....ξαναγράφεται γι' αυτό το Πάσχα. Που έχει περάσει.....
Αδάμ ωκεανόφλεβε στο όριο του αίματος
αδάμαστε
και ατρύγητε
στο εμβαδόν της τύχης
Ν.Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ [1]
α.
........τα πουλιά όμως εδώ είναι κουφά Δεν ακούν τους κρότους Δεν τρομάζουν Μένουν κολλημένα στα κίτρινα κλαδιά Δεν γίνεται πρέπει να μεταναστέψει Να πάει αλλού- σ' άλλα πουλιά σ' άλλα βήματα Θυμήθηκε το χωράφι του καλοκαιρινού μεσημεριού Θάναι καλά εκεί Η λάμπα ήταν σβηστή
ΑΛΛΟΣ [από μέσα]: ......περιμένετε δυο λεπτά
ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ: .....μα γιατί αργεί [ξαναχτυπά]
Α: .....αμέσως... [σ' αμηχανία] Τι να θέλει τέτοια ώρα;......-
Η ατέλειωτη νύχτα θα σκεπάσει τα βλέφαρα Το σκοτάδι θα σβήσει την ανάσα στων γυρισμών σου το στέρνο Κοιτάχτε τον ουράνιο θόλο
Έσβησε και τον τελευταίο του λύχνο Βυθίζω τη σκέψη στον φρενήρη καλπασμό του χρόνου Σαρώνουν οι άνεμοι τα σταυροδρόμια της γης Τρέμουν τ' αδέλφια καθώς γελάει το φίδι κι ειρωνεύεται κρυμμένο Τα μάτια κλειστά και βλέπω πίσω απ' το χρόνο Τα πουλιά σκίζουν το γαλάζιο με τα ράμφη
Παίζουν στα χλοϊσμένα χαλάσματα Δραπέτες του μεσημεριανού ύπνου Τρέχουν μες από τις σοδειές για τα ερείπια
Ε: [κάνοντας σημειωτόν] ...διαβολεμένο κρύο στο νησί Θ' ανοίξετε πια; [χτυπά]
Α: [πάει πέρα δώθε στο δωμάτιο]... τι να κάνω;
Ε: ...δε χρειάζεται ευγένεια [ανοίγει με βία].-
[Κοιτάξτε μέσα στο κρανίο του κόσμου Μυστηριακές φωνές αέρινες ομολογούνε τη νίκη μου Σε λίγο θ' ακουστεί το ποδοβολητό του χρόνου να καλπάζει στους δρόμους σαν άσπρο ποτάμι Θα σέρνει ξοπίσω του τις τρομερές αναμνήσεις της τελευταίας προσφοράς μου πάνω στη γη Δεν με νικάει ο χρόνος Η σκιά της γης δε με σκεπάζει όπως τις πεθαμένες πολιτείες Θα ζήσω για πάντα στη μνήμη σας Ο κόσμος είναι δικός μου Καλπάζω στο
πύρινο άλογο του ατέλειωτου χρόνου
ΟΙΔΑ ΚΑΙ ΠΈΠΕΙΣΜΑΙ: ....τους κάμπους και τη χλόη και τα οστά τα ξασπρισμένα απ' την αιώνια βροχή Στην ακροποταμιά η γυναίκα στέκεται συλλογισμένη, της πέφτει η στάμνα απ' το κεφάλι χίλια θρύψαλα Ρέουν θολά νερά Τα μάτια της τσούζουν Ο κλειδοκράτορας του πύργου Στο βάθος οι πριγκίπισσες τα κατώφλια οι παραστάτες Οι μορφές ακινητούν γίνονται ξανά ζωγραφιές Ατόφιες Stop]
β.
A: ....ποιος σας έστειλε;
Ε: .....Ο [ μιλάει ψιθυριστά σχεδόν άηχα]
Α: ....περίεργο: Και θα μείνετε σ' αυτό το δωμάτιο;
Ε: [δυνατά] Ναι. Τ' ακούσατε; Τι το παράξενο;
Α: .....τότε περάστε.... [ανοίγει περισσότερο την πόρτα].- [παύση]
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: ......σταματήστε το γέλιο Οι νεκροί δε μιλάνε Τι ψάχνετε με το δάχτυλο Οι άγγελοι θ' ανοίξουν τις πύλες της αιωνιότητας όταν νομίσουν.......Γιατί βγήκατε στο φεγγαρόφωτο; Τι ζητάτε στην ατέλειωτη νύχτα! Τα σκυλιά αλυχτάνε στα χωράφια....Δε θα περάσει κανένας το σύνορο Ακούτε! Η σιωπή είναι ο αντίλαλος της φωνής μου Τότε μόνο θ' ανοίξει ο ουρανός το παράθυρο Πάνε με τη λάσπη τα σαπισμένα φύλλα Και πέρα η Γυναίκα βαστάζουσα τον Αιώνιο Λόγο!: Στιγμή που τινάζονται χίλια ουράνια τόξα Φωνή απ' τα νερά Φωνή απ' τους ανέμους Ο Ιωάννης σφίγγει το τρίχινο φόρεμά του καθώς αγγίζει το ραβδί του ο Αναμενόμενος! Τώρα τα δέντρα γέμισαν κόκκινα πουλιά κι ο Ιορδάνης τρομαγμένος στράφηκε οπίσω! Στις αυλές άλογα, υπηρέτες που γέρασαν κάτω από τον ήλιο μαζί με τη χλόη Το Μακρύ Χαμόγελο ξεφυλλίζει την αγρύπνια και το έλεος όπως στέκεται... Τα βλέφαρα αναζητούν μια γωνιά....
Ε: ......σε ποιο κρεβάτι θα κοιμηθώ;
Α: .....τι; Να κοιμηθείτε είπατε; Εδώ ξαγρυπνούμε όλοι Αν επιμένετε, διαλέξτε όποιο σας αρέσει
Ε: .....ένα φως:
Α: .....αστραπή θάταν
Ε: .....μα όχι είναι σταθερό Ελάτε! Πώς δυναμώνει!
Α: ......είναι το φως που άφησε ο ήλιος Τα κεραμίδια το δείχνουν έτσι!
Ε: ....μα ο ήλιος έδυσε....Δε σας φαίνεται πως κάποιος κρατάει αυτό το φως [κάθονται]
Α: ......θα ήρθατε ασφαλώς για την ησυχία
Ε: ....ακριβώς [παύση]
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: ......έχω κλέψει τα κλειδιά απ' την τσέπη του Αρχάγγελου Τώρα κυβερνώ τη ζωή και το θάνατο! Διαπερνώ το ουράνιο κράνος!
Η ράβδος του Μωυσή- Σχήμα Σταυρού- κι η θάλασσα κομμένη ένθεν και ένθεν- Και πιο μακριά η ανθισμένη πεδιάδα και πιο μακριά μέσα στα θάμπη η Εδέμ να τρεμοφέγγει αναμένουσα [σκοτάδι-φως] Αν δεν ήταν αυτή εδώ η θάλασσα τι θα απογίνονταν ολάκερα τα ποτάμια της ύπαρξης.....
γ.
[.......η θάλασσα είναι πικρή αλλά φέγγει ήρεμε στο βάθος Σοφή γριά ο στεναγμός βουλιάζει κάνοντας κύκλους ανέμελους, ξεκουράζουν τη λύπη, τα κάρα φορτώνονται, το φθινόπωρο ωριμάζει τα σύννεφα, η πόρτα στην κάμαρα ανοίγει και μπαίνει ο κυνηγός με τις πέρδικες ''πέρδικες ψημένες και γλυκό κρασί'', στιγμές σκεπασμένες με τη σοφία της γης ή σέρνεσαι στη μαύρη βρεγμένη γη- όλα είναι δικαιοσύνη-]
Α: ....κι αφού κλειδώσατε πώς θέλατε ν' ανοίξει; Ξεχάσατε κιόλας;
Ε: .....καλά λέτε Α: .....έχετε οικογένεια;
Ε: .....και βέβαια Α: .....εγώ όχι. Η γυναίκα μου έφυγε
Ε: .......λυπούμαι
Α: ......μια νύχτα!
Ε[δυνατά]: .....οι γονείς σας;
Α: ....οι γονείς μου είπατε; Τι έχει αφήσει ο πόλεμος; Όλα τα πήρε και πάνε, πάνε......Τινάχτηκαν στον αέρα Καταλάβατε;
Ε: .....τι δουλειά κάνατε; Μήπως σας κούρασα;
Α: ...όχι, βέβαια συνεχίστε [μικρή παύση]
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: ......τα χώματα που ερχόταν απ' το βάθος έφερναν πότε-πότε κι ένα μαύρο σκαθάρι Περπατούσε αργά λίγο χαμένα σα να δίσταζε ποια κατεύθυνση να πάρει Πού ζούσε εκεί μέσα στη γη, ποιες υπόγειες στοές ήταν το ενδιαίτημά του και τώρα νοιώθει τόσο ξένος στο φως: Υπακούει σε κάποιο ιερό πρόσταγμα
Η ΦΩΝΗ ΑΠ' ΤΟ ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ: ......Μπαίνει σαν κάρβουνο στα χώματα ο Θεός Όλη την ύπαρξή μας ζητά Με τις ρίζες θέλει να μας τραβήξει επάνω και με τα φύλλα Από τη λάσπη πνιγόμαστε που είναι γλυκιά μα ολοένα οι κεραυνοί του στην καρδιά χτυπούνε Βροντούνε την πόρτα να μην κοιμηθούμε Οι κεραυνοί που μας καίνε τα χέρια και τα μαλλιά και μένει μετέωρη μόνο η φωνή από τρόμο κι ευτυχία κρυφή να σπαράζει [παύση]
Α: ....κυρίες και κύριοι, είναι ευκαιρία να πιω τα χάπια μου και να κοιμηθώ κι εγώ, τον δικό μου ύπνο [Πίνει τα χάπια και μες στο σκοτάδι φεύγει]
Ε: ....Καλημέρα σας [κοιτάζει γύρω του Βλέπει το μπουκάλι με τα χάπια Τάπιε όλα ! [τρέχει στην πόρτα Είναι κλειδωμένη! Το κλειδί στη θέση του!] Μα πού πήγε; Τα μάτια του καρφώνονται στην λάμπα] Την έσβησε! [γελάει] Όλα μα όλα είναι στη θέση τους....Μα πού πήγε; Που; [φως, πολύ φως]
ΑΥΛΑΙΑ
[1] Ν.Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ, Ένας των σπλάχνων ο ποθούμενος αετός, το ετήσιο τεύχος ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ 1967, ΕΣΤΙΑ, επιμ. Κώστας Τσιρόπουλος
ΑΝΑΦ.: ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΣΥΜΠΌΣΙΟ ο.π. [βλ.: ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΜΟΥΝΤΕ, Χείμαρροι του νότου,- ΔΗΜ. Λ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, Η λάμπα ήταν σβηστή [αποσπ. θεατρ.],- ΝΙΚΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ, Εν γη αβάτω,- ΝΙΚΟΥ ΚΑΜΒΥΣΗ, Οίδα και πέπεισμαι]
https://i.pinimg.com/originals/80/b9/6e/80b96eb28682442a610085111c88c3e4.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.