“Οι καλοπροαίρετοι Ρωμαίοι μ΄ εκνευρίζουν πιο πολύ από τους ειλικρινείς παλιανθρώπους»
Ρόδης Ρούφος- Κανακάρης, Οι Γραικύλοι
Του Όμηρου Ταχμαζίδη
Το ιστορικό: Έχω αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα μου στη δύσκολη σχέση της χώρας μας με τη σημερινή Γερμανία: προσπάθησα να απαγκιστρώσω, από το δόκανο του αντιγερμανισμού και την κριτική που ασκείται προς την γερμανική πλευρά – στο βαθμό που έχουν κάποια απήχηση και επιρροή οι απόψεις μου (η όποια αδυναμία επιρροής δεν οφείλεται στο περιεχόμενο και την «ποιότητα» της επιχειρηματολογίας, αλλά στην ισχύ του «μέσου», σε αυτές τις περιπτώσεις «το μέσο είναι το μήνυμα»).
Η παραγνώριση είναι ένα ενδεχόμενο με το οποίο οφείλει να συμφιλιώνεται εκ των προτέρων ο κάθε λόγιος, που θέλει να διατηρήσει έως το τέλος την αξιοπρέπεια του ελεύθερου συλλογισμού, διότι «το τέλος ορίζει το νόημα των πραγμάτων». [Όμηρος Ταχμαζίδης, Υλικά φιλοσοφικής γραφής]
Στο κείμενό μου «Η κατάσταση των πραγμάτων και η ελληνογερμανική σχέση» περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός ότι η ελληνική δημοσιότητα είναι «ανέτοιμη», όσον αφορά στη σχέση Ελλάδας-Γερμανίας: εξακολουθώ να πρεσβεύω την ίδια άποψη δέκα μήνες αργότερα – το ίδιο ισχύει και για τη «φιλική» στάση των εκπροσώπων της γερμανικής «Δεξιάς» απέναντι στη χώρα μας.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το συγκεκριμένο άρθρο για την «εκτίμησή» μου αναφορικά με την «ελληνογερμανική σχέση»: «Σαρκαστική ακούγεται η προσπάθεια νουθέτησης των Ελλήνων εκ μέρους της Γερμανίδας καγκελαρίου: «Η βία δεν αποτελεί μέσο αντιπαράθεσης» - ο ανυψωμένος δείκτης του χεριού της ενθυμίζει δασκάλα του μεσοπολέμου, η οποία απευθύνεται προς τα μαθητούδια της.
Ο υψωμένος δείκτης είναι ενδεικτικό για το τι σημαίνει η περίφημη ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη» στις αντιλήψεις ευρύτατων τμημάτων της γερμανικής συντηρητικής «Δεξιάς»: οι συντηρητικοί και υπερσυντηρητικοί ανακαλύπτουν το voelkische στοιχείο ως πολιτική αρετή – και ας επικαλείται δημοσίως ο Hans Joachim Fuchtel την έννοια της φιλίας στον Αριστοτέλη.
Στο πρόσωπο του Έλληνα πρωθυπουργού, οι πιο σκληρές πλευρές της γερμανικής «Δεξιάς» ευρήκαν τον πρόθυμο εκτελεστή της πολιτικής τους: τον ομοϊδεάτη τους Αντώνη Σαμαρά – voelkische ευρωπαϊκή ομοψυχία, αλλά «τα ψέματα έχουν κοντά πόδια», λέγει ο γερμανικός λαός».
Αυτά έγραφα τον Ιανουάριο και προδίκαζα: «Η απαράδεκτη εθνικιστική στάση της γερμανικής Δεξιάς, οι άκομψες και στενοκέφαλες παρεμβάσεις της στο ελληνικό ζήτημα, θα πρέπει να μας εμβάλλουν σε σοβαρές ανησυχίες, όχι για τους ανόητους λόγους, τους οποίους επικαλούνται οι ποικιλόμορφοι εκφραστές του «αντιευρωπαϊσμού των ηλιθίων», αλλά γιατί αγγίζουν βαθύτερες χορδές και πλήττουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο στη ρίζα του.
Η «Δεξιά» συντηρητική κυβέρνηση της Γερμανίας «χειρίζεται» ως αποικιοκράτης τοποτηρητής της ελληνική υπόθεση: και θα αποτύχει διότι – Griechenland ist bekannt, nicht erkannt, για να παραφράσω έναν Γερμανό Meisterdenker – όπως θα αποτύχουν και οι εγχώριοι υποστηρικτές της».
Έδωσα συνέχεια στους γενικότερους προβληματισμούς μου με ένα ακόμη άρθρο υπό τον τίτλο «Ανάγκη για συμβολικές χειρονομίες μεγέθους». Παραπέμπω σε ένα εδάφιο το οποίο προδιέγραφε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η λογική των αντιμαχομένων στρατοπέδων: «καταλήξαμε από τις αλόγιστες κορώνες του σημερινού πρωθυπουργού στην πλήρη υποταγή του στα κελεύσματα των «εταίρων» και από τους «μεσιανικούς παληκαρισμούς» και τις «διανοητικές ακροβασίες» του ΣΥΡΙΖΑ στα «αμήχανα κεφάλια» εμπρός στους τηλεοπτικούς φακούς και στο πολιτικό αδιέξοδο: τούτο αρχίζει να αναδύεται όταν αποφεύγονται συστηματικώς οι ρεαλιστικές απαντήσεις σε υπαρκτά προβλήματα – σε παρόμοιες καταστάσεις, αργά ή γρήγορα, αναλαμβάνουν εργασία οι κάθε είδους «προστάτες».
Το αδιέξοδο είναι εδώ, όχι στην Γερμανία: και οι λύσεις μόνο ως «τοπικές» δύνανται να υπάρξουν – τα υπόλοιπα είναι υπεκφυγές.
Η χώρα πρέπει να απαγκιστρωθεί από το δίλημμα μνημονιακή ή αντιμνημονιακή «λύση»: πρόκειται για λογική αντιμαχόμενων στρατοπέδων, η οποία αποτρέπει και την επινόηση εναλλακτικών πολιτικών και την πρόκριση επιλογής με προοπτική – καθημερινώς εγκλωβιζόμαστε σε συνθήκες διαρκούς επικοινωνιακής υπερδιέγερσης, την οποία προκαλούν συστηματικώς τα απαρχαιωμένα πολιτικά κόμματα και συνδαυλίζει ένα υπανάπτυκτο σύστημα πληροφόρησης».
Σε άλλο κείμενο, στα μέσα Φεβρουαρίου, με τον τίτλο «Η ελληνική λιτότητα και η τακτική των γερμανικών… δισταγμών» αναφέρω για την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και τις γερμανικές τακτικές: «από την πλευρά της η ελληνική πολιτική τάξη, αυτός ο ανιαρός ουραγός των ευρωπαϊκών εξελίξεων, εσωτερικοποιεί την οικονομική κατάρρευση του τόπου ως ενοχή, με συνέπεια να έχουν παραλύσει τα όποια αντανακλαστικά της – έχει μετατραπεί σε de facto αποδέκτη διαφορών εκβιαστικών «παραγγελιών» από το εξωτερικό.
Η γερμανική πλευρά με δεξιοτεχνικό τρόπο ανοιγοκλείνει τους κρουνούς των «δόσεων» προκαλώντας διαρκώς σύγχυση και πανικό στους εγχώριους ηγήτορες: από εδώ προκύπτουν και οι αφελείς μεγαλοστομίες του Έλληνα πρωθυπουργού για «μάχες» που δίνονται και κερδίζονται – το αγκιστρωμένο ψάρι καυχάται επειδή καταβρόχθισε με ευκολία το δόλωμα».
Το motto του άρθρου από τους «Γραικύλους» του Ρόδη Ρούφου ταιριάζει απόλυτα στη φιλική διάθεση των Γερμανών συντηρητικών προς την Ελλάδα:η πολιτική αυτή υποστηρίχτηκε ποικιλοτρόπως από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας της «φίλης χώρας»: «τούτη η φιλική πολιτική συνοδεύτηκε και από κύματα δυσφήμισης για κάθε τι που θύμιζε Ελλάδα: η «στενή» εθνική οπτική του συνόλου των γερμανικών μέσων ενημέρωσης, αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ευρύχωρη για ανοησίες, στερεότυπα και ευφυολογήματα, επιστρατεύτηκε ακόμη και ο Θουκυδίδης για να αποδειχθεί ότι οι Έλληνες ανακάλυψαν… τη γενοκτονία – το «λίκνο του πολιτισμού» όφειλε να «αποδομηθεί» πλήρως…».
Ρόδης Ρούφος- Κανακάρης, Οι Γραικύλοι
Του Όμηρου Ταχμαζίδη
Το ιστορικό: Έχω αναφερθεί σε προηγούμενα άρθρα μου στη δύσκολη σχέση της χώρας μας με τη σημερινή Γερμανία: προσπάθησα να απαγκιστρώσω, από το δόκανο του αντιγερμανισμού και την κριτική που ασκείται προς την γερμανική πλευρά – στο βαθμό που έχουν κάποια απήχηση και επιρροή οι απόψεις μου (η όποια αδυναμία επιρροής δεν οφείλεται στο περιεχόμενο και την «ποιότητα» της επιχειρηματολογίας, αλλά στην ισχύ του «μέσου», σε αυτές τις περιπτώσεις «το μέσο είναι το μήνυμα»).
Η παραγνώριση είναι ένα ενδεχόμενο με το οποίο οφείλει να συμφιλιώνεται εκ των προτέρων ο κάθε λόγιος, που θέλει να διατηρήσει έως το τέλος την αξιοπρέπεια του ελεύθερου συλλογισμού, διότι «το τέλος ορίζει το νόημα των πραγμάτων». [Όμηρος Ταχμαζίδης, Υλικά φιλοσοφικής γραφής]
Στο κείμενό μου «Η κατάσταση των πραγμάτων και η ελληνογερμανική σχέση» περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός ότι η ελληνική δημοσιότητα είναι «ανέτοιμη», όσον αφορά στη σχέση Ελλάδας-Γερμανίας: εξακολουθώ να πρεσβεύω την ίδια άποψη δέκα μήνες αργότερα – το ίδιο ισχύει και για τη «φιλική» στάση των εκπροσώπων της γερμανικής «Δεξιάς» απέναντι στη χώρα μας.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το συγκεκριμένο άρθρο για την «εκτίμησή» μου αναφορικά με την «ελληνογερμανική σχέση»: «Σαρκαστική ακούγεται η προσπάθεια νουθέτησης των Ελλήνων εκ μέρους της Γερμανίδας καγκελαρίου: «Η βία δεν αποτελεί μέσο αντιπαράθεσης» - ο ανυψωμένος δείκτης του χεριού της ενθυμίζει δασκάλα του μεσοπολέμου, η οποία απευθύνεται προς τα μαθητούδια της.
Ο υψωμένος δείκτης είναι ενδεικτικό για το τι σημαίνει η περίφημη ευρωπαϊκή «αλληλεγγύη» στις αντιλήψεις ευρύτατων τμημάτων της γερμανικής συντηρητικής «Δεξιάς»: οι συντηρητικοί και υπερσυντηρητικοί ανακαλύπτουν το voelkische στοιχείο ως πολιτική αρετή – και ας επικαλείται δημοσίως ο Hans Joachim Fuchtel την έννοια της φιλίας στον Αριστοτέλη.
Στο πρόσωπο του Έλληνα πρωθυπουργού, οι πιο σκληρές πλευρές της γερμανικής «Δεξιάς» ευρήκαν τον πρόθυμο εκτελεστή της πολιτικής τους: τον ομοϊδεάτη τους Αντώνη Σαμαρά – voelkische ευρωπαϊκή ομοψυχία, αλλά «τα ψέματα έχουν κοντά πόδια», λέγει ο γερμανικός λαός».
Αυτά έγραφα τον Ιανουάριο και προδίκαζα: «Η απαράδεκτη εθνικιστική στάση της γερμανικής Δεξιάς, οι άκομψες και στενοκέφαλες παρεμβάσεις της στο ελληνικό ζήτημα, θα πρέπει να μας εμβάλλουν σε σοβαρές ανησυχίες, όχι για τους ανόητους λόγους, τους οποίους επικαλούνται οι ποικιλόμορφοι εκφραστές του «αντιευρωπαϊσμού των ηλιθίων», αλλά γιατί αγγίζουν βαθύτερες χορδές και πλήττουν το ευρωπαϊκό κεκτημένο στη ρίζα του.
Η «Δεξιά» συντηρητική κυβέρνηση της Γερμανίας «χειρίζεται» ως αποικιοκράτης τοποτηρητής της ελληνική υπόθεση: και θα αποτύχει διότι – Griechenland ist bekannt, nicht erkannt, για να παραφράσω έναν Γερμανό Meisterdenker – όπως θα αποτύχουν και οι εγχώριοι υποστηρικτές της».
Έδωσα συνέχεια στους γενικότερους προβληματισμούς μου με ένα ακόμη άρθρο υπό τον τίτλο «Ανάγκη για συμβολικές χειρονομίες μεγέθους». Παραπέμπω σε ένα εδάφιο το οποίο προδιέγραφε το αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η λογική των αντιμαχομένων στρατοπέδων: «καταλήξαμε από τις αλόγιστες κορώνες του σημερινού πρωθυπουργού στην πλήρη υποταγή του στα κελεύσματα των «εταίρων» και από τους «μεσιανικούς παληκαρισμούς» και τις «διανοητικές ακροβασίες» του ΣΥΡΙΖΑ στα «αμήχανα κεφάλια» εμπρός στους τηλεοπτικούς φακούς και στο πολιτικό αδιέξοδο: τούτο αρχίζει να αναδύεται όταν αποφεύγονται συστηματικώς οι ρεαλιστικές απαντήσεις σε υπαρκτά προβλήματα – σε παρόμοιες καταστάσεις, αργά ή γρήγορα, αναλαμβάνουν εργασία οι κάθε είδους «προστάτες».
Το αδιέξοδο είναι εδώ, όχι στην Γερμανία: και οι λύσεις μόνο ως «τοπικές» δύνανται να υπάρξουν – τα υπόλοιπα είναι υπεκφυγές.
Η χώρα πρέπει να απαγκιστρωθεί από το δίλημμα μνημονιακή ή αντιμνημονιακή «λύση»: πρόκειται για λογική αντιμαχόμενων στρατοπέδων, η οποία αποτρέπει και την επινόηση εναλλακτικών πολιτικών και την πρόκριση επιλογής με προοπτική – καθημερινώς εγκλωβιζόμαστε σε συνθήκες διαρκούς επικοινωνιακής υπερδιέγερσης, την οποία προκαλούν συστηματικώς τα απαρχαιωμένα πολιτικά κόμματα και συνδαυλίζει ένα υπανάπτυκτο σύστημα πληροφόρησης».
Σε άλλο κείμενο, στα μέσα Φεβρουαρίου, με τον τίτλο «Η ελληνική λιτότητα και η τακτική των γερμανικών… δισταγμών» αναφέρω για την πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης και τις γερμανικές τακτικές: «από την πλευρά της η ελληνική πολιτική τάξη, αυτός ο ανιαρός ουραγός των ευρωπαϊκών εξελίξεων, εσωτερικοποιεί την οικονομική κατάρρευση του τόπου ως ενοχή, με συνέπεια να έχουν παραλύσει τα όποια αντανακλαστικά της – έχει μετατραπεί σε de facto αποδέκτη διαφορών εκβιαστικών «παραγγελιών» από το εξωτερικό.
Η γερμανική πλευρά με δεξιοτεχνικό τρόπο ανοιγοκλείνει τους κρουνούς των «δόσεων» προκαλώντας διαρκώς σύγχυση και πανικό στους εγχώριους ηγήτορες: από εδώ προκύπτουν και οι αφελείς μεγαλοστομίες του Έλληνα πρωθυπουργού για «μάχες» που δίνονται και κερδίζονται – το αγκιστρωμένο ψάρι καυχάται επειδή καταβρόχθισε με ευκολία το δόλωμα».
Το motto του άρθρου από τους «Γραικύλους» του Ρόδη Ρούφου ταιριάζει απόλυτα στη φιλική διάθεση των Γερμανών συντηρητικών προς την Ελλάδα:η πολιτική αυτή υποστηρίχτηκε ποικιλοτρόπως από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας της «φίλης χώρας»: «τούτη η φιλική πολιτική συνοδεύτηκε και από κύματα δυσφήμισης για κάθε τι που θύμιζε Ελλάδα: η «στενή» εθνική οπτική του συνόλου των γερμανικών μέσων ενημέρωσης, αποδείχτηκε ιδιαιτέρως ευρύχωρη για ανοησίες, στερεότυπα και ευφυολογήματα, επιστρατεύτηκε ακόμη και ο Θουκυδίδης για να αποδειχθεί ότι οι Έλληνες ανακάλυψαν… τη γενοκτονία – το «λίκνο του πολιτισμού» όφειλε να «αποδομηθεί» πλήρως…».
[Για τα «ελληνογερμανικά» βλ. τα άρθρα στο Διαδίκτυο: Όμηρος Ταχμαζίδης, Το φθηνιάρικο «χιούμορ» του αντιγερμανισμού, Όμηρος Ταχμαζίδης, Η κατάσταση των πραγμάτων και η ελληνογερμανική σχέση, Όμηρος Ταχμαζίδης, Οι λυκοφιλίες των συντηρητικών, Όμηρος Ταχμαζίδης, Η ελληνική λιτότητα και η ενάσκηση των γερμανικών δισταγμών, Όμηρος Ταχμαζίδης, Από την ξένη γλώσσα στην ανόρθωση μέσω της μετάφρασης].
Η αφορμή: Η αναδρομή αυτή γίνεται εξαιτίας ενός «τυχαίου» συμβάντος: την προηγούμενη εβδομάδα, όπως με ενημέρωσε παλιός γνωστός από τα φοιτητικά χρόνια, θα γινόταν η συνάντηση των αποφοίτων του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης – με προέτρεψε να συμμετέχω στην εκδήλωση, αλλά τηρώντας την πάγια στάση μου, για λόγους αρχών, απέφυγα για μια ακόμη φορά να παραβρεθώ.
Δεν είναι το θέμα μου αυτές οι συναντήσεις, ούτε ευρίσκομαι σε αντιπαράθεση με τους παλαιούς «συμφοιτητές» της Χαϊδελβέργης: προκαλεί, όμως, την περιέργεια μου ένα γεγονός ανεξήγητο, τουλάχιστον, στο δικό μου το μυαλό - για ποιο λόγο έως τώρα δεν υπήρξε μια οργανωμένη παρέμβαση από τους διάφορους φοιτήσαντες, κατά καιρούς, στην Γερμανία στο ζήτημα της ελληνογερμανικής σχέσης.
Υπάρχει κανείς αρμοδιότερος από όλους εμάς για να μιλήσει για το μέλλον των ελληνογερμανικών σχέσεων στο πλαίσιο μιας ενιαίας Ευρώπης;
Κανείς θα μπορούσε να αναφέρει πλειάδα λόγων για αυτό το κενό: π.χ. τις πιθανές ενοχές για το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ιθύνουσας τάξης που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή αποφοίτησε από γερμανικά πανεπιστήμια (από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης είχαμε μια ντουζίνα σε θέσεις κλειδιά στην οικονομία και την πολιτική ή απατώμαι;) – δυστυχώς η σιωπή αυτή συγκαλύπτεται από τους γνωστούς πλέον «ειδικούς» επί των γερμανικών και επί των ελληνικών και στις δύο χώρες (ακόμη αποφαίνονται στις γερμανικές εφημερίδες για την κατάσταση στην Ελλάδα εκείνοι οι ελάχιστοι που αποφαινόταν και όταν ήμουν φοιτητής).
Απομένει να διερωτηθούν και οι αγαπητοί φίλοι και γνωστοί για το ρόλο παρομοίων συναντήσεων: δεν είμαι υπέρ του απομονωτισμού, αλλά αυτός ο στενός εναγκαλισμός σε όλα τα επίπεδα δεν νομίζω ότι είναι προς όφελος μας – τα ιδρύματα των ελληνικών κομμάτων πατρονάρονται ήδη σε μεγάλο βαθμό από τα ιδρύματα των γερμανικών κομμάτων (μήπως υπερβάλλω;)
Τι περισσότερο θα προσέφερε στην ελληνική περίπτωση ένας Γερμανός πολιτειολόγος από έναν αντίστοιχο Έλληνα επιστήμονα απόφοιτο γερμανικού πανεπιστημίου; Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στον όποιο διεπιστημονικό διάλογο, αλλά για «προγράμματα» «θεματολογίες», «καταρτίσεις», «επιμορφώσεις»: re-education teutonica – μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να παίρνουμε τους εαυτού μας και τους διπλανούς μας πιο σοβαρά;
Η αφορμή: Η αναδρομή αυτή γίνεται εξαιτίας ενός «τυχαίου» συμβάντος: την προηγούμενη εβδομάδα, όπως με ενημέρωσε παλιός γνωστός από τα φοιτητικά χρόνια, θα γινόταν η συνάντηση των αποφοίτων του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης – με προέτρεψε να συμμετέχω στην εκδήλωση, αλλά τηρώντας την πάγια στάση μου, για λόγους αρχών, απέφυγα για μια ακόμη φορά να παραβρεθώ.
Δεν είναι το θέμα μου αυτές οι συναντήσεις, ούτε ευρίσκομαι σε αντιπαράθεση με τους παλαιούς «συμφοιτητές» της Χαϊδελβέργης: προκαλεί, όμως, την περιέργεια μου ένα γεγονός ανεξήγητο, τουλάχιστον, στο δικό μου το μυαλό - για ποιο λόγο έως τώρα δεν υπήρξε μια οργανωμένη παρέμβαση από τους διάφορους φοιτήσαντες, κατά καιρούς, στην Γερμανία στο ζήτημα της ελληνογερμανικής σχέσης.
Υπάρχει κανείς αρμοδιότερος από όλους εμάς για να μιλήσει για το μέλλον των ελληνογερμανικών σχέσεων στο πλαίσιο μιας ενιαίας Ευρώπης;
Κανείς θα μπορούσε να αναφέρει πλειάδα λόγων για αυτό το κενό: π.χ. τις πιθανές ενοχές για το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ιθύνουσας τάξης που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή αποφοίτησε από γερμανικά πανεπιστήμια (από το πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης είχαμε μια ντουζίνα σε θέσεις κλειδιά στην οικονομία και την πολιτική ή απατώμαι;) – δυστυχώς η σιωπή αυτή συγκαλύπτεται από τους γνωστούς πλέον «ειδικούς» επί των γερμανικών και επί των ελληνικών και στις δύο χώρες (ακόμη αποφαίνονται στις γερμανικές εφημερίδες για την κατάσταση στην Ελλάδα εκείνοι οι ελάχιστοι που αποφαινόταν και όταν ήμουν φοιτητής).
Απομένει να διερωτηθούν και οι αγαπητοί φίλοι και γνωστοί για το ρόλο παρομοίων συναντήσεων: δεν είμαι υπέρ του απομονωτισμού, αλλά αυτός ο στενός εναγκαλισμός σε όλα τα επίπεδα δεν νομίζω ότι είναι προς όφελος μας – τα ιδρύματα των ελληνικών κομμάτων πατρονάρονται ήδη σε μεγάλο βαθμό από τα ιδρύματα των γερμανικών κομμάτων (μήπως υπερβάλλω;)
Τι περισσότερο θα προσέφερε στην ελληνική περίπτωση ένας Γερμανός πολιτειολόγος από έναν αντίστοιχο Έλληνα επιστήμονα απόφοιτο γερμανικού πανεπιστημίου; Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στον όποιο διεπιστημονικό διάλογο, αλλά για «προγράμματα» «θεματολογίες», «καταρτίσεις», «επιμορφώσεις»: re-education teutonica – μήπως θα πρέπει να αρχίσουμε να παίρνουμε τους εαυτού μας και τους διπλανούς μας πιο σοβαρά;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.