Του Φώτη Μισόπουλου
Μπαίνει μέσα στην πανοπλία, σκίζει στα δυο με το τσεκούρι τα κεφάλια των Μαρξ Λένιν Μάο. Χιόνι. Εποχή παγετώνων.
Heiner Müller[1]
........στράγγιζε το τρίτο φλυτζάνι νερουλό τσάι μέχρι τα κατακάθια Δεν έχει τσέπες, είπε. Εδώ στεκόταν και σάς περίμενε. Ούτε πλήρωσε.
Θέλει να παντρευτεί. Μία που θυμίζει τη νεκρή του γυναίκα. Πάνω απ' τη φλύαρη πολιτεία όπως και κάθε άλλη δακρύζουν παραγκωνισμένοι άγγελοι. [2] Οι μόνοι. Αργά σαν βότσαλα σε σχήματα τυχαία Ανώφελες περιστροφές Θα φύγουμε τελευταία στιγμή λίγο πριν τα μεσάνυχτα Είναι αμετάκλητο, είπα μέσα μου Η θέση του φεγγαριού άλλωστε δικαιολογούσε Ίσως αρκεί αναφέροντας απλά τη συζήτηση ανάμεσα σ' εκείνη και στον άλλο. Κυρίως τα ονόματα Τα πολλά ονόματα Κάθε σχόλιο θα ήταν περιττό Μασούλησε απ' τα κομμάτια τηγανισμένο ψωμί σκορπισμένα στο τραπέζι
Κοιτούσε το σκοτεινό υγρό στο βυθό του δοχείου Πήγαμε στο σταθμό Περάσαμε τις γραμμές Φτάσαμε στο ποτάμι Σπίτια ακανόνιστα Ακολούθησε μακρά παύση σαν ερώτημα Κάτι σαν δύσπνοια Τόχουν αυτό τα κενά δωμάτια. Όμως δεν γίνεται να φαίνονται όλα άδεια. Δεν είναι το ίδιο με τα ζώα και τα πουλιά: Ζούσε μαζί τους- Ήθελε ν' απολαμβάνει μόνος εκείνο το ανεξάρτητο είδος έπαρσης Όπως όταν ψάχνεις:- Σκορπώντας το σύμπαν.
Υπάρχουν πολλά παράθυρα στο κεφάλι μου Γι' αυτό είμαι σίγουρος Μα είναι πιθανώς πάντα το ίδιο άνοιγμα με διαφορετικούς τρόπους Ανοιχτό στο στερέωμα, που προχωράει μεγαλόπρεπα Η ιστορία δεν έχει εξημερώσει την κριτική του αναγκαίου ψεύδους που συγκροτεί τον εαυτό μου Το κίτρινο λίπος είχε αφαιρεθεί με την κουτάλα και το υγρό που είχε μείνει του έφερε στο νου το σκούρο πρασινωπό βρομόνερο στο μπάνιο του πανδοχείου. Κομψές υπολογισμένες χειρονομίες Ανασαίνοντας βαθιά και αργά. Κάρφωνε πάνω μου τα μεγάλα της μάτια που το χρώμα τους ξεχνώ Ή μάλλον το ένα μεγάλο της μάτι. Γιατί το άλλο είχε ξεμείνει σταυπολείμματα του υάκινθου Γυμνή φαινόταν πιο αλλήθωρη Η σκλαβιά διαθέτει πολλά πρόσωπα
Το τελευταίο δεν το είδαμε ακόμα: ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ: ΤΗΝ ΈΣΧΑΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ[3]
Το κουτί με τις αποδείξεις του ενεχυροδανειστήριου που ήταν πλάι στον αγκώνα του Είχε μόλις ερευνηθεί Αποτελεί επίσης μεγάλη κουβέντα
Εν τέλει, υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που πεθαίνουν Και η ομίχλη είναι φτιαγμένη από δαίμονες που βήχουν Φορές όταν ονειρεύομαι και ξυπνάω μέσα στη νύχτα ψιθυρίζω αυτά τα λόγια Ένα είδος ευθανασίας, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς Όχι πάντως κάτι συνηθισμένο. Πιο επώδυνο. Άγριο: Κάτι είπε γρήγορα. Βγήκε στην άκρη της βεράντας, και, μιλώντας έδειχνε προς τον δρόμο. Φανταχτερά χρώματα Απλωμένα στα σκοινιά Μονάχα σ' έναν άνθρωπο είπε τη συνταγή του κάποτε. Ήταν εμείς οι δυό Πώς γίνεται να μη το ξέρεις; Να μη θυμάσαι; Περίμενε λίγο και θα σου πω- πώς έγινε πώς γίνεται- αφού ποτέ σου δεν τόκανες, αυτό το ίδιο. Ορκιζόσουν. Μα τώρα κιόλας με καλούσε αλλού η εικόνα της,- Πού βάδιζε. Όχι πίσω μου. Μπροστά μου. Κάθε άλλο παρά σύγχρονη στην αναβλητική της στοχαστικότητα Οι ιδιοφυείς θα είναι τελικό προϊόν Ακόμα κι αν έπεται χρονικά [4] Ωστόσο θα έχουν την έφεση να γερνούν. Πήρε βαριεστημένα στα λιγδιασμένα δάχτυλά του, το ένα μετά το άλλο, τα τσαλακωμένα μπλε και άσπρα χαρτάκια, που έφεραν το όνομα του ενεχυροδανειστή Κάποιου Ν. ή Μα. : 1 ζευγάρι κόθορνοι/ 1 παλτό/ 3 λευκά είδη/ 1 ανδρικό παντελόνι[5]Τα έσπρωξε στην άκρη Με τον άνεμο του Αύριο στον κρόταφο Τα υποζύγια είμαστε εμείς Αισθάνεστε τα σπιρούνια στο ψαχνό; Οι αναβάτες έχουν αποσκευές: Πυραμίδες νεκρών Ο τρόμος δεν έχει καιρό να μετρήσει τους νεκρούς του. Πατρίδες σκλάβων οι εξεγέρσεις Οπλίστηκα τις ταπεινώσεις τη ζωής μου[6] 'Ήμουν, λοιπόν, υποχρεωμένος να σταματάω όλο και πιο συχνά. Μέρα με τη μέρα και νύχτα με τη νύχτα- έλπιζα να βγω κάποτε από το δάσος Γραφόταν η καταστροφική αρχή της προσωπικής ευχαρίστησης Ο άντρας κοιμήθηκε με το κλουβί δίπλα στο μαξιλάρι. Κοίταξε σκεφτικός το καπάκι του κουτιού με τα μυγοχέσματα και ρώτησε αόριστα: Πόσο μπροστά πάει αυτό το ρολόι τώρα; Εμπόδιζε την έκσταση
του ύπνου. Δίχως κανένα τέχνασμα Εκείνο το αρχαίο παρελθόν: Νέο Πάντα. Πάντα τελειωμένο.. Πάντα να τελειώνει Και όλοι οι κρυμμένοι θησαυροί υποσχέσεις για το επόμενο Παραμυθίες του σήμερα Φωτογραφία του συγγραφέα Παραβιάζω τη σφραγισμένη σάρκα μου Αποσύρομαι στα σπλάχνα Εγκαθίσταμαι επιτέλους στο σώμα που βαρέθηκαν Στα κόπρανα που δεν είδαν Το αίμα της Επανάστασης ρέει απ' το ψυγείο Οι εραστές είναι πλαδαροί με ατροφικό πέος Στη σάουνα γνωρίζονται μεταξύ τους Γνωρίζονταν πάντα Τρεις γυναίκες γυμνές ψάλλουν την Γ' Διεθνή στην πισίνα Ο,τι απέμεινε από ρούχο πάνω τους Ο ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ. ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ: ΤΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΤΗΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥ[7]. Για ό,τι γεννιέται σε τέσσερα χρόνια απόσταση. Και νεκρώνει. Για ο,τι είναι μακριά κι ερωτεύεται. Στη μοναξιά των αεροδρομίων: Ανασαίνω μ' ανακούφιση Η αηδία θα γίνει προνόμιο Ο εγκέφαλος μοιάζει με ουλή Σαν τη σχισμή του αιδοίου που κουβάλησε.
Πρόσωπα καθρεφτίζονται και πολλαπλασιάζονται επ' άπειρον Έβλεπα ήδη το λογικότατο συμπέρασμα: πηγαίναμε καλύτερα ύστερα από τέτοια εξαντλητική αναζήτηση(;) Ο νυμφευμένος μνηστήρας μήπως άφησε τη διεύθυνσή του σαν τεράστιο αστείο; Κι ο απόπατος δεν ήταν παρά σύμπτωση; Νοσηρή ιδέα, εντελώς δική μου; Εκείνη ένοιωσε το σαραβαλιασμένο ξυπνητήρι. Πεσμένο στο πλάι. Στο μέσο της κορνίζας του τζακιού. Πρόσεξα το βουνό. Σπηλαιώδες. Μυστικό. Ολημερίς δεν άκουγα παρά τον άνεμο. Τα θαλασσινά πουλιά. Τα μεταλλικά χτυπήματα των εργατών στην πέτρα. Τη νύχτα θα ρέμβαζα από μακριά τα φώτα της πόλης, αν το 'θελα. Οι δείχτες έδειξαν δώδεκα παρά τέταρτο Ύστερα το τοποθέτησε πάλι στο πλάι. Όπως ήταν. Βάλε τα κλουβιά κοντά για πέντε μέρες Και θα συνηθίσουν. Μία και είκοσι πέντε, είπε Η σωστή ώρα είναι δέκα και είκοσι. Το έσπρωξα στην άκρη. Κοίταξα σκεφτικός το καπάκι του κουτιού με τα μυγοχέσματα. Λίγες φιγούρες είχαν απομείνει στους μακρινούς νερόλακκους.-
ΤΕΛΟΣ
Heiner Müller[1]
........στράγγιζε το τρίτο φλυτζάνι νερουλό τσάι μέχρι τα κατακάθια Δεν έχει τσέπες, είπε. Εδώ στεκόταν και σάς περίμενε. Ούτε πλήρωσε.
Θέλει να παντρευτεί. Μία που θυμίζει τη νεκρή του γυναίκα. Πάνω απ' τη φλύαρη πολιτεία όπως και κάθε άλλη δακρύζουν παραγκωνισμένοι άγγελοι. [2] Οι μόνοι. Αργά σαν βότσαλα σε σχήματα τυχαία Ανώφελες περιστροφές Θα φύγουμε τελευταία στιγμή λίγο πριν τα μεσάνυχτα Είναι αμετάκλητο, είπα μέσα μου Η θέση του φεγγαριού άλλωστε δικαιολογούσε Ίσως αρκεί αναφέροντας απλά τη συζήτηση ανάμεσα σ' εκείνη και στον άλλο. Κυρίως τα ονόματα Τα πολλά ονόματα Κάθε σχόλιο θα ήταν περιττό Μασούλησε απ' τα κομμάτια τηγανισμένο ψωμί σκορπισμένα στο τραπέζι
Κοιτούσε το σκοτεινό υγρό στο βυθό του δοχείου Πήγαμε στο σταθμό Περάσαμε τις γραμμές Φτάσαμε στο ποτάμι Σπίτια ακανόνιστα Ακολούθησε μακρά παύση σαν ερώτημα Κάτι σαν δύσπνοια Τόχουν αυτό τα κενά δωμάτια. Όμως δεν γίνεται να φαίνονται όλα άδεια. Δεν είναι το ίδιο με τα ζώα και τα πουλιά: Ζούσε μαζί τους- Ήθελε ν' απολαμβάνει μόνος εκείνο το ανεξάρτητο είδος έπαρσης Όπως όταν ψάχνεις:- Σκορπώντας το σύμπαν.
Υπάρχουν πολλά παράθυρα στο κεφάλι μου Γι' αυτό είμαι σίγουρος Μα είναι πιθανώς πάντα το ίδιο άνοιγμα με διαφορετικούς τρόπους Ανοιχτό στο στερέωμα, που προχωράει μεγαλόπρεπα Η ιστορία δεν έχει εξημερώσει την κριτική του αναγκαίου ψεύδους που συγκροτεί τον εαυτό μου Το κίτρινο λίπος είχε αφαιρεθεί με την κουτάλα και το υγρό που είχε μείνει του έφερε στο νου το σκούρο πρασινωπό βρομόνερο στο μπάνιο του πανδοχείου. Κομψές υπολογισμένες χειρονομίες Ανασαίνοντας βαθιά και αργά. Κάρφωνε πάνω μου τα μεγάλα της μάτια που το χρώμα τους ξεχνώ Ή μάλλον το ένα μεγάλο της μάτι. Γιατί το άλλο είχε ξεμείνει σταυπολείμματα του υάκινθου Γυμνή φαινόταν πιο αλλήθωρη Η σκλαβιά διαθέτει πολλά πρόσωπα
Το τελευταίο δεν το είδαμε ακόμα: ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ: ΤΗΝ ΈΣΧΑΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ[3]
Το κουτί με τις αποδείξεις του ενεχυροδανειστήριου που ήταν πλάι στον αγκώνα του Είχε μόλις ερευνηθεί Αποτελεί επίσης μεγάλη κουβέντα
Εν τέλει, υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που πεθαίνουν Και η ομίχλη είναι φτιαγμένη από δαίμονες που βήχουν Φορές όταν ονειρεύομαι και ξυπνάω μέσα στη νύχτα ψιθυρίζω αυτά τα λόγια Ένα είδος ευθανασίας, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς Όχι πάντως κάτι συνηθισμένο. Πιο επώδυνο. Άγριο: Κάτι είπε γρήγορα. Βγήκε στην άκρη της βεράντας, και, μιλώντας έδειχνε προς τον δρόμο. Φανταχτερά χρώματα Απλωμένα στα σκοινιά Μονάχα σ' έναν άνθρωπο είπε τη συνταγή του κάποτε. Ήταν εμείς οι δυό Πώς γίνεται να μη το ξέρεις; Να μη θυμάσαι; Περίμενε λίγο και θα σου πω- πώς έγινε πώς γίνεται- αφού ποτέ σου δεν τόκανες, αυτό το ίδιο. Ορκιζόσουν. Μα τώρα κιόλας με καλούσε αλλού η εικόνα της,- Πού βάδιζε. Όχι πίσω μου. Μπροστά μου. Κάθε άλλο παρά σύγχρονη στην αναβλητική της στοχαστικότητα Οι ιδιοφυείς θα είναι τελικό προϊόν Ακόμα κι αν έπεται χρονικά [4] Ωστόσο θα έχουν την έφεση να γερνούν. Πήρε βαριεστημένα στα λιγδιασμένα δάχτυλά του, το ένα μετά το άλλο, τα τσαλακωμένα μπλε και άσπρα χαρτάκια, που έφεραν το όνομα του ενεχυροδανειστή Κάποιου Ν. ή Μα. : 1 ζευγάρι κόθορνοι/ 1 παλτό/ 3 λευκά είδη/ 1 ανδρικό παντελόνι[5]Τα έσπρωξε στην άκρη Με τον άνεμο του Αύριο στον κρόταφο Τα υποζύγια είμαστε εμείς Αισθάνεστε τα σπιρούνια στο ψαχνό; Οι αναβάτες έχουν αποσκευές: Πυραμίδες νεκρών Ο τρόμος δεν έχει καιρό να μετρήσει τους νεκρούς του. Πατρίδες σκλάβων οι εξεγέρσεις Οπλίστηκα τις ταπεινώσεις τη ζωής μου[6] 'Ήμουν, λοιπόν, υποχρεωμένος να σταματάω όλο και πιο συχνά. Μέρα με τη μέρα και νύχτα με τη νύχτα- έλπιζα να βγω κάποτε από το δάσος Γραφόταν η καταστροφική αρχή της προσωπικής ευχαρίστησης Ο άντρας κοιμήθηκε με το κλουβί δίπλα στο μαξιλάρι. Κοίταξε σκεφτικός το καπάκι του κουτιού με τα μυγοχέσματα και ρώτησε αόριστα: Πόσο μπροστά πάει αυτό το ρολόι τώρα; Εμπόδιζε την έκσταση
του ύπνου. Δίχως κανένα τέχνασμα Εκείνο το αρχαίο παρελθόν: Νέο Πάντα. Πάντα τελειωμένο.. Πάντα να τελειώνει Και όλοι οι κρυμμένοι θησαυροί υποσχέσεις για το επόμενο Παραμυθίες του σήμερα Φωτογραφία του συγγραφέα Παραβιάζω τη σφραγισμένη σάρκα μου Αποσύρομαι στα σπλάχνα Εγκαθίσταμαι επιτέλους στο σώμα που βαρέθηκαν Στα κόπρανα που δεν είδαν Το αίμα της Επανάστασης ρέει απ' το ψυγείο Οι εραστές είναι πλαδαροί με ατροφικό πέος Στη σάουνα γνωρίζονται μεταξύ τους Γνωρίζονταν πάντα Τρεις γυναίκες γυμνές ψάλλουν την Γ' Διεθνή στην πισίνα Ο,τι απέμεινε από ρούχο πάνω τους Ο ΡΑΣΚΟΛΝΙΚΟΦ ΣΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ. ΚΑΤΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΑΚΑΚΙ: ΤΟ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΡΑΝΙΟ ΤΗΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥ[7]. Για ό,τι γεννιέται σε τέσσερα χρόνια απόσταση. Και νεκρώνει. Για ο,τι είναι μακριά κι ερωτεύεται. Στη μοναξιά των αεροδρομίων: Ανασαίνω μ' ανακούφιση Η αηδία θα γίνει προνόμιο Ο εγκέφαλος μοιάζει με ουλή Σαν τη σχισμή του αιδοίου που κουβάλησε.
Πρόσωπα καθρεφτίζονται και πολλαπλασιάζονται επ' άπειρον Έβλεπα ήδη το λογικότατο συμπέρασμα: πηγαίναμε καλύτερα ύστερα από τέτοια εξαντλητική αναζήτηση(;) Ο νυμφευμένος μνηστήρας μήπως άφησε τη διεύθυνσή του σαν τεράστιο αστείο; Κι ο απόπατος δεν ήταν παρά σύμπτωση; Νοσηρή ιδέα, εντελώς δική μου; Εκείνη ένοιωσε το σαραβαλιασμένο ξυπνητήρι. Πεσμένο στο πλάι. Στο μέσο της κορνίζας του τζακιού. Πρόσεξα το βουνό. Σπηλαιώδες. Μυστικό. Ολημερίς δεν άκουγα παρά τον άνεμο. Τα θαλασσινά πουλιά. Τα μεταλλικά χτυπήματα των εργατών στην πέτρα. Τη νύχτα θα ρέμβαζα από μακριά τα φώτα της πόλης, αν το 'θελα. Οι δείχτες έδειξαν δώδεκα παρά τέταρτο Ύστερα το τοποθέτησε πάλι στο πλάι. Όπως ήταν. Βάλε τα κλουβιά κοντά για πέντε μέρες Και θα συνηθίσουν. Μία και είκοσι πέντε, είπε Η σωστή ώρα είναι δέκα και είκοσι. Το έσπρωξα στην άκρη. Κοίταξα σκεφτικός το καπάκι του κουτιού με τα μυγοχέσματα. Λίγες φιγούρες είχαν απομείνει στους μακρινούς νερόλακκους.-
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Heiner Müller,Η ΜΗΧΑΝΗ ΑΜΛΕΤ, [κατά τα λοιπά βλ. σημ. 3
[2] W.Η.AUDEN, Οξφόρδη, Απόδοση: Γ. Τρίγκας, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ.33/1983
[3] Heiner Müller, ΔΥΣΤΗΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου, ΑΓΡΑ 2001
[4] Fernando Pessoa, ΗΡΟΣΤΡΑΤΟΣ/ Η αναζήτηση της αθανασίας,- εισαγωγή-μτφρ.-σημειώσεις: Χάρης Βλαβιανός, Επίμετρο: Richard Zenith, Εξάντας 2001
[5] Τζέημς Τζόυς, ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ ΣΕ ΝΕΑΡΑ ΗΛΙΚΙΑ, εισαγωγή-μτφρ.: Άρης Μπερλής. Πατάκης 2001
[6] Heiner Müller ο.π.
[7] Heiner Müller ο.π.
https://www.teatro.it/images/articles/1744/main-image/teatro.it-Lo-Cascio-Rubini-Delitto-Castigo.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.