Υπήρχε κάποτε μια πολιτεία που είχε σταθεί όμορφα σε μια πλαγιά, για ν’ αγναντεύει το πέλαγος. Της άρεσε, βλέπετε, να ψάχνει για δελφίνια, από ‘κει πέρα μακριά που σβήνει θολή η γραμμή των οριζόντων, μέχρι εδώ μπροστά της, στο κύμα, που παιχνιδιάρικα σκάει στα πόδια της. Και λάτρευε τον ήλιο, που κάθε πρωί με τις ακτίνες του γλυκά την χάιδευε, μα και τ’ αγέρι, που ερχόταν σαν έπρεπε, για να δροσίσει το πυρωμένο πρόσωπό της.
Ένα μόνο παράπονο είχε η ευτυχισμένη πολιτεία, βαθύ όπως το πέλαγος που κάθε πρωινό αντίκριζε μπροστά της. Και σε ησυχία δεν την άφηνε κι έσφιγγε σαν τανάλια την ψυχή της. Ο λόφος αυτός, που στην πλαγιά του είχε σταθεί και που την στήριζε αιώνες τώρα, πιστός της σύντροφος μέσα στον χρόνο, παρέμενε γυμνός. Κρανίου τόπος. Δεν είχε βλαστήσει επάνω του καμιά ζωή. Ίσως να μην είχε μέχρι τότε ευλογηθεί απ’ τους κατοίκους της μ’ αγάπη αρκετή.
Μα ήρθε καιρός, που τα παιδιά αυτής της πολιτείας είχαν αγάπη που περίσσευε. Αρκετή γι’ αυτήν την ίδια, μα και για τους φίλους της. Και όχι μόνο για το πέλαγος το χιλιοτραγουδισμένο, μα και για τον ντροπιασμένο λόφο. Και μη μπορώντας την μάνα τους να βλέπουν να πονάει, βαλθήκανε ζωή να φτιάξουν.
Χρόνια ποτίσανε με τον ιδρώτα τους το χώμα. Βήμα το βήμα. Και όχι μόνο οι ειδικοί, μα κι όλοι του λαού οι άνθρωποι. Κι οι μαθητές. Μελίσσι τα παιδιά, ολάκερα σχολεία, σ’ αυτόν τον έρανο ζωής, να ξύνουν το σκληρό το χώμα με τα τσαπιά, με τα ίδια τους τα νύχια. Κι αφού φυτέψουν τα βλαστάρια, τις ρίζες να σκεπάζουν τρυφερά, χαϊδεύοντας με τις παλάμες τους το χώμα. Κι ύστερα πιο κάτω, πιο πέρα, πιο μακριά…. Και πήρε να αλλάζει πρόσωπο ο λόφος, ευλογημένος απ’ την τόση την αγάπη που περίσσια δέχτηκε. Και ανταπέδωσε κι αυτός.
Γιατί έτσι είναι όλα του Θεού τα πλάσματα. Μ’ αγάπη στην αγάπη απαντούν. Και ήρθανε και φούντωσαν τα δέντρα και δάσος έγιναν. Κι όλοι αυτοί που μόχθησαν, σαν τους γονείς που τα βλαστάρια τους ανατρέφουν, θελήσανε όνομα να τους δώσουν. Και τα ‘παν χίλια δέντρα. Κι έτσι τα φώναζαν σαν ζήταγαν να κουβεντιάσουνε μαζί τους. Κι αυτά γίναν παραπάνω από χίλια, μιας κι η ζωή, σαν την αφήσουνε ελεύθερη, σε αριθμούς δεν μπαίνει, σε μέτρα δε χωρά….
Μα πέρασαν τα χρόνια και ήρθαν άλλες εποχές. Άλλα πράγματα τους ανθρώπους τώρα συγκινούσαν. Δεν θεωρούσαν πια την φύση μάνα τους, μα μακρινή αποδιωγμένη συγγενή. Και τα παιδιά της πολιτείας που ‘χε μεγαλώσει πια, δεν ένοιωθαν το δάσος σύντροφο πιστό, μα απλά σαν ένα όμορφο σκηνικό, που πλαισίωνε την πολυτάραχη ζωή τους. Κι όταν το επισκέπτονταν καμιά φορά, από συνήθεια πιο πολύ, σαν έφευγαν, χίλιες πληγές βαθιά στο κορμί του αφήναν χαραγμένες.
Και φύγαν κι άλλα χρόνια. Κι ήρθανε άνθρωποι που μίσησαν το δάσος, γιατί εμποδίζει το τσιμέντο να απλωθεί. Μα όλα του Θεού τα πλάσματα στο μίσος μαραζώνουν. Και κάτι ακόμη. Δεν επιβάλλουνε ποτέ την ύπαρξή τους. Σαν δεν τα θέλεις χάνονται. Έτσι λοιπόν το δάσος μας, άφησε να το κάψουν. Μονάχα όμως το μισό. Τ’ άλλο μισό ανέγγιχτο έμεινε, γιατί υπήρχανε ακόμη παιδιά της πολιτείας που το αγαπούσαν και εύχονταν γι’ αυτό.
Αυτή είναι η ιστορία των χιλίων δέντρων. Κι εγώ, ο ταπεινός αφηγητής, αυτόπτης μάρτυρας υπήρξα της νύχτας εκείνης της τραγικής, που είχε πυρακτωθεί ο ουρανός επάνω απ’ την πόλη και που η ανάσα έκαιγε απ’ τον καπνό. Και ξέρετε κάτι; Ανάμεσα στον φρικτό εκείνο θόρυβο που έκανε η φλόγα, καθώς το ξύλο αχόρταγα κατάπινε, θα ‘παιρνα όρκο πως τα χίλια δέντρα άκουσα να μου μιλούν. Μου έλεγαν πως η αγάπη είναι το μόνο που ζητούν και πως θ’ ανταποδώσουν. Το υπόσχονταν. Γιατί έτσι είναι όλα του Θεού τα πλάσματα. Μ’ αγάπη στην αγάπη απαντούν.
Μα πέρασαν τα χρόνια και ήρθαν άλλες εποχές. Άλλα πράγματα τους ανθρώπους τώρα συγκινούσαν. Δεν θεωρούσαν πια την φύση μάνα τους, μα μακρινή αποδιωγμένη συγγενή. Και τα παιδιά της πολιτείας που ‘χε μεγαλώσει πια, δεν ένοιωθαν το δάσος σύντροφο πιστό, μα απλά σαν ένα όμορφο σκηνικό, που πλαισίωνε την πολυτάραχη ζωή τους. Κι όταν το επισκέπτονταν καμιά φορά, από συνήθεια πιο πολύ, σαν έφευγαν, χίλιες πληγές βαθιά στο κορμί του αφήναν χαραγμένες.
Και φύγαν κι άλλα χρόνια. Κι ήρθανε άνθρωποι που μίσησαν το δάσος, γιατί εμποδίζει το τσιμέντο να απλωθεί. Μα όλα του Θεού τα πλάσματα στο μίσος μαραζώνουν. Και κάτι ακόμη. Δεν επιβάλλουνε ποτέ την ύπαρξή τους. Σαν δεν τα θέλεις χάνονται. Έτσι λοιπόν το δάσος μας, άφησε να το κάψουν. Μονάχα όμως το μισό. Τ’ άλλο μισό ανέγγιχτο έμεινε, γιατί υπήρχανε ακόμη παιδιά της πολιτείας που το αγαπούσαν και εύχονταν γι’ αυτό.
Αυτή είναι η ιστορία των χιλίων δέντρων. Κι εγώ, ο ταπεινός αφηγητής, αυτόπτης μάρτυρας υπήρξα της νύχτας εκείνης της τραγικής, που είχε πυρακτωθεί ο ουρανός επάνω απ’ την πόλη και που η ανάσα έκαιγε απ’ τον καπνό. Και ξέρετε κάτι; Ανάμεσα στον φρικτό εκείνο θόρυβο που έκανε η φλόγα, καθώς το ξύλο αχόρταγα κατάπινε, θα ‘παιρνα όρκο πως τα χίλια δέντρα άκουσα να μου μιλούν. Μου έλεγαν πως η αγάπη είναι το μόνο που ζητούν και πως θ’ ανταποδώσουν. Το υπόσχονταν. Γιατί έτσι είναι όλα του Θεού τα πλάσματα. Μ’ αγάπη στην αγάπη απαντούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.