Act Business Center

Act Business Center

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020

Για την Χρυσή Αυγή και την δίκη της


Γράφει ο Σίμος Ανδρονίδης*
Στις 7 του προσεχούς Οκτωβρίου, αναμένεται η απόφαση του προεδρείου του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας, για την δίκη της Χρυσής Αυγής. Η συγκεκριμένη απόφαση αναμένεται να ολοκληρώσει τον δικονομικό κύκλο σχετικά με την δράση της οργάνωσης, που εκκίνησε ουσιαστικά με την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας πριν από πέντε περίπου χρόνια. 

Όπως είναι εύλογο, η συγκεκριμένη δικαστική ετυμηγορία, ως λόγος επί των πεπραγμένων της Χρυσής Αυγής αναμένεται με ενδιαφέρον και από κοινωνικούς φορείς και από πολιτικά κόμματα, αλλά και από μεμονωμένους πολίτες.

Μάλιστα, εντός αυτής της ανακοίνωσης, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έτρεξε μία καμπάνια που φέρει τον τίτλο ‘Δεν είναι αθώοι. Οι Ναζί στη φυλακή,’ που εν προκειμένω, προσδιορίζει την ρητή επιθυμία ποινικής καταδίκης της δράσης και συνακόλουθα μελών της οργάνωσης, μεταξύ αυτών και άλλοτε βουλευτών της Χρυσής Αυγής. 

Ως προς αυτό το σημείο, μπορούμε να αναφέρουμε ό,τι η καμπάνια που περιγράφηκε σε αδρές γραμμές, όντας διαδικτυακά αναπαραγόμενη, φέρει ακτιβιστικά χαρακτηριστικά, επιδιώκοντας, τόσο το να προβάλλει ένα πολιτικοϊδεολογικό "στίγμα", όσο και να συμβάλλει στη διαμόρφωση των όρων για την έκδοση μίας συγκεκριμένης απόφασης που δεν αναγνωρίζει τίποτε λιγότερο από το υπόδειγμα "Οι Ναζί στη φυλακή".

Όμως, θεωρούμε, ότι η δράση έτσι όπως αναπτύσσεται διαδικτυακά, παραγνωρίζει την εξής σημαίνουσα διάσταση που έχει να κάνει με το ό,τι, πέραν της εκπεφρασμένης επιθυμίας ποινικής, πλέον, καταδίκης (σφαίρα επιθυμίας), ενυπάρχει και το στοιχείο της δικαστικής απόφασης η οποία και αξιο-θεμελιώνεται δικαιικά πάνω στο αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρωθεί. 

Με άλλα λόγια, οι συμμετέχοντες σε αυτή την ενδιαφέρουσα καμπάνια, δρουν τοποθετώντας το καρό μπροστά από το άλογο, και όχι το αντίστροφο, μετασχηματίζοντας σε έκφραση και επιδίωξη καταδίκης (το "Οι Ναζί στη φυλακή" ακούγεται και ως απεύθυνση), την ‘φορτισμένη’ πολιτική-ιδεολογική τους εναντίωση στην νεο-ναζιστική οργάνωση. Το αίτημα δεν απαντά στο ό,τι οι δικαστές είναι αυτοί που καλούνται να αξιολογήσουν το υλικό που έχουν στα χέρια τους, προχωρώντας εν συνεχεία στο "δέσιμο" του και στην έκδοση της απόφασης, εκεί όπου οι ίδιοι κατέστησαν άμεσα συμμέτοχοι.

Κατά την διάρκεια αυτής της δίκης, εκεί όπου το παρών, με όρους πολιτικής, αξιακής και μνημονικής ανά-κλησης της ασκούμενης νεο-ναζιστικής βίας έδινε η Μάγδα Φύσσα, μητέρα του δολοφονημένου από τον Γιώργο Ρουπακιά, ανα-πλαισιώθηκε το όλο "φορτίο" του πολιτικοϊδεολογικού λόγου και των πρακτικών της οργάνωσης με άξονα και μη, την δράση των "Ταγμάτων Εφόδου", με την έμφαση να δίδεται, παράλληλα με την φόνευση του Παύλου Φύσσα, στην υπόθεση της επίθεσης σε Αιγύπτιους αλιεργάτες, στην υπόθεση της επίθεσης σε μέλη του Πανεργατικού Αγωνιστικού Μετώπου (ΠΑΜΕ), με διακύβευμα την τεκμηρίωση του ποινικού χαρακτήρα της οργάνωσης και της δράσης της.

Θα σημειώσουμε πως, πριν ακόμη από την περίοδο της κρίσης και την είσοδο της Χρυσής Αυγής στο κοινοβούλιο, κάτι που επιτεύχθηκε στις βουλευτικές εκλογές του 2012, τις πρώτες μετά από την εκδήλωση και την μνημονιακή διαχείριση της βαθιάς κοινωνικοοικονομικής κρίσης, η οργάνωση λειτουργούσε ως φορέας ή αλλιώς, ως πεδίο εγκόλπωσης ναζιστικών συμβόλων-συμβολισμών, συναρθρώνοντας με μία ιδιαίτερη εκδοχή "εθνο-φυλετισμού" προσαρμοσμένου στα ελληνικά δεδομένα, και τρέφοντας το φαντασιακό της με μία εσάς "καθαρού αίματος" και δη "καθαρού ελληνικού αίματος", ιεραρχικής-αυταρχικής ρητορικής, συστηματοποιώντας την δράση της εν καιρώ κρίσης προς την κατεύθυνση ανάδειξης του σημαίνοντος: Η Κρίση, με τις προεκτάσεις που αυτή λαμβάνει, αποτελεί την αντανάκλαση του "σάπιου" σε όλες τις εκδοχές του, το οποίο και χρειάζεται εκκαθάριση.

Η Χρυσή Αυγή, υπήρξε ένα χώρος που συμπλήρωνε ή αλλιώς, ενίσχυε το σημαίνον ‘έθνος’ (το ‘καθαρό’ και ‘άξιο’ έθνος), με μία σειρά από σημαίνοντα, προσιδιάζοντας προς το πεδίο συγκρότησης ενός ευρύτερου μωσαϊκού που φθάνει εντατικά στην περίοδο της κρίσης. Έτσι, εντός αυτού, ο πολιτικός και ιδίως ο πολιτικός που άσκησε κυβερνητική εξουσία, αναπαρίσταται ως ‘προδότης,’ ο μετανάστης ως ο ‘απειλών,’ ο ‘σκουρόχρωμος απειλών’ την εθνική ‘καθαρότητα’ που αναζητείται στην λεγόμενη συνέχεια του έθνους, ο αριστερός-αναρχικός ως ο ‘ανθέλληνας’ συνεργός, ο ομοφυλόφιλος ως αυτός που θέτει σε ‘κίνδυνο’ τα θεμέλια της ελληνικής παραδοσιακής οικογένειας. Έχουμε, με αυτόν τον τρόπο, ένα σχήμα σημαίνοντος-σημαινόμενου, κάτι που μας επιτρέπει να εστιάσουμε στο πρόσημο της βίας.

Της ρατσιστικής-νεο-ναζιστικής βίας ως στοιχείο που συνέχει την όλη δράση αλλά και τον εκφερόμενο λόγο της οργάνωσης, αποδίδοντας ένα επίχρισμα αμεσότητας και οξυμμένης συμβολοποίησης που επιζητεί τον ‘άλλο’ ως σώμα και ως ταυτότητα, ως παρουσία επί του χώρου, αναγόμενη στη συναισθηματική σφαίρα της ‘ριζικής λύσης’: Ασκούμενη εμπρόθετα, αποκτά ένα διττό πλέγμα, το οποίο, αφενός μεν, απευθύνεται προς εκείνον τον κάτοικο (κοινωνικό ον) που επιδιώκει την ομοιογένεια στον χώρο του, και, αφετέρου δε, εγγραφόμενη στο σώμα οξύνεται όσο χρειάζεται για να μετασχηματισθεί σε συμβαντική (ας θυμηθούμε την έννοια του ‘συμβάντος’ του Αλαίν Μπαντιού), τομή, που στρέφεται εναντίον των ‘προδοτικών’ και ‘ανήθικων’ ελίτ.

Όχι με τους επι-γενόμενους όρους ενός ‘δείτε τι θα συμβεί σε εσάς,’ αλλά με την σήμανση της ‘εκκαθάρισης’ που ασκούμενη επί του ‘άλλου,’ εγκολπώνεται συνάμα και όποιον τον έχει ‘βοηθήσει,’ κάτι που στο φαντασιακό της Χρυσής Αυγής έχει να κάνει με τις θεωρούμενες ως ‘νεοταξίτικες’ ελίτ. Η εξτρεμιστική δράση της οργάνωσης, εμβαπτισμένη στα νάματα μίας ‘ριζοσπαστικής ορθότητας,’ τροφοδοτήθηκε και από ένα κοινωνικό απόθεμα που δεν υπήρξε μόνο ανεκτικό στον ως άνω τύπο βίας, αλλά και εγκλητικό ως προς την ‘αυταξία’ της και την χρησιμότητα της ως διαμπερές μηχανισμός που αντανακλά ένα χέρι, το χέρι της οργάνωσης, και πολλά χέρια μαζί.

Η οργάνωση απέδιδε στη βία περιεχόμενο, καθιστώντας την, την περίοδο της κρίσης όταν και αύξησε την κοινωνική-πολιτική της επιρροή βρίσκοντας κοινωνικό ακροατήριο, ευήκοα ώτα και στην ‘φορτισμένη’ και λεκτικά ‘βίαιη’ αντι-Μεταπολιτευτική αφήγηση την σχετική με την ‘ενοχή’ των κομμάτων εξουσίας αλλά και του όλου κομματικού-πολιτικού συστήματος, διεισδύοντας άλλοτε από την κλειδαρότρυπα, άλλοτε από την ανοιχτή θύρα, στην οικία του υποκειμένου: ‘Είμαστε εδώ (οικειότητα), με εσάς για εσάς,’ λόγο που προσέλαβε συνθηματολογική χροιά. Το ζήτημα είναι σύνθετο για να το ανάγουμε απλά ή απλοϊκά σε οικονομικούς λόγους.

Kλείνοντας, θα πούμε πως η μη είσοδος (εκλογική-πολιτική αποτυχία) εισόδου του κόμματος στο κοινοβούλιο, στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 7 Ιουλίου του 2019, δεν σημαίνει και την φυσικώ τω τρόπω, ή αλλιώς, την αυτόματη εξαφάνιση των ιδεών και του πολιτικού της λόγου από το κοινωνικό πεδίο. Κάτι που δεν διασφαλίζει ούτε μία ενδεχόμενη καταδίκη της (σημαντικό στοιχείο) από το προεδρείου του δικαστηρίου που ασχολήθηκε επισταμένως με τα της δίκης.

Η δια-πάλη εναντίον της Χρυσής Αυγής, σε επίπεδο πολιτικοϊδεολογικού λόγου και αφηγήσεων, υπό το πρίσμα θέσπισης δικλείδων ασφαλείας, από πολιτικά κόμματα, πρέπει να είναι εντατική, ‘εντοπίζοντας’ τις κρίσιμες μεταλλάξεις και εγκλήσεις του εθνικιστικού-ρατσιστικού λόγου. Το θέμα, ταυτόχρονα, με το πρόσημο της κοινωνικής «ζήτησης» σε μία εκάστοτε συγκυρία, κατά την διαπίστωση του Cas Mudde, είναι η διαθέσιμη «προσφορά» από κάποιον κομματικό-πολιτικό δρώντα, για την αξιοποίηση αυτής της κοινωνικά εκπεφρασμένης «ζήτησης». Και σε αυτό το σημείο, πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία.

* Σίμος Ανδρονίδης
Υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.