Του Φώτη Μισόπουλου
πάνω σε μια ιδέα του Αριστοτέλη Νικολαΐδη
Κάθε φορά που ξαναγυρίζω στο [.............], ξαφνιάζομαι ανακαλύπτοντας πως έχω ξεχάσει κάτι, δεν ξέρω ακριβώς τι, κάτι το παρακμιακό και ίσως πένθιμο
JACK KEROUAC [1]
.......είσαι σίγουρος για τη φωνή της; Στο τηλέφωνο συχνά οι φωνές αλλοιώνονται, - κρατούν στα δάχτυλά τους τη μουσική για μια καλύτερη μέρα κι οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουν περισσότερα να μάς πουν απ' τους Βυζαντινούς χρονογράφους[2] Οι χτύποι του ρολογιού εξόρκιζαν μετέωρες συναθροίσεις Ξαναγύρισα πατώντας πάνω- τη σκιά μου- στα πεζοδρόμια Κατεβαίνουν θόρυβοι και λυγμοί το λόφο, μετά υψώνονται κατά την πόλη σαν φανάρια κρεμασμένα σε τοίχους το ένα δίπλα στο άλλο μ' εκείνη τη φθινοπωρινή ωχρότητα- εξίσου καθαρά και σκληρά αληθινοί σκελετοί όχι αυτή η μάζα από λάσπη Ποιος θα ήθελε να πλαγιάσει ανάμεσα τους- η ερώτηση συνεχίζεται σβήνοντας μέσα στις άλλες ομιλίες- ή η τυχαία αποκάλυψη των οπισθίων της κατέστησε σαφές ότι δεν συνηθίζει να φέρει εκείνο το οικείο εσώρουχο, που σου εμπνέει μια τόσο ιδιαίτερη αφοσίωση[3] Το μυαλό σκαρώνει φάρσες θαυμάσιες, θέλω να πω ιστορίες Και το τηλέφωνο Έστω κι αν δεν απαντά Το όνομά της; ''Δεν ξέρετε καν το επώνυμό'' έκανε περιφρονητικά ο Ληξίαρχος- ''Τόσο αληθινή σαν από σονέτο με τον αέρα τον καθαρό αέρα του Σαίξπηρ, ύστερα μπαίνει στη γη και σωπαίνει όπως σωπαίνουν τα κύματα ή ο λύχνος το βράδυ'' Έδινα προθεσμία μέχρι απόψε, του διόρισα τη λήξη στο ηλιοβασίλεμα.
Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ: .....πού είναι η πληγή που απαιτεί απάντηση; πού είναι η πληγή των ζωντανών κορμιών; θάλεγε κανείς μια γυναίκα γεμάτη έρωτα είτε αυτό που απομένει alla fin dei conti- τίποτα κατασκευασμένο ή τυχαίο-/
Στο αγιόκλημα η οδύνη κοντοστέκεται. Επιθετική. Εμείς τη διανύουμε ισορροπώντας την κόψη και το χείλος των αβύσσων της, ενώ υπαγορεύει ο Γκρέγκορ[4] ''Ποιος είναι ο ρόλος ο δικός σου- τι παριστάνεις; Είπες για λάθος, όμως κανένα λάθος, γιατί μου έδωσες το τηλέφωνο μιας γηραιάς κυρίας;- εκτός κι αν αυτό ήταν το λάθος- το τηλέφωνο μιας γηραιάς κυρίας αγρίως δολοφονημένης''[5] Καθώς υποστήριζε ο Φώκνερ: ''Ο Κουέντιν πυροβόλησε ολονών τις φωνές απ' το πάτωμα του δωματίου της Κάντυ''- Για πάντα[6]
Με τον αγκώνα στην παλάμη του χεριού και τον δείκτη στο μάγουλο Φαίνεται θλιμμένη Οι κρίνοι της αλέας Όταν βγαίνει κανείς απ' το σπίτι χωρίς το ντουφέκι του και τον λένε Τηλέμαχο ή Ronaldus Colombus[7] Θα μπορούσε να έρθει να μου μιλήσει προτού φύγει Μα θα φοβήθηκε το δίχως άλλο μπας και με ανησυχούσε ωσάν κάποτε για κάποια Λ. ανιψιά της γηραιάς κυρίας- η οποία περνά τον καιρό της σε άλλο οίκημα της εξοχής- την πανσιόν ας πούμε των ειδικών περιπτώσεων: ''Δε σε πιστεύω είσαι ύποπτος, ύποπτος, ύποπτος: εν μέσω δακρύων πείνας και τέφρας υπογείων φρεάτων'' Σιγή.
Άνοιξε την πόρτα μέσα στο μισόφωτο ''Μ' έπιασε μοίρα αιμοβόρα ντυμένη οχτώ γυάρδες μεταξωτό σε απόχρωση βερίκοκο και τόσο σιδερικό απάνω της πιο πολύ απ' όσο σκλάβος σε γαλέρα''/: -''Αγαπητή Κυρία δε μου δόθηκε ευκαιρία να ενημερωθώ περί το μήνυμά σας, πλην παρακαλώ να τύχω προκαταβολικώς της κατ' απονομήν υμετέρας συγνώμης προς εμέ, για σήμερα χτες ή αύριο ή δεν ξέρω για πότε''. Πιστεύει πως βρίσκεται στο κατώφλι της ζωής, της αληθινής ζωής Είναι άλλωστε σωστό- τον λένε κι αυτόν όπως εμένα, αλλά δεν μπορεί να επιφέρει σύγχυση κάτι ανάλογο
[λίγο φως] Και κάθε γλώσσα είναι ξένη.
Υπάρχουν γωνιές όπου κανείς δεν ξέρει αν η γη είναι άργιλος ή σάρκα που φοβάσαι. Εδώ, λοιπόν. Ας αναπαύεται. Δεν. ''Καταλαβαίνω, φίλε μου, μα
έχω χρέος να σου πω τα πάντα Ξέρεις, αυτή η εχεμύθεια της Τηλεφωνικής Εταιρείας, μιας εταίρας μάλλον, πραγματικής πόρνης, που χώνει τη μύτη της παντού! Φίλτατε, ανακάλυψα ότι το τηλέφωνο αυτό ανήκει όντως στο διαμέρισμα της γηραιάς κυρίας, βαναύσως δολοφονηθείσης όπως είπα προ τετραετίας''. Χτυπά κάποιο τηλέφωνο, ήχος πνιγμένος, συσκευή βυθισμένη σε ζαρωμένες κουβέρτες,- ανασύρεται στην επιφάνεια με τη λεπτότητα αρχαιολόγου Α' ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ: .....φαίνεται πως το ξανασύνδεσαν Εμπρός [Σιωπή] Εμπρός.-/
Ώσπου πάλι φωτιά μες στη Μεγάλη Τύχη που μάς γεννάει.
Β' ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ: ......παίξε με κλεισμένα μάτια Μιμήσου τον πατέρα Το ποτήρι ξεχείλισε Ίσως αυτό να είναι το τέλος. Το.
[προτείνει το στόμα με συσπάσεις, κλείνει οδυνηρά δυο πέτρινα βλέφαρα και τραγουδάει κατά εξωτικό μονότονο τρόπο]
Περπατάω στα τέσσερα κι η μούρη μου γεμίζει χώματα- ''Μπορώ και μόνος'', της λέω, ''γράφω για σένα, σύντροφε, που καταπίνει το σκοτάδι τις ύπουλες ενοχές'', αμετουσίωτες για όσους σαπίζουνε σε προπολεμικούς συρμούς κλέβοντας στην τράπουλα το χρόνο, τρίβοντας το μάτι σαν αίνιγμα που λύθηκε, ερωτοτροπώντας με τους βρικόλακες που θυμούνται την επόμενη μέρα ο,τι απομένει- ο,τι απομείνει από κείνα τα σώματα τη νύχτα[8] Άγνωστος φυσικά ο δολοφόνος: μονάχα ελαστικά χειρόκτια στον τόπο του στραγγαλισμού- το διαμέρισμα από τότε υπάρχει απολύτως κλειστό.
Και μετά από λίγο δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο το νερό και το πουλί Άφησα τη γέφυρα και κάθισα κάτω απ' τα δέντρα- ένα κομμάτι ήλιος πέρασε τα κλαδιά κι έπεσε σαν αστραπή στο βλέμμα μου Αραχνοειδείς διασυνδέσεις, έχω όμως κι εγώ τις δικές μου.
Πίστευα πως ήμουν προφυλαγμένος από τα μάτια κάθε επισκέπτη που έμπαινε στο σπίτι μου Έτσι έζησα τις τελευταίες στιγμές, της γαλήνης και της ευτυχίας. Α' ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ: .....προσεύχομαι για σένα Θέλω να ζήσεις αιώνια Μην προσεύχεσαι για μένα, εγώ έχω σωθεί[9]-/
Ο τρόπος που βάζουν το καπέλο αρκεί για να δείξει τη βεβαιότητα που αισθάνονται για τον εαυτό τους, το βάδισμά τους δείχνει αρκετά καλά ότι κάπου οδηγεί, τα νεύματά τους ότι λειτουργούν και συμφωνούν με κάτι Ακόμα κι όσοι το κάνουν άσκοπα, κρύβουν κάποιο λόγο
Η Εταιρεία είμαι σίγουρος ανακάλυψε την pub, απόπου τώρα τελευταία κάποιος τύπος επιμένει να τηλεφωνεί στο φάντασμα της γηραιάς κυρίας και χωρίς αμφιβολία εξετάζει την περίπτωση ''Μήπως ήρθε η στιγμή ν' αλλάξουμε στέκι; Μήπως επιτέλους!- να μπούμε στην παρανομία.....''
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Jack Kerouac, Άγγελοι της ερημιάς[αποσπάσματα], απόδοση Νιόβη Λυγγιάρη, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ.33/1983
[2] Νίκος Γκάτσος, ΑΜΟΡΓΟΣ, ποίηση, Ίκαρος 1990
[3] Τζαίημς Τζόυς, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, μυθιστόρημα, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, Κέδρος 1990
[4] Γκρέγκορ Σάμσα, βλ. σχετ. στο έργο του Φραντς Κάφκα, Η Μεταμόρφωση, νουβέλα
[5] Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Ανθρώπων εξ ανθρώπων, διηγήματα, Καστανιώτης 1982
[6] Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, μυθιστόρημα, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, Καστανιώτης 2010
[7] Τζαίημς Τζόυς ο.π.
[8] Eugene Guillevic, Ποιήματα, απόδοση Γιώργος Φτέρης, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ.10-11/1984
[9] Truman Kapote, Μιας μέρας δουλειά, διάλογος πορτρέτων, εισαγωγή-μτφρ. Ρούμπη Θεοφανοπούλου, η λέξη τ.38/1084
https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhoDfNrKb3lNAFsGf_cEZNrzGDwPRUlGpfxz1XkPxPF447_oRt23_IYmhaW635s8YnbBXatTMYY9SOE8oqe1BWkSlOzvsdmj3H7uz5qWG48RiJLx04IxQ2ADmo2HUqkuN_sCWX4mF6kFi9U/s1600/IMG_6311.JPG
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.