσιο των εν λόγω διαπραγματεύσεων, ο απόηχος των οποίων συνεχίστηκε και στον επόμενο «Γύρο της Ντόχα» (1996-2007), η Κοινότητα συμφώνησε, ανάμεσα στα άλλα, να καταργήσει τις αντισταθμιστικές εισφορές που επέβαλλε στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων και να τις αντικαταστήσει με σταθερούς δασμούς. Παράλληλα θα τους μείωνε στο άμεσο μέλλον, περιορίζοντας και τις εξαγωγικές επιδοτήσεις υπέρ των κοινοτικών αγροτικών προϊόντων.
Και ενώ ήταν εμφανής πια η στροφή υπέρ του ανοίγματος της γεωργίας στο διεθνή ανταγωνισμό –και ως εκ τούτου του περιορισμού της προστασίας– στην Ελλάδα η ηγεσία του Υπουργείου Γεωργίας «αγρόν ηγόραζε» καθ’ όλη τη διάρκεια μετά το 1990 και ιδίως το 1994! Σύμφωνα με την τάση που προδιαγραφόταν λοιπόν, κυρίαρχος παράγοντας επιβίωσης διεθνώς των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, θα ήταν ή οι χαμηλές τιμές ή η υψηλή ποιότητα των προϊόντων ή και τα δυο.
Το 1997 με το «Πρόγραμμα Δράσης 2000» η Επιτροπή πρότεινε ακόμη μεγαλύτερη εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων του 1992 με μειώσεις των τιμών των αγροτικών προϊόντων, ώστε αυτές να προσεγγίζουν όλο και περισσότερο τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς. Παράλληλα ενίσχυε όλο και περισσότερο νέες προσπάθειες υπέρ του εκσυγχρονισμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Η προσέγγιση αυτή είχε χαρακτήρα προετοιμασίας ενόψει των μελλοντικών ανισορροπιών στην παγκόσμια αγορά, λόγω της ατέρμονης προσπάθειας, με σκοπό το περαιτέρω άνοιγμα της αγροτικής παραγωγής στο διεθνή ανταγωνισμό.
Τον Ιούνιο του 2003 αποφασίστηκε μία νέα αναμόρφωση της ΚΑΠ. Αναλυτικότερα, ως προς τις άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις του 2003, αυτές υπάγονται καταρχήν σ’ ένα καθεστώς «ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση», βασιζόμενης στα προηγούμενα επίπεδα της παραγωγής. Το πιο σημαντικό όμως είναι το ακόλουθο: Με το νέο σύστημα, οι προβλεπόμενες ενισχύσεις θα ήταν εξαρτημένες από κριτήρια, όπως: την τήρηση προτύπων για το περιβάλλον, την ασφάλεια των τροφίμων και την καλή μεταχείριση των ζώων. Όσοι δεν πληρούσαν τους όρους αυτούς θα αντιμετώπιζαν μείωση των άμεσων κοινοτικών ενισχύσεων, κατάσταση που είναι γνωστή ως «πολλαπλή συμμόρφωση». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ κατά το 2010.
Χρειάζεται ιδιαίτερο ταλέντο, έτσι ώστε μια χώρα σαν την Ελλάδα να μετατραπεί από εξαγωγική σε εισαγωγική στα αγροτικά προϊόντα!. Τελικά αποδεικνύεται και εδώ, ότι δεν απουσιάζουν οι ταλαντούχοι Υπουργοί, Υφυπουργοί, που σε ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές και χωρίς να έχουν την παραμικρή γνώση του αντικειμένου (π.χ. Κ. Σκανδαλίδης, Μ. Αποστολάκη κ.ά) βρέθηκαν στο τιμόνι της γεωργίας. Η διαχρονική απουσία των απαραίτητων δεξιοτήτων της ηγεσίας του εν λόγω Υπουργείου –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό της άγνοιας– όπως ήταν φυσικό δεν άλλαξε την πορεία της γεωργίας που εξακολουθεί, παρά τις προσπάθειες της πρόσφατης περιόδου, να κατευθύνεται προς τα βράχια.
Οι κακότεχνες πολιτικές που ακολουθήθηκαν από το 1980 και μετά, αρκέστηκαν στο εύκολο χρήμα των υψηλών κοινών τιμών και επιδοτήσεων. Δεν εκμεταλλεύθηκαν τις ευκαιρίες που προσέφεραν οι εκάστοτε διαρθρωτικές πολιτικές της ΚΑΠ, ούτε αντιλήφθηκαν τις προσκλήσεις του ανοίγματος των αγορών των αγροτικών προϊόντων στο διεθνή ανταγωνισμό μετά το 1994. Αντίθετα «βολεύτηκαν» σε εύκολες λύσεις, ακολουθώντας το γνώριμο «δρόμο της Κακίας», ο οποίος κάποτε φτάνει σε αδιέξοδο.
Η γεωργία είναι ένας αντιπροσωπευτικός καθρέπτης της χαμηλής αναποτελεσματικότητας των πολιτικών ηγεσιών της, που χαρακτηρίζονταν –πλην εξαιρέσεων– από ανεπαρκείς γνώσεις, εμπειρία και κενό στρατηγικής.
Καθηγητή του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), που έπρεπε να οργανωθεί συλλογικά σύμφωνα με τη Συνθήκη της Ρώμης (1957), απέβλεπε στα ακόλουθα: Στην αύξηση της παραγωγικότητας της γεωργίας όπως και του εισοδήματος του γεωργού, στη σταθεροποίηση και στον ασφαλή εφοδιασμό της αγοράς με τρόφιμα και στην εξασφάλιση λογικών τιμών για τους καταναλωτές.
Η ΚΑΠ μεταρρυθμίστηκε αρκετές φορές, μετά από διαπραγματεύσεις ιδιαίτερα σκληρές. Μια πρώτη αναθεώρηση με μέτρα υπέρ της αναδιάρθρωσης της παραγωγής, έλαβε χώρα κατά την περίοδο του 1973-75.
Κατά τη δεκαετία του 1980, η διεύρυνση προς Νότο της Κοινότητας, καθώς και οι διαρθρωτικές ανισορροπίες που εξακολουθούσαν να υπάρχουν, σε συνδυασμό με το νέο γεωργικό περιβάλλον, επέβαλλαν μια δεύτερη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ. Βασικοί στόχοι της μεταρρύθμισής της ήταν ο έλεγχος της παραγωγής, των δαπανών και η ρευστοποίηση των αποθεμάτων των αγροτικών προϊόντων. Η διαδικασία της δεύτερης αναμόρφωσης της ΚΑΠ, θεωρείται ότι άρχισε ουσιαστικά το 1984, όταν για πρώτη φορά το Συμβούλιο Υπουργών της γεωργίας μείωσε τις ονομαστικές θεσμικές τιμές στήριξης των αγροτικών προϊόντων.
Εμείς τότε απλά μοιράζαμε τα χρήματα της Κοινότητας στους αγρότες, χωρίς να υποψιαζόμαστε καν για το τι πρόκειται να γίνει στο μέλλον. Έτσι οι όποιες παρεμβάσεις της ΚΑΠ υπέρ της αναδιάρθρωσης της παραγωγής παρέμεναν στις καλένδες, καθώς απαιτούσαν επίπονες προσπάθειες, υψηλές δεξιότητες εκ μέρους των κυβερνόντων, και το βασικότερο, δεν έφεραν ψήφους άμεσα!
Η πολιτική των υψηλών τιμών της ΚΑΠ ασκούσε σημαντικές επιδράσεις στην κοινοτική παραγωγή έως το 1991. Μετά την περίοδο αυτή, ιδίως με τις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ του 1992, του 2000, όπως και υπό το φως των διεθνών εξελίξεων μέσω των διεθνών εμπορικών διαπραγματεύσεων που έλαβαν χώρα κατά τους «Γύρους της Ουρουγουάης και της Ντόχα», η πολιτική των τιμών έχασε τον παλαιό της ρόλο.
Αναλυτικότερα, Ο «Γύρος της Ουρουγουάης» (1986-1994) είχε αρχίσει να ασχολείται με την απελευθέρωση του παγκόσμιου εμπορίου στα αγροτικά προϊόντα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινότητα πιεζόταν ασφυκτικά από τις ΗΠΑ και από άλλες χώρες για να μειώσει το φορολογικό τείχος περιφρούρησης που είχε οικοδομήσει στα σύνορά της σε βάρος των γεωργικών προϊόντων, που προέρχονταν από τις τρίτες χώρες. Η ΚΑΠ έπρεπε να μεταρρυθμιστεί λοιπόν, χάνοντας σημαντικό μέρος της προστασίας που παρείχε στους αγρότες της ΕΕ.
Έτσι το 1992 έγινε μία νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, η οποία βασίσθηκε σε κείμενο συζήτησης της Επιτροπής με τίτλο «Η εξέλιξη και το μέλλον της ΚΑΠ» (που συνήθως αποκαλείται Σχέδιο του ΜακΣάρρυ). Η Επιτροπή πρότεινε και το Συμβούλιο δέχθηκε μέτρα για την αποεντατικοποίηση χρήσης γεωργικών εκτάσεων (πάγωμα αρόσιμων γαιών, μείωση μεγάλων καλλιεργειών, αλλαγή χρήσης γεωργικών γαιών) και μέτρα υπέρ νέων ποσοστώσεων της παραγωγής, έτσι ώστε να μειωθούν τα υπερβολικά πλεονάσματα. Σ’ αυτό ακριβώς στόχευε και η πρόταση για σημαντική μείωση των ενδεικτικών τιμών, των αγροτικών προϊόντων, μια πολιτική που απέβλεπε, εκτός των άλλων, και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της κοινοτικής γεωργίας, ενόψει τους ανοίγματος της παγκόσμιας αγοράς των αγροτικών προϊόντων.
Η μείωση που θα επερχόταν στο εισόδημα των αγροτών θα αντισταθμιζόταν με άμεσες ενισχύσεις του αγροτικού εισοδήματος εκ μέρους του κοινοτικού προϋπολογισμού.
Διαπιστώνεται λοιπόν, η σταδιακή μετάβαση από ένα σύστημα στήριξης τιμών σ’ ένα σύστημα εισοδηματικών ενισχύσεων των αγροτών. Αυτό που αρχικά επεδίωκαν οι ΗΠΑ από το 1964, το πέτυχαν τελικά το 1994 με τη λήξη των διεθνών διαπραγματεύσεων του «Γύρου της Ουρουγουάης». Υπενθυμίζεται τέλος ότι στο πλαίσιο των εν λόγω διαπραγματεύσεων, ο απόηχος των οποίων συνεχίστηκε και στον επόμενο «Γύρο της Ντόχα» (1996-2007), η Κοινότητα συμφώνησε, ανάμεσα στα άλλα, να καταργήσει τις αντισταθμιστικές εισφορές που επέβαλλε στις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων και να τις αντικαταστήσει με σταθερούς δασμούς. Παράλληλα θα τους μείωνε στο άμεσο μέλλον, περιορίζοντας και τις εξαγωγικές επιδοτήσεις υπέρ των κοινοτικών αγροτικών προϊόντων.
Και ενώ ήταν εμφανής πια η στροφή υπέρ του ανοίγματος της γεωργίας στο διεθνή ανταγωνισμό –και ως εκ τούτου του περιορισμού της προστασίας– στην Ελλάδα η ηγεσία του Υπουργείου Γεωργίας «αγρόν ηγόραζε» καθ’ όλη τη διάρκεια μετά το 1990 και ιδίως το 1994! Σύμφωνα με την τάση που προδιαγραφόταν λοιπόν, κυρίαρχος παράγοντας επιβίωσης διεθνώς των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, θα ήταν ή οι χαμηλές τιμές ή η υψηλή ποιότητα των προϊόντων ή και τα δυο.
Το 1997 με το «Πρόγραμμα Δράσης 2000» η Επιτροπή πρότεινε ακόμη μεγαλύτερη εντατικοποίηση των μεταρρυθμίσεων του 1992 με μειώσεις των τιμών των αγροτικών προϊόντων, ώστε αυτές να προσεγγίζουν όλο και περισσότερο τις τιμές της παγκόσμιας αγοράς. Παράλληλα ενίσχυε όλο και περισσότερο νέες προσπάθειες υπέρ του εκσυγχρονισμού των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Η προσέγγιση αυτή είχε χαρακτήρα προετοιμασίας ενόψει των μελλοντικών ανισορροπιών στην παγκόσμια αγορά, λόγω της ατέρμονης προσπάθειας, με σκοπό το περαιτέρω άνοιγμα της αγροτικής παραγωγής στο διεθνή ανταγωνισμό.
Τον Ιούνιο του 2003 αποφασίστηκε μία νέα αναμόρφωση της ΚΑΠ. Αναλυτικότερα, ως προς τις άμεσες εισοδηματικές ενισχύσεις, σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις του 2003, αυτές υπάγονται καταρχήν σ’ ένα καθεστώς «ενιαίας ενίσχυσης ανά εκμετάλλευση», βασιζόμενης στα προηγούμενα επίπεδα της παραγωγής. Το πιο σημαντικό όμως είναι το ακόλουθο: Με το νέο σύστημα, οι προβλεπόμενες ενισχύσεις θα ήταν εξαρτημένες από κριτήρια, όπως: την τήρηση προτύπων για το περιβάλλον, την ασφάλεια των τροφίμων και την καλή μεταχείριση των ζώων. Όσοι δεν πληρούσαν τους όρους αυτούς θα αντιμετώπιζαν μείωση των άμεσων κοινοτικών ενισχύσεων, κατάσταση που είναι γνωστή ως «πολλαπλή συμμόρφωση». Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η νέα αναθεώρηση της ΚΑΠ κατά το 2010.
Χρειάζεται ιδιαίτερο ταλέντο, έτσι ώστε μια χώρα σαν την Ελλάδα να μετατραπεί από εξαγωγική σε εισαγωγική στα αγροτικά προϊόντα!. Τελικά αποδεικνύεται και εδώ, ότι δεν απουσιάζουν οι ταλαντούχοι Υπουργοί, Υφυπουργοί, που σε ιδιαίτερα δύσκολες στιγμές και χωρίς να έχουν την παραμικρή γνώση του αντικειμένου (π.χ. Κ. Σκανδαλίδης, Μ. Αποστολάκη κ.ά) βρέθηκαν στο τιμόνι της γεωργίας. Η διαχρονική απουσία των απαραίτητων δεξιοτήτων της ηγεσίας του εν λόγω Υπουργείου –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων που αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό της άγνοιας– όπως ήταν φυσικό δεν άλλαξε την πορεία της γεωργίας που εξακολουθεί, παρά τις προσπάθειες της πρόσφατης περιόδου, να κατευθύνεται προς τα βράχια.
Οι κακότεχνες πολιτικές που ακολουθήθηκαν από το 1980 και μετά, αρκέστηκαν στο εύκολο χρήμα των υψηλών κοινών τιμών και επιδοτήσεων. Δεν εκμεταλλεύθηκαν τις ευκαιρίες που προσέφεραν οι εκάστοτε διαρθρωτικές πολιτικές της ΚΑΠ, ούτε αντιλήφθηκαν τις προσκλήσεις του ανοίγματος των αγορών των αγροτικών προϊόντων στο διεθνή ανταγωνισμό μετά το 1994. Αντίθετα «βολεύτηκαν» σε εύκολες λύσεις, ακολουθώντας το γνώριμο «δρόμο της Κακίας», ο οποίος κάποτε φτάνει σε αδιέξοδο.
Η γεωργία είναι ένας αντιπροσωπευτικός καθρέπτης της χαμηλής αναποτελεσματικότητας των πολιτικών ηγεσιών της, που χαρακτηρίζονταν –πλην εξαιρέσεων– από ανεπαρκείς γνώσεις, εμπειρία και κενό στρατηγικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.