† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Γιά 39η φορά γιορτάστηκε στήν ἱστορική ἕδρα τῆς Μητροπόλεώς μας ἡ εὕρεση καί ἐπανενθρόνιση τῆς Θεομητορικῆς εἰκόνος τῆς ἐπονομαζομένης “Γουμένισσα”. Εὐλαβικός, πανηγυρικός ὁ ἑορτασμός ὡς ἐμπρέπει στήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί Μητέρα τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Τά ἔντονα καιρικά φαινόμενα δέν ἐπέτρεψαν μέν τήν καθιερωμένη λιτανεία, ἡ ἑορταστική ὅμως ἀναφορά στή χάρη Της καί ἡ λατρευτική δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἐκφράστηκαν ὡς ἔδει στήν πανηγυρική θεία λειτουργία. Τό πλήρωμα τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας ἀπέδωσε τόν ὀφειλετικό ἀσπασμό στή χάρη Της καί τήν τιμητική προσκύνηση, προσδεόμενο τῆς μητρικῆς Της βοηθείας καί γιά τή διαδρομή τοῦ βίου καί γιά τήν χαριτοδοσία τῶν ἐπέκεινα.
Ἐκφραστική τῶν ἀνωτέρω, καί ἡ ἑόρτια ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γουμενίσσης κ. Δημητρίου, πού ἑστίασε στόν κυκεώνα τῶν τωρινῶν ὁριακῶν προβλημάτων καί στήν ἐκκλησιαστική διέξοδο.
«“Κύριος ὁ Θεὸς εὐλογητός, εὐλογητὸς Κύριος ἡμέραν καθ᾿ ἡμέραν· κατευοδώσαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ Θεὸς τοῦ σῴζειν, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τοῦ θανάτου” (ψαλμ. 67, 20-21· βλ. Διάψαλμα Γ΄ Ὥρας).
Δόξα τῷ Θεῷ, ἀξιωνόμαστε ἐν ζωῇ ἄλλη μιά χρονιά νά ὑμνολογήσουμε τό Σωτήρα καί Θεό μας καί τήν Παναγία Μητέρα τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, γιά τή σημερινή κοινή γιορτή τῆς Γουμένισσας, τῆς Παιονίας καί (τώρα πλέον) ὅλης τῆς Μητροπόλεως.
Ἀρχές Μαρτίου τοῦ 1975, ὁ πειρασμός εἶχε φθονήσει τόν τόπο αὐτόν γιά τό στολίδι μας, γιά τό καταφύγιό μας, γιά τήν ἐλπίδα καί τή σιγουριά μας, γιά τόν ὁρατό μας Παράδεισο, γιά τήν αἰσθητή μας λύτρωση, γιά τό κειμήλιο τῆς ἱστορικῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑπόστασης. Ὁ πειρασμός φθόνησε τούς χριστιανούς, τούς ἐδῶ κατοίκους, μά καί αὐτόχρημα συνοριακούς φρουρούς τῆς Ἑλλάδος, γιατί ἡ Παναγία μας συμφώνησε μέ τήν εὐλαβική υἱοπρεπή ἐπιλογή μας, δέχθηκε νά πάρει τό ὄνομα τοῦ τόπου μας καί νά ἐπονομασθεῖ “Γουμένισσα”.
Ἐκείνη πού χώρεσε τόν Ἀχώρητο, Ἐκείνη πού ὡς ἄνθρωπος καί γέννησε καί ἐπενδύθηκε τόν Θεάνθρωπο Υἱό Της, Ἐκείνη λαμπροφορέθηκε μέ ὅλη τή Χάρη τοῦ Παρακλήτου, Ἐκείνη τήν Ὁποία προγνώριζε ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς (πρίν φτιάξει τόν κόσμο), καί στήν Ὁποία εὐδόκησε ὁ Τριαδικός Θεός (πρίν ἀκόμη γεννηθοῦν καί Τήν γεννήσουν οἱ Δίκαιοι Ἰωακείμ καί Ἄννα), Ἐκείνη ἡ προεγνωσμένη στό Θεό (γιά τήν ὁλοτελή Της ὑπακοή καί ἁγιότητα, γιά τήν ὁλοτελή Της παρθενία καί ἑκούσια τελειότητα αὐτοπροσφορᾶς σάν μοναδικό δῶρο στό Θεό)· ἡ Κόρη τῶν προφητειῶν τῆς πανανθρώπινης προετοιμασίας· ἡ πρωτο-λυτρωμένη καί πρωτο-σωσμένη καί πρωτ-αγιασμένη (ἀπό τή λυτρωτική συγκατάβαση καί σταύρωση καί ἀνάσταση καί ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Υἱοῦ καί Θεοῦ Της καί Θεοῦ μας)… Ἐκείνη θέλησε καί περιχωρήθηκε σέ μιά μικρή Κωμόπολη!
“Γουμένισσα” λέγαν τόν τόπο; “Γουμένισσα” ὀνομάστηκε ἡ πολυώνυμη Θεοτόκος!
Ἡ Βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκος, ἡ Γλυκοφιλοῦσα Θεοτόκος, ἡ Θεανθρωπο-κρατοῦσα Θεοτόκος, προσδέχθηκε τό ἆσμα τῶν ἀσμάτων τῆς καρδιᾶς μας γιά Κείνην! Ἀποδέχθηκε περιχαρής τό δικό μας “ἐπί πλέον” (τό “Γουμένισσα”) στό δικό Της “ἅπαν” (τό “Θεοτόκος”) πού περιλαμβάνει τόν Υἱό Της καί τήν Ἐκκλησία Του.
Καί ὅπως θεολογοῦν οἱ πνευματοκίνητοι Πατέρες, ἀρκοῦσε καί μόνη ἡ Θεοτόκος ὡς ἀπόκριση ἀγάπης καί ταπείνωσης, ὡς ἀπάντηση εὐχαριστίας καί ὑπακοῆς (ἀντί ὁλοκλήρου τοῦ κτιστοῦ κόσμου) στήν ἄκρα συγκατάβαση “τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς Σωτῆρος”…
…ἔ, λοιπόν! Αὐτό τό πανίερο καί μοναδικό ἀνθρώπινο πρόσωπο, αὐτή ἡ πανάγια ἀνθρώπινη ὕπαρξη, αὐτή ἡ τετελειωμένη ἀνθρώπινη ὀντότητα,… ἔγινε ἰδιαιτέρως Δική μας, καί γίναμε ἐξαιρέτως δικοί Της!
Μᾶς θέλησε, καί Τήν θελήσαμε. Μᾶς εὐσπλαχνίστηκε, καί Τήν ἀγαπήσαμε. Μᾶς σκέπτεται ἀδιάλειπτα, καί Τήν σκεπτόμαστε εὐλαβικά. Μᾶς φροντίζει ἀσταμάτητα, κι ἐμεῖς Τήν ὀνοματίζουμε μέ τά χείλη καί μέ τήν καρδιά καί μέ τό σταυροκόπημα: “Παναγία μου!” καί “Παναγία μου!” καί πάλι “Παναγία μου!” Τήν προσβλέπουμε μέ τήν ὁλόψυχη πενιχρή μας εὐλάβεια, καί μᾶς προσβλέπει μέ τήν ἀπέραντη δική Της στοργή. Ὡσάν νά μήν ἔχουμε τίποτε ἄλλο ὡραιότερο καί μοναδικότερο, ἔξω ἀπό τήν Βρεφοκρατοῦσα Παναγία τήν Γουμένισσα. Ὡσάν νά μήν ἔχει κανέναν ἄλλον ὡραιότερο καί μοναδικότερο στόν κόσμο ἡ Βρεφοκρατοῦσα Θεομήτωρ ἡ Γουμένισσα, ἔξω ἀπό ἐμᾶς!
Γι᾽ αὐτό ἄρχισα τό λόγο μου μέ τή δοξολογία τοῦ Υἱοῦ Της (Κύριος ὁ Θεός εὐλογητός). Γι᾽ αὐτό σήμερα, ἐδῶ, στή Γουμένισσα, συναχθήκαμε καί ἐκκλησιαζόμεθα καί προσφέρουμε στό Θεό Πατέρα τή θεία λειτουργία (μέ Ἀρχιερέα τόν Υἱό Του, χάρις στήν ἐνεργό παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Τό μυστήριο πού ἔζησε καί ὑπηρέτησε ἡ Παναγία μας, τό οὐρανο-επίγειο δῶρο τῆς πανανθρώπινης ἀπολυτρώσεως καί σωτηρίας, αὐτό τό γεγονός (πού λέγεται καί εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός), αὐτό τό μυστήριο (πού λέγεται καί εἶναι ἐκκλησία τῶν πιστῶν στό Χριστό), αὐτό τό μυστήριο περιμένει διαρκῶς τή δική μας ἐλεύθερη καί φιλότιμη συγκατάθεση, γιά νά γενοῦμε φορεῖς τῆς δωρεᾶς τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ὡσάν τούς Ἁγίους καί τούς Δικαίους τῆς πίστης μας, ὡσάν τούς ἥρωες τῆς φυλῆς μας).
Καί αὐτό τό μυστήριο, αὐτή ἡ δωρεά (ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) δέν ὑποστέλλεται οὔτε περιστέλλεται οὔτε ἀναιρεῖται ἀπό τήν τωρινή παγκόσμια ὑποτίμηση τῶν ἀνθρωπίνων. Αὐτό τό μυστήριο δέν γίνεται νά τό ὑφαρπάξουν οἱ λίγοι ἰδιοτελῶς. Οὔτε σέ Τράπεζες ἐμβάζεται οὔτε σέ Χρηματιστήρια διατιμᾶται οὔτε σέ χάρτες παγκόσμιας οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἀνακατανέμεται. Εἶναι δῶρο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐξ ἴσου πρός πάντα πιστεύοντα ὀρθόδοξο χριστιανό, ἀλλά καί ἀνοικτό πρός ἅπασαν τήν παναθρωπότητα ὡς κάλεσμα χριστοσωτηρίας, μέχρι τό ἔσχατο συγκάλεσμα τῆς Κρίσεως ἁπάντων.
Ὅμως, ξεχάστηκα, ὑμνώντας μαζί μέ ὅλους σας “τόν ὕμνο τοῦ Θεοῦ” καί “τόν ὕμνο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ”, πού εἰρηνεύει καί ζωογονεῖ τίς ψυχές μας.
Ξεχάστηκα, ὅπως ξεχνάει κανείς τά βάσανα καί τίς ἔγνοιες, κυττάζοντας τήν πανέμορφη ἀθωότητα τῶν μικρῶν παιδιῶν. Καθώς αὐτή ἡ παιδική ἀθωότητα (κι ἄς φαίνεται ἐλλιπής) ὡστόσο περικλείει ὅλην τήν ὀμορφιά τῆς ἀνθρωπινότητας!
Ἡ ἀνθρωπινότητα δέν διασώζεται στό 20% τῆς τωρινῆς ἀνθρωπότητας πού διαχειρίζεται ἰδιοτελῶς τό πλαστικό χρῆμα, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο 80% τῶν ἀνθρώπων πεινάει καί δυστυχεῖ, ὑποδουλωμένο στίς ἀλόγιστες καί παραλογισμένες ἰδιοτέλειες τῶν ὀλίγων. Ἡ ἀνθρωπινότητα δέν διασώζεται στήν ἐπιστήμη τῆς γνώσης καί τῆς τεχνολογίας, ὅταν αὐτές γίνονται ἐγχειρίδια πλουτισμοῦ τῶν λίγων σέ βάρος τῆς ὑπόλοιπης βασανισμένης ἀνθρωπότητας. Ἡ ἀνθρωπινότητα δέν διασώζεται στό σημερινό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πού εἶναι ἕνας ἀκήρυχτος πόλεμος ἀπανθρωπιᾶς, προσάναμμα τόσων πολέμων καί καταστροφῶν. Ἡ πολιτική σήμερα, καί μέσα στόν ΟΗΕ καί ἔξω ἀπό τόν ΟΗΕ, εἶναι περιποιημένη ὑπηρέτρια τῆς… ἀπανθρωπιᾶς, ἐντολοδόχος τῆς πολιτικῆς ὑποκρισίας διεθνῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων, ὄχι ἁπλῶς δίχως ἀνθρωπιά πρακτικῆς, ἀλλά δίχως ἀνθρωπινότητα ἤθους καί ὑπόστασης! Ἔχουμε πλέον μιά μετάλλαξη τῆς ἀνθρωπινότητος σέ ἐπιστημονικές καί τεχνολογικές τερατογενέσεις. Ψάχνουν οἱ βιογενετιστές καθ᾽ ἑαυτούς νά ἀνακαλύψουν τήν ἀνθρωπογένεση, ἐπ᾽ ὠφελείᾳ μᾶλλον τῆς γνώσης εἴτε καί τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς. Ὅμως, αὐτό πού δέν ψάχνουν ἤ πού δέν τολμοῦν νά καταγγείλουν οἱ ἀμειβόμενοι ἐπιστήμονες εἶναι ἡ οἰκονομική καί φιλοσοφική τερατογένεση τῆς ἀπανθρωπιᾶς!
Γι᾽ αὐτό ἐμεῖς, οἱ ἁπλοί καί πονεμένοι ἄνθρωποι, ἀπογοητευμένοι, ἐπαναπαυόμαστε τουλάχιστον στήν ἐνυπόστατη, ἀκίβδηλη ἀπαρχή τῆς ἀνθρωπινότητος καί τῆς ἀνθρωπιᾶς: στήν παιδική ἀθωότητα. Διότι, κατά βάθος, λαχταροῦμε νά διατηρήσουμε ὅσο γίνεται πιό καθάρια, πιό ἀμόλυντα, πιό νεανικά καί ἀγέραστα, πιό ἀδιατίμητα καί γνήσια τά χαρακτηριστικά τοῦ “εἶναί” μας καί τήν πληρότητα καί μονιμότητά τους.
Στό σημεῖο αὐτό, γεννῶνται κάποια βασανιστικά ἐρωτηματικά.
Ἀναπνεύσαμε λιγάκι ἀπό τόν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο καί τίς πολιτικο-οικονομικές διεθνικές συνέπειές του, καί ὅμως βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ ποικιλία νέων ἀδιεξόδων ἐντάσεων, ἀπελπιστικῶν, ἐξουθενωτικῶν γιά κάθε ἄνθρωπο, γιά σύνολη τήν ἀνθρωπότητα, γιά τίς προοπτικές μιᾶς εἰρηνικῆς καί δημιουργικῆς ἐπιβίωσης. Οἱ λίγοι παίζουν στά ζάρια ὄχι μόνο τό μέλλον τοῦ κόσμου, πρός ἴδιον ὄφελος, ἀλλά παίζουν αὐτό τοῦτο τό “παρόν” ἤ μᾶλλον αὐτό τό ἴδιο τό “εἶναι” ὅλων μας. Οἱ ἐπιθετικοί ἐξοπλισμοί καί οἱ προκλητές φονικές ἐντάσεις, ἡ καταιγιστική διεκδίκηση καί ἐμπορεία ὅλων τῶν φυσικῶν καί ἀτμοσφαιρικῶν καί τεχνητῶν εὐκαιριῶν, παρ᾽ ὅλες τίς φαινόμενες προόδους διεθνῶν συμφωνιῶν στά ἀτομικά δικαιώματα, δείχνει πώς ἔχουμε ἀπωλέσει τό ἰσοζύγιο τῆς ἀνθρωπιᾶς, τά σταθμά τῆς εἰρήνης, τήν ἀξιακή ἀναφορά στό κοινωνικό ἦθος. Εἴμεθα μᾶλλον ἡ πιό πολιτισμένη περίοδος τῆς πανανθρωπότητος, μέ τεράστιες γνωσιακές καί τεχνολογικές ἐπιστημονικές προόδους, κι ὅμως δέν ἔχουμε ἀνακαλύψει ἀκόμη τήν “ἀνθρωπιά”, τόν “ἄνθρωπο”, τήν “ἀνθρωπινότητα”. Ὑπάρχουν στό λεξιλόγιο τῶν διεθνῶν συμφωνιῶν, ἀλλ᾽ ἀπουσιάζουν ἀπό τό “καρδιο-λόγιο” καί τήν διεθνική πρακτική, λείπουν παντελῶς ἀπό τή μετανεωτερική φιλοσοφία μιᾶς ζωῆς δίχως τόν ἐνανθρωπισμένο καί αὐτο-αποκαλυφθέντα Θεό.
Ὁ καθένας μας εἰσπράττει τά δεινά μέ ἕναν προσωπικό τρόπο τραγικότητας, μέ μιάν διαβαθμισμένη ἔνταση ἐξουθένωσης. Ἡ ἀναμέτρηση τοῦ σημερινοῦ κόσμου παγκοσμίως (καί ἡμῶν, ἐδῶ, στήν Ἑλλάδα) μέ τήν ἀπανθρωπιά, πού φέρει τό ἐκσυγχρονισμένο ὄνομα “κρίση”, ὁλοέν καί δραματικότερα στεγνώνει τήν ἱκμάδα τῆς ζωντάνιας καί τῆς δημιουργικότητας. Καί, βέβαια, πολλοί ἄνθρωποι ἀπελπισμένα διερωτῶνται:
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί δέν ἐπεμβαίνει νά δώσει τέρμα στά δεινά τοῦ λαοῦ μας καί ὅλου τοῦ κόσμου;
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί δέν παρεμβαίνει σέ τόσους διεθνικούς πολιτικο-οικονομικούς πολέμους μέ θρησκευτικά μανιακά κακουργήματα;
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί δέν ξανακάνει εὔκολη τή διαβίωσή μας, χωρίς βάσανα καί δυσκολίες, χωρίς ἀπειλές καί τρομοκρατίες, χωρίς πολέμους;
Ἡ θεολογική ἀπόκριση εἶναι σαφής:
Μέ παρόμοια ἐρωτήματα ἀναμετρήθηκαν πολλοί Ἅγιοι, ἄν ὄχι ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Στόν ἐκτεταμένο προφητικό του λόγο ὁ ἅγιος Ἡσαΐας μᾶς δίνει συνεχῶς τραγικούς διαλόγους ἀπελπισμένης πίστης τῶν ἀνθρώπων στό Θεό καί ἀπαντήσεων ἐλπιδοφόρων ἀπό τό Θεό (βλ. κεφ. 1 καί κεφ. 49): «Εἶπε δὲ Σιών· ἐγκατέλιπέ με Κύριος, καὶ ὁ Κύριος ἐπελάθετό μου. Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, εἶπε Κύριος» (κεφ. 49: 14-15)! Ἀκόμη κι ἄν μιά γυναίκα φθάσει στό σημεῖο νά ἀδιαφορήσει γιά τά σπλάχνα της, τουναντίον ἐγώ ποτέ δέν θά σᾶς λησμονήσω. Ὑπάρχουμε, διότι Ἐκεῖνος θέλει καί ὑπάρχουμε. Ἡ ἔλλογη καί ἔνζωος ὕπαρξή μας εἶναι δικό Του δῶρο, δῶρο ἀνεξάντλητης πρόνοιας, ἀνείκαστης στοργῆς.
Ὅμως, γιατί ὑποφέρουμε;
Στήν πρώτη-πρώτη καθημερινή προσευχή “Βασιλεῦ οὐράνιε…” διαλαλοῦμε: “ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν”. Καί παρακαλοῦμε: “ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν…”! Θά ἔλεγα ἐπίκαιρα, ψηφίζουμε Χριστό, μέ τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο πού τόν δοκίμασαν ἀναρίθμητοι δικαιωμένοι εἴτε ἁγιασμένοι συνάνθρωποί μας, ὅπως καί σήμερα αὐτό ἐπιτελεῖται στίς ἱεραποστολικές χῶρες ἤ καί ἐδῶ σέ μᾶς, μέ ὅσους ἐπιστρέφουν εἰς ἑαυτούς καί ἀκολούθως εἰς Χριστόν. Ὅλοι ὅσοι βρῆκαν τόν Χριστό, ὁμιλοῦν μέ μιάν ἀμεσότητα καί ἀμοιβαιότητα κοινωνίας μαζί Του. Ὅλοι, ἀνεξαιρέτως διαλαλοῦν τή λυτρωτική αὐτή ἐπιλογή, τή σωστική αὐτή συνάντηση.
Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀπάντηση στά βασανιστικά ἐρωτήματα. Μήν περιμένουμε νά ἀλλάξει ἡ πανανθρώπινη κατάσταση, ἐάν δέν θελήσουμε νά συναντηθοῦμε μέ τό Χριστό. Μηχανι(στι)κές λύσεις δέν ὑπάρχουν στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας. Μηχανι(στι)κές λύσεις δέν ὑπάρχουν στήν παγκόσμια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας.
Ὁ,τιδήποτε καί ὁποιοσδήποτε φαίνεται πως “ὑπάρχει” χωρίς νά ἔχει μερίδιο μετοχῆς στόν “πανταχοῦ παρόντα Θεό”, δυστυχῶς μεταφέρει τή νεκρότητα τοῦ ἤθους, τή νεκρότητα τοῦ “εἶναι”, τή νεκρότητα τῆς ἐπιβίωσης, ὡς ἀπρόσωπος ἀριθμός. Καί μέ αὐτό τό “ἀνυπόστατο” μετέχει εἴτε ὡς ἀνενεργός εἴτε ὡς ἐνεργός ἀριθμός στήν κοσμικότητα (οἰκονομία, πολιτική, ἐπικοινωνία, διεθνισμό, παγκοσμιοποίηση, πολιτισμό κ.ο.κ.).
Ἔχουμε συνηθίσει σέ ἕναν πολιτισμό μηχανιστικῆς λειτουργικότητος. Ἀκόμη καί τίς φιλικές σχέσεις τίς ὑποτάσσουμε στίς μηχανιστικές πρακτικές ἐπικοινωνίας (ὄχι ὅμως ἀληθινῆς κοινωνίας). Ἀποζητοῦμε τίς εὔκολες λύσεις, ἀπρόθυμοι νά ἐπιδοτήσουμε τή γνώμη καί τή θέληση καί τό ἦθός μας μέ τό μοναδικό ἄπτωτο “ἐπίδομα”, πού εἶναι τό “ἐν Χριστῷ”. Ὁ Θεός δέν μᾶς δάνεισε τήν ὕπαρξη καί τόν Ἑαυτό Του (σάν τόν τοκογλύφο “πειρασμό” καί τά φανερά ἐγκόσμια διεθνῆ ὄργανά του). Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν ὕπαρξη καί μᾶς δίνει τόν ῾Εαυτό Του, ὥστε νά γίνουμε “ἕνα” μαζί Του, αὐτό πού τό διαλαλοῦν ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὅλοι οἱ Παῦλοι ὅλων τῶν ἐποχῶν: “ἐν Χριστῷ”.
Ὁπότε, γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς καί ἔντιμοι, νά ἀρχίσουμε νά μαθαίνουμε ἐμεῖς πρῶτοι καί νά διδάσκουμε μέ τόν τρόπο μας στήν κοινωνική καί πολιτική καί ἐπιστημονική καί πολιτιστική στελέχωση τοῦ δικοῦ μας “σήμερα”: τό σωστό ὑπαρξιακό ἐρώτημα γιά τίς πανανθρώπινες τραγικότητες.
Ποῦ βρισκόμαστε σέ σχέση μέ τόν ζῶντα Θεό;
Πόσο ἀποζητοῦμε τό Θεό, μέ πόσην πεῖνα καί δίψα σχέσης, στά δευτερόλεπτα τῆς ἀτομικῆς μας ἱστορίας;
Μέ πόσο Θεό φτιάξαμε τήν τωρινή μας ἱστορία;
Τί ἐμπνεύσαμε στήν τωρινή κοινωνία; Πόσο Χριστό φανερώνουμε καί μοιραζόμαστε μεταξύ μας στίς καθημερινές μας σχέσεις καί συναλλαγές; Πόσο Χριστό βλέπουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον, στίς χαρές καί προπαντός στίς ἀνάγκες μας; Ἐδῶ εἶναι ἡ λύση, ἐδῶ εἶναι ἡ λύ(τρω)ση.
Ἡ Παναγία μας ἡ Γουμένισσα ἔρχεται σήμερα, μέ τήν ἑορτή Της, καί μᾶς δείχνει τό δρόμο, τήν πραγματικότητα, τή ζωντάνια, πού εἶναι ὁ Χριστός (δηλαδή ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς ἔδωσε τήν ἄμεση δυνατότητα τῆς σχέσης μαζί Του μέσα στό μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὕπαρξης). Στά δικά Της χρόνια δέν ἦταν οὔτε ἅγιες οὔτε βολικές οἱ κοσμικές καί κοινωνικές συνθῆκες. Κι Ἐκείνη καί ὁ Υἱός Της καί Θεός μας ἀναμετρήθηκαν μέ κατατρεγμούς, μέχρι σταυρώσεως καί ρομφαίας. Ἀλλά δέν νίκησε ἡ ἀπανθρωπιά. Νίκησε ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση. Ἐδῶ εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ ὑπομονή καί ἡ νίκη μας, ἐφαρμοσμένες στήν καθημερινή διαβίωση καί κοινωνική σχέση.
Ἀρχές Μαρτίου τοῦ 1975, ξαναβρήκαμε τήν Παναγία τή Γουμένισσα. Ἐμπρός, λοιπόν, ἀρχές Μαρτίου τοῦ 2014, νά ξαναβροῦμε τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σωτήρα καί καθενός συνανθρώπου μας πού περιμένει ἀπό μᾶς τήν ἁπλοχεριά τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς βαπτισμένης στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Γιά 39η φορά γιορτάστηκε στήν ἱστορική ἕδρα τῆς Μητροπόλεώς μας ἡ εὕρεση καί ἐπανενθρόνιση τῆς Θεομητορικῆς εἰκόνος τῆς ἐπονομαζομένης “Γουμένισσα”. Εὐλαβικός, πανηγυρικός ὁ ἑορτασμός ὡς ἐμπρέπει στήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ καί Μητέρα τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Τά ἔντονα καιρικά φαινόμενα δέν ἐπέτρεψαν μέν τήν καθιερωμένη λιτανεία, ἡ ἑορταστική ὅμως ἀναφορά στή χάρη Της καί ἡ λατρευτική δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἐκφράστηκαν ὡς ἔδει στήν πανηγυρική θεία λειτουργία. Τό πλήρωμα τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας ἀπέδωσε τόν ὀφειλετικό ἀσπασμό στή χάρη Της καί τήν τιμητική προσκύνηση, προσδεόμενο τῆς μητρικῆς Της βοηθείας καί γιά τή διαδρομή τοῦ βίου καί γιά τήν χαριτοδοσία τῶν ἐπέκεινα.
Ἐκφραστική τῶν ἀνωτέρω, καί ἡ ἑόρτια ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γουμενίσσης κ. Δημητρίου, πού ἑστίασε στόν κυκεώνα τῶν τωρινῶν ὁριακῶν προβλημάτων καί στήν ἐκκλησιαστική διέξοδο.
«“Κύριος ὁ Θεὸς εὐλογητός, εὐλογητὸς Κύριος ἡμέραν καθ᾿ ἡμέραν· κατευοδώσαι ἡμῖν ὁ Θεὸς τῶν σωτηρίων ἡμῶν, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ Θεὸς τοῦ σῴζειν, καὶ τοῦ Κυρίου Κυρίου αἱ διέξοδοι τοῦ θανάτου” (ψαλμ. 67, 20-21· βλ. Διάψαλμα Γ΄ Ὥρας).
Δόξα τῷ Θεῷ, ἀξιωνόμαστε ἐν ζωῇ ἄλλη μιά χρονιά νά ὑμνολογήσουμε τό Σωτήρα καί Θεό μας καί τήν Παναγία Μητέρα τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του, γιά τή σημερινή κοινή γιορτή τῆς Γουμένισσας, τῆς Παιονίας καί (τώρα πλέον) ὅλης τῆς Μητροπόλεως.
Ἀρχές Μαρτίου τοῦ 1975, ὁ πειρασμός εἶχε φθονήσει τόν τόπο αὐτόν γιά τό στολίδι μας, γιά τό καταφύγιό μας, γιά τήν ἐλπίδα καί τή σιγουριά μας, γιά τόν ὁρατό μας Παράδεισο, γιά τήν αἰσθητή μας λύτρωση, γιά τό κειμήλιο τῆς ἱστορικῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ὑπόστασης. Ὁ πειρασμός φθόνησε τούς χριστιανούς, τούς ἐδῶ κατοίκους, μά καί αὐτόχρημα συνοριακούς φρουρούς τῆς Ἑλλάδος, γιατί ἡ Παναγία μας συμφώνησε μέ τήν εὐλαβική υἱοπρεπή ἐπιλογή μας, δέχθηκε νά πάρει τό ὄνομα τοῦ τόπου μας καί νά ἐπονομασθεῖ “Γουμένισσα”.
Ἐκείνη πού χώρεσε τόν Ἀχώρητο, Ἐκείνη πού ὡς ἄνθρωπος καί γέννησε καί ἐπενδύθηκε τόν Θεάνθρωπο Υἱό Της, Ἐκείνη λαμπροφορέθηκε μέ ὅλη τή Χάρη τοῦ Παρακλήτου, Ἐκείνη τήν Ὁποία προγνώριζε ὅλη ἡ Ἁγία Τριάς (πρίν φτιάξει τόν κόσμο), καί στήν Ὁποία εὐδόκησε ὁ Τριαδικός Θεός (πρίν ἀκόμη γεννηθοῦν καί Τήν γεννήσουν οἱ Δίκαιοι Ἰωακείμ καί Ἄννα), Ἐκείνη ἡ προεγνωσμένη στό Θεό (γιά τήν ὁλοτελή Της ὑπακοή καί ἁγιότητα, γιά τήν ὁλοτελή Της παρθενία καί ἑκούσια τελειότητα αὐτοπροσφορᾶς σάν μοναδικό δῶρο στό Θεό)· ἡ Κόρη τῶν προφητειῶν τῆς πανανθρώπινης προετοιμασίας· ἡ πρωτο-λυτρωμένη καί πρωτο-σωσμένη καί πρωτ-αγιασμένη (ἀπό τή λυτρωτική συγκατάβαση καί σταύρωση καί ἀνάσταση καί ἀνάληψη τοῦ Σωτῆρος Υἱοῦ καί Θεοῦ Της καί Θεοῦ μας)… Ἐκείνη θέλησε καί περιχωρήθηκε σέ μιά μικρή Κωμόπολη!
“Γουμένισσα” λέγαν τόν τόπο; “Γουμένισσα” ὀνομάστηκε ἡ πολυώνυμη Θεοτόκος!
Ἡ Βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκος, ἡ Γλυκοφιλοῦσα Θεοτόκος, ἡ Θεανθρωπο-κρατοῦσα Θεοτόκος, προσδέχθηκε τό ἆσμα τῶν ἀσμάτων τῆς καρδιᾶς μας γιά Κείνην! Ἀποδέχθηκε περιχαρής τό δικό μας “ἐπί πλέον” (τό “Γουμένισσα”) στό δικό Της “ἅπαν” (τό “Θεοτόκος”) πού περιλαμβάνει τόν Υἱό Της καί τήν Ἐκκλησία Του.
Καί ὅπως θεολογοῦν οἱ πνευματοκίνητοι Πατέρες, ἀρκοῦσε καί μόνη ἡ Θεοτόκος ὡς ἀπόκριση ἀγάπης καί ταπείνωσης, ὡς ἀπάντηση εὐχαριστίας καί ὑπακοῆς (ἀντί ὁλοκλήρου τοῦ κτιστοῦ κόσμου) στήν ἄκρα συγκατάβαση “τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς Σωτῆρος”…
…ἔ, λοιπόν! Αὐτό τό πανίερο καί μοναδικό ἀνθρώπινο πρόσωπο, αὐτή ἡ πανάγια ἀνθρώπινη ὕπαρξη, αὐτή ἡ τετελειωμένη ἀνθρώπινη ὀντότητα,… ἔγινε ἰδιαιτέρως Δική μας, καί γίναμε ἐξαιρέτως δικοί Της!
Μᾶς θέλησε, καί Τήν θελήσαμε. Μᾶς εὐσπλαχνίστηκε, καί Τήν ἀγαπήσαμε. Μᾶς σκέπτεται ἀδιάλειπτα, καί Τήν σκεπτόμαστε εὐλαβικά. Μᾶς φροντίζει ἀσταμάτητα, κι ἐμεῖς Τήν ὀνοματίζουμε μέ τά χείλη καί μέ τήν καρδιά καί μέ τό σταυροκόπημα: “Παναγία μου!” καί “Παναγία μου!” καί πάλι “Παναγία μου!” Τήν προσβλέπουμε μέ τήν ὁλόψυχη πενιχρή μας εὐλάβεια, καί μᾶς προσβλέπει μέ τήν ἀπέραντη δική Της στοργή. Ὡσάν νά μήν ἔχουμε τίποτε ἄλλο ὡραιότερο καί μοναδικότερο, ἔξω ἀπό τήν Βρεφοκρατοῦσα Παναγία τήν Γουμένισσα. Ὡσάν νά μήν ἔχει κανέναν ἄλλον ὡραιότερο καί μοναδικότερο στόν κόσμο ἡ Βρεφοκρατοῦσα Θεομήτωρ ἡ Γουμένισσα, ἔξω ἀπό ἐμᾶς!
Γι᾽ αὐτό ἄρχισα τό λόγο μου μέ τή δοξολογία τοῦ Υἱοῦ Της (Κύριος ὁ Θεός εὐλογητός). Γι᾽ αὐτό σήμερα, ἐδῶ, στή Γουμένισσα, συναχθήκαμε καί ἐκκλησιαζόμεθα καί προσφέρουμε στό Θεό Πατέρα τή θεία λειτουργία (μέ Ἀρχιερέα τόν Υἱό Του, χάρις στήν ἐνεργό παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος).
Τό μυστήριο πού ἔζησε καί ὑπηρέτησε ἡ Παναγία μας, τό οὐρανο-επίγειο δῶρο τῆς πανανθρώπινης ἀπολυτρώσεως καί σωτηρίας, αὐτό τό γεγονός (πού λέγεται καί εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός), αὐτό τό μυστήριο (πού λέγεται καί εἶναι ἐκκλησία τῶν πιστῶν στό Χριστό), αὐτό τό μυστήριο περιμένει διαρκῶς τή δική μας ἐλεύθερη καί φιλότιμη συγκατάθεση, γιά νά γενοῦμε φορεῖς τῆς δωρεᾶς τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (ὡσάν τούς Ἁγίους καί τούς Δικαίους τῆς πίστης μας, ὡσάν τούς ἥρωες τῆς φυλῆς μας).
Καί αὐτό τό μυστήριο, αὐτή ἡ δωρεά (ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος) δέν ὑποστέλλεται οὔτε περιστέλλεται οὔτε ἀναιρεῖται ἀπό τήν τωρινή παγκόσμια ὑποτίμηση τῶν ἀνθρωπίνων. Αὐτό τό μυστήριο δέν γίνεται νά τό ὑφαρπάξουν οἱ λίγοι ἰδιοτελῶς. Οὔτε σέ Τράπεζες ἐμβάζεται οὔτε σέ Χρηματιστήρια διατιμᾶται οὔτε σέ χάρτες παγκόσμιας οἰκονομικῆς πολιτικῆς ἀνακατανέμεται. Εἶναι δῶρο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐξ ἴσου πρός πάντα πιστεύοντα ὀρθόδοξο χριστιανό, ἀλλά καί ἀνοικτό πρός ἅπασαν τήν παναθρωπότητα ὡς κάλεσμα χριστοσωτηρίας, μέχρι τό ἔσχατο συγκάλεσμα τῆς Κρίσεως ἁπάντων.
Ὅμως, ξεχάστηκα, ὑμνώντας μαζί μέ ὅλους σας “τόν ὕμνο τοῦ Θεοῦ” καί “τόν ὕμνο τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ”, πού εἰρηνεύει καί ζωογονεῖ τίς ψυχές μας.
Ξεχάστηκα, ὅπως ξεχνάει κανείς τά βάσανα καί τίς ἔγνοιες, κυττάζοντας τήν πανέμορφη ἀθωότητα τῶν μικρῶν παιδιῶν. Καθώς αὐτή ἡ παιδική ἀθωότητα (κι ἄς φαίνεται ἐλλιπής) ὡστόσο περικλείει ὅλην τήν ὀμορφιά τῆς ἀνθρωπινότητας!
Ἡ ἀνθρωπινότητα δέν διασώζεται στό 20% τῆς τωρινῆς ἀνθρωπότητας πού διαχειρίζεται ἰδιοτελῶς τό πλαστικό χρῆμα, ἐνῶ τό ὑπόλοιπο 80% τῶν ἀνθρώπων πεινάει καί δυστυχεῖ, ὑποδουλωμένο στίς ἀλόγιστες καί παραλογισμένες ἰδιοτέλειες τῶν ὀλίγων. Ἡ ἀνθρωπινότητα δέν διασώζεται στήν ἐπιστήμη τῆς γνώσης καί τῆς τεχνολογίας, ὅταν αὐτές γίνονται ἐγχειρίδια πλουτισμοῦ τῶν λίγων σέ βάρος τῆς ὑπόλοιπης βασανισμένης ἀνθρωπότητας. Ἡ ἀνθρωπινότητα δέν διασώζεται στό σημερινό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, πού εἶναι ἕνας ἀκήρυχτος πόλεμος ἀπανθρωπιᾶς, προσάναμμα τόσων πολέμων καί καταστροφῶν. Ἡ πολιτική σήμερα, καί μέσα στόν ΟΗΕ καί ἔξω ἀπό τόν ΟΗΕ, εἶναι περιποιημένη ὑπηρέτρια τῆς… ἀπανθρωπιᾶς, ἐντολοδόχος τῆς πολιτικῆς ὑποκρισίας διεθνῶν οἰκονομικῶν συμφερόντων, ὄχι ἁπλῶς δίχως ἀνθρωπιά πρακτικῆς, ἀλλά δίχως ἀνθρωπινότητα ἤθους καί ὑπόστασης! Ἔχουμε πλέον μιά μετάλλαξη τῆς ἀνθρωπινότητος σέ ἐπιστημονικές καί τεχνολογικές τερατογενέσεις. Ψάχνουν οἱ βιογενετιστές καθ᾽ ἑαυτούς νά ἀνακαλύψουν τήν ἀνθρωπογένεση, ἐπ᾽ ὠφελείᾳ μᾶλλον τῆς γνώσης εἴτε καί τῆς ἀνθρωπινῆς ζωῆς. Ὅμως, αὐτό πού δέν ψάχνουν ἤ πού δέν τολμοῦν νά καταγγείλουν οἱ ἀμειβόμενοι ἐπιστήμονες εἶναι ἡ οἰκονομική καί φιλοσοφική τερατογένεση τῆς ἀπανθρωπιᾶς!
Γι᾽ αὐτό ἐμεῖς, οἱ ἁπλοί καί πονεμένοι ἄνθρωποι, ἀπογοητευμένοι, ἐπαναπαυόμαστε τουλάχιστον στήν ἐνυπόστατη, ἀκίβδηλη ἀπαρχή τῆς ἀνθρωπινότητος καί τῆς ἀνθρωπιᾶς: στήν παιδική ἀθωότητα. Διότι, κατά βάθος, λαχταροῦμε νά διατηρήσουμε ὅσο γίνεται πιό καθάρια, πιό ἀμόλυντα, πιό νεανικά καί ἀγέραστα, πιό ἀδιατίμητα καί γνήσια τά χαρακτηριστικά τοῦ “εἶναί” μας καί τήν πληρότητα καί μονιμότητά τους.
Στό σημεῖο αὐτό, γεννῶνται κάποια βασανιστικά ἐρωτηματικά.
Ἀναπνεύσαμε λιγάκι ἀπό τόν Β΄ παγκόσμιο πόλεμο καί τίς πολιτικο-οικονομικές διεθνικές συνέπειές του, καί ὅμως βρισκόμαστε ἀντιμέτωποι μέ ποικιλία νέων ἀδιεξόδων ἐντάσεων, ἀπελπιστικῶν, ἐξουθενωτικῶν γιά κάθε ἄνθρωπο, γιά σύνολη τήν ἀνθρωπότητα, γιά τίς προοπτικές μιᾶς εἰρηνικῆς καί δημιουργικῆς ἐπιβίωσης. Οἱ λίγοι παίζουν στά ζάρια ὄχι μόνο τό μέλλον τοῦ κόσμου, πρός ἴδιον ὄφελος, ἀλλά παίζουν αὐτό τοῦτο τό “παρόν” ἤ μᾶλλον αὐτό τό ἴδιο τό “εἶναι” ὅλων μας. Οἱ ἐπιθετικοί ἐξοπλισμοί καί οἱ προκλητές φονικές ἐντάσεις, ἡ καταιγιστική διεκδίκηση καί ἐμπορεία ὅλων τῶν φυσικῶν καί ἀτμοσφαιρικῶν καί τεχνητῶν εὐκαιριῶν, παρ᾽ ὅλες τίς φαινόμενες προόδους διεθνῶν συμφωνιῶν στά ἀτομικά δικαιώματα, δείχνει πώς ἔχουμε ἀπωλέσει τό ἰσοζύγιο τῆς ἀνθρωπιᾶς, τά σταθμά τῆς εἰρήνης, τήν ἀξιακή ἀναφορά στό κοινωνικό ἦθος. Εἴμεθα μᾶλλον ἡ πιό πολιτισμένη περίοδος τῆς πανανθρωπότητος, μέ τεράστιες γνωσιακές καί τεχνολογικές ἐπιστημονικές προόδους, κι ὅμως δέν ἔχουμε ἀνακαλύψει ἀκόμη τήν “ἀνθρωπιά”, τόν “ἄνθρωπο”, τήν “ἀνθρωπινότητα”. Ὑπάρχουν στό λεξιλόγιο τῶν διεθνῶν συμφωνιῶν, ἀλλ᾽ ἀπουσιάζουν ἀπό τό “καρδιο-λόγιο” καί τήν διεθνική πρακτική, λείπουν παντελῶς ἀπό τή μετανεωτερική φιλοσοφία μιᾶς ζωῆς δίχως τόν ἐνανθρωπισμένο καί αὐτο-αποκαλυφθέντα Θεό.
Ὁ καθένας μας εἰσπράττει τά δεινά μέ ἕναν προσωπικό τρόπο τραγικότητας, μέ μιάν διαβαθμισμένη ἔνταση ἐξουθένωσης. Ἡ ἀναμέτρηση τοῦ σημερινοῦ κόσμου παγκοσμίως (καί ἡμῶν, ἐδῶ, στήν Ἑλλάδα) μέ τήν ἀπανθρωπιά, πού φέρει τό ἐκσυγχρονισμένο ὄνομα “κρίση”, ὁλοέν καί δραματικότερα στεγνώνει τήν ἱκμάδα τῆς ζωντάνιας καί τῆς δημιουργικότητας. Καί, βέβαια, πολλοί ἄνθρωποι ἀπελπισμένα διερωτῶνται:
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί δέν ἐπεμβαίνει νά δώσει τέρμα στά δεινά τοῦ λαοῦ μας καί ὅλου τοῦ κόσμου;
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί δέν παρεμβαίνει σέ τόσους διεθνικούς πολιτικο-οικονομικούς πολέμους μέ θρησκευτικά μανιακά κακουργήματα;
Ποῦ εἶναι ὁ Θεός; Γιατί δέν ξανακάνει εὔκολη τή διαβίωσή μας, χωρίς βάσανα καί δυσκολίες, χωρίς ἀπειλές καί τρομοκρατίες, χωρίς πολέμους;
Ἡ θεολογική ἀπόκριση εἶναι σαφής:
Μέ παρόμοια ἐρωτήματα ἀναμετρήθηκαν πολλοί Ἅγιοι, ἄν ὄχι ὅλοι οἱ Ἅγιοι. Στόν ἐκτεταμένο προφητικό του λόγο ὁ ἅγιος Ἡσαΐας μᾶς δίνει συνεχῶς τραγικούς διαλόγους ἀπελπισμένης πίστης τῶν ἀνθρώπων στό Θεό καί ἀπαντήσεων ἐλπιδοφόρων ἀπό τό Θεό (βλ. κεφ. 1 καί κεφ. 49): «Εἶπε δὲ Σιών· ἐγκατέλιπέ με Κύριος, καὶ ὁ Κύριος ἐπελάθετό μου. Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδίου αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ᾿ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, εἶπε Κύριος» (κεφ. 49: 14-15)! Ἀκόμη κι ἄν μιά γυναίκα φθάσει στό σημεῖο νά ἀδιαφορήσει γιά τά σπλάχνα της, τουναντίον ἐγώ ποτέ δέν θά σᾶς λησμονήσω. Ὑπάρχουμε, διότι Ἐκεῖνος θέλει καί ὑπάρχουμε. Ἡ ἔλλογη καί ἔνζωος ὕπαρξή μας εἶναι δικό Του δῶρο, δῶρο ἀνεξάντλητης πρόνοιας, ἀνείκαστης στοργῆς.
Ὅμως, γιατί ὑποφέρουμε;
Στήν πρώτη-πρώτη καθημερινή προσευχή “Βασιλεῦ οὐράνιε…” διαλαλοῦμε: “ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν”. Καί παρακαλοῦμε: “ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἡμῖν…”! Θά ἔλεγα ἐπίκαιρα, ψηφίζουμε Χριστό, μέ τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο πού τόν δοκίμασαν ἀναρίθμητοι δικαιωμένοι εἴτε ἁγιασμένοι συνάνθρωποί μας, ὅπως καί σήμερα αὐτό ἐπιτελεῖται στίς ἱεραποστολικές χῶρες ἤ καί ἐδῶ σέ μᾶς, μέ ὅσους ἐπιστρέφουν εἰς ἑαυτούς καί ἀκολούθως εἰς Χριστόν. Ὅλοι ὅσοι βρῆκαν τόν Χριστό, ὁμιλοῦν μέ μιάν ἀμεσότητα καί ἀμοιβαιότητα κοινωνίας μαζί Του. Ὅλοι, ἀνεξαιρέτως διαλαλοῦν τή λυτρωτική αὐτή ἐπιλογή, τή σωστική αὐτή συνάντηση.
Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀπάντηση στά βασανιστικά ἐρωτήματα. Μήν περιμένουμε νά ἀλλάξει ἡ πανανθρώπινη κατάσταση, ἐάν δέν θελήσουμε νά συναντηθοῦμε μέ τό Χριστό. Μηχανι(στι)κές λύσεις δέν ὑπάρχουν στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας. Μηχανι(στι)κές λύσεις δέν ὑπάρχουν στήν παγκόσμια ἀναζήτηση τῆς εὐτυχίας.
Ὁ,τιδήποτε καί ὁποιοσδήποτε φαίνεται πως “ὑπάρχει” χωρίς νά ἔχει μερίδιο μετοχῆς στόν “πανταχοῦ παρόντα Θεό”, δυστυχῶς μεταφέρει τή νεκρότητα τοῦ ἤθους, τή νεκρότητα τοῦ “εἶναι”, τή νεκρότητα τῆς ἐπιβίωσης, ὡς ἀπρόσωπος ἀριθμός. Καί μέ αὐτό τό “ἀνυπόστατο” μετέχει εἴτε ὡς ἀνενεργός εἴτε ὡς ἐνεργός ἀριθμός στήν κοσμικότητα (οἰκονομία, πολιτική, ἐπικοινωνία, διεθνισμό, παγκοσμιοποίηση, πολιτισμό κ.ο.κ.).
Ἔχουμε συνηθίσει σέ ἕναν πολιτισμό μηχανιστικῆς λειτουργικότητος. Ἀκόμη καί τίς φιλικές σχέσεις τίς ὑποτάσσουμε στίς μηχανιστικές πρακτικές ἐπικοινωνίας (ὄχι ὅμως ἀληθινῆς κοινωνίας). Ἀποζητοῦμε τίς εὔκολες λύσεις, ἀπρόθυμοι νά ἐπιδοτήσουμε τή γνώμη καί τή θέληση καί τό ἦθός μας μέ τό μοναδικό ἄπτωτο “ἐπίδομα”, πού εἶναι τό “ἐν Χριστῷ”. Ὁ Θεός δέν μᾶς δάνεισε τήν ὕπαρξη καί τόν Ἑαυτό Του (σάν τόν τοκογλύφο “πειρασμό” καί τά φανερά ἐγκόσμια διεθνῆ ὄργανά του). Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τήν ὕπαρξη καί μᾶς δίνει τόν ῾Εαυτό Του, ὥστε νά γίνουμε “ἕνα” μαζί Του, αὐτό πού τό διαλαλοῦν ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί ὅλοι οἱ Παῦλοι ὅλων τῶν ἐποχῶν: “ἐν Χριστῷ”.
Ὁπότε, γιά νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς καί ἔντιμοι, νά ἀρχίσουμε νά μαθαίνουμε ἐμεῖς πρῶτοι καί νά διδάσκουμε μέ τόν τρόπο μας στήν κοινωνική καί πολιτική καί ἐπιστημονική καί πολιτιστική στελέχωση τοῦ δικοῦ μας “σήμερα”: τό σωστό ὑπαρξιακό ἐρώτημα γιά τίς πανανθρώπινες τραγικότητες.
Ποῦ βρισκόμαστε σέ σχέση μέ τόν ζῶντα Θεό;
Πόσο ἀποζητοῦμε τό Θεό, μέ πόσην πεῖνα καί δίψα σχέσης, στά δευτερόλεπτα τῆς ἀτομικῆς μας ἱστορίας;
Μέ πόσο Θεό φτιάξαμε τήν τωρινή μας ἱστορία;
Τί ἐμπνεύσαμε στήν τωρινή κοινωνία; Πόσο Χριστό φανερώνουμε καί μοιραζόμαστε μεταξύ μας στίς καθημερινές μας σχέσεις καί συναλλαγές; Πόσο Χριστό βλέπουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλον, στίς χαρές καί προπαντός στίς ἀνάγκες μας; Ἐδῶ εἶναι ἡ λύση, ἐδῶ εἶναι ἡ λύ(τρω)ση.
Ἡ Παναγία μας ἡ Γουμένισσα ἔρχεται σήμερα, μέ τήν ἑορτή Της, καί μᾶς δείχνει τό δρόμο, τήν πραγματικότητα, τή ζωντάνια, πού εἶναι ὁ Χριστός (δηλαδή ὁ Θεός πού ἔγινε ἄνθρωπος καί μᾶς ἔδωσε τήν ἄμεση δυνατότητα τῆς σχέσης μαζί Του μέσα στό μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὕπαρξης). Στά δικά Της χρόνια δέν ἦταν οὔτε ἅγιες οὔτε βολικές οἱ κοσμικές καί κοινωνικές συνθῆκες. Κι Ἐκείνη καί ὁ Υἱός Της καί Θεός μας ἀναμετρήθηκαν μέ κατατρεγμούς, μέχρι σταυρώσεως καί ρομφαίας. Ἀλλά δέν νίκησε ἡ ἀπανθρωπιά. Νίκησε ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση. Ἐδῶ εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ ὑπομονή καί ἡ νίκη μας, ἐφαρμοσμένες στήν καθημερινή διαβίωση καί κοινωνική σχέση.
Ἀρχές Μαρτίου τοῦ 1975, ξαναβρήκαμε τήν Παναγία τή Γουμένισσα. Ἐμπρός, λοιπόν, ἀρχές Μαρτίου τοῦ 2014, νά ξαναβροῦμε τήν πίστη, τήν ἐλπίδα καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σωτήρα καί καθενός συνανθρώπου μας πού περιμένει ἀπό μᾶς τήν ἁπλοχεριά τῆς ἀνθρωπιᾶς, τῆς βαπτισμένης στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.