Γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης
Μόλις τώρα συνήλθε από το κώμα ο ογδοντάχρονος Ιάκωβος. Διασωληνωμένος κοιτάζει το ταβάνι του θαλάμου και αρχίζει να θυμάται. Είναι πολλές μέρες τώρα που τον έφεραν άρον άρον οι δικοί του στο Θεαγένειο μετά τη σκια που είδε στην ακτινογραφία ο οικογενειακός τους γιατρός στη μικρή πόλη που γεννήθηκε και ζούσε.
Αναλυτικές εξετάσεις, χημειοθεραπείες και άρχισε να καταλαβαίνει ο Ιάκωβος, ιδιαίτερα όταν από τη μισάνοιχτη πόρτα του θαλάμου είδε τον γιατρό να ψιθυρίζει κάτι στην κυρα-Όλγα τη γυναίκα του κι εκείνη να βάζει το χέρι της στο στόμα και να κλαίει βουβά. Από την πολυήμερη ξάπλα αισθάνεται την πλάτη του πληγιασμένη.
Περισσότερα κατάλαβε ο Ιάκωβος όταν από χθες άρχισαν να τον επισκέπτονται μαζικά συγγενείς και φίλοι ‘’Ώστε έτσι έ;’’ σκέφτεται με θλίψη, ‘’Δεύτε τελευταίον ασπασμόν;’’
-Αυτό ήταν λοιπόν; Τελειώνω; ψιθυρίζει με αγωνία στην γυναίκα του που δεν το κούνησε μέχρι τώρα από δίπλα του.
-Όχι βρε κουτέ, μια χαρά είσαι και σε λίγες μέρες, είπαν οι γιατροί, θα βγεις. Κάνε υπομονή.
‘’Παρηγοριά στον άρρωστο…’’ σκέφτεται ο Ιάκωβος. Αισθάνεται όλες του τις ζωτικές δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν και τη ζωή του να τελειώνει. Προσπαθεί να μιλήσει αλλά η φωνή δεν βγαίνει πια από το στόμα του ούτε και ως ψίθυρος πια. Η κυρα-‘Ολγα διαβάζει ένα περιοδικό και ο Ιάκωβος-τι να κάνει;-αφοσιώνεται στις σκέψεις του κοιτάζοντας το λευκό ταβάνι του θαλάμου που έχει μετατραπεί πια σε οθόνη από την οποία περνά όλη η ζωή του.
Βλέπει τον εαυτό του έφηβο να κοροϊδεύει στην παρέα τον Τηλέμαχο τον χοντρό. ‘’Καλό και ευαίσθητο παιδί ήταν ο Τηλέμαχος κι εγώ ένα αναίσθητο γαϊδούρι. Ένα συγνώμη ρε Τηλέμαχε έστω και τόσο αργά’’.
Βλέπει τη μάνα του να πικραίνεται συνεχώς με τις δικές του βλακείες.
‘’Α ρε μάνα, πόσες φορές σε πλήγωσα …και πάντα με συγχωρούσες…πόσο άδειος αισθάνθηκα όταν κάποια μέρα είδα την καρέκλα σου άδεια. Το κενό σου δεν αναπληρώθηκε ποτέ μέχρι σήμερα μέσα μου. Να ξαναγύριζα μάνα το ρολόι της ζωής πίσω και να μην σε ξαναπλήγωνα ποτέ. Να σε αγκάλιαζα και να σου έλεγα πόσο πολύ σε αγαπώ…’’.
Το πλάνο αλλάζει και ο Ιάκωβος εικοσιπενταχτάχρονος πια βλέπει την Αρετή, την όμορφη γειτονοπούλα του που τον αγάπησε αληθινά. Της έταξε γάμο, την έφερε στο κρεβάτι του κι αφού έκανε το κέφι του την παράτησε στη χλεύη της κοινωνίας της εποχής. ‘’Σε αδίκησα Αρετούλα, σε αδίκησα’’.
Να και ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Σωτήρης στο πλάνο. ‘’Σούφαγα το μικρό πατρικό οικοπεδάκι ρε Σώτο. Εσένα που με προστάτευες όταν ήμασταν παιδιά. Βριστήκαμε άγρια και καταλήξαμε στα δικαστήρια. Δεν ξαναμιλήσαμε από τότε ούτε καν στην κηδεία της μάνας μας. Τι σόι χριστιανός είμαι ρε γαμώτο που αδίκησα τον αδελφό μου, το αίμα μου, για μια πιθαμή γης. Δεν προλαβαίνω Σώτο να σου ζητήσω συγνώμη, να αποκαταστήσω την αδικία και να σου πω πόσο σ’ αγαπώ.’’
Στο πλάνο μπαίνει τώρα ο αδελφικός του φίλος ο Αντρέας. Από παιδιά μαζί και σκοτώθηκαν για τα πολιτικά εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 80. Κοντά σαράντα χρόνια έχουν να πουν καλημέρα. Αμ ο Παύλος…παιδικός φίλος κι αυτός, με τον οποίο σκοτώθηκαν-άκου να δεις- για τα ποδοσφαιρικά. Τι κακό πράμα ο εγωισμός. Πόσο θάθελε να τους είχε τώρα δίπλα του και να τους έλεγε πόσο του έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια…
Να και γυναίκα του η Όλγα στο πλάνο. ‘’Πόσο σε ταλαιπώρησα ρε γυναίκα με τον ανάποδο χαρακτήρα μου. Πόσες φορές σε σκυλόβρισα για ασήμαντες αιτίες κι εσύ, κέρβερος πάντα δίπλα μου στις δύσκολες στιγμές μου όπως τώρα…’’.
Θεούλη μου, σκέφτεται ο Ιάκωβος, γιατί μας δίνεις μια μόνο ζωή και όχι δύο; Στην πρώτη να κάνουμε τα λάθη μας με του ανθρώπους γύρω μας και στη δεύτερη, με την εμπειρία της πρώτης ζωής, να ζούμε σωστά χωρίς να πληγώνουμε κανέναν με τον άρρωστο εγωισμό μας…
Τα πλάνα στην οθόνη της οροφής μπερδεύονται. Εναλλάσσονται ο Τηλέμαχος, η μάνα…η Αρετούλα…ο Σώτος…ο Αντρέας με τον Παύλο …η Όλγα…
Τα μάτια του Ιάκωβου κλείνουν και ξαναπέφτει σε κώμα. Η κυρα-‘Ολγα ακούει έναν ρόγχο και έντρομη αφήνει το περιοδικό. Ο Ιάκωβος δεν ανασαίνει πια…
Περισσότερα κατάλαβε ο Ιάκωβος όταν από χθες άρχισαν να τον επισκέπτονται μαζικά συγγενείς και φίλοι ‘’Ώστε έτσι έ;’’ σκέφτεται με θλίψη, ‘’Δεύτε τελευταίον ασπασμόν;’’
-Αυτό ήταν λοιπόν; Τελειώνω; ψιθυρίζει με αγωνία στην γυναίκα του που δεν το κούνησε μέχρι τώρα από δίπλα του.
-Όχι βρε κουτέ, μια χαρά είσαι και σε λίγες μέρες, είπαν οι γιατροί, θα βγεις. Κάνε υπομονή.
‘’Παρηγοριά στον άρρωστο…’’ σκέφτεται ο Ιάκωβος. Αισθάνεται όλες του τις ζωτικές δυνάμεις να τον εγκαταλείπουν και τη ζωή του να τελειώνει. Προσπαθεί να μιλήσει αλλά η φωνή δεν βγαίνει πια από το στόμα του ούτε και ως ψίθυρος πια. Η κυρα-‘Ολγα διαβάζει ένα περιοδικό και ο Ιάκωβος-τι να κάνει;-αφοσιώνεται στις σκέψεις του κοιτάζοντας το λευκό ταβάνι του θαλάμου που έχει μετατραπεί πια σε οθόνη από την οποία περνά όλη η ζωή του.
Βλέπει τον εαυτό του έφηβο να κοροϊδεύει στην παρέα τον Τηλέμαχο τον χοντρό. ‘’Καλό και ευαίσθητο παιδί ήταν ο Τηλέμαχος κι εγώ ένα αναίσθητο γαϊδούρι. Ένα συγνώμη ρε Τηλέμαχε έστω και τόσο αργά’’.
Βλέπει τη μάνα του να πικραίνεται συνεχώς με τις δικές του βλακείες.
‘’Α ρε μάνα, πόσες φορές σε πλήγωσα …και πάντα με συγχωρούσες…πόσο άδειος αισθάνθηκα όταν κάποια μέρα είδα την καρέκλα σου άδεια. Το κενό σου δεν αναπληρώθηκε ποτέ μέχρι σήμερα μέσα μου. Να ξαναγύριζα μάνα το ρολόι της ζωής πίσω και να μην σε ξαναπλήγωνα ποτέ. Να σε αγκάλιαζα και να σου έλεγα πόσο πολύ σε αγαπώ…’’.
Το πλάνο αλλάζει και ο Ιάκωβος εικοσιπενταχτάχρονος πια βλέπει την Αρετή, την όμορφη γειτονοπούλα του που τον αγάπησε αληθινά. Της έταξε γάμο, την έφερε στο κρεβάτι του κι αφού έκανε το κέφι του την παράτησε στη χλεύη της κοινωνίας της εποχής. ‘’Σε αδίκησα Αρετούλα, σε αδίκησα’’.
Να και ο μεγαλύτερος αδελφός του ο Σωτήρης στο πλάνο. ‘’Σούφαγα το μικρό πατρικό οικοπεδάκι ρε Σώτο. Εσένα που με προστάτευες όταν ήμασταν παιδιά. Βριστήκαμε άγρια και καταλήξαμε στα δικαστήρια. Δεν ξαναμιλήσαμε από τότε ούτε καν στην κηδεία της μάνας μας. Τι σόι χριστιανός είμαι ρε γαμώτο που αδίκησα τον αδελφό μου, το αίμα μου, για μια πιθαμή γης. Δεν προλαβαίνω Σώτο να σου ζητήσω συγνώμη, να αποκαταστήσω την αδικία και να σου πω πόσο σ’ αγαπώ.’’
Στο πλάνο μπαίνει τώρα ο αδελφικός του φίλος ο Αντρέας. Από παιδιά μαζί και σκοτώθηκαν για τα πολιτικά εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 80. Κοντά σαράντα χρόνια έχουν να πουν καλημέρα. Αμ ο Παύλος…παιδικός φίλος κι αυτός, με τον οποίο σκοτώθηκαν-άκου να δεις- για τα ποδοσφαιρικά. Τι κακό πράμα ο εγωισμός. Πόσο θάθελε να τους είχε τώρα δίπλα του και να τους έλεγε πόσο του έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια…
Να και γυναίκα του η Όλγα στο πλάνο. ‘’Πόσο σε ταλαιπώρησα ρε γυναίκα με τον ανάποδο χαρακτήρα μου. Πόσες φορές σε σκυλόβρισα για ασήμαντες αιτίες κι εσύ, κέρβερος πάντα δίπλα μου στις δύσκολες στιγμές μου όπως τώρα…’’.
Θεούλη μου, σκέφτεται ο Ιάκωβος, γιατί μας δίνεις μια μόνο ζωή και όχι δύο; Στην πρώτη να κάνουμε τα λάθη μας με του ανθρώπους γύρω μας και στη δεύτερη, με την εμπειρία της πρώτης ζωής, να ζούμε σωστά χωρίς να πληγώνουμε κανέναν με τον άρρωστο εγωισμό μας…
Τα πλάνα στην οθόνη της οροφής μπερδεύονται. Εναλλάσσονται ο Τηλέμαχος, η μάνα…η Αρετούλα…ο Σώτος…ο Αντρέας με τον Παύλο …η Όλγα…
Τα μάτια του Ιάκωβου κλείνουν και ξαναπέφτει σε κώμα. Η κυρα-‘Ολγα ακούει έναν ρόγχο και έντρομη αφήνει το περιοδικό. Ο Ιάκωβος δεν ανασαίνει πια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.