Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... οι ξακουστοί παραμυθάδες. Πολλοί έχουν πει ότι επρόκειτο γι’ ανθρώπους που θυμόντουσαν και διηγούνταν τα όνειρά τους κι άλλοι ότι είχαν φαντασία αστείρευτη. Όπως και να ‘χε το πράγμα, η ουσία είναι ότι είχαν όλοι τους το χάρισμα του λόγου κι ας μην γνώριζαν πολλά γράμματα. Και με τις διηγήσεις που σκάρωναν, μιλούσαν βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων.
Κι ήταν πασίγνωστοι και περιζήτητοι για το ταλέντο τους στις περιοχές που ζούσαν, σε περιφέρειες ολόκληρες και όχι μόνο στα χωριά τους. Γιατί είχαν ανάγκη μεγάλη τότε, όλοι οι άνθρωποι το παραμύθι κι όχι μόνο τα παιδιά. Μοναδική ψυχαγωγία τις ατέλειωτες παγωμένες νύχτες του χειμώνα, μα και διέξοδος ιδανική για να ξεχαστούν, έστω προσωρινά, η φτώχεια, το κρύο, η γύμνια, τα βάσανα. Καλά το ‘πε κάποιος πως το παραμύθι γεννιέται τις εποχές της καρτερίας και της στέρησης.
Μαζεύονταν λοιπόν στα σπεροκαθίσματα, οι άντρες με την ρακή κι οι γυναίκες μαζί με τη δουλειά τους, ταντέλα, ρόκα, πλέξιμο. Στην μέση ο αφηγητής, να μπλέκει με τόση τέχνη το πραγματικό με το φανταστικό, έτσι που η αλήθεια να φαίνεται σαν ψέμα και τ’ ανάποδο. Και να επιστρατεύει και εκφραστικές κινήσεις και προσωπικά σχόλια κι όποιον άλλο αυτοσχεδιασμό του ερχόταν εκείνη την ώρα στο μυαλό. Άλλαζε τον τόνο της φωνής, κουνούσε χέρια, πόδια, κεφάλι, όλο του το σώμα. Έκλεινε τα μάτια και τραγουδούσε τραγούδια. Απήγγειλε στιχάκια. «Ψώματα κι αλήθεια, ετσά ‘ν΄τα παραμύθια».
Και το ακροατήριο άκουγε με θρησκευτική ευλάβεια κι αγωνία, πολλές φορές ακόμη και συμμετέχοντας. Ξεχνούσαν έτσι τον φόβο για το αύριο και γεννιόταν μέσα τους η ελπίδα, που όπως είναι γνωστό μονάχα απ’ το όνειρο γεννιέται. Και στηνόταν γέφυρα για τα καλέσματα τα μυστικά. Και την διαβαίνανε γοργόνες, ξωθιές, νεράιδες και αερικά. Και κάπου στο τέλος της παράξενης αυτής τελετουργίας, η φλόγα του κεριού που τρεμόπαιζε τους εύρισκε να έχουν γίνει ένα.
Πολλά ήταν τα μέρη των συγκεντρώσεων. Άλλες φορές σπίτια. Άλλες ο φούρνος που είχε ζεστασιά, όπου όμως μαζεύονταν μόνο οι γυναίκες. Μα και στους χώρους της δουλειάς λέγονταν παραμύθια. Στα τσαγκαράδικα, συντροφιά ευπρόσδεκτη στ’ ατέλειωτα νυχτέρια. Το καλοκαίρι στα χωράφια. Στ’ αλώνια, στον τρύγο, στα λιομαζώματα, μα και στον ποδαρόδρομο, έτσι για να ‘ναι καλή η στράτα. Στην θάλασσα πάλι, εκεί μέσα στην τράτα, γύρω απ’ την ναυτική λάμπα, για να περνάει η ώρα καθώς οι τρατάρηδες περίμεναν να φτάσει η ώρα για τα δίχτυα. Πολλές φορές μάλιστα στα μακρινά ταξίδια, οι καραβοκύρηδες μίσθωναν γέρους παραμυθάδες για να ψυχαγωγούν το πλήρωμα. «Καλησπέρα πρίμα πλώρα, με τα παλικάρια όλα. Καλησπέρα νοικοκύρη, τίμιε καραβοκύρη».
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... τα παραμύθια. Κάποιοι τα έχουν κατατάξει σε κατηγορίες. Μαγικά, όταν μιλούν για απίθανες ηρωικές περιπέτειες. Διηγηματικά, όταν απουσιάζει το στοιχείο της μαγείας. Θρησκευτικά, όταν ασχολούνται με τον Θεό, τους αγγέλους, τους αγίους και τα θαύματά τους. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν καταθέσεις ψυχής, αυθόρμητες δημιουργίες, που στο πέρασμα του χρόνου κι από τόπο σε τόπο μεταβάλλονταν, όπως κάθε τι άλλωστε που περνάει από στόμα σε στόμα.
Οι εποχές όμως πέρασαν. Έχουν σηκωθεί γκρίζοι τοίχοι εκεί που κάποτε υπήρχαν γειτονιές και οι άνθρωποι έχουν εξοικειωθεί πλέον με την νύχτα. Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς παραμύθια, θα με ρωτήσεις σίγουρα. Πρόσεξε καλύτερα όμως. Βλέπεις εκείνον τον πατέρα που μόλις τελείωσε ένα, την ώρα που το παιδί του το ‘παιρνε ο ύπνος. Μόλις του χάρισε έναν σπόρο. Και το παιδί θα τον φυτέψει, να βλαστήσει, να θεριέψει, καρπούς γλυκούς θα βγάλει, να τους χαρίσει, με την σειρά του, στα δικά του παιδιά. Τέλος κι αρχή του παραμυθιού λοιπόν...
Μαζεύονταν λοιπόν στα σπεροκαθίσματα, οι άντρες με την ρακή κι οι γυναίκες μαζί με τη δουλειά τους, ταντέλα, ρόκα, πλέξιμο. Στην μέση ο αφηγητής, να μπλέκει με τόση τέχνη το πραγματικό με το φανταστικό, έτσι που η αλήθεια να φαίνεται σαν ψέμα και τ’ ανάποδο. Και να επιστρατεύει και εκφραστικές κινήσεις και προσωπικά σχόλια κι όποιον άλλο αυτοσχεδιασμό του ερχόταν εκείνη την ώρα στο μυαλό. Άλλαζε τον τόνο της φωνής, κουνούσε χέρια, πόδια, κεφάλι, όλο του το σώμα. Έκλεινε τα μάτια και τραγουδούσε τραγούδια. Απήγγειλε στιχάκια. «Ψώματα κι αλήθεια, ετσά ‘ν΄τα παραμύθια».
Και το ακροατήριο άκουγε με θρησκευτική ευλάβεια κι αγωνία, πολλές φορές ακόμη και συμμετέχοντας. Ξεχνούσαν έτσι τον φόβο για το αύριο και γεννιόταν μέσα τους η ελπίδα, που όπως είναι γνωστό μονάχα απ’ το όνειρο γεννιέται. Και στηνόταν γέφυρα για τα καλέσματα τα μυστικά. Και την διαβαίνανε γοργόνες, ξωθιές, νεράιδες και αερικά. Και κάπου στο τέλος της παράξενης αυτής τελετουργίας, η φλόγα του κεριού που τρεμόπαιζε τους εύρισκε να έχουν γίνει ένα.
Πολλά ήταν τα μέρη των συγκεντρώσεων. Άλλες φορές σπίτια. Άλλες ο φούρνος που είχε ζεστασιά, όπου όμως μαζεύονταν μόνο οι γυναίκες. Μα και στους χώρους της δουλειάς λέγονταν παραμύθια. Στα τσαγκαράδικα, συντροφιά ευπρόσδεκτη στ’ ατέλειωτα νυχτέρια. Το καλοκαίρι στα χωράφια. Στ’ αλώνια, στον τρύγο, στα λιομαζώματα, μα και στον ποδαρόδρομο, έτσι για να ‘ναι καλή η στράτα. Στην θάλασσα πάλι, εκεί μέσα στην τράτα, γύρω απ’ την ναυτική λάμπα, για να περνάει η ώρα καθώς οι τρατάρηδες περίμεναν να φτάσει η ώρα για τα δίχτυα. Πολλές φορές μάλιστα στα μακρινά ταξίδια, οι καραβοκύρηδες μίσθωναν γέρους παραμυθάδες για να ψυχαγωγούν το πλήρωμα. «Καλησπέρα πρίμα πλώρα, με τα παλικάρια όλα. Καλησπέρα νοικοκύρη, τίμιε καραβοκύρη».
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό... τα παραμύθια. Κάποιοι τα έχουν κατατάξει σε κατηγορίες. Μαγικά, όταν μιλούν για απίθανες ηρωικές περιπέτειες. Διηγηματικά, όταν απουσιάζει το στοιχείο της μαγείας. Θρησκευτικά, όταν ασχολούνται με τον Θεό, τους αγγέλους, τους αγίους και τα θαύματά τους. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν καταθέσεις ψυχής, αυθόρμητες δημιουργίες, που στο πέρασμα του χρόνου κι από τόπο σε τόπο μεταβάλλονταν, όπως κάθε τι άλλωστε που περνάει από στόμα σε στόμα.
Οι εποχές όμως πέρασαν. Έχουν σηκωθεί γκρίζοι τοίχοι εκεί που κάποτε υπήρχαν γειτονιές και οι άνθρωποι έχουν εξοικειωθεί πλέον με την νύχτα. Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς παραμύθια, θα με ρωτήσεις σίγουρα. Πρόσεξε καλύτερα όμως. Βλέπεις εκείνον τον πατέρα που μόλις τελείωσε ένα, την ώρα που το παιδί του το ‘παιρνε ο ύπνος. Μόλις του χάρισε έναν σπόρο. Και το παιδί θα τον φυτέψει, να βλαστήσει, να θεριέψει, καρπούς γλυκούς θα βγάλει, να τους χαρίσει, με την σειρά του, στα δικά του παιδιά. Τέλος κι αρχή του παραμυθιού λοιπόν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.