Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
Η εφημερίδα Realnews στην ενότητα “κοινωνία” και την ένδειξη “ιστορική μαρτυρία” δημοσιεύει (φύλλο 14.11.2015) συνέντευξη του Κώστα Χαρδαβέλλα, με έναν υπεραιωνόβιο πρόσφυγα από την Τραπεζούντα και τον πομπώδη τίτλο “Εγώ έζησα τη γενοκτονία των Ποντίων”.
Ο δημοσιογράφος εντελώς άσχετος προς το ζήτημα της υποτιθέμενης γενοκτονίας παρουσιάζει τον “πάππον” στο αναγνωστικό κοινό με το ακόλουθο εισαγωγικό σημείωμα: “Ο Σταύρος Παπαβραμίδης του Σταύρου, ετών 102. Ένας από τους τελευταίους Ποντίους που έζησε ως παιδί τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου σε Τραπεζούντα, Κερασούντα, Σαμψούντα, σε όλες τις πόλεις της σημερινής Τουρκίας όπου μεσουρανούσε στις αρχές του 17ου αιώνα ο Ποντιακός Ελληνισμός”. [Υποθέτω πως η αναφορά στον 17ο αιώνα έγινε εκ παραδρομής ή εξαιτίας τυπογραφικού λάθους]
Η “μαρτυρία” του υπερήλικου πρόσφυγα είναι “προβληματική”: ο προβληματικός της χαρακτήρας προκύπτει από την “εσωτερικοποίηση” και την “άδολη” αναπαραγωγή εκείνων των ακουσμάτων, που έχουν επιβληθεί, τα τελευταία χρόνια, ως “συλλογική μνήμη” σε όλη την ελληνική κοινωνία εξαιτίας της διάδοσης των νεοποντιστικών ιδεολογημάτων. Ο υπερήλικας υπό την επιρροή αυτών των αφηγήσεων αναπαράγει βασικές θέσεις του νεοποντισμού ως “ατομική” ιστορία και “προσωπική” εμβίωση. Ο δημοσιογράφος απρόσεκτος και χωρίς την κατάλληλη επιστημονική κατάρτιση παίρνει τοις μετρητοίς τις “αναμνήσεις” του γέροντος. Έτσι στην προσπάθειά του να “αναθεματίσει” και αυτός δημοσίως τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, αποφαίνεται με ικανοποίηση ότι ο “μάρτυράς” του αποτελεί “μια ζωντανή ιστορία […] με τις εικόνες της γενοκτονίας να είναι ολοζώντανες στη μνήμη και την ψυχή του”.
Αλλά οι απαντήσεις του εκ Τραπεζούντος Πειραιώτη αποδεικνύουν ότι η “ατομική μνήμη” δεν είναι προσωπική και ακόμη λιγότερο αυθεντική. Όσον αφορά το όνομα του: “και γιατί, μπάρμπα Σταύρο, έχεις το ίδιο όνομα με τον πατέρα σου;”. Ο “γέρων” συνδέει την απάντησή του με τα ιστορικά γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα στον Οθωμανικό Πόντο: “Μου δώσανε το όνομά του, γιατί τον πατέρα μου τον κρεμάσανε οι Τούρκοι στον Πόντο όταν με μια ομάδα Ελλήνων ανέβασαν την ελληνική σημαία. Και δεν ήταν μόνος. Υπάρχει μια μεγάλη λίστα με Έλληνες προύχοντες που κρεμάστηκαν ένας-ένας. Κάποιοι προλάβανε να γράψουν γράμματα στις γυναίκες τους με οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν μετά τον θάνατό τους, γιατί ήξεραν ότι δεν θα γλιτώσουν από τους Τούρκους. Όλοι το ξέρανε ότι θα κρεμαστούνε!”
Εδώ ο Τραπεζούντιος περιγράφει με παραστατικό τρόπο έναν από τους κεντρικούς τόπους της νεοποντιστικής αφήγησης, ο οποίος συνέβαλλε στη διαμόρφωση της σημερινής “συλλογικής μνήμης” των (Νεο)ποντίων: την περίφημη δίκη της Αμάσειας. Η “ανύψωση” της ελληνικής σημαίας αφορά στο αυτονομιστικό κίνημα που συγκροτείται στον Πόντο και το οποίο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις θέσεις του Αμερικανού Προέδρου Woodrow Wilson και τις πολιτικές αλλαγές που έφερε η Επανάσταση των Μπολσεβίκων στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων.
Η αφήγηση έχει ένα αμφιλεγόμενο σημείο: ο Σταύρος Παπαβραμίδης δηλώνει 102 ετών, αλλά η δίκη της Αμάσειας και οι απαγχονισμοί των επιφανών ανδρών της περιοχής του οθωμανικού Πόντου έλαβαν χώρα το 1921. Είτε, λοιπόν, ο ίδιος είναι νεότερος, είτε ο πατέρας του πέθανε νωρίτερα και του δόθηκε το όνομά του. Είναι προφανές ότι εδώ ενσωματώνει στην προσωπική του “μνήμη”, ένα στοιχείο της κατασκευασμένης “συλλογικής μνήμης” των τελευταίων ετών, δηλαδή του λαού θύματος μιας γενοκτονίας.
Η “ιστορική μαρτυρία” την οποία ανακάλυψε ο Κώστας Χαρδαβέλλας, υπάγεται στο γενικότερο πλαίσιο της μεταλλαγής στην οποία υπόκειται η “συλλογική μνήμη” υπό την επήρεια των νεοποντιστικών ιδεολογημάτων. Κεντρική θέση του νεοποντιστικού αφηγήματος – για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του συρμού εντός και εκτός Ελλάδος – είναι ότι η δίκη της Αμάσειας οργανώθηκε για να εξοντωθεί η “ηγεσία” του Πόντου. Ο Σταύρος Παπαβραμίδης εντάσσει τον πατέρα του σε αυτή την ηγεσία και τον “εξυψώνει” σε παράγοντα του ελληνισμού της Τραπεζούντας: ενδεικτικός είναι ο χαρακτηρισμός “λεφτάς”, ο οποίος κινείται σε αυτή την κατεύθυνση (αυτή η μορφή υπεραναπλήρωσης και “επούλωσης” του τραύματος παρατηρείται και σε άλλα τμήματα του προσφυγικού πληθυσμού και χρήζει ιδιαίτερης επιστημονικής προσέγγισης)
Η παραφιλολογία περί γενοκτονίας εισβάλλει στη “μνήμη” του γέροντος Πειραιώτη με τις τραπεζουντιακές καταβολές ακόμη και σε λεπτομέρειες: “Υπάρχει λίστα μεγάλη με Έλληνες προύχοντες που κρεμάστηκαν ένας-ένας”. Αυτοί που καταδικάστηκαν στην δίκη της Αμάσειας από την περιοχή της Τραπεζούντας μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού: από την άλλη στις διαθέσιμες πηγές πουθενά δεν αναφέρεται πρόσωπο με το επίθετο Παπαβραμίδης, το οποίο διαδραματίζει κάποιο σημαντικό ρόλο μεταξύ των Ελλήνων της συγκεκριμένης πόλης. Και εδώ έχουμε, μάλλον, τη διαμόρφωση μιας “ατομικής μνήμης” σε συνάρτηση με την κυρίαρχη “συλλογική μνήμη” της εποχής, όπως αυτή διαμορφώθηκε υπό την επιρροή των νεοποντιστικών ιδεολογημάτων. Στη συγκεκριμένη “κατασκευή” δεσπόζει ο στιγματισμός του Μουσταφά Κεμάλ και, γενικώς, του “κεμαλισμού” ως ιστορικού και πολιτικού φαινομένου: αυτός ο στιγματισμός είναι το Α και το Ω της υποτιθέμενης γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Και η αναφορά στη συγγραφή των επιστολών των υποδίκων γίνεται υπό την ίδια επιρροή: “κάποιοι προλάβανε να γράψουν γράμματα…” - στην πραγματικότητα οι αρχές της κεμαλικής διοίκησης επέτρεψαν στους καταδικασμένους να γράψουν επιστολές προς τους οικείους τους και να εκφράσουν τις επιθυμίες τους. [Είναι γνωστό ότι κάποιοι υπόδικοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης και δεν εκτελέστηκαν δια αγχόνης στην Αμάσεια. Αυτό δε σημαίνει ότι η δίκη ήταν καθόλα νομότυπη, υπήρχαν διάφορες παρατυπίες, αλλά σε καμία περίπτωση η διοργάνωση των δικών από τα στρατιωτικά δικαστήρια με την κατηγορία της “απόσχισης”, δηλαδή της “εσχάτης προδοσίας” δεν μπορούν να θεωρηθούν μέρος ενός σχεδίου γενοκτονίας. Κάτι τέτοιο προσκρούει στα ιστορικά δεδομένα και την κοινή λογική. Με τον ίδιο τρόπο εξάλλου “εξουδετερώθηκαν” και οι μουσουλμάνοι αντίπαλοι των κεμαλικών].
Η σύγχυση στη “μνήμη” και η συγκρότησή της σε ένα δεύτερο επίπεδο γίνεται φανερή και σε εκμυστηρεύσεις του μάρτυρα, όπως εκείνη που αφορά τη σχέση Ελλήνων και Τούρκων: “... ζούσανε αρμονικά Έλληνες και Τούρκοι, μου έλεγε η μάνα μου. Μετά ήλθε ο Κεμάλ που διέλυσε τα πάντα. Οι Γερμανοί δώσανε την εντολή να εξαφανιστεί το ελληνικό στοιχείο και οι Νεότουρκοι το έκαναν πράξη. Μπαίνανε οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, του σφαγέα των Ποντίων, στα χωριά μας, βγάζανε από τα σπίτια τους τους ανθρώπους και τους σκοτώνανε”.
Και εδώ υπεισέρχονται οι όψιμες αφηγήσεις για την υποτιθέμενη γενοκτονία, η οργάνωση από τους Γερμανούς και η δράση του Τοπάλ Οσμάν: ο τελευταίος, όμως, δεν έδρασε στην περιοχή της Τραπεζούντος – οι Τραπεζούντιοι Τούρκοι σε συνεννόηση με τους Ρωμιούς συντοπίτες τους εκδιώξανε από την περιοχή τον Κερασούντιο εθνικιστή εγκληματία (άλλου είδους ήσαν οι συγκρούσεις στα μεσόγεια της πρωτεύουσας του Οθωμανικού Πόντου).
Ο τραπεζουντιακής καταγωγής γέροντας έχει ενσωματώσει στη “μνήμη” του την “εικόνα” των σφαγών και των διώξεων ως “συλλογικής μνήμης”, όπως αυτή συγκροτείται υπό την επίδραση της νεοποντιστικής αφήγησης. Στο ερώτημα “θυμάσαι να σκοτώνουν ανθρώπους οι Τούρκοι στην Τραπεζούντα”, ο “πάππον” δε διστάζει να απαντήσει καταφατικά: “Θυμάμαι…”. Και στη συνέχεια προσθέτει: “επειδή ήμασταν παιδιά τότε, οι γονείς μας προσπαθούσαν να μας κρύψουν για να μη βλέπουμε όταν οι Τούρκοι έδερναν, απειλούσαν και σκότωναν. Εμείς όμως τρομάζαμε και κλαίγαμε και τότε μας κλείνανε τα στόματα για να μη μας ακούσουν οι Τσέτες”.
Οι εικόνες αυτές δεν είναι εικόνες από την Τραπεζούντα της εποχής του κεμαλικού καθεστώτος: πρόκειται για αφηγήσεις και ακούσματα από άλλες περιοχές του Πόντου, τα οποία “ομογενοποιούνται” σε μια ενιαία “συλλογική μνήμη”, η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται σε “ατομική μνήμη”. Αυτή η “κατασκευασμένη” μνήμη αποτελεί την ιστορική “μαρτυρία” την οποία αντιπαραθέτει με στόμφο θριαμβευτή ο Κώστας Χαρδαβέλλας στον ουδέτερο ισχυρισμό του υπουργού Παιδείας περί “εθνοκαθάρσεως”. Στην Τραπεζούντα δεν κυκλοφορούσαν “τσέτες”, δηλαδή Τούρκοι “ανταρτοληστές”, τα “κλειστά στόματα” είναι ένα ευρέως διαδεδομένο άκουσμα από την ύπαιθρο χώρα και τα μεσόγεια του Οθωμανικού Πόντου και οι συγκρούσεις χριστιανών και μουσουλμάνων τσετών – ανταρτοληστών με πολιτικό εθνικιστικό μανδύα - ήταν στην ημερήσια διάταξη, με κύριο θύμα τον άμαχο πληθυσμό. Στον Οθωμανικό Πόντο υπήρξαν εκτεταμένες πρακτικές αντιποίνων και αμαχοκτονία σε ευρεία κλίμακα.
Η συνέντευξη του Κώστα Χαρδαβέλλα ανασύρει στην επιφάνεια το πρόβλημα που έχει δημιουργήσει η νεοποντιστική αφήγηση στην ελληνική κοινωνία με τη διάβρωση της “συλλογικής μνήμης”, η οποία “ομογενοποιήθηκε” ιδεολογικά στην κατεύθυνση ενός άκριτου αντικεμαλισμού: η “μαρτυρία” του γέροντος από την Τραπεζούντα είναι μια τέτοια περίπτωση. Παρόλα αυτά έχει και αυτή την επιστημονική της αξία, διότι καταμαρτυρεί τον τρόπο με τον οποίο αλλοιώνεται η ιστορική μνήμη στο πλαίσιο της αφήγησης του λαού θύματος μιας υποτιθέμενης γενοκτονίας. Οι νεοποντιστές ορθώς θεωρούν την “γενοκτονία” ως αρχή και τέλος των Ποντίων: χωρίς τη γενοκτονία, δηλαδή την αλλοιωμένη μνήμη, δεν υπάρχουν Πόντιοι, “ποντιακός λαός”, στην ορολογία του επινοητή της γενοκτονίας Μιχάλη Χαραλαμπίδη – υπάρχουν είτε Ρωμιοί, είτε Έλληνες. Ο συγκεκριμένος πολιτικός της ομάδας των “Ιταλών” του ΠΑΣΟΚ δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις του να ανακινήσει εκ νέου το ανατολικό ζήτημα: ο νεοποντισμός ήταν και παραμένει συγκαλυμμένη μορφή αλυτρωτισμού.
Ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης αν και ψέλλισε δημοσίως μόνο τον ευφημισμό “εθνοκάθαρση” και δεν άγγιξε καθόλου το ζήτημα της κατασκευής της υποτιθέμενης γενοκτονίας, δέχτηκε τα πυρά των εκπροσώπων της εθνικής μας μυωπίας: και όλα αυτά με τη χυδαία εκμετάλλευση της μνήμης των νεκρών μιας, από κάθε άποψη, αντιφατικής εποχής.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Ο δημοσιογράφος εντελώς άσχετος προς το ζήτημα της υποτιθέμενης γενοκτονίας παρουσιάζει τον “πάππον” στο αναγνωστικό κοινό με το ακόλουθο εισαγωγικό σημείωμα: “Ο Σταύρος Παπαβραμίδης του Σταύρου, ετών 102. Ένας από τους τελευταίους Ποντίους που έζησε ως παιδί τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου σε Τραπεζούντα, Κερασούντα, Σαμψούντα, σε όλες τις πόλεις της σημερινής Τουρκίας όπου μεσουρανούσε στις αρχές του 17ου αιώνα ο Ποντιακός Ελληνισμός”. [Υποθέτω πως η αναφορά στον 17ο αιώνα έγινε εκ παραδρομής ή εξαιτίας τυπογραφικού λάθους]
Η “μαρτυρία” του υπερήλικου πρόσφυγα είναι “προβληματική”: ο προβληματικός της χαρακτήρας προκύπτει από την “εσωτερικοποίηση” και την “άδολη” αναπαραγωγή εκείνων των ακουσμάτων, που έχουν επιβληθεί, τα τελευταία χρόνια, ως “συλλογική μνήμη” σε όλη την ελληνική κοινωνία εξαιτίας της διάδοσης των νεοποντιστικών ιδεολογημάτων. Ο υπερήλικας υπό την επιρροή αυτών των αφηγήσεων αναπαράγει βασικές θέσεις του νεοποντισμού ως “ατομική” ιστορία και “προσωπική” εμβίωση. Ο δημοσιογράφος απρόσεκτος και χωρίς την κατάλληλη επιστημονική κατάρτιση παίρνει τοις μετρητοίς τις “αναμνήσεις” του γέροντος. Έτσι στην προσπάθειά του να “αναθεματίσει” και αυτός δημοσίως τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, αποφαίνεται με ικανοποίηση ότι ο “μάρτυράς” του αποτελεί “μια ζωντανή ιστορία […] με τις εικόνες της γενοκτονίας να είναι ολοζώντανες στη μνήμη και την ψυχή του”.
Αλλά οι απαντήσεις του εκ Τραπεζούντος Πειραιώτη αποδεικνύουν ότι η “ατομική μνήμη” δεν είναι προσωπική και ακόμη λιγότερο αυθεντική. Όσον αφορά το όνομα του: “και γιατί, μπάρμπα Σταύρο, έχεις το ίδιο όνομα με τον πατέρα σου;”. Ο “γέρων” συνδέει την απάντησή του με τα ιστορικά γεγονότα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα στον Οθωμανικό Πόντο: “Μου δώσανε το όνομά του, γιατί τον πατέρα μου τον κρεμάσανε οι Τούρκοι στον Πόντο όταν με μια ομάδα Ελλήνων ανέβασαν την ελληνική σημαία. Και δεν ήταν μόνος. Υπάρχει μια μεγάλη λίστα με Έλληνες προύχοντες που κρεμάστηκαν ένας-ένας. Κάποιοι προλάβανε να γράψουν γράμματα στις γυναίκες τους με οδηγίες για το τι πρέπει να κάνουν μετά τον θάνατό τους, γιατί ήξεραν ότι δεν θα γλιτώσουν από τους Τούρκους. Όλοι το ξέρανε ότι θα κρεμαστούνε!”
Εδώ ο Τραπεζούντιος περιγράφει με παραστατικό τρόπο έναν από τους κεντρικούς τόπους της νεοποντιστικής αφήγησης, ο οποίος συνέβαλλε στη διαμόρφωση της σημερινής “συλλογικής μνήμης” των (Νεο)ποντίων: την περίφημη δίκη της Αμάσειας. Η “ανύψωση” της ελληνικής σημαίας αφορά στο αυτονομιστικό κίνημα που συγκροτείται στον Πόντο και το οποίο βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τις θέσεις του Αμερικανού Προέδρου Woodrow Wilson και τις πολιτικές αλλαγές που έφερε η Επανάσταση των Μπολσεβίκων στο ζήτημα της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων.
Η αφήγηση έχει ένα αμφιλεγόμενο σημείο: ο Σταύρος Παπαβραμίδης δηλώνει 102 ετών, αλλά η δίκη της Αμάσειας και οι απαγχονισμοί των επιφανών ανδρών της περιοχής του οθωμανικού Πόντου έλαβαν χώρα το 1921. Είτε, λοιπόν, ο ίδιος είναι νεότερος, είτε ο πατέρας του πέθανε νωρίτερα και του δόθηκε το όνομά του. Είναι προφανές ότι εδώ ενσωματώνει στην προσωπική του “μνήμη”, ένα στοιχείο της κατασκευασμένης “συλλογικής μνήμης” των τελευταίων ετών, δηλαδή του λαού θύματος μιας γενοκτονίας.
Η “ιστορική μαρτυρία” την οποία ανακάλυψε ο Κώστας Χαρδαβέλλας, υπάγεται στο γενικότερο πλαίσιο της μεταλλαγής στην οποία υπόκειται η “συλλογική μνήμη” υπό την επήρεια των νεοποντιστικών ιδεολογημάτων. Κεντρική θέση του νεοποντιστικού αφηγήματος – για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του συρμού εντός και εκτός Ελλάδος – είναι ότι η δίκη της Αμάσειας οργανώθηκε για να εξοντωθεί η “ηγεσία” του Πόντου. Ο Σταύρος Παπαβραμίδης εντάσσει τον πατέρα του σε αυτή την ηγεσία και τον “εξυψώνει” σε παράγοντα του ελληνισμού της Τραπεζούντας: ενδεικτικός είναι ο χαρακτηρισμός “λεφτάς”, ο οποίος κινείται σε αυτή την κατεύθυνση (αυτή η μορφή υπεραναπλήρωσης και “επούλωσης” του τραύματος παρατηρείται και σε άλλα τμήματα του προσφυγικού πληθυσμού και χρήζει ιδιαίτερης επιστημονικής προσέγγισης)
Η παραφιλολογία περί γενοκτονίας εισβάλλει στη “μνήμη” του γέροντος Πειραιώτη με τις τραπεζουντιακές καταβολές ακόμη και σε λεπτομέρειες: “Υπάρχει λίστα μεγάλη με Έλληνες προύχοντες που κρεμάστηκαν ένας-ένας”. Αυτοί που καταδικάστηκαν στην δίκη της Αμάσειας από την περιοχή της Τραπεζούντας μετριούνται στα δάκτυλα του ενός χεριού: από την άλλη στις διαθέσιμες πηγές πουθενά δεν αναφέρεται πρόσωπο με το επίθετο Παπαβραμίδης, το οποίο διαδραματίζει κάποιο σημαντικό ρόλο μεταξύ των Ελλήνων της συγκεκριμένης πόλης. Και εδώ έχουμε, μάλλον, τη διαμόρφωση μιας “ατομικής μνήμης” σε συνάρτηση με την κυρίαρχη “συλλογική μνήμη” της εποχής, όπως αυτή διαμορφώθηκε υπό την επιρροή των νεοποντιστικών ιδεολογημάτων. Στη συγκεκριμένη “κατασκευή” δεσπόζει ο στιγματισμός του Μουσταφά Κεμάλ και, γενικώς, του “κεμαλισμού” ως ιστορικού και πολιτικού φαινομένου: αυτός ο στιγματισμός είναι το Α και το Ω της υποτιθέμενης γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Και η αναφορά στη συγγραφή των επιστολών των υποδίκων γίνεται υπό την ίδια επιρροή: “κάποιοι προλάβανε να γράψουν γράμματα…” - στην πραγματικότητα οι αρχές της κεμαλικής διοίκησης επέτρεψαν στους καταδικασμένους να γράψουν επιστολές προς τους οικείους τους και να εκφράσουν τις επιθυμίες τους. [Είναι γνωστό ότι κάποιοι υπόδικοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης και δεν εκτελέστηκαν δια αγχόνης στην Αμάσεια. Αυτό δε σημαίνει ότι η δίκη ήταν καθόλα νομότυπη, υπήρχαν διάφορες παρατυπίες, αλλά σε καμία περίπτωση η διοργάνωση των δικών από τα στρατιωτικά δικαστήρια με την κατηγορία της “απόσχισης”, δηλαδή της “εσχάτης προδοσίας” δεν μπορούν να θεωρηθούν μέρος ενός σχεδίου γενοκτονίας. Κάτι τέτοιο προσκρούει στα ιστορικά δεδομένα και την κοινή λογική. Με τον ίδιο τρόπο εξάλλου “εξουδετερώθηκαν” και οι μουσουλμάνοι αντίπαλοι των κεμαλικών].
Η σύγχυση στη “μνήμη” και η συγκρότησή της σε ένα δεύτερο επίπεδο γίνεται φανερή και σε εκμυστηρεύσεις του μάρτυρα, όπως εκείνη που αφορά τη σχέση Ελλήνων και Τούρκων: “... ζούσανε αρμονικά Έλληνες και Τούρκοι, μου έλεγε η μάνα μου. Μετά ήλθε ο Κεμάλ που διέλυσε τα πάντα. Οι Γερμανοί δώσανε την εντολή να εξαφανιστεί το ελληνικό στοιχείο και οι Νεότουρκοι το έκαναν πράξη. Μπαίνανε οι Τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, του σφαγέα των Ποντίων, στα χωριά μας, βγάζανε από τα σπίτια τους τους ανθρώπους και τους σκοτώνανε”.
Και εδώ υπεισέρχονται οι όψιμες αφηγήσεις για την υποτιθέμενη γενοκτονία, η οργάνωση από τους Γερμανούς και η δράση του Τοπάλ Οσμάν: ο τελευταίος, όμως, δεν έδρασε στην περιοχή της Τραπεζούντος – οι Τραπεζούντιοι Τούρκοι σε συνεννόηση με τους Ρωμιούς συντοπίτες τους εκδιώξανε από την περιοχή τον Κερασούντιο εθνικιστή εγκληματία (άλλου είδους ήσαν οι συγκρούσεις στα μεσόγεια της πρωτεύουσας του Οθωμανικού Πόντου).
Ο τραπεζουντιακής καταγωγής γέροντας έχει ενσωματώσει στη “μνήμη” του την “εικόνα” των σφαγών και των διώξεων ως “συλλογικής μνήμης”, όπως αυτή συγκροτείται υπό την επίδραση της νεοποντιστικής αφήγησης. Στο ερώτημα “θυμάσαι να σκοτώνουν ανθρώπους οι Τούρκοι στην Τραπεζούντα”, ο “πάππον” δε διστάζει να απαντήσει καταφατικά: “Θυμάμαι…”. Και στη συνέχεια προσθέτει: “επειδή ήμασταν παιδιά τότε, οι γονείς μας προσπαθούσαν να μας κρύψουν για να μη βλέπουμε όταν οι Τούρκοι έδερναν, απειλούσαν και σκότωναν. Εμείς όμως τρομάζαμε και κλαίγαμε και τότε μας κλείνανε τα στόματα για να μη μας ακούσουν οι Τσέτες”.
Οι εικόνες αυτές δεν είναι εικόνες από την Τραπεζούντα της εποχής του κεμαλικού καθεστώτος: πρόκειται για αφηγήσεις και ακούσματα από άλλες περιοχές του Πόντου, τα οποία “ομογενοποιούνται” σε μια ενιαία “συλλογική μνήμη”, η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται σε “ατομική μνήμη”. Αυτή η “κατασκευασμένη” μνήμη αποτελεί την ιστορική “μαρτυρία” την οποία αντιπαραθέτει με στόμφο θριαμβευτή ο Κώστας Χαρδαβέλλας στον ουδέτερο ισχυρισμό του υπουργού Παιδείας περί “εθνοκαθάρσεως”. Στην Τραπεζούντα δεν κυκλοφορούσαν “τσέτες”, δηλαδή Τούρκοι “ανταρτοληστές”, τα “κλειστά στόματα” είναι ένα ευρέως διαδεδομένο άκουσμα από την ύπαιθρο χώρα και τα μεσόγεια του Οθωμανικού Πόντου και οι συγκρούσεις χριστιανών και μουσουλμάνων τσετών – ανταρτοληστών με πολιτικό εθνικιστικό μανδύα - ήταν στην ημερήσια διάταξη, με κύριο θύμα τον άμαχο πληθυσμό. Στον Οθωμανικό Πόντο υπήρξαν εκτεταμένες πρακτικές αντιποίνων και αμαχοκτονία σε ευρεία κλίμακα.
Η συνέντευξη του Κώστα Χαρδαβέλλα ανασύρει στην επιφάνεια το πρόβλημα που έχει δημιουργήσει η νεοποντιστική αφήγηση στην ελληνική κοινωνία με τη διάβρωση της “συλλογικής μνήμης”, η οποία “ομογενοποιήθηκε” ιδεολογικά στην κατεύθυνση ενός άκριτου αντικεμαλισμού: η “μαρτυρία” του γέροντος από την Τραπεζούντα είναι μια τέτοια περίπτωση. Παρόλα αυτά έχει και αυτή την επιστημονική της αξία, διότι καταμαρτυρεί τον τρόπο με τον οποίο αλλοιώνεται η ιστορική μνήμη στο πλαίσιο της αφήγησης του λαού θύματος μιας υποτιθέμενης γενοκτονίας. Οι νεοποντιστές ορθώς θεωρούν την “γενοκτονία” ως αρχή και τέλος των Ποντίων: χωρίς τη γενοκτονία, δηλαδή την αλλοιωμένη μνήμη, δεν υπάρχουν Πόντιοι, “ποντιακός λαός”, στην ορολογία του επινοητή της γενοκτονίας Μιχάλη Χαραλαμπίδη – υπάρχουν είτε Ρωμιοί, είτε Έλληνες. Ο συγκεκριμένος πολιτικός της ομάδας των “Ιταλών” του ΠΑΣΟΚ δεν έκρυψε ποτέ τις προθέσεις του να ανακινήσει εκ νέου το ανατολικό ζήτημα: ο νεοποντισμός ήταν και παραμένει συγκαλυμμένη μορφή αλυτρωτισμού.
Ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης αν και ψέλλισε δημοσίως μόνο τον ευφημισμό “εθνοκάθαρση” και δεν άγγιξε καθόλου το ζήτημα της κατασκευής της υποτιθέμενης γενοκτονίας, δέχτηκε τα πυρά των εκπροσώπων της εθνικής μας μυωπίας: και όλα αυτά με τη χυδαία εκμετάλλευση της μνήμης των νεκρών μιας, από κάθε άποψη, αντιφατικής εποχής.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.