Του Φώτη Μιόπουλου
Γυρίζει και προχωράει τρέχοντας στην αυλή. Άλλη μια φορά, θυμήσου το, της φωνάζω. Δεν στράφηκε να κοιτάξει.
ΓΟΥΊΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ [1]
.....κουρέλι χωρίς όνομα. Χωρίς πρόσωπο συγκεκριμένο, όταν τον έβλεπε: Η κουκουβάγια κοίταζε με μάτια από θυμό. Τη στιγμή που βγήκα στο δρόμο ήταν όλο κατηφόρα. Συμφώνησα ανεπιφύλακτα με το γενικό πνεύμα αυτών των λόγων: - Παρόλο που η μυστικιστική λεπτότητα, την οποία περιέκλειαν, υπερέβαινε την υποσελήνια νοητικότητά μου]2]. Κάτι σαν τους παλιάτσους στο τσίρκο. Βάφονται όσο πιο δυνατά μπορούν για να πείσουν τους άλλους. Και μέσω αυτών, τον εαυτό τους. Αλλά πάντα το παραμικρό θα τους προδώσει. Στρέφοντας γύρω γύρω το μισοκρυμμένο κεφάλι της κροτάλιζε το ράμφος. Έβγαζε σφυριχτούς θυμωμένους ήχους. Ο άντρας τής έδινε ένα κομμάτι κρέας. Το άρπαζε απότομα και το άφηνε να κρέμεται από την άκρη του. Όσα αυτοκίνητα πέρασαν αρνήθηκαν να ανεβάσουν ακόμα και το καπέλο μου. Με άλλα ρούχα ή άλλο πρόσωπο ίσως. Να με έπαιρναν. Πρέπει να είχα αλλάξει πολύ μετρώντας και την εποχή που έγινε η έξωση απ' το υπόγειο. Είχα σαφή σημάδια κλιμακτηρίου: Η έκφραση της απροκάλυπτης αμηχανίας, που παραπέμπει στα άστρα ή στης μοίρας τ' αδράχτια. Στο ακανθώδες αυτό σημείο οι απόψεις μου συγκρούονται. Όχι μόνο εξ αιτίας της εμφανούς διαφοράς ηλικίας, αλλά κι εξ αιτίας της παιδείας και όλων των άλλων. Η ρυτίδα στο στόμα που κατεβαίνει ανελέητη. Κρύβονται κάτω από τη σκάλα του τσίρκου. Ο καθρέφτης βγαίνει απ' το φαρδύ παντελόνι. Και σιγά σιγά διορθώνονται. Η λάσπη από το δάκρυ θα κρυφτεί. Όλα εντάξει. Ο Διευθυντής τους παίρνει απ' το χέρι. Και ιδού τα φώτα, τα χειροκροτήματα. Ακατάπαυστα. Κάπως έτσι. Πέρασε ολόκληρη νύχτα παίζοντας αυτό το ανταγωνιστικό παιχνίδι δύναμης. Δεν έριχνε ούτε ματιά στην τροφή όσο αυτός ήταν εκεί. Στεκόταν ακίνητη. Προς το ξημέρωμα πείνασε. Την άκουσε να σέρνεται πάνω στο ξύλο προς την ταΐστρα. Μια μάσκα βρώμικη και τριχωτή. Με δυο τρύπες. Και μια σχισμή. Κύριε, ο,τι έχετε ευχαρίστηση. Ο Θεός θα σάς ανταμείβει. Λυπηθείτε με. Σκέτη καταστροφή. Πώς θα πορευόμουν στο μέλλον; Αδιόρθωτος. Επίσης έτρεφα την υποψία ότι ο παχουλός παλαίμαχος πραγματοποιούσε ελιγμό λόγω της έλξης κάποιου γύναιου. Το οποίο όμως λίγο πολύ είχε εξαφανιστεί. Μπορούσε με κάποια προσπάθεια να παρακολουθεί τους στύλους και τις υποστυλώσεις Έδειχνε ύφος σαστισμένο κι εμπερίστατο. Σε όλα είχαν συντελεστεί ριζικές αλλαγές. Μεγάλες βελτιώσεις, από την τελευταία επίσκεψη. Κάπως έτσι- το είπαμε. Και ιδίως το βλέμμα. Με πήγες στη βρύση. Έριξες χούφτες νερό να φύγουν τα ψιμύθια. Να φανούν οι χαρακιές. Το παρελθόν μου. Μ' ενοποίησες.
Όλο λέω, πως το τέλος επίκειται. Πως λίγα τα ψωμιά μου. Πως λίγο αίμα απόμεινε στις φλέβες μου, αλλά: Πού το τέλος; Πού η μοιραία εκδίκαση. Εγώ ξανανιώνω, μάτια μου! Αμετανόητος. Αειθαλής. Στην ηλιθιότητά μου. Στην ολβιότητά μου.[3] Ο άντρας κοίταξε αλλού. Ξανάκουσε το σύρσιμο των ποδιών στο ξύλο. Οι ματιές τους συναντήθηκαν και πάλι. Η κουκουβάγια αποτραβιόταν. Ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου: άρχισα να σφαδάζω κάθε φορά που κάτι πλησίαζε. Κι αυτό για να μη νομίσουν ότι κοιμόμουν ή ξεκουραζόμουν. Προσπάθησα να βογκήξω: Βοήθεια! Βοήθεια!
Όμως ο τόνος της φωνής δεν ξέφευγε τα πλαίσια της συνηθισμένης κουβέντας[4]. Ποιος, λοιπόν, σύρθηκε στα δέντρα ανάμεσα και φύτρωσε πρασινάδα; Ποιος να ήξερε το σκοτάδι τι μπορεί να κάνει; ΑΣΒΕΣΤΩΜΕΝΟΣ ΤΟΙΧΟΣ. Είσαι να ξαπλώσω; Είσαι να ντυθώ; Είσαι να ζαλιστώ; Να δεθώ; Να βάλω χαλινάρι; Να χαθώ; Βγάζω απ' το σεντούκι τα αισθήματα. Τινάζω τη ναφθαλίνη τους. Ετοιμάζομαι σαν να μην είχα δει το χάλι μου στον καθρέφτη. Το παιχνίδι συνεχίστηκε ώσπου ακούστηκε το χαρούμενο κελάηδημα του αετομάχου[5] Καλωσόριζε το πρωινό. Η κουκουβάγια: Αντί για απέχθεια, ο άντρας έψαχνε παρηγοριά σ' αυτήν ''Πάντα έψαχνα μια τέτοια υπηρέτρια'' ''Μετριοφροσύνη'': Μορφάζοντας κοίταξε μακριά. Το πήρα απόφαση. Φτάνει να ρίξεις ματιές στο τζάμι. Φτάνει να δεις τα δάκρυα γερτά. Καθώς παγώνει το κορμί τους στο ξύλο-: Είπα- εύθραυστα σαν έρωτας. Σαν μη-έρωτας. Ν' ακούσεις τη φωνή. Στην ησυχία. Το μέτωπο που χαϊδεύεις κι ανατριχιάζει. Κι όλα αναιρούνται. Όλα ξεχειλίζουνε απ' την αρχή[6] Περίεργα τραγουδούσε πίσω απ' το σπίτι. ''Βγες έξω''. Φώναξα. Άλλος σκαρώνει όργανα καινούρια μη μπορώντας ν' αποδώσουν τον ήχο. Τον ξεχωριστό ήχο- εκείνης της σπασμένης γλώσσας. Τελευταία φορά που είχα λόγο να στενάξω. Το έκανα τόσο πετυχημένα. Δεν βρέθηκε ούτε μια καρδιά στον ορίζοντα για να ραγίσει. Η σκέψη αιωρούνταν σαν σκουπίδι. Πάνω απ' τη μοναξιά που ζούσε με τα ζώα κι τα πουλιά. ''Λένε ότι όταν πεθαίνει κανείς κλοτσάει. Να μου δέσεις τα πόδια σφιχτά''. ''Δεν πρόκειται να πεθάνουμε, πάντα μένει λίγο φώσφορο στη θέση του''[7] Ή φεγγάρια στη γυάλινη ησυχία τους,- φίδι που χώνεται στις τρύπες των ματιών. Ν' αυτοσυγκεντρωθεί.
Πλένοντας τα πόδια των χαμένων θα ξαναβρώ την ψυχή μου. Θ' αποδεχτώ το σώμα μου. Αυτό ήταν. Ζει σε πίνακες ζωγραφικής κι αιθεροβατεί. Ανάβει κόκκινους φανούς στον πάγο. Στον πέρα λόφο χάνεται.
Ο ΕΡΑΣΤΗΣ: .....άσ' την να παίζει το ολίφαντο[8] στο Χώκονς Χωλ. Αdieu[8] Ασβεστωμένος τοίχος. Φερμουάρ. Είσαι να ξαπλώσω; Είσαι να ντυθώ; Να χαθώ; Να γυρίζω σταθμούς και βενζινάδικα;[9] Είσαι;-/
Η μέρα δεν άργησε. Βρέθηκα στα παλιά μου λημέρια. Ή ο πόθος για ξεκούραση και πιότερη αντοχή. Θυμήσου το, φώναξα. Ούτε καν στράφηκε να κοιτάξει. Βαραίνουν πολύ οι άλλοι μέσα μου.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Γουίλιαμ Φώκνερ, Η Βουή και η Μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, Καστανιώτης 2010
[2] James Joyce, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, ΚΕΔΡΟΣ 1990
[3] Ανδρέας Αγγελάκης, 21 ποιήματα, Καστανιώτης 1982
[4] Σάμουελ Μπέκετ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ, μτφρ. Θάλεια Μελή-Χωλλ, Αλεξάνδρεια 2019
[5] Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Το σπίτι των κοιμισμένων κοριτσιών [διηγήματα], μτφρ. Έφη Κουκουμπάνη Πολυτίμου, Καστανιώτης 2010
[αναφορές στο διήγημα ''Περί ζώων και πουλιών'']
[6] Ανδρέας Αγγελάκης ο.π.
[7] Γ. Καουαμπάτα ο.π.
[8] ολίφαντο= πνευστό μουσικό όργανο, κάτι σαν βούκινο. Αρκετά πρωτόγονο στην καταγωγή του και ως επινόηση κατασκευής. [βλ. Cecilie Loevei- Το τοπικό πλοιάριο μια μέρα- ποίημα/ απόδοση Α. Τριφύλλης/ Νορβηγική ποίηση/ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ.10-11, 1984]
[9] ο.π.
http://www.greek-theatre.gr/server/php/files/5752e790602b9L.I.%20LNGUA%20IMPERII%20-%20compagnia%20Anagoor%20_1.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.