Πάνω σε μια ιδέα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα
Αλλοτρίωση αλκυονίδων ημερών
εντρυφώντας στις κλαγγές
αργυραμοιβών του Νέου Μεσαίωνα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΟΣΚΕΛΗΣ [1]
α.
.......έπρεπε, όμως, να εξακριβώσω κι εκείνο σχετικά με τον πατέρα μου- έβρεχε κι εγώ στεκόμουν στην είσοδο, ''ζητάτε κανένα;'' μου λένε- Μάλλον τίποτα Μήπως επειδή περπατούσα στους δρόμους κουβαλώντας μπράτσα κοριτσιών- στη λήθη- αισθανόμουν μέσα μου αυτό το κενό κι αυτή την αποθάρρυνση Το αυτοκίνητο μετέφερε την υγρή ομίχλη της νύχτας Νi les hommes ni les femmes ne lui donnent du plaisir, είπε ο ....... Ύστερα από απουσία ολόκληρης ζωής επιστρέφει στον τόπο όπου έζησε πάντα, παιδί και άντρας, σιωπηλός μάρτυς, ενώ το ταξίδι έχει τελειώσει Φυτεύει στο χώμα τη δική του μουριά Κατόπιν πεθαίνει Η παράσταση αποκτά τέλος Γιατί τότε κι αυτός θα ήταν λιγότερο γέρος- άλλα τόσα χρόνια- όχι άλλα τόσα, μα πολλά, αρκετά ίσως- δεν είχα πια τρυφεράδα για ξεπούλημα, όμως διατηρούσα κι εγώ το μικρό μερτικό μου από τούτη την ένδεια- ''Τον πατέρα μου'', τους λέω, ''πότε απεβίωσε;'', ''πάνε χρόνια'', τους λέω, ''αλλά του φέρνω αυτήν την παιδική τρομπέτα για να παίζει τα βράδια'' Έπειτα στο δρόμο είχε νυχτώσει. Και κάτι που υπήρχε πάνω της έδινε το χρώμα της λεβάντας στα φανάρια του αυτοκινήτου Αν δεν ήταν από το δικό της σώμα, από πού άραγε να προερχόταν η παράξενη απόχρωση; Ναι,- επειδή δεν ξανάκανε ποτέ ένα τέτοιο πράγμα να ζητήσει δηλαδή το πρωινό στο κρεβάτι- δυο αβγά- όπως όταν συνήθιζε να δίνει πρεμιέρα με άρρωστη φωνή βάζοντας τα δυνατά του να κάνει εκείνη τη γριά σανίδα, τη μαντάμ Κίρκη, να ενδιαφερθεί, αφού νόμιζε πως τον είχε γράψει στη διαθήκη της- σαν ήμουν μικρός, και κατά προτίμηση, έδειχνα στοργή στους γέρους, πιστεύω μάλιστα πως είχα τον καιρό ν' αγαπήσω κάνα δυο απ' αυτούς, όχι βέβαια με αληθινή αγάπη,- ξέχασα ακόμα και τ' όνομά της,- Κίρκη- ξανά- ή Δαναΐδα τα εστιατόρια κλειστά θα πάω στης κυρίας Ελ.- συχνά με είχε περιθάλψει, σκέφτηκα, και χτύπησα το κουδούνι, αλλά είχε πεθάνει- ''Μα εσείς δεν είσασταν στη κηδεία της;'' ''και τι σημασία έχει, ο νεκρός είναι κάθε μέρα νεκρός, αντίο- και πέστε της ότι πέρασα- ήθελα κάτι να της πω''
β.
......μπορούσε μήπως το μπράτσο που έκρυβα κάτω από την καμπαρντίνα να έχει περιβάλλει με τέτοια αύρα τη γυναίκα που οδηγούσε μόνη μια νύχτα σαν κι αυτή; Ίσως κάτι νύχτες να υπήρχαν άγγελοι που προστάτευαν μοναχικές γυναίκες η Κίρκη όμως δεν μας άφησε μήτε δεκάρα τσακιστή, όλα για κείνη και την ψυχή της δεν υπήρχε μεγαλύτερη τσιγκούνα πραγματικά, έτρεμε να ξοδέψει ακόμα και λίγα λεπτά για το πετρέλαιο της λάμπας μιλώντας μου όμως για όλες τις αδιαθεσίες της, όχι, τελοσπάντων καταλαβαίνετε ποια και τι θέλω να πω, πώς να το πω με......τρυφεράδα, όλο γλύκα, α α α, ήμουν πρώιμος σαν ήμουν μικρός και άμα μεγάλωσα έμεινα το ίδιο- ένας ξένος πέρα για πέρα και μπορεί άρρωστος από μοναξιά ή ένας μακρύς διάλογος που τον έκοβαν ανερυθρίαστα κάθε τόσο αναστεναγμοί- πήρα το κλειδί κι ανέβηκα τη σκάλα, άνοιξα την πόρτα και κατάλαβα: κατά ένα περίεργο τρόπο δεν ήταν μέσα κανείς, αφού αρχίζουμε εκεί που κάτι έχει για πάντα τελειώσει, κι εγώ ονειρεύτηκα νάμαι ένα πρόσωπο μισοτελειωμένο, ένας έρωτας που τον έκοψε το τρένο στη μέση, ένας δρόμος απρόοπτος για να τρομάξουμε την ηλικία μας ανεπανάληπτα, κι ας γελάνε μαζί μου. Ίσως αυτό που οδηγούσε η γυναίκα να μην ήταν αυτοκίνητο, αλλά κάποιο απαλό μενεξεδί φως Δεν οδηγούσε άσκοπα Είχε ανακαλύψει το μυστικό μου Με ποιο τρόπο; Πότε; Σαν παραμύθι ακούστηκε στα σωθικά του μυαλού: πηγαίνοντας στο κρεβάτι κείτονταν εκεί το βορινό πλουμιστό πουλί μέσα στη νύχτα όλων των παρδαλών πουλιών και το Αβγό του Σεβάχ του Θαλασσινού η αρχαία τους μνήμη που εκκολάπτει ρομφαίες Εξαντλημένος Αναπαύομαι Έχω ταξιδέψει Δεν μπόρεσα να ρωτήσω ποιος ήταν ο δρόμος για την πολιτεία- που πάντα μου ξέφευγε Του ζήτησα να μου πει την κατεύθυνση της πιο κοντινής πόλης βρήκα τα λόγια που ταίριαζαν και το ύφος Δεν την ήξερε Είχε γεννηθεί στο δάσος κι είχε περάσει εκεί ολάκερη τη ζωή του Τον παρακάλεσα να μου εξηγήσει πώς θα έβγαινα στο ξέφωτο, στην ύπαρξη, μα η απάντησή του ήταν μπερδεμένη.
γ.
.......κι όταν μεσάνυχτα ήρθε ο άλλος, κρατούσε ακόμα στο χέρι το παλιό καπέλο, δυο ή και τρεις αιώνες πίσω, από αυτά που βρίσκει κανείς πρόχειρα στην ανωνυμία, ''κρύψε με, μου λέει, βρίσκομαι ήδη στο θωρηκτό Ποτέμκιν'', ποιος να σε βοηθήσει σε μια τόσο συνηθισμένη υπόθεση κρατώντας το σεντόνι για να τρομάζουν οι σκιές- έφτασα, λοιπόν, στην πολυκατοικία που μένω χωρίς να συναντήσω κανέναν στάθηκα έξω από την πόρτα κι αφουγκράστηκα, το φως της πυγολαμπίδας πέταξε γύρω απ' το κεφάλι μου κι εξαφανίστηκε Ήταν πολύ μεγάλο και πολύ δυνατό για πυγολαμπίδα Έκανα ένα βήμα πίσω Έκανε ένα βήμα πίσω Επιστρέφει στα παλιά εξουθενωμένος από τα δημιουργήματά του που τα συσσώρευσε για να κρυφτεί από τον εαυτό του, σαν γέρικος σκύλος που γλύφει τις παλιές πληγές Ή εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα ή αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα απ' ό,τι έλεγα ή δεν ήξερε τίποτα ή ήθελε να με κρατήσει στο δάσος με τις σημύδες Μ' όλη την μετριοφροσύνη κλείνω σ' αυτήν την τελευταία υπόθεση- γιατί άμα θέλησα να ξεμακρύνω προσπάθησε να με κρατήσει απ' το μανίκι Σηκώθηκα και ξαναπήρα τον δρόμο Είχα πάντα τη μανία της συμμετρίας Κρατούσα στο μυαλό τα πάντα από πληροφορίες που μπορούσαν να ήταν χρήσιμες στη ζωή- αλλά τι τους ένοιαζε; Ήταν μια απόλαυση τελείως φανταστική σαν τη μυρωδιά του συρταριού που αποτελεί την πιο προσωπική μαρτυρία ή όπως η λάμπα στο άδειο δωμάτιο είναι η μόνη απόδειξη πριν και μετά τον κατακλυσμό Μερικά φώτα ακόμα που έμοιαζαν με πυγολαμπίδες πέρασαν από κοντά κι εξαφανίστηκαν Μετά όμως πρόσεξα πως ήταν μικρά έντομα Άρχισα να ανεβαίνω τη στενή σκάλα με τη μοναξιά στο πλάι σαν η μοναξιά να ήταν κι αυτή παρουσία Έβαλα το μπράτσο στο κρεβάτι και κάθισα δίπλα του Το χάιδεψα απαλά Η ευωδιά του διαπερνάει το δέρμα Στο κρεβάτι, το κάλυμμα με τα πολύχρωμα άνθη ''Θα είμαι εδώ αλλά θα είμαι σαν να μην υπάρχω'', είπε το μπράτσο Για πολύ έκρυβα το αδέξιο πόδι μου που μ' έβγαζε μακριά Πολύ μακριά απ' τον κόσμο.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΟΣΚΕΛΗΣ, ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΎ, ΒΑΝΙΑΣ 1992
[ΣΗΜ.: Μιθριδατισμός, αποκαλείται η πρακτική της αυτοπροστασίας από τη δράση ενός δηλητηρίου μέσω της σταδιακής αυτο-χορήγησης σε μη θανατηφόρες δόσεις][Διαδίκτυο]
ΑΝΑΦ.: 1. ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Βιολί για μονόχειρα, ΚΕΔΡΟΣ 1984// ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΌΥΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, μτφρ. Σωκρ. Καψάσκης, ΚΕΔΡΟΣ 1992// 3. ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ, ΜΟΛΛΌΥ, μτφρ. Β & Λιλίκας Γεωργίου, ΔΩΡΙΚΟΣ 1970// 4. Γιασουνάρι Καουαμπάτα, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ [το διήγημα: Το μπράτσο], μτφρ. Εύη Κουκουμπάνη-Πολυτίμου, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2010
1./ https://i.pinimg.com/564x/2d/a3/7f/2da37f222af223b5dafd9c06412313b6.jpg
2./ https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
[1] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΟΣΚΕΛΗΣ, ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΣΜΟΎ, ΒΑΝΙΑΣ 1992
[ΣΗΜ.: Μιθριδατισμός, αποκαλείται η πρακτική της αυτοπροστασίας από τη δράση ενός δηλητηρίου μέσω της σταδιακής αυτο-χορήγησης σε μη θανατηφόρες δόσεις][Διαδίκτυο]
ΑΝΑΦ.: 1. ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Βιολί για μονόχειρα, ΚΕΔΡΟΣ 1984// ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΌΥΣ, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, μτφρ. Σωκρ. Καψάσκης, ΚΕΔΡΟΣ 1992// 3. ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ, ΜΟΛΛΌΥ, μτφρ. Β & Λιλίκας Γεωργίου, ΔΩΡΙΚΟΣ 1970// 4. Γιασουνάρι Καουαμπάτα, ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΚΟΙΜΙΣΜΕΝΩΝ ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ [το διήγημα: Το μπράτσο], μτφρ. Εύη Κουκουμπάνη-Πολυτίμου, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2010
1./ https://i.pinimg.com/564x/2d/a3/7f/2da37f222af223b5dafd9c06412313b6.jpg
2./ https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.