πάνω σε μια ιδέα του Charlie Chaplin/ prose, pour une scène finale
Πυροσβέστης εθελοτυφλών προς τα βελουδένια περιθώρια, και καταστρατηγών την υποτείνουσαν, μεταξύ λιθίνων παραδείσων
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ [à la manière de.....ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ][*]
......γεγονός πως δεν είχα αρχίσει να παίρνω στα σοβαρά τη δουλειά Μα ο Θεός θα το ήξερε, αργά ή γρήγορα, θα μου το συχωρούσε, ίσως Πίσω απ' τον καχεκτικό θάμνο, είχαν φυτρώσει τα πόδια μου,- φαινόταν επίσης το κεφάλι και οι ώμοι,- το πρόσωπο, ακίνητο και μεγαλόπρεπο σαν προσωπείο, σαν κάποια χώρα όπου κανένας δεν είπε τίποτα, περιμένοντας τη λέξη.... Τρέμεις, λέω, μέσα στο καλοκαίρι, αρχαία μέλη καθώς τα σέρνει ο άνεμος Απ' την κατηγορία εκείνων, που παίρνουνε απόκληρα μικρά σκυλιά Ή δέχονται την άσαρκη μοίρα τους με την ήρεμη καρτερία de la pauvreté. Κι αυτό που παραξενεύει περισσότερο είναι, πως μια τέτοια ανεμελιά κατά βάθος, δεν είναι του χαρακτήρα μου Το έκανα για να κερδίσω ακόμα μερικές στιγμές γαλήνης, λες κι από ένστιχτο απέφευγα να σκεφτώ κάθε υπόθεση Τα πουλιά μάς κοιτάζουν πάνω απ' τα δέντρα, μέσα σε πολύβουη ταραχή, στάζοντας συναισθήματα σε κομμάτια Προχώρησα προς το τραπέζι, ήπια άπληστα ένα μεγάλο ποτήρι νερό,- είχα την εντύπωση ότι όλα βρισκόταν εκεί, προσμένοντας ασάλευτα εκδίκηση, δίχως να ξέρουν με βεβαιότητα ποια.- Έρχονται πολύτιμες, λοιπόν, αναμνήσεις από μια άγονη ύπαιθρο, ανάμεσα στη μνήμη των καρπών- γεμάτη εποχές- όπου αναπαύονται αφανέρωτα φεγγάρια ή και πράγματα στεγνά, στυφά, ξαναπεθαμένα- εκείνη η κόκκινη και μαύρη γη, που πλημμυρίζει τα μάτια Με βλέπουν τότε στα χέρια του καθιστού αγάλματος Ξυπνώ απ' το φως που με λούζει απότομα: μπορούν να παρατηρήσουν ότι δε γελώ με τις γελοίες καταστάσεις στις οποίες υπάρχω Επιθυμώ τη λαμπερή συμπάθεια, οποιαδήποτε κι αν είναι η συγκατάβαση της στιγμής- εκείνη με το τεντωμένο χέρι είτε η άλλη με τα φώτα της πόλης Ακούω προσεκτικά χωρίς να σαλεύω Ιδού, εξήγησα το πρωινό μου ξύπνημα- θυμήθηκα- ο πόνος δεν ήταν ολότελα καινούριος Είναι η δυσανεξία απ' τη μεγάλη πορεία, τις δροσερές και υγρές νύχτες Δεν μοιάζει φυσιολογική ιστορία, σκεφτόμουν,- οι επισκέπτες δεν αργούν: Για τα φυλλώματα του φθινοπώρου.....
Ο ΕΝΑΣ: ......τι σημασία έχει; Όλος ο κόσμος κοιμάται Ένα αίσθημα υπέροχης ξεκούρασης! Οι φλυαρίες θα ξαναρχίσουν..... Μου φαίνεται πως είναι λιγάκι τρελή. Τρελός./
[......οι ανάσες που αναπαύονται στον ωκεανό του Αυγούστου, λιοτρίβια ονείρων, λέξεις θαλασσινές Η γη περιμένει Δε λέει κουβέντα Είμαστε σαν τις φωνές στο κλειδωμένο υπόγειο με το χωμάτινο δάπεδο Δεν ξέρεις ούτε τους λόφους όπου ακούγεται το αίμα, κι όπου γεννιόταν η αυγή. Νύχτα.]
Ο ΔΎΟ: .....κλαίω για την τύχη de la vache qui rit, και τα δάκρυά μου κυλούν στον αυχένα εκείνου, που αφορούσε η οργή.....[παύση-ήχοι πεζοδρομίου]/
ΤΕΛΙΚΗ ΣΚΗΝΗ: [....η όμορφη κοπέλα περιμένει στο κατάστημά της τον ευεργέτη/ Τον οποίο ποτέ δεν είχε δει/ Ξεσπά σε γέλια βλέποντας την αλλόκοτη παρουσία του/ Να κατεβαίνει το δρόμο: ΕΚΕΙΝΟΣ, αντιλαμβάνεται τη σκωπτική διάθεση [τρελή/ός]- Χαιρετώντας ευγενικά:- Τα σέβη μου, δεσποινίς- Συνεχίζει: το θέμα στηρίζεται στην εμμονή Έχει δώσει το φως στη νεαρή τυφλή ανθοπώλιδα [ακροατήριο-φωτοχυσία][1][ίδιοι ήχοι]
.....άρχισα τέλος να στοχάζομαι, δηλαδή ν' ακούω δυνατά Έπεφτε ψιλή βροχή κι έβγαλα το καπέλο για να εκμεταλλευτώ την περίσταση Οι θόρυβοι είχαν φτάσει σ' ένα σεβαστό όγκο Κι ωστόσο είχε θέση για δυό ανθρώπους Νομίζω ο ένας, κάποιος νυχτοφύλακας Η πολιτεία ξυπνούσε Ο μικρός άνεμος που φυσούσε, δεν ξέρω, από ποιο μέρος ερχόταν Ζευγάρωνα τη νύχτα κι αντάλλασσα όρκους Το άλλο πρωί η γυναίκα τραγούδησε με κέφι:
Ο ποιητής, το γρι-γρι, η πεταλούδα/ Η ακρίδα, ο τζίτζικας, ο γρύλλος/ Μαγεύουν τα βουνά[2]. Σαν νάθελε να εμποδίσει το βράδι που τύλιγε το δάσος.
Ο ΑΛΛΟΣ: ......έρχεσαι πάντα απ' τη θάλασσα, η φωνή σου κυματίζει βραχνή όπως οι αράχνες Ματαίως παλεύουν τα χέρια [παύση] Δεν είναι ανακωχή, ειρήνη ή γνήσιος θάνατος Ο απέραντος μόχθος της εσπέρας χόρτασε φλέβες και αλμύρα Εσύ τους αφήνεις να σβήσουν Ζωντανοί και μονάχοι Σ' ευχαριστώ που έζησες κάποτε Μ' έχει κυριεύσει κάτι άγνωστο και πολύ δυνατό Δεν μπορώ ν' αντισταθώ, ούτε να το πιάσω. Γαλήνη.
.....τώρα θα μπορέσω να τελειώσω Είναι ωραίο να έχεις μια παραχώρηση για πάντα Είναι πολύ ωραίο
Ή έστω ένα επεισόδιο συγκατοίκησης
ΦΩΝΗ ΑΠ' ΤΟ ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ: ...Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Ο Θεός θα σάς το πληρώσει Ο Θεός σάς έστειλε σε μένα, απόψε Να ζητάει κανείς ταπεινά μια χάρη από ανθρώπους που είναι έτοιμοι να σε δείρουν,- δίνει καλά αποτελέσματα απότομα η πιο αφελής συναίνεση καρδιάς [μικρή παύση] .......Λίγο τσάι ζεστό, δίχως ζάχαρη, δίχως γάλα για να συνέλθω κάπως./
Ο ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ κοιτούσε αφηρημένα την παλάμη του αριστερού του χεριού, παίζοντας πάνω σ' αυτήν τα δάχτυλα......Γιατί η γυναίκα εκείνη εξαφανιζόταν, χανόταν, έσβηνε ενόσω προσπαθούσε να θυμηθεί και δεν άφηνε πίσω της τίποτε Πλησίασε το χέρι του στο πρόσωπο Μέχρις ότου-όταν χτυπά η καρδιά.....,- αναλογίστηκε: Στήνουμε μεταξύ μας παγίδες, ακολουθεί η μεγάλη νύχτα- ενωμένοι θα γυρεύουμε τον ύπνο, ίδιο σύννεφο, ίδιο χιόνι Προσπαθώ να δείξω τη φιλοσοφική μου αμφιβολία Κλείνω τα πάντα μ' ελαφρύ σκεπτικισμό πρόσφορο στην ανεκτικότητα και την ευμένεια Λαθραίες χαρές λυρισμού και ηδονής Ένα νέο κατασκεύασμα, εξ αρχής......
......ύστερα έμπαινα, κατά τη συνήθεια που είχα, στο βασικό ζήτημα, τι ρούχα να πάρω μαζί μου Έτσι, στο κατώφλι της αναχώρησης γραφόταν ήδη η καταστροφική αρχή της προσωπικής ευχαρίστησης Έπρεπε να ήταν άνοιξη Είναι μεσάνυχτα Η βροχή δέρνει τα τζάμια Ο γιος μου κοιμάται Ας κοιμάται Θα έρθει η εποχή, όπου κι αυτός μη μπορώντας να κοιμηθεί, θα κάθεται στο τραπέζι του γραφείου του Εγώ θα είμαι ξεχασμένος Οι καλύτερες μέρες έπεφταν τους μήνες του πρώτου και του δεύτερου φεγγαριού, στον ίδιο μήνα πανσέληνος Λιβάδια, κήποι κατάφορτοι από χιόνι μεταμορφώνονταν παντού σ' εργαστήρια λευκαντικής Άρχιζαν μουσκεύοντας το νήμα ή το ύφασμα σε νερό και στάχτη Το πρωί το έπλεναν με άφθονο νερό, το στέγνωναν και το άπλωναν στις νιφάδες, ξαναρχίζοντας την ίδια ιστορία μέρα με τη μέρα, βράδυ με το βράδυ, άστρο με τo άστρο- στον ίδιο ουρανό, στο ρυθμό του......
ΑΥΛΑΙΑ
τα πρόσωπα
Ο ΕΝΑΣ
Ο ΔΎΟ
Ο ΕΚΕΙΝΟΣ ή Ο ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ
Ο ΑΛΛΟΣ
H ΦΩΝΗ ΑΠ' ΤΟ ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[*] Σωτήρης Τριβιζάς, Δέκα και ένα άγνωστα στιχουργικά γυμνάσματα του Λαπαθιώτη, ΠΌΡΦΥΡΑΣ, τ.69/1994
[1] Charlie Chaplin, [σχόλια στα Φώτα της Ράμπας], μτφρ. Νίκος Κολοβός, περ. η λέξη- τ.87/1989
[2] Γιασουνάρι Καβαμπάτα, Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ, μτφρ. Πολύβιου Βοβολίνη, Δ. Μιχαλόπουλος 1968
https://diastixo.gr/images/images/Various/Elizabeth.JPG
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.