Η Διοίκηση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος με αφορμή την πρόταση για διψήφιο ποσοστό αύξησης των τιμών των τιμολογίων της ΔΕΗ, απέστειλε επιστολή, την Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011, προς τον κ. Ε. Βενιζέλο, Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης και Υπουργό Οικονομικών, και Γ. Παπακωνσταντίνου, Υπουργό Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ζητώντας την αποτροπή της πιθανής – φημολογούμενης αύξησης των τιμολογίων της ηλεκτρικής ενέργειας, και την εξέταση θέσπισης ειδικού τιμολογίου για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής:
“Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Σε μια περίοδο κατά την οποία κεντρικό ζητούμενο από τις κυβερνητικές πολιτικές θα έπρεπε να είναι η διατήρηση, τουλάχιστον, των υφιστάμενων θέσεων εργασίας, το κράτος, για ακόμα μία φορά, αποτελεί τροχοπέδη στην αναπτυξιακή προσπάθεια των επιχειρήσεων αυξάνοντας άκριτα το κόστος ενέργειας, συμπαρασύροντας έτσι ανάλογα το κόστος παραγωγής τους.
Δυστυχώς, οι χρόνιες καθυστερήσεις στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση, δημιουργούν αυξημένα κόστη ενέργειας για τις ελληνικές βιομηχανίες, τα οποία είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο.
Η αύξηση της τάξης του 15% στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας το 2010, σε συνέχεια των αυξήσεων κατά 10% κατ΄ έτος την αμέσως προηγούμενη τριετία (2007 – 2009), έχουν εκτινάξει στα ύψη τις τιμές της ενέργειας στη χώρα μας σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της, καθιστώντας την Ελλάδα μια από τις ακριβότερες ενεργειακά χώρες στον κόσμο.
Παράλληλα με την αύξηση του κόστους ενέργειας οι επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν αύξηση στο τέλος ΑΠΕ, αύξηση στον ΕΦΚ και την εισφορά ΔΕΤΕ, αυξήσεις που επέφεραν σημαντικό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα τους.
Από την ανεπιθύμητη αυτή κατάσταση πλήττονται ιδιαίτερα οι εξαγωγικές βιομηχανίες οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν το διεθνή ανταγωνισμό, έχοντας μεγαλύτερο κόστος ενέργειας έναντι των ανταγωνιστών τους. Αν ληφθεί υπόψη ότι σε πολλούς κλάδους το κόστος ενέργειας αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο στοιχείο κόστους παραγωγής μετά την προμήθεια πρώτων υλών, τότε γίνεται αντιληπτό πόσο μεγάλης έκτασης είναι το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των ελληνικών επιχειρήσεων στις αγορές του εξωτερικού.
Σε κάθε περίπτωση, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων απομειώνεται περαιτέρω με την αύξηση του κόστους ενέργειας, την ίδια στιγμή που οι περισσότερες ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας, λόγω ακριβώς της οικονομικής κρίσης, καθιερώνουν ειδικά τιμολόγια ενέργειας για τις ενεργοβόρες μεταποιητικές επιχειρήσεις, επιδοτώντας έτσι έμμεσα το κόστος λειτουργίας τους, και υποβοηθώντας με τον τρόπο αυτό την ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές.
Είναι συνεπώς προφανές ότι η αύξηση του κόστους της ενέργειας στη χώρα μας και η πρόταση για διψήφιο ποσοστό αύξησης των τιμών της ΔΕΗ, με βεβαιότητα θα οδηγήσει την πλειοψηφία των εγχώριων ενεργοβόρων βιομηχανιών σε κλείσιμο.
Δυστυχώς στο βωμό της διάσωσης της κερδοφορίας μιας δημόσιας επιχείρησης, κινδυνεύει να θυσιαστεί ένα σημαντικό μέρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Με την παρούσα επιστολή, σας ζητούμε:
α) να αποτρέψετε την πιθανή – φημολογούμενη αύξηση των τιμολογίων της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θα πλήξει καίρια την εγχώρια βιομηχανία, και,
β) επιπρόσθετα, να εξετάσετε τη θέσπιση ειδικού τιμολογίου για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Με τις ενέργειές σας αυτές θα συμβάλετε στην επιβίωση των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ώστε να διατηρήσουν το μεγάλο αριθμό εργαζομένων που απασχολούν, και, να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο.
Είναι φανερό ότι την εποχή της οικονομικής κρίσης απαιτείται συνολική επανεξέταση του τρόπου τιμολόγησης της ενέργειας στη χώρα μας, αφού είτε ένας νέος φόρος ή ένα νέο τέλος ή μία αύξηση, αυτόματα μεταφράζεται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ επιβάρυνση για πολίτες και επιχειρήσεις.
Αντίθετα, ο εξορθολογισμός των τιμολογίων και της τιμολογιακής πολιτικής, είναι βέβαιον ότι θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους ενέργειας, γεγονός που θα έχει θετική επίδραση στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρήσεων.”
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της επιστολής:
“Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Σε μια περίοδο κατά την οποία κεντρικό ζητούμενο από τις κυβερνητικές πολιτικές θα έπρεπε να είναι η διατήρηση, τουλάχιστον, των υφιστάμενων θέσεων εργασίας, το κράτος, για ακόμα μία φορά, αποτελεί τροχοπέδη στην αναπτυξιακή προσπάθεια των επιχειρήσεων αυξάνοντας άκριτα το κόστος ενέργειας, συμπαρασύροντας έτσι ανάλογα το κόστος παραγωγής τους.
Δυστυχώς, οι χρόνιες καθυστερήσεις στην απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, σε συνδυασμό με την υψηλή φορολόγηση, δημιουργούν αυξημένα κόστη ενέργειας για τις ελληνικές βιομηχανίες, τα οποία είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο.
Η αύξηση της τάξης του 15% στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας το 2010, σε συνέχεια των αυξήσεων κατά 10% κατ΄ έτος την αμέσως προηγούμενη τριετία (2007 – 2009), έχουν εκτινάξει στα ύψη τις τιμές της ενέργειας στη χώρα μας σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της, καθιστώντας την Ελλάδα μια από τις ακριβότερες ενεργειακά χώρες στον κόσμο.
Παράλληλα με την αύξηση του κόστους ενέργειας οι επιχειρήσεις καλούνται να πληρώσουν αύξηση στο τέλος ΑΠΕ, αύξηση στον ΕΦΚ και την εισφορά ΔΕΤΕ, αυξήσεις που επέφεραν σημαντικό πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα τους.
Από την ανεπιθύμητη αυτή κατάσταση πλήττονται ιδιαίτερα οι εξαγωγικές βιομηχανίες οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν το διεθνή ανταγωνισμό, έχοντας μεγαλύτερο κόστος ενέργειας έναντι των ανταγωνιστών τους. Αν ληφθεί υπόψη ότι σε πολλούς κλάδους το κόστος ενέργειας αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο στοιχείο κόστους παραγωγής μετά την προμήθεια πρώτων υλών, τότε γίνεται αντιληπτό πόσο μεγάλης έκτασης είναι το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των ελληνικών επιχειρήσεων στις αγορές του εξωτερικού.
Σε κάθε περίπτωση, η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων απομειώνεται περαιτέρω με την αύξηση του κόστους ενέργειας, την ίδια στιγμή που οι περισσότερες ανταγωνίστριες χώρες της Ελλάδας, λόγω ακριβώς της οικονομικής κρίσης, καθιερώνουν ειδικά τιμολόγια ενέργειας για τις ενεργοβόρες μεταποιητικές επιχειρήσεις, επιδοτώντας έτσι έμμεσα το κόστος λειτουργίας τους, και υποβοηθώντας με τον τρόπο αυτό την ανταγωνιστικότητά τους στις διεθνείς αγορές.
Είναι συνεπώς προφανές ότι η αύξηση του κόστους της ενέργειας στη χώρα μας και η πρόταση για διψήφιο ποσοστό αύξησης των τιμών της ΔΕΗ, με βεβαιότητα θα οδηγήσει την πλειοψηφία των εγχώριων ενεργοβόρων βιομηχανιών σε κλείσιμο.
Δυστυχώς στο βωμό της διάσωσης της κερδοφορίας μιας δημόσιας επιχείρησης, κινδυνεύει να θυσιαστεί ένα σημαντικό μέρος του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας.
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Με την παρούσα επιστολή, σας ζητούμε:
α) να αποτρέψετε την πιθανή – φημολογούμενη αύξηση των τιμολογίων της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία θα πλήξει καίρια την εγχώρια βιομηχανία, και,
β) επιπρόσθετα, να εξετάσετε τη θέσπιση ειδικού τιμολογίου για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Με τις ενέργειές σας αυτές θα συμβάλετε στην επιβίωση των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ώστε να διατηρήσουν το μεγάλο αριθμό εργαζομένων που απασχολούν, και, να συνεχίσουν να είναι ανταγωνιστικές σε διεθνές επίπεδο.
Είναι φανερό ότι την εποχή της οικονομικής κρίσης απαιτείται συνολική επανεξέταση του τρόπου τιμολόγησης της ενέργειας στη χώρα μας, αφού είτε ένας νέος φόρος ή ένα νέο τέλος ή μία αύξηση, αυτόματα μεταφράζεται σε πολλά εκατομμύρια ευρώ επιβάρυνση για πολίτες και επιχειρήσεις.
Αντίθετα, ο εξορθολογισμός των τιμολογίων και της τιμολογιακής πολιτικής, είναι βέβαιον ότι θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους ενέργειας, γεγονός που θα έχει θετική επίδραση στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των εγχώριων επιχειρήσεων.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.