Κείμενο: Όμηρος Ταχμαζίδης
“Zu Andreas Papandreou, der bald eine Rolle spielen sollte, habe ich eine engere Verbindung nie gefunden. Er tat sich schwer mit der europaeischen Sozialdemokratie, und ich musste respektieren, dass er einen Zugang nun einmal nicht finden wollte“
Willy Brandt, Erinnerungen
Frankfurt a.M., 1989, σ. 347
Η ένταση των τελευταίων μηνών μεταξύ Ελλάδος και –κυρίως- της Γερμανίας είχε και μια σειρά θετικές παρασυνέπειες: α. ανέδειξε την ανυπαρξία κοινής δημοσιότητας και τo δημοκρατικό έλλειμμα, που υφίσταται στη διαδικασία σχηματισμού κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, και ως αποτέλεσμα αυτής, β. τη δημιουργία προσκαίρως (;) μιας υποτυπώδους και αποσπασματικής διευρωπαϊκής δημοσιότητας και κοινής γνώμης με απροσδιόριστες, αυτή τη στιγμή, συνέπειες για το ευρωπαϊκό ζήτημα, γ. οδήγησε στη διαπίστωση ότι υπάρχει σοβαρό ενδοευρωπαϊκό πρόβλημα στην οικοδόμηση της Ευρώπης, όπως αυτή προωθείται από το νεοφιλελεύθερο πολιτικό προσωπικό και έφερε στο προσκήνιο το βασικό πολιτικό ερώτημα αναφορικά με το μέλλον της Ένωσης, εάν δηλαδή μπορεί να προχωρήσει η σημερινή Ευρώπη προς την κατεύθυνση μιας δημοκρατικώς συγκροτημένης υπερεθνικής κοινότητας ή εάν θα πρέπει να αναδιπλωθεί σε μια σχέση πλήρους διακρατικής ανεξαρτησίας και να αποτελέσει μια ομοσπονδία ανεξαρτήτων εθνικών κρατών.
Είναι προφανές ότι όσοι στην Ελλάδα επιχειρηματολογούν υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της “Ευρώπης” και αυτοτιτλοφορούνται κομπάζοντας “ευρωπαϊστές” απέχουν πολύ από τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα: η ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας δε θα πρέπει να ξεπέσει σε μια απλή ιδεοληψία για πολιτική κατανάλωση και για προπαγανδιστική ρητορεία.: η διαπίστωση ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, ουδεμία σχέση έχει με τους στόχους και τις προοπτικές που έδιναν σε αυτήν τα πολιτικά κόμματα και οι ηγέτες τους τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι πλέον κοινότοπη – η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι “ευρωπαϊκή” με έναν πολύ ιδιαίτερο τεχνικο-οικονομικό τρόπο, που απέχει από το ευρωπαϊκό όραμα του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος.
Οι “Ευρωπαϊστές”, εκτός από φορείς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, συγκροτούν σε όλες τις χώρες και ένα είδος κοινωνικής κάστας: όλοι οι μηχανισμοί και οι υπηρεσίες στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο συγκροτούν το “υπερεθνικό” προσωπικό αυτής της κάστας, μαζί με τα “υποκαταστήματα” και τους μηχανισμούς “διοίκησης” στις άλλες χώρες.
Στη διαμάχη Ελλάδας και δανειστών απουσιάζουν οι Ευρωπαίοι: αυτό που πλήττεται, κυρίως, είναι η ιδέα μιας αλληλέγγυας Ευρώπης των λαών της – ο “οικονομισμός” της κυρίαρχης κάστας έχει δηλητηριάσει τις σχέσεις αλληλεγγύης των λαών, προϋπόθεση για μια πανευρωπαϊκή ένωση, μεταφέροντας το χρέος των τραπεζών στα εκάστοτε κράτη και κατ΄ επέκταση στους φορολογούμενούς τους. Εδώ πλήττεται στη ρίζα της κάθε έννοια αλληλεγγύης και κάθε θέληση για συνεννόηση ανάμεσα σε δύο λαούς: κοντά στα “φυσιολογικά” προβλήματα, όπως της γλώσσας, της διαφορετικής επιμέρους κουλτούρας, των διαφόρων υποδομών κλπ., εμφανίζεται ένα ακόμη πιο καταλυτικό, εκείνο του δανεισμού.
Η ένταση των τελευταίων μηνών έφερε στο προσκήνιο εκτός από την έλλειψη αλληλεγγύης και την έλλειψη ανοχής και σεβασμού στις επιλογές ενός λαού μέλους της Ένωσης: και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει τη σημερινή “ηγεσία” των ευρωπαϊκών πραγμάτων, από εκείνη του παρελθόντος. Το motto του άρθρου, από τις “Αναμνήσεις” του Βίλυ Μπράντ, της ιστορικής φυσιογνωμίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της παγκόσμιας πολιτικής, καθιστά ορατή τη διαφορά ανάμεσα στην ευρωπαϊκή πολιτική του χθες και του σήμερα.
Οι ωμές παρεμβάσεις της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στα ελληνικά πράγματα, το πατρονάρισμα συγκεκριμένων κομμάτων και πολύ περισσότερο ο εκβιασμός του ελληνικού λαού θυμίζουν τις χειρότερες μέρες της εποχής του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και εθνικισμού: η προσβλητική, εις βάρος ολόκληρων λαών, γλώσσα των εθνικισμών του παρελθόντος, είχε όλη αυτή την περίοδο την τιμητική της στα ευρωπαϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αλλά η Ευρώπη δεν μπορεί να οικοδομηθεί επάνω σε σχέσεις ρατσιστικής υποτίμησης και πολιτικής υποτέλειας: κάθε Ένωση που θα προκύψει από τέτοιες διαδικασίες μόνο “ευρωπαϊκή” δε θα είναι.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Willy Brandt, Erinnerungen
Frankfurt a.M., 1989, σ. 347
Η ένταση των τελευταίων μηνών μεταξύ Ελλάδος και –κυρίως- της Γερμανίας είχε και μια σειρά θετικές παρασυνέπειες: α. ανέδειξε την ανυπαρξία κοινής δημοσιότητας και τo δημοκρατικό έλλειμμα, που υφίσταται στη διαδικασία σχηματισμού κοινής γνώμης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, και ως αποτέλεσμα αυτής, β. τη δημιουργία προσκαίρως (;) μιας υποτυπώδους και αποσπασματικής διευρωπαϊκής δημοσιότητας και κοινής γνώμης με απροσδιόριστες, αυτή τη στιγμή, συνέπειες για το ευρωπαϊκό ζήτημα, γ. οδήγησε στη διαπίστωση ότι υπάρχει σοβαρό ενδοευρωπαϊκό πρόβλημα στην οικοδόμηση της Ευρώπης, όπως αυτή προωθείται από το νεοφιλελεύθερο πολιτικό προσωπικό και έφερε στο προσκήνιο το βασικό πολιτικό ερώτημα αναφορικά με το μέλλον της Ένωσης, εάν δηλαδή μπορεί να προχωρήσει η σημερινή Ευρώπη προς την κατεύθυνση μιας δημοκρατικώς συγκροτημένης υπερεθνικής κοινότητας ή εάν θα πρέπει να αναδιπλωθεί σε μια σχέση πλήρους διακρατικής ανεξαρτησίας και να αποτελέσει μια ομοσπονδία ανεξαρτήτων εθνικών κρατών.
Είναι προφανές ότι όσοι στην Ελλάδα επιχειρηματολογούν υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της “Ευρώπης” και αυτοτιτλοφορούνται κομπάζοντας “ευρωπαϊστές” απέχουν πολύ από τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα: η ιδέα της ευρωπαϊκής ενότητας δε θα πρέπει να ξεπέσει σε μια απλή ιδεοληψία για πολιτική κατανάλωση και για προπαγανδιστική ρητορεία.: η διαπίστωση ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, ουδεμία σχέση έχει με τους στόχους και τις προοπτικές που έδιναν σε αυτήν τα πολιτικά κόμματα και οι ηγέτες τους τις προηγούμενες δεκαετίες, είναι πλέον κοινότοπη – η Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι “ευρωπαϊκή” με έναν πολύ ιδιαίτερο τεχνικο-οικονομικό τρόπο, που απέχει από το ευρωπαϊκό όραμα του πρόσφατου ιστορικού παρελθόντος.
Οι “Ευρωπαϊστές”, εκτός από φορείς της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, συγκροτούν σε όλες τις χώρες και ένα είδος κοινωνικής κάστας: όλοι οι μηχανισμοί και οι υπηρεσίες στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο συγκροτούν το “υπερεθνικό” προσωπικό αυτής της κάστας, μαζί με τα “υποκαταστήματα” και τους μηχανισμούς “διοίκησης” στις άλλες χώρες.
Στη διαμάχη Ελλάδας και δανειστών απουσιάζουν οι Ευρωπαίοι: αυτό που πλήττεται, κυρίως, είναι η ιδέα μιας αλληλέγγυας Ευρώπης των λαών της – ο “οικονομισμός” της κυρίαρχης κάστας έχει δηλητηριάσει τις σχέσεις αλληλεγγύης των λαών, προϋπόθεση για μια πανευρωπαϊκή ένωση, μεταφέροντας το χρέος των τραπεζών στα εκάστοτε κράτη και κατ΄ επέκταση στους φορολογούμενούς τους. Εδώ πλήττεται στη ρίζα της κάθε έννοια αλληλεγγύης και κάθε θέληση για συνεννόηση ανάμεσα σε δύο λαούς: κοντά στα “φυσιολογικά” προβλήματα, όπως της γλώσσας, της διαφορετικής επιμέρους κουλτούρας, των διαφόρων υποδομών κλπ., εμφανίζεται ένα ακόμη πιο καταλυτικό, εκείνο του δανεισμού.
Η ένταση των τελευταίων μηνών έφερε στο προσκήνιο εκτός από την έλλειψη αλληλεγγύης και την έλλειψη ανοχής και σεβασμού στις επιλογές ενός λαού μέλους της Ένωσης: και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει τη σημερινή “ηγεσία” των ευρωπαϊκών πραγμάτων, από εκείνη του παρελθόντος. Το motto του άρθρου, από τις “Αναμνήσεις” του Βίλυ Μπράντ, της ιστορικής φυσιογνωμίας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της παγκόσμιας πολιτικής, καθιστά ορατή τη διαφορά ανάμεσα στην ευρωπαϊκή πολιτική του χθες και του σήμερα.
Οι ωμές παρεμβάσεις της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στα ελληνικά πράγματα, το πατρονάρισμα συγκεκριμένων κομμάτων και πολύ περισσότερο ο εκβιασμός του ελληνικού λαού θυμίζουν τις χειρότερες μέρες της εποχής του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού και εθνικισμού: η προσβλητική, εις βάρος ολόκληρων λαών, γλώσσα των εθνικισμών του παρελθόντος, είχε όλη αυτή την περίοδο την τιμητική της στα ευρωπαϊκά μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αλλά η Ευρώπη δεν μπορεί να οικοδομηθεί επάνω σε σχέσεις ρατσιστικής υποτίμησης και πολιτικής υποτέλειας: κάθε Ένωση που θα προκύψει από τέτοιες διαδικασίες μόνο “ευρωπαϊκή” δε θα είναι.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.