Γράφει ο Κωνσταντίνος Ραμπίδης
Τώρα που ψηφίσαμε πρέπει, ως νομιμόφρονες και δημοκρατικοί πολίτες, να αποδεχτούμε και το αποτέλεσμα των εκλογών. Πρέπει να συμμορφωθούμε με τις «εντολές» των νικητών.
Να σηκωθούμε και να Μετανοήσουμε.
Ο ένας λοιπόν εκ των νικητών μας λέει πως πρέπει, για να δείξουμε το σεβασμό μας στη λαϊκή εντολή, να σηκωθούμε όρθιοι ενώ ο άλλος μας λέει να μετανοήσουμε (δε διευκρινίζει βέβαια αν θα πρέπει να επισκεφτούμε προηγούμενα και εξομολόγο). Αυτά είναι λοιπόν τα νέα ήθη στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πολύπαθης πατρίδας, όπως θα έλεγε και ο ποιητής.
Ας σοβαρευτούμε όμως και ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε με στοιχειώδη ορθολογισμό τη νέα πραγματικότητα.
Ζούμε ίσως τη δεύτερη κρισιμότερη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τότε ολοκληρώθηκε ένα μεγάλο κεφάλαιο αγώνων για την απελευθέρωση της χώρας και με μικρές αλλαγές διαμορφώθηκαν τα σημερινά σύνορά της. Θέλω να ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί μια νέα καταστροφή για να αντιληφθούμε ότι ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της πατρίδας μας προϋποθέτει πρωτίστως σύνεση, συνεννόηση και συλλογικότητα .
Άλλωστε πρέπει κανείς να μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος. Η αλαζονεία και οι εγωισμοί οδηγούν πάντα σε φωτιές, που άλλοτε σβήνουν με νερό και άλλοτε με αίμα .
Δεν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος γι’ αυτόν που δεν ξέρει πού πηγαίνει.
Το σύγχρονο ελληνικό κράτος απέτυχε να θεμελιώσει τη δικαιοσύνη και την ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών του, όπου η αξιοκρατία και οι ίσες ευκαιρίες θα ήταν στο επίκεντρο και αδιαπραγμάτευτες. Απέτυχε να δημιουργήσει τις κοινωνικές δομές που θα ανακούφιζαν το μέρος εκείνο του πληθυσμού που δεν είχε πρόσβαση στο πλούτο, διατηρώντας την κοινωνική συνοχή. Απέτυχε να εμπνεύσει αλλά και να εμφυσήσει στους πολίτες συμπεριφορές συλλογικής δράσης και αλληλεγγύης.
Η αποτυχία αυτή, παρότι ο τόπος κυβερνήθηκε από φιλελεύθερες, νεοφιλελεύθερες, σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις , πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την σύγχρονη ιστορία της χώρας, τη γεωγραφική της θέση, την απόστασή της -πολιτικά και εκπαιδευτικά- από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι αλλά το κυριότερο παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά νηπιακής πολιτικής συμπεριφοράς η οποία καθορίζεται από τις ανάγκες της στιγμής.
Χρεώνεται δε στους πολιτικούς που δεν κατανόησαν τη σημαντική τους αποστολή και δεν ανταποκρίθηκαν (προβλέποντας ορθά) στα αιτήματα των καιρών.
Η ταχύτατη μετάλλαξη των αρχών και αξιών με τις οποίες γαλουχήθηκαν οι προηγούμενες γενιές, η ξαφνική μετάβαση από την αγροτική οικονομία στην οικονομία των υπηρεσιών, η αστυφιλία, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της πληροφορίας, η άναρχη εισαγωγή ξένων προτύπων και συνηθειών, η τεχνολογική επανάσταση, ο καταναλωτισμός και πολλές άλλες αλλαγές δεν πέρασαν στη κοινωνία μέσα από το φίλτρο της εκπαίδευσης της κριτικής αποδοχής και της σταδιακής κατάκτησής τους, αλλά με το μιμητισμό και το άγχος της υλοποίησής τους με κάθε τρόπο και μέσον.
Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα επιθυμητό κοινωνικό status, για τον πολίτη, ανεξάρτητο από τη δυνατότητα, την προσπάθεια, το χρόνο που απαιτούνταν και το κόστος που θα προκαλούσε στον συμπολίτη του η επίτευξή του. Αυτή είναι και η ευθύνη του, που σαφώς όμως είναι υποδεέστερη αυτής των πολιτικών, που λόγω θέσης, πρέπει να ερευνούν τα κοινωνικά δεδομένα, να αναλύουν τις παραμέτρους τους και να καθοδηγούν τελικά τους πολίτες.
Οι κοντόθωρες πολιτικές, με αποκλειστικά εκλογικούς στόχους, αποπροσανατολίζουν κόμματα και λαό και οδηγούν σε πρόχειρες λύσεις χρονιζόντων προβλημάτων. Αυτό δε το φαινόμενο διατρέχει οριζόντια όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων και φοβούμαι πως θα μας οδηγήσει σύντομα σε αδιέξοδο.
Θεωρώ πως ήρθε η στιγμή οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Να αναλάβουν πρωτοβουλίες ορισμού και αποκρυστάλλωσης, μετά από σοβαρή μελέτη και με βάση την ιδεολογική τους οπτική, μακροχρόνιων πολιτικών για τη χώρα που δεν θα υποκύπτουν στις μικροκομματικές πρακτικές.
Αφού καθορίσουν αυτές τις πολιτικές πρέπει να δημιουργήσουν και το κατάλληλο πλαίσιο διάδοσής τους. Όχι ένα ευκαιριακό πλαίσιο όπως μας έχουν μέχρι σήμερα συνηθίσει, που κάθε φορά γίνεται λάστιχο για να χωρέσει τα πάντα, αλλά ένα λόγο δομημένο που θα περιορίζει τις παρεκκλίσεις.
Με τον τρόπο αυτό ο πολίτης θα αποκτήσει όραμα για το μέλλον του και ιδεολογικά εργαλεία να διαχειριστεί τη καθημερινότητά του. Η αρχή της πολυσυλλεκτικότητας και του ιδεολογικού αχταρμά πρέπει να αντικατασταθεί με ξεκάθαρες αντιλήψεις βασισμένες σε επεξεργασμένες και αποδεκτές θέσεις.
Ήρθε ο καιρός και για την αριστερά να συνειδητοποιήσει ότι όλοι τελικά κρίνονται από τις πράξεις και όχι από τις κραυγές και το γιαουρτοπόλεμο.
Τέλος για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής παραθέτω αυτούσιο ένα κείμενο του Μάνου Χατζηδάκη που έγραψε το Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του.
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.»
Τώρα που ψηφίσαμε πρέπει, ως νομιμόφρονες και δημοκρατικοί πολίτες, να αποδεχτούμε και το αποτέλεσμα των εκλογών. Πρέπει να συμμορφωθούμε με τις «εντολές» των νικητών.
Να σηκωθούμε και να Μετανοήσουμε.
Ο ένας λοιπόν εκ των νικητών μας λέει πως πρέπει, για να δείξουμε το σεβασμό μας στη λαϊκή εντολή, να σηκωθούμε όρθιοι ενώ ο άλλος μας λέει να μετανοήσουμε (δε διευκρινίζει βέβαια αν θα πρέπει να επισκεφτούμε προηγούμενα και εξομολόγο). Αυτά είναι λοιπόν τα νέα ήθη στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πολύπαθης πατρίδας, όπως θα έλεγε και ο ποιητής.
Ας σοβαρευτούμε όμως και ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε με στοιχειώδη ορθολογισμό τη νέα πραγματικότητα.
Ζούμε ίσως τη δεύτερη κρισιμότερη στιγμή της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τότε ολοκληρώθηκε ένα μεγάλο κεφάλαιο αγώνων για την απελευθέρωση της χώρας και με μικρές αλλαγές διαμορφώθηκαν τα σημερινά σύνορά της. Θέλω να ελπίζω ότι δε θα χρειαστεί μια νέα καταστροφή για να αντιληφθούμε ότι ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της πατρίδας μας προϋποθέτει πρωτίστως σύνεση, συνεννόηση και συλλογικότητα .
Άλλωστε πρέπει κανείς να μαθαίνει από τα λάθη του παρελθόντος. Η αλαζονεία και οι εγωισμοί οδηγούν πάντα σε φωτιές, που άλλοτε σβήνουν με νερό και άλλοτε με αίμα .
Δεν υπάρχει ευνοϊκός άνεμος γι’ αυτόν που δεν ξέρει πού πηγαίνει.
Το σύγχρονο ελληνικό κράτος απέτυχε να θεμελιώσει τη δικαιοσύνη και την ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών του, όπου η αξιοκρατία και οι ίσες ευκαιρίες θα ήταν στο επίκεντρο και αδιαπραγμάτευτες. Απέτυχε να δημιουργήσει τις κοινωνικές δομές που θα ανακούφιζαν το μέρος εκείνο του πληθυσμού που δεν είχε πρόσβαση στο πλούτο, διατηρώντας την κοινωνική συνοχή. Απέτυχε να εμπνεύσει αλλά και να εμφυσήσει στους πολίτες συμπεριφορές συλλογικής δράσης και αλληλεγγύης.
Η αποτυχία αυτή, παρότι ο τόπος κυβερνήθηκε από φιλελεύθερες, νεοφιλελεύθερες, σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις , πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την σύγχρονη ιστορία της χώρας, τη γεωγραφική της θέση, την απόστασή της -πολιτικά και εκπαιδευτικά- από το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι αλλά το κυριότερο παρουσιάζει έντονα χαρακτηριστικά νηπιακής πολιτικής συμπεριφοράς η οποία καθορίζεται από τις ανάγκες της στιγμής.
Χρεώνεται δε στους πολιτικούς που δεν κατανόησαν τη σημαντική τους αποστολή και δεν ανταποκρίθηκαν (προβλέποντας ορθά) στα αιτήματα των καιρών.
Η ταχύτατη μετάλλαξη των αρχών και αξιών με τις οποίες γαλουχήθηκαν οι προηγούμενες γενιές, η ξαφνική μετάβαση από την αγροτική οικονομία στην οικονομία των υπηρεσιών, η αστυφιλία, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και της πληροφορίας, η άναρχη εισαγωγή ξένων προτύπων και συνηθειών, η τεχνολογική επανάσταση, ο καταναλωτισμός και πολλές άλλες αλλαγές δεν πέρασαν στη κοινωνία μέσα από το φίλτρο της εκπαίδευσης της κριτικής αποδοχής και της σταδιακής κατάκτησής τους, αλλά με το μιμητισμό και το άγχος της υλοποίησής τους με κάθε τρόπο και μέσον.
Δημιουργήθηκε λοιπόν ένα επιθυμητό κοινωνικό status, για τον πολίτη, ανεξάρτητο από τη δυνατότητα, την προσπάθεια, το χρόνο που απαιτούνταν και το κόστος που θα προκαλούσε στον συμπολίτη του η επίτευξή του. Αυτή είναι και η ευθύνη του, που σαφώς όμως είναι υποδεέστερη αυτής των πολιτικών, που λόγω θέσης, πρέπει να ερευνούν τα κοινωνικά δεδομένα, να αναλύουν τις παραμέτρους τους και να καθοδηγούν τελικά τους πολίτες.
Οι κοντόθωρες πολιτικές, με αποκλειστικά εκλογικούς στόχους, αποπροσανατολίζουν κόμματα και λαό και οδηγούν σε πρόχειρες λύσεις χρονιζόντων προβλημάτων. Αυτό δε το φαινόμενο διατρέχει οριζόντια όλο το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων και φοβούμαι πως θα μας οδηγήσει σύντομα σε αδιέξοδο.
Θεωρώ πως ήρθε η στιγμή οι πολιτικοί όλων των αποχρώσεων να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Να αναλάβουν πρωτοβουλίες ορισμού και αποκρυστάλλωσης, μετά από σοβαρή μελέτη και με βάση την ιδεολογική τους οπτική, μακροχρόνιων πολιτικών για τη χώρα που δεν θα υποκύπτουν στις μικροκομματικές πρακτικές.
Αφού καθορίσουν αυτές τις πολιτικές πρέπει να δημιουργήσουν και το κατάλληλο πλαίσιο διάδοσής τους. Όχι ένα ευκαιριακό πλαίσιο όπως μας έχουν μέχρι σήμερα συνηθίσει, που κάθε φορά γίνεται λάστιχο για να χωρέσει τα πάντα, αλλά ένα λόγο δομημένο που θα περιορίζει τις παρεκκλίσεις.
Με τον τρόπο αυτό ο πολίτης θα αποκτήσει όραμα για το μέλλον του και ιδεολογικά εργαλεία να διαχειριστεί τη καθημερινότητά του. Η αρχή της πολυσυλλεκτικότητας και του ιδεολογικού αχταρμά πρέπει να αντικατασταθεί με ξεκάθαρες αντιλήψεις βασισμένες σε επεξεργασμένες και αποδεκτές θέσεις.
Ήρθε ο καιρός και για την αριστερά να συνειδητοποιήσει ότι όλοι τελικά κρίνονται από τις πράξεις και όχι από τις κραυγές και το γιαουρτοπόλεμο.
Τέλος για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής παραθέτω αυτούσιο ένα κείμενο του Μάνου Χατζηδάκη που έγραψε το Φεβρουάριο του 1993, λίγους μήνες πριν από το θάνατό του.
«Ο νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός και κάθε αντικοινωνικό και αντιανθρώπινο φαινόμενο συμπεριφοράς δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία. Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του.
Η μόνη αντιβίωση για την καταπολέμηση του κτήνους που περιέχουμε είναι η Παιδεία. Η αληθινή παιδεία και όχι η ανεύθυνη εκπαίδευση και η πληροφορία χωρίς κρίση και χωρίς ανήσυχη αμφισβητούμενη συμπερασματολογία. Αυτή η παιδεία που δεν εφησυχάζει ούτε δημιουργεί αυταρέσκεια στον σπουδάζοντα, αλλά πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα και την ανασφάλεια. Όμως μια τέτοια παιδεία δεν ευνοείται από τις πολιτικές παρατάξεις και από όλες τις κυβερνήσεις, διότι κατασκευάζει ελεύθερους και ανυπότακτους πολίτες μη χρήσιμους για το ευτελές παιχνίδι των κομμάτων και της πολιτικής. Κι αποτελεί πολιτική «παράδοση» η πεποίθηση πως τα κτήνη, με κατάλληλη τακτική και αντιμετώπιση, καθοδηγούνται, τιθασεύονται.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.