Του Φώτη Μισόπουλου
.......το δικό της αληθινό απομεινάρι, το κορμί δανεισμένο απ' την αποθήκη ενδυμάτων.........
Heiner Müller [1]
........δεν ήταν ακριβώς το πράσινο ή τ' οξυγόνο, δεν είναι ούτε η συνουσία των δέντρων τα φύλλα που ανασαίνουν όσα πέφτουν το φθινόπωρο μέσα στους δρόμους ή στους υποθετικούς κήπους των θαμώνων- το ταραγμένο φως χαράζει τη μνήμη τα μάτια της βαμμένα έντονα με κάρβουνο- αστράφτουν- ''είμαι αυτή που ονειρεύτηκες πριν'' Τότε εκείνη, ύστερα αυτός εσύ εγώ από τον καιρό που υπήρξαμε Ίδιοι ακόμα- ''Έχουμε γνωριστεί Είσαι δικός μου Είναι μοιραίο'' Φοβισμένος από πληθωρικές θηλυκότητες
Κινείται με διάφορους ελιγμούς ανάμεσα στα έπιπλα σαν ετοιμόρροπος παλαιστής όλο και πιο δυνατά Πιο δυνατά- δεν καταλαβαίνουμε το άνοιγμα και το κλείσιμο της πόρτας, το ξεκλείδωμα
Καθόμουν ακουμπισμένος στο θάμνο με τα μικρά ξέφτια του ήλιου να διατρέχουν το πρόσωπο Με κοίταξε,- οι οπές της άδειασαν σαν τα μάτια των αγαλμάτων- τυφλά. Γαλήνια Ή οι γαλάζιες βούλες αρπαχτικών που στολίζουν τη ράχη της από νεκρούς εραστές,- ταυτόσημο αιδοίο,- καθώς στοχεύει διαρκώς σε μια εκούσια φορά- έσχατη- ξεγεννώντας τους Πρωτόπλαστους Τους υπερθετικούς δικούς μας κήπους: πρόκειται για ένα μόνο δέντρο[2].
Με σέρνει στα σκοτεινά το νυχτερινό μαράζι θυμίζει κάτι που έχουμε δει Σταμάτησε κι αφουγκράστηκε- επίσης η φωνή η κραυγή έπειτα άφηνε την πόρτα ψαχουλευτά έβρισκε το δρόμο προς τα μέσα είτε προς την αυλή: παραλληλόγραμμο παράθυρο στο ύψος των ματιών, ελάχιστη τρύπα ή ματογυάλι μικρό: κατά περίεργο τρόπο κοίταζα διαπεραστικά τις βιολέτες απέναντι- όπως έπαιζα με τα μαλλιά της παρατηρώντας τις ρίζες καθαρές σαν ζωγραφισμένες και κυρίως στον αυχένα τον λεπτό ψηλό λαιμό όπου η κόμμωση ήταν προς τα πάνω Όπως η λεύκα φουντωμένη και στενόμακρη με φύλλα σαν θρόιζαν, ύστερα το σπίτι χάθηκε, στάθηκα μέσα στο πρασινοκίτρινο φως ακούγοντας τ' αυτοκίνητα δυνατότερα ώσπου έσβηναν οι ήχοι Περίμενα ν' ακούσω ξανά Συνέχιζα Κάτω βρέχει ακόμα σίγουρα Αλόγιστα όσα είχα αιστανθεί υποφέρει έπαιρναν ορατές μορφές διεστραμμένες που χλεύαζαν τον εαυτό τους και αποκήρυτταν αφηρημένα τις έννοιες που όφειλαν να επικυρώσουν
Ήμουνα υπαρκτός Δεν ήμουνα υπαρκτός- Ποιος δεν ήταν υπαρκτός- δεν ήταν ποιος;
''Όλα τελειώνουν'', με χτύπησε ελαφρά στην πλάτη. ''Γίνε δικός μου, τώρα'' Κοιτάζει με μορφασμό προβάτου. Αναποφάσιστη. Αποφασισμένη. Με φύλλα που θρόιζαν ασημένια- άσβεστης χροιάς- αποχωριζόμουν,- η κοροϊδία είναι φάρσα ή φάκα, η βροχή, το σώμα, η πτώση τής δροσιάς στη θάλασσα, το στραβοπάτημα καθώς έζησα κάθε φαινόμενο στη φυσική του αιτία
[Δείχνει προς τα κάτω αργά: ''Πρέπει''] Παντοδύναμες υπάρξεις Διάβασε τα μάτια μου- το χαλάρωμα του ύπνου που αρέσει στις γυναίκες.
Ενώ εμείς καθισμένοι κάτω από ευλύγιστες παρασκιές σε τραπέζι παράκτιου καφενείου σιωπηλοί με την πλάτη κολλημένη στο ερεισίνωτο της καρέκλας[3] Φουντωμένοι: Αναμνήσεις από τα οδοφράγματα[4] Συχώρησε το γράψιμό μου, μετά τον ακρωτηριασμό γράφω με πυρετό, ελπίζω το πρόχειρο αυτό επιστολόχαρτο να σε βρει υγιή- κλείνω με δημοκρατικούς χαιρετισμούς. Ζήτω η Εξέγερση. Το Ιερό και το Παράλογο[5] Φόρεσα το σακάκι το γράμμα ακούστηκε που τσαλακωνόταν μέσα στο ρούχο το έβαλα στην πλαϊνή τσέπη Διαπερνούσε ο τελευταίος χτύπος Έπαψε επιτέλους ο απόηχος και τα σκοτάδια ξαναβρήκαν την ακινησία τους- άνοιξα το φως έκανα την απρόσμενη ερώτηση: ''Όταν αφήνεις τα μαλλιά σου ξέπλεκα σκεπάζουν τους ώμους;- μήπως τα δάχτυλα χωρισμένα απ' το κορμί χάνουν τη συστολή και την αγωνία;''
Δεν είμαστε σιωπηλοί, μιλάμε- ταξίδια και σύντροφοι μακρινοί ή αυτοί πολύ κοντά μας- : δεν έρχονται από έγνοιες και καταστάσεις τρέχουσες
Επρόκειτο για θεωρητικά ζητήματα, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν να έχουν πρακτικές επιπτώσεις πάνω μου Η αρχή είναι γραμμένη στην ίδια σελίδα που περιέχει τις τελευταίες προτάσεις του κεφαλαίου εκείνου, ''χαίρω πολύ πωλητής παπουτσιών, το όνειρο της νιότης μου, οι αγαπημένες χαρές του γλυκού κουμπώματος, του σταυρωτού φιόγκου τού σατινένιου παιδιάστικου υποδήματος δεμένου ψηλά μέχρι το γόνατο, τόσο απίστευτα μικρό στις κυρίες κάποιας κομψότητος''[6]- όπως η κέρινη κούκλα που επισκεπτόμουν καθημερινά να ρεμβάσω τις αραχνούφαντες κάλτσες της- ''όλα τελειώνουν γίνε δικός μου τώρα''- Φορώντας χειμωνιάτικο γιλέκο φοδραρισμένο με δέρμα γάτας- αυτό που έριξε την Κίρκη στα δίχτυα του Ελπήνορα
[Ακούγεται από μακριά σαν απ' τον ουρανό- ήχος χορδής που σπάζει κι εξαφανίζεται θλιβερά Γίνεται πάλι ησυχία μονάχα στον κήπο ήχοι τσεκουριού στο δέντρο]-/ ΛΟΠΑΧΙΝ: .....δόξα τω Θεώ.....ήρθε το τρένο Άργησε [η σελήνη δύει όσο παίζεται η Πράξη][7] Πολλές φορές όταν ονειρεύομαι και ξυπνάω μέσα στη νύχτα, ψιθυρίζω αυτά τα λόγια πονηρά τρυφερά το μακρύ λεπτό νύχι του μικρού της δάχτυλου κινήθηκε στο αυτί μου Τα θερμά τούτα βράδια κάτω απ' τη λεύκα- έτσι τη νοιώθουμε δική μας- βυθίζουμε το βλέμμα στα κλαδιά Προχώρησα αλλά αυτοί είχαν γίνει άφαντοι Το θέατρο της Επανάστασης εγκαινιάστηκε Οι δύο υποκριτές και το κοινό καταλαμβάνουν τις θέσεις τους-
ΣΚΗΝΙΚΟ: .....υπόλοιπο χεριού η γυναίκα ακουμπάει στο κενό ή φυτρώνει απ' το έδαφος, ο άντρας βγαίνει απ' το σπίτι ένας ήλιος άγνωστος στεγνώνει το χώμα-/
Σαν θάλασσα, μου είπες κάποια μέρα, κυματίζει, κι από τότε δε σταμάτησα να εξερευνώ τις επιφάνειές της να ταξιδεύω στα κύματα ένα δέντρο μια λεύκα ριζωμένη στους καιρούς, αιωρούνται ίσκιοι εκεί που πάει η κραυγή να πετάξει ή ανάσες ενώ μαραίνονται στο κορμί της νύχτας με τα λευκώδη μάτια, απέραντη το κάθε φύλλο της μεταφέρει σε άλλα φύλλα κλώνους αντικλώνους τυραννώντας το αίμα. Το θρόισμα μηνάει αέρηδες αναπνοές εκπνοές
''Λες να την ανακαλύψουν κι άλλοι;''
''Γιατί όχι;''
Είναι το ίδιο υγρό πρωινό του 1970τόσο Περπατώ κατά μήκος της ίδιας λεωφόρου Στην ίδια πόλη.-
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] βλ. σημ.[4]: Περιγραφή εικόνας [κείμενα για το θέατρο]
[2] Ernst Wilhelm Lotz, στο: 5 Γερμανοί εξπρεσσιονιστές-/ απόδοση: Γιώργος Κεντρωτής, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ.10-11/1984
[3] Αριστοτέλης Νικολαίδης, Ανθρώπων εξ ανθρώπων, διηγήματα, Καστανιώτης 1982
[4] Heiner Müller, O δύστηνος άγγελος [Η αποστολή: Ανάμνηση από μια Επανάσταση], εισαγωγή-επιλογή-μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, ΆΓΡΑ 2001
[5] βλ. σχετικά: Albert Camus, Διαδίκτυο
[6] Τζαίημς Τζόυς, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος 1990
[7] Άντον Τσέχωβ, Ο ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ, Θεατρικά Έργα, μτφρ. Λυκούργος Καλλέργης, Γκόνης 1960
https://static01.nyt.com/images/2021/09/19/arts/19new-green3/19new-green3-mediumSquareAt3X-v2.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
[1] βλ. σημ.[4]: Περιγραφή εικόνας [κείμενα για το θέατρο]
[2] Ernst Wilhelm Lotz, στο: 5 Γερμανοί εξπρεσσιονιστές-/ απόδοση: Γιώργος Κεντρωτής, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ.10-11/1984
[3] Αριστοτέλης Νικολαίδης, Ανθρώπων εξ ανθρώπων, διηγήματα, Καστανιώτης 1982
[4] Heiner Müller, O δύστηνος άγγελος [Η αποστολή: Ανάμνηση από μια Επανάσταση], εισαγωγή-επιλογή-μτφρ. Ελένη Βαροπούλου, ΆΓΡΑ 2001
[5] βλ. σχετικά: Albert Camus, Διαδίκτυο
[6] Τζαίημς Τζόυς, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος 1990
[7] Άντον Τσέχωβ, Ο ΒΥΣΣΙΝΟΚΗΠΟΣ, Θεατρικά Έργα, μτφρ. Λυκούργος Καλλέργης, Γκόνης 1960
https://static01.nyt.com/images/2021/09/19/arts/19new-green3/19new-green3-mediumSquareAt3X-v2.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.