Η ελληνική λαϊκή μουσική είναι εξαιρετικά δημοφιλής στη Βουλγαρία όχι μόνο ανάμεσα στους ακροατές, αλλά και τους εκτελεστές – τραγουδιστές και οργανοπαίκτες.
«... με το πρώτο του μπουζούκι στα χέρια – σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, βρέθηκε για πέντε μήνες κοντά σε ένα δάσκαλο μουσικής... Τα μυστικά του οργάνου που διάλεξε – το μπουζούκι, τα έμαθε μόνο αυτοδίδακτα. Άρχισε να μελετάει ατελείωτες ώρες με το μπουζούκι του και παράλληλα να παίζει με κάποια μικρά συγκροτήματα της περιοχής είτε λαϊκά, είτε παραδοσιακά τοπικά. Πολύ γρήγορα άρχισε να γίνεται ένας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Ασχολήθηκε από νωρίς επαγγελματικά, παίζοντας σε όλη την περιφέρεια της πατρίδας του, σε κέντρα, γιορτές, γάμους, πανηγύρια κλπ.»
Το απόσπασμα αυτό είναι από το βιογραφικό σημείωμα του διάσημου συνθέτη και μπουζουξή Χρήστου Νικολόπουλου στη Βικιπαίδεια.
Σχεδόν με τα ίδια λόγια μπορεί να περιγραφεί το ξεκίνημα της μουσικής σταδιοδρομίας του Βούλγαρου μπουζουξή Ντανιέλ Νικόλοφ-Ντίντι, ο οποίος θαυμάζει το ταλέντο του Έλληνα συναδέλφου και γνωστού του Χρήστου Νικολόπουλου.
"Με μουσική ασχολούμαι από αρκετά μικρή ηλικία, γιατί ο πατέρας μου ίδρυσε κάποτε την πρώτη στη Σόφια ορχήστρα ελληνικής μουσικής. Όλοι οι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές έρχονταν να κάνουν πρόβες στο σπίτι μας. Εγώ καθόμουν σε μια γωνία, άκουγα και παρακολουθούσα", αφηγείται ο Ντίντι Νικόλοφ. "Ακόμα τότε η μουσική αυτή με συγκίνησε και σιγά σιγά άρχισα να πειραματίζομαι με το μπουζούκι. Τα πρώτα μαθήματα πήρα από τον πατέρα μου. Το 1966 η ορχήστρα του έπαιζε στο Μπουργκάς και εκείνος με κάλεσε να συμμετάσχω. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμφάνιση ενώπιον του κοινού. Αισθανόμουν μεγάλη συγκίνηση, γιατί όλοι γύρω μου ήταν μεγάλοι. Το εστιατόριο "Ίντερ", όπου παίζαμε, βρισκόταν κοντά στο λιμάνι του Μπουργκάς. Εκεί έρχονταν ναύτες από τα ελληνικά πλοία και γινόταν μεγάλο γλέντι – τραγουδούσαν, χόρευαν. Οι επισκέπτες εντυπωσιάζονταν μάλλον όχι τόσο από το παίξιμο, όσο από την ηλικία μου – ήμουν μικρός, μόλις 14 ετών. Σχεδόν από τότε ασχολούμαι επαγγελματικά με μουσική. Από τότε είναι οι πρώτες μου συγκινήσεις από τις συναντήσεις με το κοινό".
Άλλωστε, αρχικά ο Ντίντι έπαιζε κιθάρα σαν τον πατέρα του Μπορίς Νικόλοφ. Παράλληλα με τα μαθήματα στο σπίτι, τελειοποιούσε τις δεξιότητές του σε έναν πολιτιστικό σύλλογο της πρωτεύουσας. Αργότερα τον αιχμαλώτισε ο ήχος του μπουζουκιού που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς. Μερικές από τις πρώτες ηχογραφήσεις ελληνικής μουσικής που άκουσε ήταν του Γιώργου Ζαμπέτα.
"Στην ανάπτυξή μου ως μουσικού επηρεάστηκα πριν απ’ όλα από το Ζαμπέτα. Είναι ο πρώτος συνθέτης, ο οποίος με εντυπωσίασε βαθιά", εξηγεί ο Ντίντι Νικόλοφ. "Ένας φίλος μου Αρμένιος μου είχε δώσει μικρό δίσκο με ορχηστρική μουσική σε εκτέλεση του Ζαμπέτα. Έπαιζε τόσο συγκινητικά που ακόμα τη θυμάται, αν και τότε δεν μπορούσα να διεισδύσω στις λεπτομέρειες. Είναι μοναδικός ως συνθέτης και εκτελεστής. Στην Ελλάδα λένε πως όταν πεθάνει η μουσική του Μότσαρτ, τότε θα πεθάνει και η μουσική του Ζαμπέτα. Και έχουν απόλυτο δίκαιο. Για μένα αυτός ο άνθρωπος, με το παίξιμο και την πνευματικότητά του, είναι πραγματικός θεραπευτής. Μπορεί να γιατρέψει κάποιο πολύ άρρωστο άτομο, αρκεί αυτό να τον ακούσει προσεκτικά και να καταλάβει όσα εκείνος θέλει να πει με τη μουσική".
"Αργότερα άκουσα εκπληκτικούς αυτοσχεδιασμούς του Μανώλη Χιώτη που ήταν εξαιρετικοί για εκείνη την εποχή, μα και για σήμερα – πολύ δεξιοτεχνικοί", συνεχίζει. "Άρχισα να πειραματίζομαι χωρίς μεγάλη επιτυχία, γιατί δεν είχα την απαραίτητη πείρα. Δεν ήξερα τι ασκήσεις έπρεπε να κάνω. Ήμουν αρχάριος. Γενικά ο Μανώλης Χιώτης και ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι οι Έλληνες μουσικοί, από τους οποίους επηρεάστηκα στο μέγιστο. Πριν χρόνια διατηρούσα επαφή με το Χρήστο Νικολόπουλο. Κατά τη γνώμη μου, είναι ο πιο έξυπνος από τη σύγχρονη γενιά μπουζουξήδων στην Ελλάδα. Έχει συνθέσει περισσότερα από 700 τραγούδια. Το παίξιμό του επίσης είναι πολύ εντυπωσιακό, συγκινητικό. Ζήτησα άδεια να διασκευάσω κάποια κομμάτια του και εκείνος μου επέτρεψε, όμως δεν πρόλαβα να το κάνω λόγω της έλλειψης χρόνου. Μάλλον σε ένα-δύο χρόνια θα καταπιαστώ μ’ αυτό το σχέδιο".
"Έπαιζα ελληνική μουσική ακόμα κατά τη δεκαετία του '60, καθώς και την εποχή που στη Βουλγαρία περιοριζόταν η εκτέλεση ξένης μουσικής. Τώρα εδώ η ελληνική μουσική πέρασε σε δεύτερη μοίρα, όμως εγώ εξακολουθώ να την εκτελώ, γιατί ήταν η ζωή μου επί πολλά χρόνια. Κάποτε στη Βουλγαρία δεν υπήρχαν καθηγητές που να διδάσκουν μπουζούκι. Κατά τη δεκαετία του '90, χάρη σε μαθήματα στα ελληνικά προγράμματα στο Διαδίκτυο, άνοιξαν τα μάτια μου για πολλές λεπτομέρειες που πριν εγώ και οι άνθρωποι σαν εμένα, για τους οποίους η ελληνική μουσική είναι υπόθεση, δεν είχαμε τη δυνατότητα να τις μάθουμε. Τώρα τις γνωρίζουμε. Στη Βουλγαρία ήδη υπάρχουν πολλοί καλοί μπουζουξήδες, όμως λίγοι κάνουν ηχογραφήσεις. Συνήθως τα καταφέρνουν οι πιο επίμονοι. Εγώ έχω κάνει αρκετές ηχογραφήσεις, όμως έσβησα κάποιες απ’ αυτές λόγω της έλλειψης αρμονίας μεταξύ της μουσικής και του τραγουδιού", προσθέτει ο Ντανιέλ Νικόλοφ.
Βέβαια, έκανε και ηχογραφήσεις, για τις οποίες περηφανεύεται: "Αποτόλμησα να κάνω μια πειραματική εκδοχή του "Ζορμπά" του Θεοδωράκη. Η μελωδία "Ζορμπάς" έχει εκτελεστεί από χιλιάδες μπουζουξήδες. Εγώ όμως αποφάσισα να την παρουσιάσω με συμφωνικό πρώτο μέρος και το δεύτερο ως τζαζ αντίληψη", λέει ο Ντίντι Νικόλοφ. "Στο Facebook οι συνάδελφοι γράφουν ότι είναι μεγάλη τόλμη να ενορχηστρώνεις το Θεοδωράκη και ότι η πιθανότητα να αποτύχεις είναι 99%, γιατί πρόκειται για ένα παγκοσμίως γνωστό έργο. Νομίζω όμως ότι το πείραμα αποδείχθηκε αρκετά επιτυχές. Λαμβάνω στο Facebook σχόλια μπουζουξήδων από την Ελλάδα, οι οποίοι θαυμάζουν την τόλμη μου και το αποτέλεσμα".
Ως μουσικός ο Ντίντι Νικόλοφ επισκέφθηκε πολλά μέρη στο εξωτερικό – την Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, Ντουμπάι, Ταϊλάνδη, πρώην Γιουγκοσλαβία, επίσης και στην Κύπρο, όπου το ντόπιο κοινό χειροκροτούσε εγκάρδια το βουλγαρικό συγκρότημα, με το οποίο εκείνος έπαιζε τους παραδοσιακούς για το νησί της Αφροδίτης ρυθμούς. Χάρη στη μουσική έγινε φίλος με διάφορους ανθρώπους, συνάντησε επώνυμες προσωπικότητες. Ανάμεσά τους είναι ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Γνωρίστηκαν στο πολυτελές ξενοδοχείο "Άνασσα" στην Πάφο, όπου ο Γάλλος ηθοποιός είχε εγκατασταθεί μετά από τραύμα σε επικίνδυνη κασκάντα.
"Ο Μπελμοντό ερχόταν να γευματίσει και καθόταν ακριβώς δίπλα στην ορχήστρα μας", αφηγείται ο Ντανιέλ. "Του έπαιζα δημοφιλείς ελληνικές και γαλλικές μελωδίες. Υπήρχε και μια συγκινητική στιγμή. Μου χάρισε γυαλιά ηλίου, αλλά δυστυχώς αργότερα τα έχασα. Το ξενοδοχείο επισκέπτονταν και πολλές άλλες γνωστές προσωπικότητες. Μου έκανε εντύπωση ότι ήταν εντελώς απροσποίητοι και κοινωνικοί. Υπάρχουν μέρη, όπου να συμπεριφέρονται ως αστέρες, ενώ εκεί ήταν πολλοί απλοί άνθρωποι, όπως όλοι οι άλλοι".
Όπως κάθε εκτελεστής, ο οποίος προκαλεί το ενδιαφέρον και την επιδοκιμασία του κοινού, κάποιες στιγμές ο Ντανιέλ Νικόλοφ επίσης είχε το λόγο να αισθάνεται αστέρας.
Είναι όμως προσγειωμένο άτομο. Πιθανόν συμβολή σ’ αυτό έχει η φιλοσοφία.
"25 χρόνια ασχολιόμουν με ανατολική φιλοσοφία. Έκανα γιόγκα και διάβαζα πολύ. Μπορεί να ειπωθεί ότι είμαι επαγγελματίας αναγνώστης. Πριν μερικά χρόνια όμως αποδέχθηκα τη χριστιανική πίστη. Κοντά στο σπίτι μου υπάρχει μοναστήρι, όπου πηγαίνω στον ελεύθερο χρόνο μου και βοηθώ – κοσίζω το χορτάρι το καλοκαίρι, κόβω ξύλα το χειμώνα. Από το μοναστήρι παίρνω ιδιαίτερα πολύτιμα βιβλία και τα διαβάζω τη νύχτα. Αυτή η πνευματικότητα επηρεάζει και τη μουσική – δεν μπορεί να πάει αλλού. Βρίσκει μουσική έκφραση και με βοηθάει πολύ", ισχυρίζεται ο Ντίντι Νικόλοφ και προσθέτει: "Θα ήθελα να απευθύνω ειδικούς χαιρετισμούς στο Χρήστο Νικολόπουλο. Είναι ο άνθρωπος, τον οποίο μετά το Ζαμπέτα θαυμάζω και αγαπώ πολύ. Ειδικούς χαιρετισμούς στο Χρήστο Νικολόπουλο".
Ο Ντίντι Νικόλοφ έχει πολυάριθμες ατομικές, καθώς και κοινές εμφανίσεις με συναδέλφους μουσικούς σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, φολκλορικά, πρωτοχρονιάτικα και άλλα γιορταστικά προγράμματα. Τώρα τελευταία εμφανίζεται συχνά με την τραγουδίστρια Κίτσκα Μποντούροβα, η οποία έχει στο ρεπερτόριό της και ελληνικά τραγούδια.
«... με το πρώτο του μπουζούκι στα χέρια – σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών, βρέθηκε για πέντε μήνες κοντά σε ένα δάσκαλο μουσικής... Τα μυστικά του οργάνου που διάλεξε – το μπουζούκι, τα έμαθε μόνο αυτοδίδακτα. Άρχισε να μελετάει ατελείωτες ώρες με το μπουζούκι του και παράλληλα να παίζει με κάποια μικρά συγκροτήματα της περιοχής είτε λαϊκά, είτε παραδοσιακά τοπικά. Πολύ γρήγορα άρχισε να γίνεται ένας δεξιοτέχνης του μπουζουκιού. Ασχολήθηκε από νωρίς επαγγελματικά, παίζοντας σε όλη την περιφέρεια της πατρίδας του, σε κέντρα, γιορτές, γάμους, πανηγύρια κλπ.»
Το απόσπασμα αυτό είναι από το βιογραφικό σημείωμα του διάσημου συνθέτη και μπουζουξή Χρήστου Νικολόπουλου στη Βικιπαίδεια.
Σχεδόν με τα ίδια λόγια μπορεί να περιγραφεί το ξεκίνημα της μουσικής σταδιοδρομίας του Βούλγαρου μπουζουξή Ντανιέλ Νικόλοφ-Ντίντι, ο οποίος θαυμάζει το ταλέντο του Έλληνα συναδέλφου και γνωστού του Χρήστου Νικολόπουλου.
"Με μουσική ασχολούμαι από αρκετά μικρή ηλικία, γιατί ο πατέρας μου ίδρυσε κάποτε την πρώτη στη Σόφια ορχήστρα ελληνικής μουσικής. Όλοι οι οργανοπαίκτες και τραγουδιστές έρχονταν να κάνουν πρόβες στο σπίτι μας. Εγώ καθόμουν σε μια γωνία, άκουγα και παρακολουθούσα", αφηγείται ο Ντίντι Νικόλοφ. "Ακόμα τότε η μουσική αυτή με συγκίνησε και σιγά σιγά άρχισα να πειραματίζομαι με το μπουζούκι. Τα πρώτα μαθήματα πήρα από τον πατέρα μου. Το 1966 η ορχήστρα του έπαιζε στο Μπουργκάς και εκείνος με κάλεσε να συμμετάσχω. Αυτή ήταν η πρώτη μου εμφάνιση ενώπιον του κοινού. Αισθανόμουν μεγάλη συγκίνηση, γιατί όλοι γύρω μου ήταν μεγάλοι. Το εστιατόριο "Ίντερ", όπου παίζαμε, βρισκόταν κοντά στο λιμάνι του Μπουργκάς. Εκεί έρχονταν ναύτες από τα ελληνικά πλοία και γινόταν μεγάλο γλέντι – τραγουδούσαν, χόρευαν. Οι επισκέπτες εντυπωσιάζονταν μάλλον όχι τόσο από το παίξιμο, όσο από την ηλικία μου – ήμουν μικρός, μόλις 14 ετών. Σχεδόν από τότε ασχολούμαι επαγγελματικά με μουσική. Από τότε είναι οι πρώτες μου συγκινήσεις από τις συναντήσεις με το κοινό".
Άλλωστε, αρχικά ο Ντίντι έπαιζε κιθάρα σαν τον πατέρα του Μπορίς Νικόλοφ. Παράλληλα με τα μαθήματα στο σπίτι, τελειοποιούσε τις δεξιότητές του σε έναν πολιτιστικό σύλλογο της πρωτεύουσας. Αργότερα τον αιχμαλώτισε ο ήχος του μπουζουκιού που αγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς. Μερικές από τις πρώτες ηχογραφήσεις ελληνικής μουσικής που άκουσε ήταν του Γιώργου Ζαμπέτα.
"Στην ανάπτυξή μου ως μουσικού επηρεάστηκα πριν απ’ όλα από το Ζαμπέτα. Είναι ο πρώτος συνθέτης, ο οποίος με εντυπωσίασε βαθιά", εξηγεί ο Ντίντι Νικόλοφ. "Ένας φίλος μου Αρμένιος μου είχε δώσει μικρό δίσκο με ορχηστρική μουσική σε εκτέλεση του Ζαμπέτα. Έπαιζε τόσο συγκινητικά που ακόμα τη θυμάται, αν και τότε δεν μπορούσα να διεισδύσω στις λεπτομέρειες. Είναι μοναδικός ως συνθέτης και εκτελεστής. Στην Ελλάδα λένε πως όταν πεθάνει η μουσική του Μότσαρτ, τότε θα πεθάνει και η μουσική του Ζαμπέτα. Και έχουν απόλυτο δίκαιο. Για μένα αυτός ο άνθρωπος, με το παίξιμο και την πνευματικότητά του, είναι πραγματικός θεραπευτής. Μπορεί να γιατρέψει κάποιο πολύ άρρωστο άτομο, αρκεί αυτό να τον ακούσει προσεκτικά και να καταλάβει όσα εκείνος θέλει να πει με τη μουσική".
"Αργότερα άκουσα εκπληκτικούς αυτοσχεδιασμούς του Μανώλη Χιώτη που ήταν εξαιρετικοί για εκείνη την εποχή, μα και για σήμερα – πολύ δεξιοτεχνικοί", συνεχίζει. "Άρχισα να πειραματίζομαι χωρίς μεγάλη επιτυχία, γιατί δεν είχα την απαραίτητη πείρα. Δεν ήξερα τι ασκήσεις έπρεπε να κάνω. Ήμουν αρχάριος. Γενικά ο Μανώλης Χιώτης και ο Γιώργος Ζαμπέτας είναι οι Έλληνες μουσικοί, από τους οποίους επηρεάστηκα στο μέγιστο. Πριν χρόνια διατηρούσα επαφή με το Χρήστο Νικολόπουλο. Κατά τη γνώμη μου, είναι ο πιο έξυπνος από τη σύγχρονη γενιά μπουζουξήδων στην Ελλάδα. Έχει συνθέσει περισσότερα από 700 τραγούδια. Το παίξιμό του επίσης είναι πολύ εντυπωσιακό, συγκινητικό. Ζήτησα άδεια να διασκευάσω κάποια κομμάτια του και εκείνος μου επέτρεψε, όμως δεν πρόλαβα να το κάνω λόγω της έλλειψης χρόνου. Μάλλον σε ένα-δύο χρόνια θα καταπιαστώ μ’ αυτό το σχέδιο".
"Έπαιζα ελληνική μουσική ακόμα κατά τη δεκαετία του '60, καθώς και την εποχή που στη Βουλγαρία περιοριζόταν η εκτέλεση ξένης μουσικής. Τώρα εδώ η ελληνική μουσική πέρασε σε δεύτερη μοίρα, όμως εγώ εξακολουθώ να την εκτελώ, γιατί ήταν η ζωή μου επί πολλά χρόνια. Κάποτε στη Βουλγαρία δεν υπήρχαν καθηγητές που να διδάσκουν μπουζούκι. Κατά τη δεκαετία του '90, χάρη σε μαθήματα στα ελληνικά προγράμματα στο Διαδίκτυο, άνοιξαν τα μάτια μου για πολλές λεπτομέρειες που πριν εγώ και οι άνθρωποι σαν εμένα, για τους οποίους η ελληνική μουσική είναι υπόθεση, δεν είχαμε τη δυνατότητα να τις μάθουμε. Τώρα τις γνωρίζουμε. Στη Βουλγαρία ήδη υπάρχουν πολλοί καλοί μπουζουξήδες, όμως λίγοι κάνουν ηχογραφήσεις. Συνήθως τα καταφέρνουν οι πιο επίμονοι. Εγώ έχω κάνει αρκετές ηχογραφήσεις, όμως έσβησα κάποιες απ’ αυτές λόγω της έλλειψης αρμονίας μεταξύ της μουσικής και του τραγουδιού", προσθέτει ο Ντανιέλ Νικόλοφ.
Βέβαια, έκανε και ηχογραφήσεις, για τις οποίες περηφανεύεται: "Αποτόλμησα να κάνω μια πειραματική εκδοχή του "Ζορμπά" του Θεοδωράκη. Η μελωδία "Ζορμπάς" έχει εκτελεστεί από χιλιάδες μπουζουξήδες. Εγώ όμως αποφάσισα να την παρουσιάσω με συμφωνικό πρώτο μέρος και το δεύτερο ως τζαζ αντίληψη", λέει ο Ντίντι Νικόλοφ. "Στο Facebook οι συνάδελφοι γράφουν ότι είναι μεγάλη τόλμη να ενορχηστρώνεις το Θεοδωράκη και ότι η πιθανότητα να αποτύχεις είναι 99%, γιατί πρόκειται για ένα παγκοσμίως γνωστό έργο. Νομίζω όμως ότι το πείραμα αποδείχθηκε αρκετά επιτυχές. Λαμβάνω στο Facebook σχόλια μπουζουξήδων από την Ελλάδα, οι οποίοι θαυμάζουν την τόλμη μου και το αποτέλεσμα".
Ως μουσικός ο Ντίντι Νικόλοφ επισκέφθηκε πολλά μέρη στο εξωτερικό – την Ιταλία, Μεγάλη Βρετανία, Ντουμπάι, Ταϊλάνδη, πρώην Γιουγκοσλαβία, επίσης και στην Κύπρο, όπου το ντόπιο κοινό χειροκροτούσε εγκάρδια το βουλγαρικό συγκρότημα, με το οποίο εκείνος έπαιζε τους παραδοσιακούς για το νησί της Αφροδίτης ρυθμούς. Χάρη στη μουσική έγινε φίλος με διάφορους ανθρώπους, συνάντησε επώνυμες προσωπικότητες. Ανάμεσά τους είναι ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Γνωρίστηκαν στο πολυτελές ξενοδοχείο "Άνασσα" στην Πάφο, όπου ο Γάλλος ηθοποιός είχε εγκατασταθεί μετά από τραύμα σε επικίνδυνη κασκάντα.
"Ο Μπελμοντό ερχόταν να γευματίσει και καθόταν ακριβώς δίπλα στην ορχήστρα μας", αφηγείται ο Ντανιέλ. "Του έπαιζα δημοφιλείς ελληνικές και γαλλικές μελωδίες. Υπήρχε και μια συγκινητική στιγμή. Μου χάρισε γυαλιά ηλίου, αλλά δυστυχώς αργότερα τα έχασα. Το ξενοδοχείο επισκέπτονταν και πολλές άλλες γνωστές προσωπικότητες. Μου έκανε εντύπωση ότι ήταν εντελώς απροσποίητοι και κοινωνικοί. Υπάρχουν μέρη, όπου να συμπεριφέρονται ως αστέρες, ενώ εκεί ήταν πολλοί απλοί άνθρωποι, όπως όλοι οι άλλοι".
Όπως κάθε εκτελεστής, ο οποίος προκαλεί το ενδιαφέρον και την επιδοκιμασία του κοινού, κάποιες στιγμές ο Ντανιέλ Νικόλοφ επίσης είχε το λόγο να αισθάνεται αστέρας.
Είναι όμως προσγειωμένο άτομο. Πιθανόν συμβολή σ’ αυτό έχει η φιλοσοφία.
"25 χρόνια ασχολιόμουν με ανατολική φιλοσοφία. Έκανα γιόγκα και διάβαζα πολύ. Μπορεί να ειπωθεί ότι είμαι επαγγελματίας αναγνώστης. Πριν μερικά χρόνια όμως αποδέχθηκα τη χριστιανική πίστη. Κοντά στο σπίτι μου υπάρχει μοναστήρι, όπου πηγαίνω στον ελεύθερο χρόνο μου και βοηθώ – κοσίζω το χορτάρι το καλοκαίρι, κόβω ξύλα το χειμώνα. Από το μοναστήρι παίρνω ιδιαίτερα πολύτιμα βιβλία και τα διαβάζω τη νύχτα. Αυτή η πνευματικότητα επηρεάζει και τη μουσική – δεν μπορεί να πάει αλλού. Βρίσκει μουσική έκφραση και με βοηθάει πολύ", ισχυρίζεται ο Ντίντι Νικόλοφ και προσθέτει: "Θα ήθελα να απευθύνω ειδικούς χαιρετισμούς στο Χρήστο Νικολόπουλο. Είναι ο άνθρωπος, τον οποίο μετά το Ζαμπέτα θαυμάζω και αγαπώ πολύ. Ειδικούς χαιρετισμούς στο Χρήστο Νικολόπουλο".
Ο Ντίντι Νικόλοφ έχει πολυάριθμες ατομικές, καθώς και κοινές εμφανίσεις με συναδέλφους μουσικούς σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές, φολκλορικά, πρωτοχρονιάτικα και άλλα γιορταστικά προγράμματα. Τώρα τελευταία εμφανίζεται συχνά με την τραγουδίστρια Κίτσκα Μποντούροβα, η οποία έχει στο ρεπερτόριό της και ελληνικά τραγούδια.
Πηγή: Βουλγαρική Ραδιοφωνία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.