Του Κώστα Μπούζα
Κουρασμένος αφόρητα από την πολυάνθρωπη και πολύβουη ερημιά της πολιτείας, θέλησα αυτή την ώρα να γαληνέψω την ψυχή μου. Κι ακούμπησα τα όνειρά μου στην αγκαλιά της μάνας της μεγάλης κι εμπιστοσύνη έδειξα στην άδολη αγάπη της. Ένοιωσα τότε απ’ την μεριά της, υπομονή απέραντη και κατανόηση και μέσα μου βαθειά, σαν ψίθυρο άκουσα την φωνή της: Ρώτησε τα παιδιά μου ότι θες κι ότι νομίζεις την θλίψη σου πως θα γιατρέψει αν το μάθεις.
Και ρώτησα πρώτη την φωτιά, γιατί είναι θυμωμένη. Κι αυτή μου απάντησε: Το έργο μου, όπως ξέρεις, είναι διπλό. Από την μια, λειώνω κι ενώνω όσα αγαπιούνται, μα απ’ την άλλη, αλύπητα τελειώνω κάθε τι, για το οποίο δεν βρέθηκε να εύχεται κανείς. Κι αν τώρα με βλέπεις να ‘μαι οργισμένη, είναι γιατί με θέριεψε η κρύα καρδιά των άχρωμων ανθρώπων. Αυτών των ανθρώπων που δεν κοιτάζουν γύρω τους, δεν συγκινούνται, δεν παθιάζονται, δεν αγαπούν.
Κι ύστερα ρώτησα τον αέρα, τι φωνάζει όταν λυσσομανά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Κι αυτός μου απάντησε: Όταν μ’ ακούς να ουρλιάζω, κλαίω για την χαμένη νιότη μου. Για τότε που ήμουν ζέφυρος δροσερός, μαΐστρος και μελτεμάκι παιχνιδιάρικο. Αναπολώ τις όμορφες εκείνες μέρες και θρηνώ, τώρα που έχω καταντήσει σάπιος αέρας. Ένας σωρός δηλητήρια μόλυναν το κορμί μου. Μέσα μου κρύβω πλέον μόνο την αρρώστια.
Και τότε ρώτησα με την σειρά του το νερό, γιατί ακούω το τραγούδι του λυπητερό. Κι αυτό μου απάντησε: Κάποτε ήμουν γάργαρο, καθάριο, κρυσταλλένιο. Τα ζωντανά χαίρονταν την δροσιά μου, το ίδιο και τα βότανα, ως και τ’ απλό χορτάρι. Το πέρασμά μου από παντού, ζωής κάλεσμα ήταν. Κι η ομορφιά μου άφθαστη. Μέχρι κι οι ποιητές στίχους χιλιάδες σκάρωσαν για μένα. Και οι ζωγράφοι με χρώματα μαγευτικά με έντυσαν στους καμβάδες τους. Από το γκριζοπράσινο το αχνό, ως το βαθύ γαλάζιο. Μα τώρα πηγαίνω προς την μεγάλη πολιτεία. Κι εκεί όταν φτάσω, δεν θα ‘μαι πια το ίδιο. Είμαι ποτάμι και σε λίγο υπόνομος θα γίνω, άθλιος και βρωμερός. Και των σκουπιδιών σας κουβαλητής μοναδικός, ως εκεί κάτω στις εκβολές, στην θάλασσα την ίδια, σκουπιδότοπο σωστό.
Και τελευταία ρώτησα την γη, γιατί πια δεν καρπίζει γλυκούς καρπούς, γιατί το χώμα της ξεραίνει. Κι αυτή μου απάντησε: Τους χρόνους τους αρχαίους μ’ έκαναν θεά και τώρα θλιβερή παραδουλεύτρα. Σκλάβα τους ταπεινή με έχουν. Μου έκαψαν το κορμί μου. Κόβουν τα δάση μου. Μ’ έχουν μπολιάσει δηλητήρια. Φάρμακα, διοξίνες, ραδιενέργεια. Μ’ έχουν γεμίσει πλαστικό. Με έχουν συσκευάσει στα μέτρα τα δικά τους. Το σώμα μου έχει κάτι απ’ το σώμα των προγόνων τους κι αυτοί δεν το θυμούνται. Το αυλακώνουν, το ‘χουν γεμίσει χαρακιές, το ξεχερσώνουν. Είμαι η γη σας, η βασανισμένη.
Σαν ερώτηση δεν μου ‘μεινε καμιά, βασίλεψε τριγύρω η σιωπή. Μια τόσο μεστή σιωπή, που θαρρείς πως γέμιζε τα πάντα. Νου, ψυχή, αισθήσεις, συναισθήματα. Κι εγώ στην αγκαλιά της φύσης αφημένος, πάσχιζα τώρα να της εκμαιεύσω μια υπόσχεση για ένα καλύτερο αύριο. Μια ελπίδα έστω. Η σιωπή της όμως μου έδειξε, πως δεν είχε κάτι άλλο να μου πει. Αντίθετα αντιλήφθηκα πως ήθελε ν’ ακούσει. Εγώ ήμουν τώρα που έπρεπε κάτι να πω. Ήταν η σειρά μου να μιλήσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.