Γράφει ο Σπύρος Νικ. Καρτσώνης
● « - Παίρνουν τους, κοπέλια, παίρνουν τους…
Μέσα στη σιγηλή νύχτα, πριν
χαράξει το πρώτο φως, έρχονταν οι δήμιοι και παίρνουν τους τους μελλοθάνατους
της ΕΟΚΑ για την αγχόνη. Κι αντηχούσαν τότε τραγούδια τα κελιά, ριγούσαν οι
παγωμένοι διάδρομοι κι απλωνόταν βαθύς, ασυγκράτητος, ωσάν λυγμός, ο
ευχαριστήριος ύμνος του Γένους ‘‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ’’. Έτσι πέθαιναν οι
λεβέντες για την Πατρίδα και το Χριστό. Για τη λευτεριά».
● Φλογισμένα τα νιάτα της Κύπρου, σαν πάντα. Η φλόγα του Γένους πυρπολεί
τις καρδιές. Δεν αντέχουν τ’ άδικο. Δεν βαστάνε το ζυγό. Δεν συμβιβάζονται. Δεν
σκύβουν το κεφάλι. Αντικρίζουν κατάματα τον βρετανό κυρίαρχο και τα όπλα του:
το βόλι, τη φωτιά, την αγχόνη. Στέκονται αντίκρυ του στα μαρμαρένια αλώνια.
Γυμνά τα χέρια, οπλισμένες οι καρδιές. Γι’ αυτό και δεν διστάζουν να
ακολουθήσουν το μονοπάτι της θυσίας· να γίνουν ολοκαύτωμα.
● Εκείνος ο μικρός περίβολος με
τους ψηλούς πέτρινους τοίχους -τοίχους με συρματοπλέγματα και σπασμένα γυαλιά
στην κορυφή τους- που στέκει βουβός στο εσωτερικό των κεντρικών Φυλακών της
Λευκωσίας· εκείνο το μικρό ‘‘αλώνι’’ με τους λουλουδόπνιχτους τάφους και τους
κάτασπρους σταυρούς -σταυρούς με μικρές φωτογραφίες πάνω τους- που σελαγίζει
στο λιόχαρο πρωινό, κλείνει στην αγκαλιά του τα σώματα δεκατριών νεκρών του
Αγώνα. Είναι τα Φυλακισμένα Μνήματα:
τόπος ιερός για έναν λαό που μάτωσε για την ανεξαρτησία του, τόπος - σύμβολο
για κάθε άνθρωπο που μάχεται για ανθρώπινη υπόσταση και λευτεριά, τόπος - προσκύνημα
για όλους όσοι θυμούνται -και όλοι θυμούνται- τα παλικάρια που θυσιάστηκαν.
● Εκεί, μέσα στα λουλούδια και στην απέραντη σιωπή
κοιμούνται άμωμοι οι νεκροί του Αγώνα· οι Γενναίοι: ο Μιχαήλ Καραολής και ο Ανδρέας
Δημητρίου (οι πρώτοι που αντίκρισαν την αγχόνη), ο Ανδρέας Ζάκος, ο Χαρίλαος
Μιχαήλ και ο Ιάκωβος Πατάτσος, ο Μιχαήλ
Κουτσόφτας, ο Στέλιος Μαυρομάτης και ο Ανδρέας
Παναγίδης, ο Εαυαγόρας Παλληκαρίδης (ο νεότερος
απ’ όλους, μόλις 19 χρονών), ο Μάρκος Δράκος, ο Γρηγόρης
Αυξεντίου, ο Στυλιανός Λένας και ο Κυριάκος
Μάτσης. Οι νεκροί δεκατρείς, τα μνήματα εννιά· οκτώ απ’ αυτούς οι
Άγγλοι τους έθαψαν ανά δυο· για να εξοικονομήσουν χώρο…
● Άσβεστο το καντήλι στα Φυλακισμένα Μνήματα. Γενιές ολόκληρες
φέρνουν, εξήντα τρία χρόνια τώρα -και θα φέρνουν- το λάδι, το κερί και το
φιτίλι στους σεμνούς και απέριττους τάφους. Εκεί,
μέσα στην απέραντη σιωπή -σαν σε υπαίθριο ναό-, ο προσκυνητής καλείται να
μεταλάβει από το δισκοπότηρο της θυσίας και αναβαπτίζεται. Νιώθει το νόημα,
κατανοεί τη διαφορά, αντιλαμβάνεται τι κουβαλάει, καταλαβαίνει από ποια γενιά
κρατάει, ανατριχιάζει στη συναίσθηση του Χρέους. Ξαναβαφτίζει την ψυχή του στα
νάματα της Ιστορίας και ομνύει τον όρκο τον ελληνικό.
● «Αν εμείς που
λεγόμαστε αρχηγοί δε θελήσουμε να εκτεθούμε σε κίνδυνο, πώς θα τολμήσουν αυτά
τα νέα παιδιά να αντισταθούν στον εχθρό;», έγραφε σε έναν συναγωνιστή του ο
‘‘δικός’’ μας Γρηγόρης Αυξεντίου λίγες ώρες πριν, ολομόναχος, εκτεθεί στις
ριπές και στα φλογοβόλα των Άγγλων.
Πιο πέρα η μάνα του,
αντίκρυ στη σπηλιά όπου μόνιαζε το λιοντάρι της παρακολουθούσε βουβή. Ωχρή μέσα
στα δάκρυά της η Μάνα της Κύπρου!
«Θα πάρω μιαν
ανηφοριά
θ’ ανέβω
σκαλοπάτια,
να βρω τα
μονοπάτια
που πάν’ στη
λευτεριά…»
έγραφε ο Ευαγόρας
Παλληκαρίδης λίγο πριν οδηγηθεί στην αγχόνη.
● Εξήντα τρία χρόνια πέρασαν από την 1η Απριλίου 1955
που άρχισε ο αγώνας για την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. Εξήντα τρία
χρόνια και ο πόνος και το αίμα και ο αγώνας των Κυπρίων, που για μια φορά ακόμη
‘‘έχουν πάρει μιαν ανηφοριά’’, όχι
την ένωση δεν έφερε, αλλά τον τραγικό χωρισμό του νησιού και νέα ονόματα ηρώων.
Άραγε πότε θα μπορέσουν να ξανασπείρουν τα χωράφια τους με τον καρπό
τους τον ευλογημένο και πότε να τα ποτίσουν με τον ιδρώτα του προσώπου τους;
Πότε θα μπορέσουν να χαρούν της γης τους τις κόκκινες παπαρούνες και τα λευκά
ζουμπούλια, τις μυρτιές και τις δάφνες, τους μόσχους και τα γαρίφαλα; Πότε η
μοίρα -που οι ‘‘Μεγάλοι‘’ κατευθύνουν- θα προστάξει να πάψουν να ποτίζουν τα
σπαρτά τους με δάκρυα και αίμα; Πότε η ‘‘πράσινη γραμμή’’ -το όνειδος των
ημερών μας- θα σταματήσει να είναι ο πικρός ορίζοντας στα ματωμένα χώματα; Στα
χώματα της θυσίας του Ισαάκ και του Σολωμού;
Ίσως ο ποιητής να γνωρίζει καλύτερα:
«Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ.
Δε χρειάζεται μακρύ καιρό,
για να φουσκώσει της πίκρας το
προζύμη… »
Προϋπόθεση
βεβαίως ο Αγώνας· εφαλτήριο η Μνήμη:
«Ό,τι σώζεται μέσα μου, δε θα
πεθάνει, αν το κρατήσω γερά».
Μπορεί να μην χρειάζεται ‘‘μακρύς καιρός’’· επειδή
όμως και ο λίγος φαντάζει ατελείωτος, η ερώτηση δε σταματά ν’ αγκυλώνει την
καρδιά:
Άραγε ποια να ‘ναι ‘‘τα σκαλοπάτια’’ και πότε
τάχα θα βρεθούν ‘‘τα μονοπάτια που πάν’ στη λευτεριά’’;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.