Του Ευάγγελου Βενιζέλου
Η Ευρώπη ζει την απειλή μιας μεγάλης ιστορικής παλινδρόμησης. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα τίθεται υπό έντονη αμφισβήτηση και το ειρωνικό είναι ότι αυτό προέκυψε μέσα από τον συνδυασμό του πιο φιλόδοξου βήματος στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που είναι το ευρώ, και της αλληλοτροφοδοτούμενης χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζεται συμπτωματολογικά και σημειακά, αλλά όχι διαρθρωτικά.
Η αμφισβήτηση δεν αφορά μόνο στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος στις διάφορες εκδοχές του, αλλά, σε πολλές πια χώρες, το επίπεδο απασχόλησης και εισοδημάτων, την αίσθηση ασφάλειας και ποιότητας ζωής, το μοντέλο ανάπτυξης, τα στοιχεία ανταγωνιστικότητας και τους μηχανισμούς αναδιανομής. Τίθεται πλέον πρόβλημα κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, πρόβλημα ανεκτικότητας, πολυφωνίας, ευρωπαϊκής ιστορικής μνήμης και συνείδησης, άρα πρόβλημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, μέσα από την άνοδο εκδοχών της ακροδεξιάς, απροκάλυπτα βίαιων και φιλοναζιστικών. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης και είναι εντεταγμένες σε προκυκλικά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτείνουν το πρόβλημα της ύφεσης και της ανεργίας. Όμως, όλο το ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι υφεσιακό, απαισιόδοξο και ανασφαλές.
Η ιστορική αυτή οπισθοχώρηση της Ευρώπης οφείλεται βεβαίως σε μεγάλο βαθμό στους νέους παγκόσμιους οικονομικούς συσχετισμούς, στην ανάδειξη νέων παικτών και νέων κέντρων. Αλλά και στο ότι η Ευρώπη εξαρτήθηκε αφενός μεν από την χρηματοοικονομική σφαίρα της οικονομίας της που διογκώθηκε υπέρμετρα σε σχέση με τη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας, αφετέρου δε από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου μέσω του τεράστιου δημοσίου χρέους και άρα των εξίσου τεράστιων δανειακών αναγκών των ευρωπαϊκών κρατών. Παρότι αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν πολύ εύκολα και για την αμερικανική αλλά και για την ιαπωνική οικονομία, το ζήτημα της Ευρώπης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με εξίσου μεγάλες μεταβολές ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα:
Η Ευρώπη του 20ού αιώνα ως ιστορική σύνθεση οφείλει πολλά στις ιδέες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, στην εφαρμογή κεϋνσιανών πολιτικών, στην ανάδειξη μεταπολεμικά όχι μόνο της σταθερότητας των τιμών αλλά και της πλήρους απασχόλησης και των πολιτικών αναδιανομής ως προσταγμάτων της κυρίαρχης πολιτικής και κοινωνικής αντίληψης. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες έφτασαν στο αξιοζήλευτο επίπεδο ανάπτυξης με το οποίο έκλεισαν τον 20ό και άνοιξαν τον 21ο αιώνα, υπό την ισχυρή επιρροή των αντιλήψεων της σοσιαλδημοκρατίας, σε τέτοιο βαθμό που να μπορούμε να πούμε ότι η Ευρώπη ως ήπειρος και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως ιστορικό εγχείρημα, είναι «σοσιαλδημοκρατικές». Όχι με την έννοια της υποτίμησης του ρόλου των συντηρητικών, λαϊκών και χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων ή της πίεσης των συνδικάτων ή της επιρροής των ιδεών της κομμουνιστικής αριστεράς υπό συνθήκες παγκόσμιου διπολισμού και Ψυχρού Πολέμου, αλλά με την έννοια του ιδιαίτερου χρώματος του ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης σε σχέση κυρίως με το αμερικανικό. Με την έννοια, δηλαδή, μιας διεθνώς ανεπτυγμένης και ανταγωνιστικής οικονομίας που συνδυάζεται με τις εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους και όλη την αλυσίδα των αντιλήψεων και πρακτικών που συνοπτικά θα τις ονομάζαμε «ευρωπαϊκό μοντέλο», ή ίσως ακόμη καλύτερα «ευρωπαϊκό ιστορικό και κοινωνικό συμβιβασμό», μέσα από τη λειτουργία της δημοκρατίας και την εναλλαγή των μεγάλων πολιτικών οικογενειών στην εξουσία ή τη συνεργασία τους, ανάλογα με τον πολιτικό και εκλογικό κύκλο κάθε χώρας και της Ευρώπης συνολικά.
Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η ριζική αλλαγή στη μεγάλη γεωπολιτική εικόνα συμπίπτει ιστορικά, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, με την πολιτική απόφαση για επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κυρίως για την συγκρότηση της νομισματικής ένωσης που βασίστηκε σε παραδοχές, οι οποίες κατά βάθος αμφισβητούσαν κρίσιμα αξιακά και οικονομικά προτάγματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας:
Η μακροοικονομική ισορροπία και η δημοσιονομική σταθερότητα του Μάαστριχτ δεν απέκλεισαν ρητορικά τους στόχους της λεγόμενης κοινωνικής Ευρώπης, ούτε τον στόχο της πλήρους απασχόλησης. Ως καταστατικός σκοπός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θεσπίστηκε όμως μονό η σταθερότητα των τιμών. Όλο δε αυτό το σύστημα, φτιαγμένο για ομαλές συνθήκες, τέθηκε υπό σκληρή δοκιμασία μετά το 2008 και το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης που βρήκε την Ευρώπη και ιδίως την Ευρωζώνη θεσμικά και επιχειρησιακά απροετοίμαστη και πιεσμένη, όχι μόνο από την επιθετικότητα των αγορών και την οικονομική συγκυρία, αλλά και από τους οικονομικούς εθνικισμούς που εμφανίστηκαν στις δημοσιονομικά υγιείς χώρες με την μορφή του άγχους της «μόλυνσης» από τις δημοσιονομικά άσωτες χώρες.
Η βασική ιδεολογική ήττα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ήταν η απομάκρυνση του κεϋνσιανισμού από το ακαδημαϊκό, χρηματοοικονομικό και τελικά πολιτικό προσκήνιο της Ευρώπης. Εξίσου βασική θεσμική ήττα ήταν η συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού συστήματος που υπό την πίεση της κρίσης και των αγορών θα παραδιδόταν αμαχητί στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές αντιλήψεις και τις συντηρητικές πειθαρχημένες και πειθαρχικές πολιτικές. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν έπαψε να υπάρχει, εξαρτήθηκε όμως από πολύ αυστηρούς μακροοικονομικούς, δημοσιονομικούς, διαρθρωτικούς και τελικά ιδεολογικούς όρους.
Στο πλαίσιο αυτό τυχόν εναλλαγές κυβερνήσεων σε εθνικό επίπεδο, με εκλογικές καθόδους ή ανόδους των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, ασκούσαν και ασκούν πολύ μικρή επιρροή σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Φάνηκε πλέον καθαρά ότι οι κρίσιμοι συσχετισμοί είναι διακρατικοί και όχι ιδεολογικοπολιτικοί, όπως φάνηκε ότι λόγω των πολλών, συνεχών και τεμνόμενων εκλογικών κύκλων στις ευρωπαϊκές χώρες, τελικά υπάρχει ένας κυλιόμενος μεγάλος κυβερνητικός συνασπισμός μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών οικογενειών: του ευρωπαϊκού λαϊκού και του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόμματος.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε επίσης αντιμέτωπη και με όλες τις δυσκολίες, τις αμηχανίες, τις αντιφάσεις και τις υστερήσεις της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής: με το λεγόμενο δημοκρατικό και ιδίως το πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης.
Όταν αναφέρομαι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αναφέρομαι σε όλο το φάσμα που καλύπτει το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και την ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά, εργατικά, δημοκρατικά κόμματα, ανάλογα με τις επιμέρους εθνικές ιδιομορφίες και παραδόσεις. Εννοώ όλο το φάσμα της μη κομμουνιστικής αριστεράς ή της κεντροαριστεράς, όπως λέμε στην Ελλάδα. Τα ονόματα έχουν πολύ μικρή σημασία, οι πραγματικές πολιτικές πολύ μεγάλη.
Έχει λοιπόν διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή κατάσταση -φάνηκε αυτό και στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό 2014-2020- που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τις τρέχουσες και συμβατικές μεθόδους πολιτικής σκέψης και δράσης, καθώς αυτές λειτουργούν πλέον μακροχρόνια και στρατηγικά σε βάρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και αν αυτή καταγράφει τοπικές ή εθνικές εκλογικές νίκες.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία οφείλει συνεπώς να δει ξανά τη μεγάλη ευρωπαϊκή εικόνα με όρους ιστορικούς και αξιακούς, δηλαδή βαθειά και ουσιαστικά πολιτικούς. Οφείλει να θυμηθεί τα σκληρά ιστορικά διδάγματα του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου. Βρισκόμαστε άλλωστε σε ένα τέτοιο οικονομικό «μεσοπόλεμο» ανάμεσα στην κρίση που βιώσαμε και μια ενδεχόμενη δεύτερη πιο σκληρή φάση στη σύγκρουση κρατών (άρα και περιφερειακών οντοτήτων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση κι η Ευρωζώνη) και αγορών, μάλιστα των θεσμικά αρρύθμιστων όψεων των αγορών καθώς απουσιάζουν επαρκείς θεσμοί παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Τα μεγάλα πολιτικά θέματα ήταν και είναι πάντοτε θέματα κυριαρχίας, όπως η σύγκρουση κρατών και αγορών.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πρέπει συνεπώς να υπερβεί τον ορίζοντα των εθνικών οικονομικών στρατηγικών και να θέσει ξανά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα θεμελιώδη ζητήματα της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, του πολιτικού φιλελευθερισμού, της ιστορικής συνείδησης, της προτεραιότητας της πολιτικής.
Βεβαίως, ο λόγος της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για να είναι πειστικός, πρέπει να δίνει πρακτική απάντηση στα ζητήματα της διαχείρισης της χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, με τρόπο όμως διορατικό σε σχέση με την πραγματική οικονομία, την ανάπτυξη και την απασχόληση. Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ισορροπίες μπορούν να βασιστούν στον μεγαλύτερο παρονομαστή (ΑΕΠ) και όχι στη μυωπική θεώρηση του αριθμητή. Έννοιες αναμφίβολα καθοριστικές, όπως η επιχειρηματικότητα και η ανταγωνιστικότητα, μπορούν να συνδυαστούν με την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και ένα κοινωνικό κράτος που λειτουργεί το ίδιο αναπτυξιακά, ως κοίτασμα απασχόλησης και ως στοιχείο της συνολικής εθνικής και κοινωνικής ανταγωνιστικότητας μέσα από τον συνδυασμό φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος. Ξέρουμε πολύ καλά ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι πλέον πειστική μονό όταν μιλάει ταυτόχρονα για παραγωγή, ανταγωνιστικότητα, συνοχή και αναδιανομή.
Τα νέα καθήκοντα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι βαριά και επιτακτικά γιατί θεμελιώδη προτάγματα, όπως η ανάσχεση της ύφεσης και της ανεργίας, η ανασυγκρότηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της Ευρώπης, η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, πρέπει να τεθούν ξανά, αλλά προσκρούουν σε διεθνείς συγκυριακές ανάγκες, σε εθνικές πολιτικές και εκλογικές σκοπιμότητες, σε νέα επιστημονικά στερεότυπα γύρω από τις «άριστες» μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιλογές, στον ρόλο που διεκδικούν θεσμοί όπως το ΔΝΤ και η ΕΚΤ.
Υπάρχουν όμως θέματα, όπως η προστασία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του κοινοβουλευτισμού, αλλά και η ενεργειακή, διατροφική και υδατική ασφάλεια και επάρκεια, που μπορούν να τεθούν στη δημόσια συζήτηση με λιγότερες αντιστάσεις.
Στο δε κρίσιμο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες οφείλουν να κυριαρχήσουν με αλυσίδα προτάσεων που υπερβαίνουν την ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική, δημοσιονομική, πολιτική και αναπτυξιακή αμηχανία, θέτοντας τα κράτη-μέλη αντιμέτωπα με τα ουσιώδη προβλήματα στρατηγικής που καμία προσωρινή διευθέτηση δεν λύνει. Οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές πρέπει να τίθενται πάντοτε στην πρώτη γραμμή του μετώπου με τις δυνάμεις της ιστορικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής οπισθοδρόμησης ή με τις δυνάμεις του δήθεν προοδευτικού συντηρητισμού που επαγγέλλονται την ακινησία στο όνομα επιμέρους κεκτημένων.
Με αυτή την αντίληψη για τις αξίες και τα πολιτικά προτάγματα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών συνδέεται το ΠΑΣΟΚ. Αυτές θέλει να εκφράζει και να διεκδικεί, όντας πάντοτε ανοικτό, πολιτικά και οργανωτικά, σε όσους συμφωνούν. Με ιδεολογική και πολιτική σαφήνεια, αλλά χωρίς στείρους κομματικούς πατριωτισμούς. Το επικείμενο Συνέδριο είναι, από την άποψη αυτή, ένα μεγάλο forum διαλόγου που δεν τελειώνει με το Συνέδριο, αλλά ενισχύεται έντονα από τις αποφάσεις του και τη δυναμική που αυτές, είμαι βέβαιος ότι θα έχουν.-
Η Ευρώπη ζει την απειλή μιας μεγάλης ιστορικής παλινδρόμησης. Το ευρωπαϊκό κεκτημένο του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα τίθεται υπό έντονη αμφισβήτηση και το ειρωνικό είναι ότι αυτό προέκυψε μέσα από τον συνδυασμό του πιο φιλόδοξου βήματος στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που είναι το ευρώ, και της αλληλοτροφοδοτούμενης χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζεται συμπτωματολογικά και σημειακά, αλλά όχι διαρθρωτικά.
Η αμφισβήτηση δεν αφορά μόνο στο ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος στις διάφορες εκδοχές του, αλλά, σε πολλές πια χώρες, το επίπεδο απασχόλησης και εισοδημάτων, την αίσθηση ασφάλειας και ποιότητας ζωής, το μοντέλο ανάπτυξης, τα στοιχεία ανταγωνιστικότητας και τους μηχανισμούς αναδιανομής. Τίθεται πλέον πρόβλημα κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, πρόβλημα ανεκτικότητας, πολυφωνίας, ευρωπαϊκής ιστορικής μνήμης και συνείδησης, άρα πρόβλημα δημοκρατίας και κράτους δικαίου, μέσα από την άνοδο εκδοχών της ακροδεξιάς, απροκάλυπτα βίαιων και φιλοναζιστικών. Αυτό συμβαίνει κυρίως στις χώρες που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης και είναι εντεταγμένες σε προκυκλικά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτείνουν το πρόβλημα της ύφεσης και της ανεργίας. Όμως, όλο το ευρωπαϊκό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον είναι υφεσιακό, απαισιόδοξο και ανασφαλές.
Η ιστορική αυτή οπισθοχώρηση της Ευρώπης οφείλεται βεβαίως σε μεγάλο βαθμό στους νέους παγκόσμιους οικονομικούς συσχετισμούς, στην ανάδειξη νέων παικτών και νέων κέντρων. Αλλά και στο ότι η Ευρώπη εξαρτήθηκε αφενός μεν από την χρηματοοικονομική σφαίρα της οικονομίας της που διογκώθηκε υπέρμετρα σε σχέση με τη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας, αφετέρου δε από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου μέσω του τεράστιου δημοσίου χρέους και άρα των εξίσου τεράστιων δανειακών αναγκών των ευρωπαϊκών κρατών. Παρότι αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν πολύ εύκολα και για την αμερικανική αλλά και για την ιαπωνική οικονομία, το ζήτημα της Ευρώπης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι εξελίξεις αυτές συνδέονται με εξίσου μεγάλες μεταβολές ιδεολογικού και πολιτικού χαρακτήρα:
Η Ευρώπη του 20ού αιώνα ως ιστορική σύνθεση οφείλει πολλά στις ιδέες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, στην εφαρμογή κεϋνσιανών πολιτικών, στην ανάδειξη μεταπολεμικά όχι μόνο της σταθερότητας των τιμών αλλά και της πλήρους απασχόλησης και των πολιτικών αναδιανομής ως προσταγμάτων της κυρίαρχης πολιτικής και κοινωνικής αντίληψης. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες έφτασαν στο αξιοζήλευτο επίπεδο ανάπτυξης με το οποίο έκλεισαν τον 20ό και άνοιξαν τον 21ο αιώνα, υπό την ισχυρή επιρροή των αντιλήψεων της σοσιαλδημοκρατίας, σε τέτοιο βαθμό που να μπορούμε να πούμε ότι η Ευρώπη ως ήπειρος και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ως ιστορικό εγχείρημα, είναι «σοσιαλδημοκρατικές». Όχι με την έννοια της υποτίμησης του ρόλου των συντηρητικών, λαϊκών και χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων ή της πίεσης των συνδικάτων ή της επιρροής των ιδεών της κομμουνιστικής αριστεράς υπό συνθήκες παγκόσμιου διπολισμού και Ψυχρού Πολέμου, αλλά με την έννοια του ιδιαίτερου χρώματος του ευρωπαϊκού μοντέλου ανάπτυξης σε σχέση κυρίως με το αμερικανικό. Με την έννοια, δηλαδή, μιας διεθνώς ανεπτυγμένης και ανταγωνιστικής οικονομίας που συνδυάζεται με τις εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους και όλη την αλυσίδα των αντιλήψεων και πρακτικών που συνοπτικά θα τις ονομάζαμε «ευρωπαϊκό μοντέλο», ή ίσως ακόμη καλύτερα «ευρωπαϊκό ιστορικό και κοινωνικό συμβιβασμό», μέσα από τη λειτουργία της δημοκρατίας και την εναλλαγή των μεγάλων πολιτικών οικογενειών στην εξουσία ή τη συνεργασία τους, ανάλογα με τον πολιτικό και εκλογικό κύκλο κάθε χώρας και της Ευρώπης συνολικά.
Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η ριζική αλλαγή στη μεγάλη γεωπολιτική εικόνα συμπίπτει ιστορικά, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, με την πολιτική απόφαση για επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και κυρίως για την συγκρότηση της νομισματικής ένωσης που βασίστηκε σε παραδοχές, οι οποίες κατά βάθος αμφισβητούσαν κρίσιμα αξιακά και οικονομικά προτάγματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας:
Η μακροοικονομική ισορροπία και η δημοσιονομική σταθερότητα του Μάαστριχτ δεν απέκλεισαν ρητορικά τους στόχους της λεγόμενης κοινωνικής Ευρώπης, ούτε τον στόχο της πλήρους απασχόλησης. Ως καταστατικός σκοπός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θεσπίστηκε όμως μονό η σταθερότητα των τιμών. Όλο δε αυτό το σύστημα, φτιαγμένο για ομαλές συνθήκες, τέθηκε υπό σκληρή δοκιμασία μετά το 2008 και το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης που βρήκε την Ευρώπη και ιδίως την Ευρωζώνη θεσμικά και επιχειρησιακά απροετοίμαστη και πιεσμένη, όχι μόνο από την επιθετικότητα των αγορών και την οικονομική συγκυρία, αλλά και από τους οικονομικούς εθνικισμούς που εμφανίστηκαν στις δημοσιονομικά υγιείς χώρες με την μορφή του άγχους της «μόλυνσης» από τις δημοσιονομικά άσωτες χώρες.
Η βασική ιδεολογική ήττα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ήταν η απομάκρυνση του κεϋνσιανισμού από το ακαδημαϊκό, χρηματοοικονομικό και τελικά πολιτικό προσκήνιο της Ευρώπης. Εξίσου βασική θεσμική ήττα ήταν η συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού συστήματος που υπό την πίεση της κρίσης και των αγορών θα παραδιδόταν αμαχητί στις νεοφιλελεύθερες οικονομικές αντιλήψεις και τις συντηρητικές πειθαρχημένες και πειθαρχικές πολιτικές. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν έπαψε να υπάρχει, εξαρτήθηκε όμως από πολύ αυστηρούς μακροοικονομικούς, δημοσιονομικούς, διαρθρωτικούς και τελικά ιδεολογικούς όρους.
Στο πλαίσιο αυτό τυχόν εναλλαγές κυβερνήσεων σε εθνικό επίπεδο, με εκλογικές καθόδους ή ανόδους των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, ασκούσαν και ασκούν πολύ μικρή επιρροή σε Ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Φάνηκε πλέον καθαρά ότι οι κρίσιμοι συσχετισμοί είναι διακρατικοί και όχι ιδεολογικοπολιτικοί, όπως φάνηκε ότι λόγω των πολλών, συνεχών και τεμνόμενων εκλογικών κύκλων στις ευρωπαϊκές χώρες, τελικά υπάρχει ένας κυλιόμενος μεγάλος κυβερνητικός συνασπισμός μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών οικογενειών: του ευρωπαϊκού λαϊκού και του ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόμματος.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε επίσης αντιμέτωπη και με όλες τις δυσκολίες, τις αμηχανίες, τις αντιφάσεις και τις υστερήσεις της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής: με το λεγόμενο δημοκρατικό και ιδίως το πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης.
Όταν αναφέρομαι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αναφέρομαι σε όλο το φάσμα που καλύπτει το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και την ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: σοσιαλιστικά, σοσιαλδημοκρατικά, εργατικά, δημοκρατικά κόμματα, ανάλογα με τις επιμέρους εθνικές ιδιομορφίες και παραδόσεις. Εννοώ όλο το φάσμα της μη κομμουνιστικής αριστεράς ή της κεντροαριστεράς, όπως λέμε στην Ελλάδα. Τα ονόματα έχουν πολύ μικρή σημασία, οι πραγματικές πολιτικές πολύ μεγάλη.
Έχει λοιπόν διαμορφωθεί μια ευρωπαϊκή κατάσταση -φάνηκε αυτό και στο τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για τον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό 2014-2020- που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τις τρέχουσες και συμβατικές μεθόδους πολιτικής σκέψης και δράσης, καθώς αυτές λειτουργούν πλέον μακροχρόνια και στρατηγικά σε βάρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ακόμη και αν αυτή καταγράφει τοπικές ή εθνικές εκλογικές νίκες.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία οφείλει συνεπώς να δει ξανά τη μεγάλη ευρωπαϊκή εικόνα με όρους ιστορικούς και αξιακούς, δηλαδή βαθειά και ουσιαστικά πολιτικούς. Οφείλει να θυμηθεί τα σκληρά ιστορικά διδάγματα του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου. Βρισκόμαστε άλλωστε σε ένα τέτοιο οικονομικό «μεσοπόλεμο» ανάμεσα στην κρίση που βιώσαμε και μια ενδεχόμενη δεύτερη πιο σκληρή φάση στη σύγκρουση κρατών (άρα και περιφερειακών οντοτήτων όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση κι η Ευρωζώνη) και αγορών, μάλιστα των θεσμικά αρρύθμιστων όψεων των αγορών καθώς απουσιάζουν επαρκείς θεσμοί παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Τα μεγάλα πολιτικά θέματα ήταν και είναι πάντοτε θέματα κυριαρχίας, όπως η σύγκρουση κρατών και αγορών.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πρέπει συνεπώς να υπερβεί τον ορίζοντα των εθνικών οικονομικών στρατηγικών και να θέσει ξανά, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τα θεμελιώδη ζητήματα της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων, του πολιτικού φιλελευθερισμού, της ιστορικής συνείδησης, της προτεραιότητας της πολιτικής.
Βεβαίως, ο λόγος της σύγχρονης ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για να είναι πειστικός, πρέπει να δίνει πρακτική απάντηση στα ζητήματα της διαχείρισης της χρηματοοικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, με τρόπο όμως διορατικό σε σχέση με την πραγματική οικονομία, την ανάπτυξη και την απασχόληση. Οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές ισορροπίες μπορούν να βασιστούν στον μεγαλύτερο παρονομαστή (ΑΕΠ) και όχι στη μυωπική θεώρηση του αριθμητή. Έννοιες αναμφίβολα καθοριστικές, όπως η επιχειρηματικότητα και η ανταγωνιστικότητα, μπορούν να συνδυαστούν με την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη και ένα κοινωνικό κράτος που λειτουργεί το ίδιο αναπτυξιακά, ως κοίτασμα απασχόλησης και ως στοιχείο της συνολικής εθνικής και κοινωνικής ανταγωνιστικότητας μέσα από τον συνδυασμό φορολογικού και ασφαλιστικού συστήματος. Ξέρουμε πολύ καλά ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι πλέον πειστική μονό όταν μιλάει ταυτόχρονα για παραγωγή, ανταγωνιστικότητα, συνοχή και αναδιανομή.
Τα νέα καθήκοντα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι βαριά και επιτακτικά γιατί θεμελιώδη προτάγματα, όπως η ανάσχεση της ύφεσης και της ανεργίας, η ανασυγκρότηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων της Ευρώπης, η διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, πρέπει να τεθούν ξανά, αλλά προσκρούουν σε διεθνείς συγκυριακές ανάγκες, σε εθνικές πολιτικές και εκλογικές σκοπιμότητες, σε νέα επιστημονικά στερεότυπα γύρω από τις «άριστες» μακροοικονομικές και δημοσιονομικές επιλογές, στον ρόλο που διεκδικούν θεσμοί όπως το ΔΝΤ και η ΕΚΤ.
Υπάρχουν όμως θέματα, όπως η προστασία της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και του κοινοβουλευτισμού, αλλά και η ενεργειακή, διατροφική και υδατική ασφάλεια και επάρκεια, που μπορούν να τεθούν στη δημόσια συζήτηση με λιγότερες αντιστάσεις.
Στο δε κρίσιμο πεδίο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές και Δημοκράτες οφείλουν να κυριαρχήσουν με αλυσίδα προτάσεων που υπερβαίνουν την ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική, δημοσιονομική, πολιτική και αναπτυξιακή αμηχανία, θέτοντας τα κράτη-μέλη αντιμέτωπα με τα ουσιώδη προβλήματα στρατηγικής που καμία προσωρινή διευθέτηση δεν λύνει. Οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές πρέπει να τίθενται πάντοτε στην πρώτη γραμμή του μετώπου με τις δυνάμεις της ιστορικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής οπισθοδρόμησης ή με τις δυνάμεις του δήθεν προοδευτικού συντηρητισμού που επαγγέλλονται την ακινησία στο όνομα επιμέρους κεκτημένων.
Με αυτή την αντίληψη για τις αξίες και τα πολιτικά προτάγματα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών και Δημοκρατών συνδέεται το ΠΑΣΟΚ. Αυτές θέλει να εκφράζει και να διεκδικεί, όντας πάντοτε ανοικτό, πολιτικά και οργανωτικά, σε όσους συμφωνούν. Με ιδεολογική και πολιτική σαφήνεια, αλλά χωρίς στείρους κομματικούς πατριωτισμούς. Το επικείμενο Συνέδριο είναι, από την άποψη αυτή, ένα μεγάλο forum διαλόγου που δεν τελειώνει με το Συνέδριο, αλλά ενισχύεται έντονα από τις αποφάσεις του και τη δυναμική που αυτές, είμαι βέβαιος ότι θα έχουν.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.