πάνω σε μια ιδέα του Τ. Έλλιοτ
Τ' αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο
Tomas Elliot [1]
1.
.......όσο ήταν σκοτάδι. Η γυναίκα ξαπλωμένη πλάι του. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. [Το πρόσωπό της]. Κι έτσι τα άντεχε όλα, πιο εύκολα. Φοβάται και σέρνεται, σε ανοιχτό πέλαγος- ανοιχτά- φοβάται, και δέρνεται. Υιοθετεί τη μορφή του πλοίου. Φοράει τη γοργόνα στην πλώρη. Ένα βλέμμα στρογγυλό κατευθύνει κάθε φορά κάπου. Το ακουμπάει και στέκει. Έπεφτε ψιλή βροχή. Έβγαλα το καπέλο να εκμεταλλευτώ την περίσταση.
Καθώς έσπρωχνα και πίεζα τον τοίχο. Είχα, λοιπόν, σοβαρούς λόγους να το βγάλω, νομίζω. Το πέταξα με μια ανέμελη και γενναιόδωρη χειρονομία.- Γυρίζει πίσω σε μένα, ήταν δεμένο στην άκρη με κορδόνι. Ή σκοινί. Έκανε μερικά αναπηδήματα, μετά σταμάτησε ασάλευτο στο πλευρό μου. Από τον ίσκιο μου, που το πρωί δρασκελάει να περάσει. Το βράδυ ορθώνεται να μ' ανταμώσει: η κυρία Σόζοστρις[2]. Κρυολογημένη. Διάσημη χαρτομάντισσα. Είναι το χαρτί σας, μου λέει, ο Πνιγμένος, ο Φληβάς ο Φοίνικας, ο Θαλασσινός[3]. Μέσα σε μια χούφτα θα σου δείξω τους ήχους του νερού. Τη στεγνή πέτρα όταν στεγνώνει ο φόβος- το θερινό ηλιοστάσιο. Σταματά ξαφνιασμένος πάνω στα ξύλινα πόδια του. Ο Ταυ και ο Ταυ εξαφανίζονται προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Μι με τα πακέτα στα χέρια. Ψάχνει τις τσέπες του γιλέκου για το ρολόι του. Την Ηδονή της Αμαρτίας: Του Απολεσθέντα Χρόνου. Γεμάτος λάσπες μέχρι τη μύτη: Μονάχα μια φορά, τελευταία- παρακάλεσε. Από δω κι εμπρός, άνθρωπέ μου, όταν απευθύνεσαι σε μένα θα με αποκαλείς κυρία Βήτα..... Ένοιωσε και άλλοτε έτσι: η αρσενική καμήλα που σηκώνει το πόδι να κόψει ένα μάνγκο. Οι πόρτες στη σειρά γνωρίζουν το μεγάλο μήνυμα. Φυλακίζουν τους πάντες, στον τόσο θόρυβο. Και στην ομίχλη. Ζωγραφίζω τρύπες στο τζάμι για την απόδραση. Ικανοποιημένος- το σκοτάδι έκρυβε τη θέα του προσώπου της. Επέτρεπε ν' αφήνει χαλαρωμένο το πρόσωπό του. Το πιο κοπιαστικό γι' αυτόν ήταν που όλη μέρα, όσο είχε φως στα μέτρα του, ήταν υποχρεωμένος να φτιάχνει ένα άλλο πρόσωπο στιλπνό, όπως ένα ψωμί από άνεμο.
2.
.........μακριά, γυαλιστερά ψεύδη τον ακολουθούν. Τραγουδούν και τον ακολουθούν. Πηδώντας προσκρούει σε αιμάσσοντες Αλέξανδρους, σε ύφαλους βγάζει ρίζες και στέκει. Τον τριγυρίζουν φυτά θαλασσινά. Βγάζει φωνή συρτή και σιγανή σαν της θάλασσας. Μιλάει χρησιμοποιώντας συλλαβές μοχλών. Είναι το χαρτί σας, ο πνιγμένος Φοίνικας. [Να, τα μαργαριτάρια, τα μάτια του. Κοιτάχτε!][4] Ήταν αργά. Γεμάτη η αγκαλιά. Και τα μαλλιά υγρά. Θολώσανε τα μάτια μου. Δεν ήμουν. Βγήκα και πήρα το δρόμο για κει που πήγαινα. Ο Γκ., λοιπόν, έφυγε, χωρίς να πιει την μπύρα του. Κι όμως είχε τόσο μεγάλη όρεξη. Τους άλλους δεν τους είδα ξανά. Μια στιγμή σιωπής, όπως όταν ο διευθυντής ορχήστρας χτυπήσει με την μπαγκέτα στο αναλόγι. Είναι ευχάριστο να επιστεγάζεται κανείς στις πρώτες διαπιστώσεις του. Ίσως, είχε κατορθώσει να γυρίσει στην πόλη από άλλο σημείο του ορίζοντα. Αλλοιώς θα σήμαινε πως παραδέχτηκα τον εαυτό μου ηττημένο. Καθισμένος στην άκρη της θάλασσας. Μετρώντας τα σύννεφα. Stop.
Οι προτάσεις που κατασκεύαζε ο Τ. One ήταν περίπου έτσι: Ημεροβάτης, για τα προσωρινά ενδεχόμενα μεταξύ καλεσμένου και οικοδέσποινας. Νυκτοβάτης, όταν οι οδοί συμφιλίωσης προς μία υπνοβάτιδα κόρη απαιτούν- σίγουρα- αποφυγή κάθε μονομανίας. Οι πολυσύλλαβες ερωτήσεις επιτρέπουν μονοσύλλαβες απαντήσεις. Είναι καθορισμένα τα περισσότερα εκ των προτέρων. Αλήθεια. Στα ατέλειωτα πρωινά προσπαθώ να ξεχωρίσω ποιος είμαι. Στο μεταξύ η ανάγκη εκβιάζει σε δραστηριότητα: ανοίγω απότομα το παράθυρο. Πίνω νερό. Αδειάζω τα έντερά μου. Όλ' αυτά οπωσδήποτε διαταράσσουν τις ρεμβώδεις διερευνήσεις μου. Αργότερα όταν κάθισαν στο τραπέζι, στα ανοίγματα των σπιτιών ήταν απλωμένο πρασινωπό σκοτάδι. Εκείνη τη μισή ώρα που οι γυναίκες αργούν ν' ανάψουν το φως. Κι εκείνη άργησε, αλλά όταν γύρισε τον διακόπτη, ήταν σαν να είχε δώσει το σύνθημα σε πολλές εκατοντάδες γυναίκες. Ξαφνικά από όλα τα παράθυρα το κίτρινο φως τρύπησε το πυκνό πράσινο τίποτε. Νύχτα.
3.
.......μαζεύει τα υπάρχοντά του. Είναι ο ίδιος. Μικρά ορθογώνια τεμάχια του παρελθόντος, και φεύγει. Δένει τη μία γη στην άλλη με σάρκα. Να μην τη χάσει, την περνάει απ' το κρανίο. Πλειοδοτεί για όνειρα χωρίς ταξίδια. Μα περνάει ο καιρός και το βλέμμα κρέμεται όπως το μανίκι των σκιάχτρων. Γυρνώντας στη ''μητρίδα'' του, κομματιάζεται σε σκοπέλους της τελευταίας χιλιετίας. Κάποια καινούρια γυναίκα συλλέγει τα δύο του μάτια. Η Δεσποσύνη των περιστάσεων- και τούτο το χαρτί αδειανό, κάτι που σηκώνει στον ώμο, που 'ναι απαγορευμένο να το δεις. Ο άνθρωπος με τα Τρία Μπαστούνια κι ο Κρεμασμένος. Να φοβάστε τον πνιγμό[5]. Μα τότε αυτά τα χωράφια; Το κανάλι περνάει μέσα απ' την πόλη. Το ξέρω, το ξέρω. Υπάρχουν μάλιστα κάνα δυο. Μη βασανίζεσαι, λέω. Ξάφνου βλέπω. Ήταν το δικό μου αλύγιστο πόδι, εκείνη την εποχή. Ο ήλιος έβαφε τον ορίζοντά του με χρώματα. Κατά κει πήγαινα. Ο λόγος που πήγαινα; Τον είχα ολωσδιόλου ξεχάσει. Θ' ακουμπούσα στο λευκό της μέτωπο. Ή εκείνη.
Μικρή πνιγμένη κραυγή. Σαν ξεριζωμένη από την ίδια. Αυτήν την κραυγή που αντηχεί δια μέσου των αιώνων. Και τότε ένας χείμαρρος από χρυσά μαλλιά τινάχτηκε, σφυρίζοντας και αυλακώνοντας τον ουρανό, εξαφανισμένη στη μουσική δροσιά του γκρίζου- απαλά, σιγανά, ακέραια ηδονική.
Πιο πέρα απλώνεται ο μυστικός δείπνος- σε σημαδεύει πάνω απ' το κεφάλι σου. Πώς δεν το σκέφτηκες; Κάποτε θα πετύχει το στόχο του. Πύρινη γραμμή και λάλον ύδωρ. Όσο υπάρχει σκοτάδι. Υπάρχουν πράγματα που δεν συμβαίνουν, ενώ θα έπρεπε. Έπεφτε το φως του φεγγαριού άσημο στο δρόμο. Ποιος θα μαντέψει το κρυφό μας όνομα; Εκείνο το άλλο- τι αναπνέει ανάμεσα στα κιγκλιδώματα των λέξεων; Τα στόματα είναι κρυμμένα.
Ψίθυροι περασμένοι αγνοώντας τις ώρες. Εσείς που φύγατε, ακούστε κι εμάς. Υπάρχει μια φολιδωτή ευκαμψία. Μια ημιτελής κατάφαση. Λέω, λοιπόν: Είμαι ο Φληβάς ο Θαλασσινός. Είναι κουρασμένη. Κρυολογημένη βαριά, έμαθα. Ψάχνω την κυρία Σόζοστρις. Ένα χαρτί αδειανό, καινούριο.
ΤΕΛΟΣ
[1] Θ.Σ. ΈΛΛΙΟΤ, Η ΕΡΗΜΗ ΧΩΡΑ, μτφρ. Γιώργου Σεφέρη, ΊΚΑΡΟΣ 1997
[2] ο.π.
[3] ο.π.
[4] ο.π.
[5] ο.π.
1. https://thetheatretimes.com/wp-content/uploads/2015/06/9_-600x524.jpg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.