Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης
-Μπήκαμε πια στα εξήντα έξι, γίναμε παππούδες. Θυμάσαι το τραγούδι που έλεγε ‘’Βρε πώς μπατιρίσαμε, που σαρανταρίσαμε’’; Εμείς εξηνταφευγαρίσαμε. Άστα βράστα, ξοφλήσαμε αδελφέ…
-Πάλι στο κλάμα τόριξες ρε φιλαράκι;
-Γιατί ρε συ; Εσένα δεν σου τη δίνει που γεράσαμε;
-Όχι ρε φίλε. Ίσα ίσα χαίρομαι που φθάσαμε ως εδώ. Σκέψου πόσοι δικοί μας άνθρωποι πέταξαν στους ουρανούς κατά καιρούς και δεν είχαν αυτό το προνόμιο να γεράσουν.
-Μ’ αρέσει φίλε που τόχεις φιλοσοφήσει. Εμένα με πήρε από κάτω.
-Άσε ρε τις κλάψες, μια χαρά είμαστε, δόξα τω Θεώ να λες. Θυμήθηκα τώρα, μικρό παιδάκι Δευτέρα Δημοτικού στα Διαβατά που πέθανε η Αντωνία ένα χρόνο μεγαλύτερή μου από τέτανο-άκου να δεις- από καρφί στο παπούτσι. Τι εποχές Θεέ μου. Δεν πρόλαβε η Αντωνία ούτε καν να μεγαλώσει και να ζήσει όλα αυτά που ζήσαμε εμείς.
-Σαν νάχεις δίκιο…
-Αμ το άλλο; Ο Ανέστης που σκοτώθηκε στα δεκατρία του από-άκουσον άκουσον- χειροβομβίδα του Β’ παγκοσμίου πολέμου που την πριόνιζε για να δει τι έχει μέσα. Στα Διαβατά το 1966 έγινε. Σαν χθες ήταν ρε φίλε. Α ρε φουκαρά Ανέστη, δεν πρόλαβες να ζήσεις και να χαρείς…
-Από χειροβομβίδα ε; Κρίμα το παλικαράκι…
-Το 1983 ήταν όταν πέθανε από λευχαιμία ο πρώτος ξάδελφός μου ο Τάσος στα δεκαεννιά του. Μέσα σ’ ένα μήνα τον καθάρισε η αρρώστια. Στα δεκαεννιά του αδελφέ… Πάνω που άρχιζε η ζωή του. Δεν πρόλαβε σχεδόν τίποτα απ’ αυτά που ζήσαμε εμείς.
-Άκου ρε συ, στα δεκαεννιά, ποιος Θεός το θέλει…
-Εδώ στο Κιλκίς που διορίστηκα δάσκαλος πέθανε το 1996 στα σαράντα δύο του ο συνάδελφος και φίλος μου ο Δημήτρης από τον Μικρόκαμπο. Δεν πρόλαβε να δει τα παιδιά του ν’ ανθίζουν. Δεν πρόλαβε να τα δει φοιτητές, να τα καμαρώσει στους γάμους τους και να χαρεί εγγόνια.
-Τον θυμάμαι τον Δημήτρη, έφυγε από την επάρατο ο καημένος.
-Μην είμαστε λοιπόν αχάριστοι φίλε μου. Ανδρωθήκαμε, αγαπήσαμε, σπουδάσαμε, παντρευτήκαμε, χαρήκαμε παιδιά κι εγγόνια…ΖΗΣΑΜΕ. Και έχουμε ακόμα χρόνια μπροστά μας για να βιώσουμε κι άλλες χαρές. Ο Θεός να μας έχει καλά για να απολαμβάνουμε τις χαρές της ηλικίας μας.
-Έχεις δίκιο ρε φίλε, νάσαι καλά. Αναθεώρησα πολλά πράγματα από την κουβεντούλα μας. Τώρα κι εγώ το συναισθάνομαι και θα το βροντοφωνάζω:
Γέρασα, δόξα τω Θεώ.
-Πάλι στο κλάμα τόριξες ρε φιλαράκι;
-Γιατί ρε συ; Εσένα δεν σου τη δίνει που γεράσαμε;
-Όχι ρε φίλε. Ίσα ίσα χαίρομαι που φθάσαμε ως εδώ. Σκέψου πόσοι δικοί μας άνθρωποι πέταξαν στους ουρανούς κατά καιρούς και δεν είχαν αυτό το προνόμιο να γεράσουν.
-Μ’ αρέσει φίλε που τόχεις φιλοσοφήσει. Εμένα με πήρε από κάτω.
-Άσε ρε τις κλάψες, μια χαρά είμαστε, δόξα τω Θεώ να λες. Θυμήθηκα τώρα, μικρό παιδάκι Δευτέρα Δημοτικού στα Διαβατά που πέθανε η Αντωνία ένα χρόνο μεγαλύτερή μου από τέτανο-άκου να δεις- από καρφί στο παπούτσι. Τι εποχές Θεέ μου. Δεν πρόλαβε η Αντωνία ούτε καν να μεγαλώσει και να ζήσει όλα αυτά που ζήσαμε εμείς.
-Σαν νάχεις δίκιο…
-Αμ το άλλο; Ο Ανέστης που σκοτώθηκε στα δεκατρία του από-άκουσον άκουσον- χειροβομβίδα του Β’ παγκοσμίου πολέμου που την πριόνιζε για να δει τι έχει μέσα. Στα Διαβατά το 1966 έγινε. Σαν χθες ήταν ρε φίλε. Α ρε φουκαρά Ανέστη, δεν πρόλαβες να ζήσεις και να χαρείς…
-Από χειροβομβίδα ε; Κρίμα το παλικαράκι…
-Το 1983 ήταν όταν πέθανε από λευχαιμία ο πρώτος ξάδελφός μου ο Τάσος στα δεκαεννιά του. Μέσα σ’ ένα μήνα τον καθάρισε η αρρώστια. Στα δεκαεννιά του αδελφέ… Πάνω που άρχιζε η ζωή του. Δεν πρόλαβε σχεδόν τίποτα απ’ αυτά που ζήσαμε εμείς.
-Άκου ρε συ, στα δεκαεννιά, ποιος Θεός το θέλει…
-Εδώ στο Κιλκίς που διορίστηκα δάσκαλος πέθανε το 1996 στα σαράντα δύο του ο συνάδελφος και φίλος μου ο Δημήτρης από τον Μικρόκαμπο. Δεν πρόλαβε να δει τα παιδιά του ν’ ανθίζουν. Δεν πρόλαβε να τα δει φοιτητές, να τα καμαρώσει στους γάμους τους και να χαρεί εγγόνια.
-Τον θυμάμαι τον Δημήτρη, έφυγε από την επάρατο ο καημένος.
-Μην είμαστε λοιπόν αχάριστοι φίλε μου. Ανδρωθήκαμε, αγαπήσαμε, σπουδάσαμε, παντρευτήκαμε, χαρήκαμε παιδιά κι εγγόνια…ΖΗΣΑΜΕ. Και έχουμε ακόμα χρόνια μπροστά μας για να βιώσουμε κι άλλες χαρές. Ο Θεός να μας έχει καλά για να απολαμβάνουμε τις χαρές της ηλικίας μας.
-Έχεις δίκιο ρε φίλε, νάσαι καλά. Αναθεώρησα πολλά πράγματα από την κουβεντούλα μας. Τώρα κι εγώ το συναισθάνομαι και θα το βροντοφωνάζω:
Γέρασα, δόξα τω Θεώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.