Του Φώτη Μισόπουλου
μονόπρακτο σε τρεις εικόνες
....η λύπη ξεκουμπίζεται. Μια χαραματιά φώτισε το δρόμο στην αράχνη της στέγης.
ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ
[ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ: Ήμουν ο Νάρκισσος Στεκόμουν στην ακτή και μιλούσα στα κύματα με την πλάτη γυρισμένη στα ερείπια της Ευρώπης Κωδωνοκρουσίες ανήγγειλαν την εκφορά του Ανώτατου Άρχοντα Η Κλυταιμνήστρα με τον εραστή στη φωλιά τους
Το εξέχον πτώμα: οι σύμβουλοι με βηματισμό χήνας θρηνολογούν: ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΜΑΖΕΥΕ ΑΠΟ ΟΛΟΥΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ]
Δεν είχε ύφος βιαστικού ανθρώπου Γύριζε άσκοπα Το έχω κιόλας σημειώσει, μα αφού κουβέντιασε τρία λεφτά μαζί μου είναι βιαστικός Πρέπει να του δίνει γρήγορα - γρήγορα. Τον πιστεύω. Κι είμαι, πάλι, δεν θα πω μονάχος. Όχι, δεν είναι αυτό το είδος μου, μα πώς να το πω, δεν ξέρω, δοσμένος στον εαυτό μου Λεύτερος, ορίστε, αν κι δεν παράτησα ποτέ το μέσα μου Πάμε στη θάλασσα Ευωδιάζει Είναι μια σοφή γριά που περιμένει τα ποτάμια Οι μορφές ακινητούν Γίνονται πάλι ζωγραφιές
[Α: ....ώστε δεν σας ενδιαφέρουν οι ειδήσεις
Β: .....ακριβώς Με κουράζει το διάβασμά τους
Α: ....θα διαβάζατε πολύ ίσως
Β: ......ίσως [πάει προς το παράθυρο και κοιτάζει έξω] Τώρα φαίνεται καθαρότερα αυτό το φως Τρέξετε! Τι ξάστερα φωτίζει....]
[παύση]
[NAΠΚΙΣΣΣΟΣ: ......είμαι εγώ, παίζω τον Άμλετ [μπαίνει ο θίασος, η Οφηλία ντυμένη Ηχώ]
ΤΑΞΙΘΕΤΡΙΑ: ......φτάνεις πολύ αργά για την πληρωμή, φίλε μου, δεν υπάρχει θέση στην τραγωδία για σένα....
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ: .....η αγκαλιά σου με αηδιάζει]
Δεν ξέρω τι θα πει αυτό, μα είναι η λέξη που εννοώ να μεταχειριστώ, να κάνω κάτι, να μην κάνω τίποτα, να μάθω, -γιατί όχι-, τους όρους της συνείδησης ίσως, της συνείδησής μου, πώς λόγου χάρη το ποτάμι ανεβαίνει όσο βουλιάζει κανείς σ' αυτό Έκανα λοιπόν το δίχως άλλο καλά τελοσπάντων το ίδιο καλά, που δεν κουνήθηκα απ' τη θέση μου Σκούριασε πρόσεξα κουβαλώντας χρόνια Το νερό είναι βαθύ σαν το σκοτάδι
[Α: ......καιρός για ύπνο, ελάτε!
Β: ......τι υπέροχο φως! Πότε ξυπνήσατε;
Α: ........ευτυχώς, που μου κρατήσατε συντροφιά!!
Β: .....κλειδώσατε; .....κρατήστε το κλειδί, αν έρθει κάποιος να του ανοίξετε!]
[ΜΠΡΕΧΤ: .......απαγγέλλω Heiner Müller Είμαι ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ: Πράγματι ζούσα σε σκοτεινούς καιρούς Οι καιροί έγιναν φωτεινότεροι Οι καιροί έγιναν σκοτεινότεροι Όταν το φως λέει, εγώ ειμί το σκότος: μίλησε την αλήθεια Όταν το φως λέει, εγώ ειμί το Φως, ψέμα ουκ έχει] [βαθιά υπόκλιση]
Αλλά αντί να φωνάξω είχα την δύναμη να γυρίσω προς τον άλλο, τον άνθρωπο με το ραβδί Ακούστηκαν μουρμουρητά Να ξαναγίνει σιωπή Αυτός ο ρόλος ανήκει στα πράγματα, έλεγα μέσα μου Ποιος ξέρει αν κι εκείνος δεν βγήκε απλώς να πάρει αέρα, να ξεμουδιάσει, να ξεδώσει, να κάνει το αίμα να κατεβεί στα πόδια του, να εξασφαλίσει μια ήσυχη νύχτα, έναν ακούραστο ύπνο Τα πουλιά όμως εδώ είναι κουφά Δεν ακούν τους κρότους, δεν τρομάζουν Μένουν κολλημένα πάνω στα κίτρινα κλαδιά Πρέπει να μεταναστέψω σ' άλλα πουλιά σ' άλλα μεσημέρια καλοκαιριού, σ' άλλα ρέματα
[Β: .......κι εσείς; Μα τι; Δεν έχετε το κλειδί στα χέρια σας; Μπορείτε να πάτε όπου θέλετε Ποιον φοβάστε;
Α: .....εσείς ποιον;
Β: ......εμένα [παύση]
Α: .....τι είναι αυτό; Το ακούτε;
Β: .......Λύκοι θάναι [παύση]
Α: .....λύκοι εδώ ; Σε τούτο το νησί;
Β: ......ναι, εδώ, εδώ μέσα, παντού [κοιτάζει την πόρτα]Είναι κλειδωμένη]
[ΗΧΩ: ......ο Dante με καμαρώνει στις φλόγες Η Οφηλία απέναντι, η παλιά σκιά μου αφότου ο Οδυσσέας χάθηκε δυτικά του Γιβραλτάρ Δυτικότερα απ' την Κόλαση των περίεργων θανάτων]
[Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ φοράει τα ρούχα της Οφηλίας] [σκοτάδι- φως]
Μια στιγμή σιωπής, όπως όταν ο διευθυντής ορχήστρας χτυπήσει με την μπαγκέτα το αναλόγιο και σηκώσει το μπράτσο, προτού ξεχυθεί η μελωδία από τα όργανα- έβγαλα το καπέλο μου και το κοίταξα Ένα μακρύ σκοινί το κρατάει από πάντα, πιασμένο με την κουμπότρυπα του πέτου, όποια και να είναι η εποχή του χρόνου Κι εγώ τι είχα έρθει να κάνω εδώ; Το φθινόπωρο ωρίμαζε τα σύννεφα Οι καθρέφτες γυμνώνονται Η θάλασσα είναι πικρή και φέγγει ήρεμη στο βάθος Ο μουχλιασμέενος ύπνος βρίσκει την καρδιά του Όλα είναι κοίμηση
[Α: .....ακούτε; Περνά κι άλλο καράβι
Β:.....για πού; Δεν φώτισε ακόμη
Α: ....οι φωνές σας λέω.....Βγαίνουν από δω μέσα.....Σας το λέω για τελευταία φορά Τις ακούω όπως ακριβώς έβλεπα εκείνο το φως [μεγάλη παύση παύση-φως]
[ΣΚΗΝΙΚΟ: ....μανιασμένη αναμονή Η ΗΧΩ σε αναπηρικό αμαξίδιο Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ με ιατρική μπλούζα τη δένει με επιδέσμους από κάτω προς τα πάνω]
ΦΩΝΗ: .....ΕΔΩ ΟΦΗΛΙΑ στην καρδιά του πνιγμού Είμαι η ΗΧΩ, η αδερφή του Ορέστη Τοποθετώ ευλαβικά τους εραστές μου στα φέρετρα πολυτελείας που τους ανήκουν
Σε λίγο θα σηκωνόταν καθώς θα ένοιωθε να πέφτει η δροσιά Ο τόπος ήταν μακριά θα ξεχώριζε το σπίτι από μακριά Τα μάτια του σκύλου ακολουθούνε την κίνηση του χεριού Λίγο έλειψε να γυρίσω πίσω χωρίς να μιλήσω Κάρφωσα το βλέμμα κατά μήκος που έπρεπε Ευχαρίστησα τη νύχτα που μας κάνει να βλέπουμε τα φωτισμένα παράθυρα Τώρα θα μπορέσω να τελειώσω:
Είπε κι αμέσως τον τύλιξε ο άνεμος Έτσι γίνεται συχνά ο άνεμος κομματιάζει το μέσα μας Όπως έλεγα τα πουλιά εδώ είναι κουφά
Α: .....μην αστειεύεστε δεν σας διηγήθηκα πόσο καλές νύχτες περνάω Ας αφήσουμε τους τύπους
Β: ......έτσι συνηθίζω
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ: ......είμαι το άγαλμα του Μπρεχτ, ένα δέντρο δαμασκηνιάς φαλακρό Και ούτω καθεξής Όσα προσφέρει η γλώσσα ή το λεξικό Τα νερά μας κοιτάνε στο πρόσωπο ενώ συζητάμε ανίδεοι.-
[Μεσάνυχτα ίσως Είναι ωραίο να έχεις μια παραχώρηση για πάντα Αν δεν ήταν παρά μονάχα η αιωνιότητα Ήταν ωραίες μέρες Μπορώ να σας πω είμαι πιο ελεύθερος τώρα;; Δεν ξέρω θα το μάθω Άρχισα να γράφω Η βροχή χτυπάει τα τζάμια Μεσάνυχτα Δεν ήταν μεσάνυχτα Δεν έβρεχε Πάμε στη θάλασσα; Σοφή γριά που περιμένει τα ποτάμια Αν δεν ήταν τούτη εδώ η θάλασσα τι θα γινόταν τα ποτάμια;]
[Α: .......[σφυρίζει αρκετή ώρα]
Β: ......έχετε γράψει αυτή τη μουσική;
Α: .....ΑΚΟΎΤΕ! Περνά κι άλλο καράβι! Το κλειδί και το πιστόλι στο μαξιλάρι σας! Τι άλλο θέλετε επιτέλους......[παύση][γυρίζει στο κοινό] Κυρίες και κύριοι, ας κοιμηθώ κι εγώ τον δικό μου ύπνο! -[πολύ φως-σκοτάδι]
ΑΥΛΑΙΑ
Δεν είχε ύφος βιαστικού ανθρώπου Γύριζε άσκοπα Το έχω κιόλας σημειώσει, μα αφού κουβέντιασε τρία λεφτά μαζί μου είναι βιαστικός Πρέπει να του δίνει γρήγορα - γρήγορα. Τον πιστεύω. Κι είμαι, πάλι, δεν θα πω μονάχος. Όχι, δεν είναι αυτό το είδος μου, μα πώς να το πω, δεν ξέρω, δοσμένος στον εαυτό μου Λεύτερος, ορίστε, αν κι δεν παράτησα ποτέ το μέσα μου Πάμε στη θάλασσα Ευωδιάζει Είναι μια σοφή γριά που περιμένει τα ποτάμια Οι μορφές ακινητούν Γίνονται πάλι ζωγραφιές
[Α: ....ώστε δεν σας ενδιαφέρουν οι ειδήσεις
Β: .....ακριβώς Με κουράζει το διάβασμά τους
Α: ....θα διαβάζατε πολύ ίσως
Β: ......ίσως [πάει προς το παράθυρο και κοιτάζει έξω] Τώρα φαίνεται καθαρότερα αυτό το φως Τρέξετε! Τι ξάστερα φωτίζει....]
[παύση]
[NAΠΚΙΣΣΣΟΣ: ......είμαι εγώ, παίζω τον Άμλετ [μπαίνει ο θίασος, η Οφηλία ντυμένη Ηχώ]
ΤΑΞΙΘΕΤΡΙΑ: ......φτάνεις πολύ αργά για την πληρωμή, φίλε μου, δεν υπάρχει θέση στην τραγωδία για σένα....
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ: .....η αγκαλιά σου με αηδιάζει]
Δεν ξέρω τι θα πει αυτό, μα είναι η λέξη που εννοώ να μεταχειριστώ, να κάνω κάτι, να μην κάνω τίποτα, να μάθω, -γιατί όχι-, τους όρους της συνείδησης ίσως, της συνείδησής μου, πώς λόγου χάρη το ποτάμι ανεβαίνει όσο βουλιάζει κανείς σ' αυτό Έκανα λοιπόν το δίχως άλλο καλά τελοσπάντων το ίδιο καλά, που δεν κουνήθηκα απ' τη θέση μου Σκούριασε πρόσεξα κουβαλώντας χρόνια Το νερό είναι βαθύ σαν το σκοτάδι
[Α: ......καιρός για ύπνο, ελάτε!
Β: ......τι υπέροχο φως! Πότε ξυπνήσατε;
Α: ........ευτυχώς, που μου κρατήσατε συντροφιά!!
Β: .....κλειδώσατε; .....κρατήστε το κλειδί, αν έρθει κάποιος να του ανοίξετε!]
[ΜΠΡΕΧΤ: .......απαγγέλλω Heiner Müller Είμαι ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ: Πράγματι ζούσα σε σκοτεινούς καιρούς Οι καιροί έγιναν φωτεινότεροι Οι καιροί έγιναν σκοτεινότεροι Όταν το φως λέει, εγώ ειμί το σκότος: μίλησε την αλήθεια Όταν το φως λέει, εγώ ειμί το Φως, ψέμα ουκ έχει] [βαθιά υπόκλιση]
Αλλά αντί να φωνάξω είχα την δύναμη να γυρίσω προς τον άλλο, τον άνθρωπο με το ραβδί Ακούστηκαν μουρμουρητά Να ξαναγίνει σιωπή Αυτός ο ρόλος ανήκει στα πράγματα, έλεγα μέσα μου Ποιος ξέρει αν κι εκείνος δεν βγήκε απλώς να πάρει αέρα, να ξεμουδιάσει, να ξεδώσει, να κάνει το αίμα να κατεβεί στα πόδια του, να εξασφαλίσει μια ήσυχη νύχτα, έναν ακούραστο ύπνο Τα πουλιά όμως εδώ είναι κουφά Δεν ακούν τους κρότους, δεν τρομάζουν Μένουν κολλημένα πάνω στα κίτρινα κλαδιά Πρέπει να μεταναστέψω σ' άλλα πουλιά σ' άλλα μεσημέρια καλοκαιριού, σ' άλλα ρέματα
[Β: .......κι εσείς; Μα τι; Δεν έχετε το κλειδί στα χέρια σας; Μπορείτε να πάτε όπου θέλετε Ποιον φοβάστε;
Α: .....εσείς ποιον;
Β: ......εμένα [παύση]
Α: .....τι είναι αυτό; Το ακούτε;
Β: .......Λύκοι θάναι [παύση]
Α: .....λύκοι εδώ ; Σε τούτο το νησί;
Β: ......ναι, εδώ, εδώ μέσα, παντού [κοιτάζει την πόρτα]Είναι κλειδωμένη]
[ΗΧΩ: ......ο Dante με καμαρώνει στις φλόγες Η Οφηλία απέναντι, η παλιά σκιά μου αφότου ο Οδυσσέας χάθηκε δυτικά του Γιβραλτάρ Δυτικότερα απ' την Κόλαση των περίεργων θανάτων]
[Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ φοράει τα ρούχα της Οφηλίας] [σκοτάδι- φως]
Μια στιγμή σιωπής, όπως όταν ο διευθυντής ορχήστρας χτυπήσει με την μπαγκέτα το αναλόγιο και σηκώσει το μπράτσο, προτού ξεχυθεί η μελωδία από τα όργανα- έβγαλα το καπέλο μου και το κοίταξα Ένα μακρύ σκοινί το κρατάει από πάντα, πιασμένο με την κουμπότρυπα του πέτου, όποια και να είναι η εποχή του χρόνου Κι εγώ τι είχα έρθει να κάνω εδώ; Το φθινόπωρο ωρίμαζε τα σύννεφα Οι καθρέφτες γυμνώνονται Η θάλασσα είναι πικρή και φέγγει ήρεμη στο βάθος Ο μουχλιασμέενος ύπνος βρίσκει την καρδιά του Όλα είναι κοίμηση
[Α: .....ακούτε; Περνά κι άλλο καράβι
Β:.....για πού; Δεν φώτισε ακόμη
Α: ....οι φωνές σας λέω.....Βγαίνουν από δω μέσα.....Σας το λέω για τελευταία φορά Τις ακούω όπως ακριβώς έβλεπα εκείνο το φως [μεγάλη παύση παύση-φως]
[ΣΚΗΝΙΚΟ: ....μανιασμένη αναμονή Η ΗΧΩ σε αναπηρικό αμαξίδιο Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ με ιατρική μπλούζα τη δένει με επιδέσμους από κάτω προς τα πάνω]
ΦΩΝΗ: .....ΕΔΩ ΟΦΗΛΙΑ στην καρδιά του πνιγμού Είμαι η ΗΧΩ, η αδερφή του Ορέστη Τοποθετώ ευλαβικά τους εραστές μου στα φέρετρα πολυτελείας που τους ανήκουν
Σε λίγο θα σηκωνόταν καθώς θα ένοιωθε να πέφτει η δροσιά Ο τόπος ήταν μακριά θα ξεχώριζε το σπίτι από μακριά Τα μάτια του σκύλου ακολουθούνε την κίνηση του χεριού Λίγο έλειψε να γυρίσω πίσω χωρίς να μιλήσω Κάρφωσα το βλέμμα κατά μήκος που έπρεπε Ευχαρίστησα τη νύχτα που μας κάνει να βλέπουμε τα φωτισμένα παράθυρα Τώρα θα μπορέσω να τελειώσω:
Είπε κι αμέσως τον τύλιξε ο άνεμος Έτσι γίνεται συχνά ο άνεμος κομματιάζει το μέσα μας Όπως έλεγα τα πουλιά εδώ είναι κουφά
Α: .....μην αστειεύεστε δεν σας διηγήθηκα πόσο καλές νύχτες περνάω Ας αφήσουμε τους τύπους
Β: ......έτσι συνηθίζω
ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ: ......είμαι το άγαλμα του Μπρεχτ, ένα δέντρο δαμασκηνιάς φαλακρό Και ούτω καθεξής Όσα προσφέρει η γλώσσα ή το λεξικό Τα νερά μας κοιτάνε στο πρόσωπο ενώ συζητάμε ανίδεοι.-
[Μεσάνυχτα ίσως Είναι ωραίο να έχεις μια παραχώρηση για πάντα Αν δεν ήταν παρά μονάχα η αιωνιότητα Ήταν ωραίες μέρες Μπορώ να σας πω είμαι πιο ελεύθερος τώρα;; Δεν ξέρω θα το μάθω Άρχισα να γράφω Η βροχή χτυπάει τα τζάμια Μεσάνυχτα Δεν ήταν μεσάνυχτα Δεν έβρεχε Πάμε στη θάλασσα; Σοφή γριά που περιμένει τα ποτάμια Αν δεν ήταν τούτη εδώ η θάλασσα τι θα γινόταν τα ποτάμια;]
[Α: .......[σφυρίζει αρκετή ώρα]
Β: ......έχετε γράψει αυτή τη μουσική;
Α: .....ΑΚΟΎΤΕ! Περνά κι άλλο καράβι! Το κλειδί και το πιστόλι στο μαξιλάρι σας! Τι άλλο θέλετε επιτέλους......[παύση][γυρίζει στο κοινό] Κυρίες και κύριοι, ας κοιμηθώ κι εγώ τον δικό μου ύπνο! -[πολύ φως-σκοτάδι]
ΑΥΛΑΙΑ
Ο Α
Ο Β
Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Η ΤΑΞΙΘΕΤΡΙΑ
Ο ΜΠΡΕΧΤ
ΜΙΑ ΦΩΝΗ
Η ΗΧΩ
ΆΛΛΑ ΠΡΌΣΩΠΑ ΚΑΙ ΦΩΝΈΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ, Χείμαρροι του νότου
ΑΝΑΦ.: ΜΑΤΘΑΙΟΣ ΜΟΥΝΤΕΣ, Χείμαρροι του νότου & ΔΗΜ.Λ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Η λάμπα ήταν σβηστή [μονόπρακτο] στο ετήσιο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ 1967, ΕΣΤΙΑ 1967//// Heiner Müller, Ο ΔΥΣΤΗΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ, επιλογή από κείμενα, εισαγωγή, μτφρ. Ελένης Βαροπούλου, ΆΓΡΑ 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.