Του Φώτη Μισόπουλου
“Πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω”
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Τα πρόσωπα με τη σειρά που εμφανίζονται:
ΚΥΝΗΓΟΣ[ντυμένος με ρούχα κυνηγίου]
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ με στολή
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ με πολιτικά
[Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι. Εσωτερικό δωματίου. Λίγο φως]
ΣΚΗΝΗ Α
ΚΥΝΗΓΟΣ: [περιεργάζεται τον άλλο επίμονα] Εσείς...Ποιός είστε;
ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ;...Τι;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Πώς βρεθήκατε σ' αυτήν την ερημιά;
Τι θέλετε στα μέρη μας;
[Παύση]
Μοιάζετε με ανεξιχνίαστο έγκλημα...[γελά δυνατά]
ΑΝΤΡΑΣ: [σηκώνει τους ώμους]
Εδώ...ξέρετε, όλα έχουν μια ακαταμάχητη
προσδοκία...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Και λοιπόν;
ΑΝΤΡΑΣ: Σαν κάπως...όταν όλα τελειώνουν δίκαια...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Δεν σας καταλαβαίνω...
Μήπως είδατε να περνάει ένας σκύλος;
Ήταν δικός μου.
ΑΝΤΡΑΣ: Σκύλος; Όχι. Δεν πέρασε κανείς
[Παύση]
[Βγάζει και προσφέρει τσιγάρο]
Μήπως έχετε φωτιά;
[Του δίνει αναπτήρα. Ανάβει το τσιγάρο του]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Νυχτώνει.
[Ξεκρεμάει απ' τον ώμο το όπλο και το σακκίδιο. Το ανοίγει
και βγάζει μια κουβέρτα.Τη ρίχνει στους ώμους..Κάθονται.]
Θα κρυώνετε...Τη νύχτα κάνει πάντα κρύο...
[Ο άλλος κάθεται αναπαυτικότερα.Βγάζει ένα πιστόλι. Το αφήνει πάνω στο τραπέζι. Ο
κυνηγός μένει έκπληκτος]
Δικό σας; Δεν πίστευα ότι είχατε όπλο...
ΑΝΤΡΑΣ: Για παν ενδεχόμενο
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κι εγώ... για παν ενδεχόμενο...
ΑΝΤΡΑΣ: Κάποιες φορές ζητάμε να μας πουν την αλήθεια...
ΚΥΝΗΓΟΣ: ...αλλά δεν είναι κανείς ν' ακούσει...άλλωστε ποιά αλήθεια;
ΑΝΤΡΑΣ: Ακριβώς! Αφού έχουμε και μια άλλη ζωή μυστική κι ανύπαρχτη
κι όταν κλείσουμε τα μάτια τελειώνουμε το κονιάκ
που εγκατέλειψαν οι καλεσμένοι ή
αφήνουμε έν' ασήμαντο φιλοδώρημα
για τον επόμενο.
Πεθαίνουμε πριν την ώρα μας-
κάθε τόσο.
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Πώς βρεθήκατε 'δω πέρα;
ΑΝΤΡΑΣ: Μια τεράστια αφέλεια...να κυνηγώ την όαση
στην έρημο του άλλου.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Δηλαδή;
ΑΝΤΡΑΣ: Το τελευταίο τρένο...Δεν έχω μνήμη...
Δεν θυμάμαι πώς ήρθα, αν έχω αποσκευές...
Για ποιό ταξίδι μιλάτε;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Σωστά.Τα μεγαλύτερα
κι ωραιότερα ταξίδια
τα έκανα ,κι εγώ,κοιτώντας τον ακάλυπτο
και μ' άλλο όνομα
για ν'αποφύγω τις έρευνες σε βάρος μου
ΑΝΤΡΑΣ: Τελικά ξύπνησα μέσα σε όνειρο
-όπως λέτε-αλλά κι αυτό ήταν μέσα σ' ένα άλλο όνειρο
που το είχα φυλάξει μ' ευλάβεια
στο παληό κρεββάτι της μητέρας
ΚΥΝΗΓΟΣ: Και τι χρειάζονται τα όνειρα οι πεθαμένοι
αφού συνήθως ψάλλουν
το “δόξα εν υψίστοις” μου είπαν
[Σηκώνοντσι όρθιοι.Κοιτάζονται στα μάτια.Γελούν με κατανόηση]
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν το σκέφτηκα...Πως ξέρετε ότι πέθανε η μητέρα;
[Παύση]
Τελικά εκείνη η ρυτίδα
ήταν το μακρύ ταξίδι
που μόλις άρχιζε...
[ Μικρή παύση]
Γι' αυτό τις νύχτες ένα μυστήριο
τυλίγει τα παληά έπιπλα .
Σήκωνα το χέρι μήπως σταματήσει
το λεωφορείο
που δεν περίμενα πια
κι ο πατέρας συνεπής όπως πάντα
ερχόταν προς το μέρος μου
“Έλα ,έχω φέρει τα τσιγάρα μαζί μου
σαν να καταργήθηκε η αιωνιότητα”
-φώναζε-
αλλά κι αυτός δεν βρισκόταν στη ζωή-
πού και πού όμως τον άκουγα,
έβηχε σαν να ήταν παρών δίπλα στη σόμπα.
Κάπως έτσι έγινε και βρέθηκα εδώ.
Εσείς, αλήθεια, πώς βρεθήκατε εδώ;
Δεν μου είπατε
ΚΥΝΗΓΟΣ: Είστε αναστατωμένος, ελάτε...καθίστε
[Τον βάζει να καθίσει]
Εγώ, για νάμαι ειλικρινής,
σκέφτηκα απλά
-λέω-
όπως θα πέφτω, ας είμαι πρώτος
απ'την μεριά του δρόμου
για να φύγω γρήγορα...
ΑΝΤΡΑΣ: Καλή σκέψη
ΚΥΝΗΓΟΣ: Με ψάξαν παντού,
αλλά είχα χαθεί
εκεί που συνήθως χάνονται
όσοι δεν έχουν όνομα
-μια υπόθεση γκρίζα-
τι τα θέλετε, τα λέμε για να ξεχάσουμε
συνήθως κάτι χειρότερο
ΑΝΤΡΑΣ: Συμφωνώ.
Όλα είναι σαν να υπάρχουν και κάπου αλλού...
Έρχεστε από μακριά, λοιπόν...
ΚΥΝΗΓΌΣ: Το μόνο που άξιζε
ήταν που βρήκα τον Μαγιακόφσκι...
[Μικρή παύση]
ΑΝΤΡΑΣ: Πού πήγαινε; Το μέλλον είναι κι αυτό ξωφλημένο...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ηταν στον τεράστιο υπερσιβηρικό...
“Ξεκινώ”, μου λέει, “μια παληά εξέγερση,
που έμεινε στη μέση...”
Έψαχνε ένα μακρινό, μυστικό μέρος
να μένει με την πραγματική Επανάσταση,
αυτήν δεν θα γίνει ποτέ:
Αυτήν, που ξεκίνησαν όσοι έμειναν πίσω
και οι νύχτες τους...
[Παύση]
ΑΝΤΡΑΣ: Πέρασαν, λοιπόν, τα χρόνια
αθόρυβα. Τόσα χρόνια
και δεν μας ενόχλησε κανείς...
ΚΥΝΗΓΟΣ:...Και τι να διεκδικούσε -
εμείς του δώσαμε την αξίνα,
να θαφτεί ό,τι έμεινε...
[ σκοτάδι]
ΣΚΗΝΗ Β
[Λίγο φως.]
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς θα σωθούμε; Πώς;
Ποιοί θα μας περάσουν απέναντι;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Αυτοί που θα μάς σώσουν
θάναι οι νεκροί.
ΑΝΤΡΑΣ: Πως θα μας γλυτώσουν; Τι θα κάνουν;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Θα μάς δείξουν έναν δρόμο
άγνωστο κι ίσως ανύπαρχτο
ΑΝΤΡΑΣ: Και πως θα καταλάβουμε; Πώς θα νοιώσουμε
ότι είναι αυτοί;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Θα ζωγραφίζουν χάρτινα πουλιά
θα ερωτεύονται γυναίκες αδύναμες σαν σκιές
στην άκρη ενός σπιτιού
που έπαψε
να υπάρχει δεκαετίες...Στο τέλος,
θα μας χτυπήσουν φιλικά την πλάτη,
θα το δεις...
ΑΝΤΡΑΣ: Στο τέλος;
Ποιό τέλος;
Πότε τελειώνει κάτι;
Μου έμενε πάντα μια αμφιβολία
ΚΥΝΗΓΟΣ: Όταν έρχονται οι άλλοι...
Τότε, τελειώνει...τελειώνει...
μας ανεβάζουν απ' τ' αμπάρια
- ένα σφίξιμο στην καρδιά σαν τροχαλία,
παληά παροπλισμένα πλοία,
μ' ονόματα απρόφερτα -
όπως εμείς στην τελευταία ζωή
ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζεις... Έτσι νομίζεις... Πότε υπήρξα; Ποτέ!
Ένα πρωί εξαφανίζομαι -όποτε θέλω -
αφού κατά βάθος δεν υπάρχουμε,
κάποιος άλλος μας περνάει για τον εαυτό του,
κάποιος άλλος ζεί στη θέση μας
και κάποτε το τίμημα είναι βαρύ
πρέπει να ζήσουμε τη ζωή του.
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Παρ' όλ' αυτά επέστρεψες
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι... από 'να μέρος μακρινό και παληό
χωρίς σύνορα. Τα μεσημέρια ο ήλιος άσπριζε
τα κόκκαλά μας. Το βράδυ η σελήνη
έγραφε τα νοήματά της σε βαθύ μπλε.
Κάποιος ανέβαινε κιόλας τη σκάλα του Ιακώβ...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Αλήθεια; Κι εγώ άλλωστε – κι εμείς όλοι
από 'να θαύμα ζούμε
αφού ό,τι είδαμε δεν ξέρουμε αν υπήρξε
ή ήταν το όνειρο κάποιου άλλου
που κοιμήθηκε νωρίς.
ΑΝΤΡΑΣ: Η Επανάσταση
πέρασε γρήγορα από μπροστά μου
σαν φορτηγό
που αναχωρούσε για το μέτωπο,
αλλά γυρίζει άδειο
“Την περάσαμε”, μου λέει
“Ποιά;”, του λέω, “τι περάσαμε;”
κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος
αν την περάσαμε -
όλα ήταν αλλού
σαν τον έρωτα όταν χάνει την ησυχία του
[Μικρή παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κείνο το βράδι
είχα μείνει με μια χειροβομβίδα
που έσκασε στα χέρια μου
παρασέρνοντας την εξέγερση
ΑΝΤΡΑΣ: Κι εγώ έβγαινα στο δρόμο
μήπως ερχόταν κανείς
- και ποιός να έρθει -
οι νεκροί δεν γυρίζουν.
Άφηνα τα παράθυρα ανοιχτά
σαν τεράστια μάτια σε κάποια γωνιά της Ιστορίας,
σ' έψαχνα μέρες...
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Δεν σε συνάντησα ποτέ ξανά...
Άκουγα μια βαριά αναπνοή
σαν κάποιος να χεψυχούσε κάθε βράδυ
σε απέραντη μοναξιά - δεν μπορεί, έλεγα,
θα συναντηθούμε
σ' ένα άγνωστο μέρος,
για να μην το θυμούνται στο μέλλον,
όταν όλα θα τέλειωναν
ΑΝΤΡΑΣ: Τα χαράματα έβλεπα την σκιά μου στον τοίχο.
Ποιοί ήταν τελικά
αυτοί που πυροβόλησαν
υπόκωφα;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κάποιοι... που έρχονταν από μια άλλη ζωή
ανύπαρχτη και τρομαχτική.
[Μικρή παύση]
Δεν πρόλαβα να μιλήσω σε κανέναν,
αφού όλα γινόταν τόσο γρήγορα ...
ΑΝΤΡΑΣ: Από τότε έψαχνα τον εαυτό μου σε τοίχους αμίλητους
παληές αποθήκες ονείρων
προβλήτες μ' αόρατα πλοία
[Παύση]
Ξέρετε, πρόκειται να ταξιδέψω για το άπειρο...
Ψάχνω μια αίθουσα αναμονής
να συχωρέσω τον δολοφόνο μου.
[Μικρή παύση]
Έχω ταξιδέψει χρόνια
όπως τα τρένα που φορτώνονται τη σκιά τους.
Σύντομα επιστρέφω.
Οι λέξεις
επιστρέφουν κι αυτές
στο στόμα μου.
Θα ξαναγεννηθώ
θα ξαναγεννηθώ...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ε..., ας μην κουραζόμαστε άλλο
[Χαμογελά]
Τι νόημα έχει να ρωτάμε, να ρωτάμε,
που και γιατί,
όταν όλα έχουν απαντηθεί
σ' ένα χρόνο ανύποπτο
και ξαφνικό.
Οι στιγμές που πραγματικά
αγαπάμε
είναι κάπως αλλιώς...
[σκοτάδι]
Γ ΣΚΗΝΗ
[Τραπέζι. Καρέκλες. Λίγο φως. Μπαίνουν δυο αστυνομικοί, ο ένας με πολιτικά. Ο άλλος περνάει γρήγορα χειροπέδες στον Άντρα. Κρατάνε πιστόλι. Στη διάρκεια του διαλόγου μιλά μόνο ο αστυνομικός με πολιτικά, εκτός απ' το τέλος. Ο αστυνομικός με την στολή πιάνει απ' το μπράτσο τον Άντρα και βγαίνουν απ' τη σκηνή. Ο κυνηγός καθηλώνεται στην καρέκλα με βίαιο τρόπο. Φως]
ΚΥΝΗΓΟΣ: [Προσπαθεί να ξεφύγει θυμωμένα. Τον βάζουν να καθήσει.]
...Θάπρεπε... προηγουμένως...
[Τον διακόπτει ο αστυνομικός]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Δεν ζητήσαμε την απολογία σας, κύριε,
αυτήν την θεωρούμε δεδομένη.
Ψάχνουμε την κατηγορία
που σας βαραίνει.
Κι αυτή θα είναι τελεσίδικη.
Μέχρι τότε θ' απαντάτε στις ερωτήσεις μου.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Θέλετε να πείτε πως είμαστε
ένοχοι...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ακριβώς.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ξέρω εκείνους,
τους άλλους
που κρεμάστηκαν...
Ήταν αθώοι,
σε μια θυσία
που δεν κατάλαβε κανείς.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Συνήθως έτσι φαίνεται,
αλλά δεν είναι. Όλοι είναι ένοχοι.
Εσείς όμως, έχουμε και λέμε,
πως κι έτσι...απ' τα μέρη μας;
[Γελά με υπαινιγμό. Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ήμουν μόνος... Ο σκύλος μου, ξέρετε, χάθηκε...
Πήρα ένα δρόμο γνωστό
που δεν θύμιζε τίποτα...
Μόνο ανώνυμοι αστερισμοί μιλούσαν απλά
ένα ψίθυρο
σαν υποψία...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: [Βγάζει ένα κινητό απ' τη μέσα τσέπη. Το αφήνει στο τραπέζι.]
Η συνομιλία μας καταγράφεται
για την αντικειμενικότητα του διαλόγου
και την προστασία του Κράτους.
Παρακαλώ, συνεχίστε.
ΚΥΝΗΓΟΣ: ... μιλούσαν απλά
[Μικρή παύση]
... γιατί όλα είχαν συμβεί απροειδοποίητα
όπως κάποιος
χάνει το δρόμο του και βρίσκει
τον μεγάλο προορισμό του...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Και θέλετε να πιστέψω, να πιστέψουν
όλες αυτές τις μαλακίες που λέτε...
Επιδεινώνεται η θέση σας...Συνεχίστε.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κι όμως μπορεί να χαθούμε, κάπου,
και να βρούμε – ας πούμε -
τον μεγάλο έρωτα...
[Του κάνει νεύμα να συνεχίσει, αδιάφορος]
ή μια λίμνη βροχής
με τη Μεγάλη Άρκτο στη μέση
και τώρα και κάθε νύχτα και εις τον αιώνα.
Δεν θυμάμαι αν ήμουν παρών
όταν έγινε η εξέγερση, εκείνη η μεγάλη εξέγερση,
τόσες εξεγέρσεις...
Ήμουν φυλακισμένος χρόνια...
Δραπέτευσα.
Κάτι είχε γίνει...
ακούστηκε σαν πυροβολισμός
πριν τελειώσει η αναπνοή μας
πριν ακουστεί η απολογία μας.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Είπατε συνήθως είσαστε μόνος.
Πώς, λοιπόν, βρεθήκατε με τον άλλο;
Ποιός ήταν ο σκοπός σας;
Πρόκειται για φανερή συνομωσία.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ναι, ήμουν μαζί του, αλλά εκείνος είχε πει
ότι θα ταξίδευε για το άπειρο.
Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είμαστε τρεις,
αλλά ο τρίτος δεν μιλούσε...
Ίσως και νάταν απ' την άλλη μεριά της ζωής.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Αρκετά...Οι κατηγορίες που θ' αντιμετωπίσετε,
αγαπητέ μου,
θάναι πολύ βαριές.
Αντίστοιχες των όσων έγιναν.
Ωστόσο πρέπει να απαντήστε
για την τελευταία νύχτα .
Τι συνέβη την τελευταία νύχτα.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Τις νύχτες, ξέρετε, ταξιδεύω...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ταξιδεύετε;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ο χρόνος, βλέπετε, με γυρίζει πίσω
είμαι, λοιπόν, κάποιος άλλος
που τον διαδέχτηκα χωρίς να ξέρω
και τώρα πρέπει να ζήσω και γι' αυτόν.
Κάποτε θα καταλάβει μένοντας άγρυπνος
κι εγώ θα κοιμηθώ στη θέση του
σαν εξιλέωση...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Γιατί βρεθήκατε με τον άλλον;
Οι νύχτες ανήκουν στους συνομώτες
είναι γνωστό σε όλους.
Τι θέλατε να κρύψτε;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ήταν με τους άλλους, τον περιμάζεψα,
έψαχνε την οδό Κροπότκιν, είπε,
αλλά μάλλον ήθελε το καπέλλο του,
να κάνει μια σκιά στα μέτρα του.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ανοησίες. Συνεχώς ανοησίες, ασυναρτησίες...
υπεκφυγές, ψέματα...
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Το βράδυ γύρισα στο σπίτι.
Τότε μίλησα για πρώτη φορά με όλους
τους απόντες, ξεχνώντας, βέβαια,
ότι ζούσα μια ζωή ανύπαρχτη
και τα χαράματα έκλεινα την πόρτα
να μην μπαίνει το παρελθόν.
[Παύση]
Ύστερα παρατηρούσα πως όλα
ήταν ακίνητα
το καπέλλο
τα παπούτσια
το παληό πανωφόρι
όπως όταν περιμένεις κάποιον
και δεν έρχεται
και το σούρουπο μεγαλώναν οι σκιές
βγαίναν απ' τα παράθυρα
“τι θέλετε;” μου λέγαν, “τίποτα”, έλεγα,
“ψάχνω μια γωνιά να γλυτώσω
την υπόλοιπη οδύσσεια”.
Ατέλειωτα όνειρα
σαν αρραβώνες που διαλύθηκαν
ένας λυγμός γεμάτος υπονοούμενα,
επειδή κατέρρεε η αιωνιότητα...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Αρκετά. Τα υπόλοιπα στο Τμήμα Μεταγωγών.
Πρέπει να ληφθούν τα δέοντα μέτρα ασφαλείας. Όρθιος.
[Βγάζει από την τσέπη λωρίδες σκούρου υφάσματος. Του δένει τα μάτια και το στόμα. Στέκουν όρθιοι . Λίγο φως. Ησυχία. Ακούγεται ένας πυροβολισμός. Μπαίνει ο αστυνομικός με στολή, ταραγμένος.]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ: Δεν τον πρόλαβα.... Άρπαξε το πιστόλι...
Έλεγε διαρκώς ότι θα ταξίδευε για το άπειρο...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: [Παίρνει το κινητό του και κάνει πως μιλά. Γελά σαρκαστικά]
“Θα το πιστέψεις, Αριάδνη, ο Μινώταυρος
δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου.”(1)
[Γελά και πάλι με σαρκασμό. Σκοτάδι]
Αυλαία
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1) :στίχος του Μπόρχες απ' τον “Λαβύρινθο”
“Πρέπει να ρωτήσω τους νεκρούς για να μπορέσω να προχωρήσω”
Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ
Τα πρόσωπα με τη σειρά που εμφανίζονται:
ΚΥΝΗΓΟΣ[ντυμένος με ρούχα κυνηγίου]
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ με στολή
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ με πολιτικά
[Δυο καρέκλες, ένα τραπέζι. Εσωτερικό δωματίου. Λίγο φως]
ΣΚΗΝΗ Α
ΚΥΝΗΓΟΣ: [περιεργάζεται τον άλλο επίμονα] Εσείς...Ποιός είστε;
ΑΝΤΡΑΣ: Εγώ;...Τι;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Πώς βρεθήκατε σ' αυτήν την ερημιά;
Τι θέλετε στα μέρη μας;
[Παύση]
Μοιάζετε με ανεξιχνίαστο έγκλημα...[γελά δυνατά]
ΑΝΤΡΑΣ: [σηκώνει τους ώμους]
Εδώ...ξέρετε, όλα έχουν μια ακαταμάχητη
προσδοκία...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Και λοιπόν;
ΑΝΤΡΑΣ: Σαν κάπως...όταν όλα τελειώνουν δίκαια...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Δεν σας καταλαβαίνω...
Μήπως είδατε να περνάει ένας σκύλος;
Ήταν δικός μου.
ΑΝΤΡΑΣ: Σκύλος; Όχι. Δεν πέρασε κανείς
[Παύση]
[Βγάζει και προσφέρει τσιγάρο]
Μήπως έχετε φωτιά;
[Του δίνει αναπτήρα. Ανάβει το τσιγάρο του]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Νυχτώνει.
[Ξεκρεμάει απ' τον ώμο το όπλο και το σακκίδιο. Το ανοίγει
και βγάζει μια κουβέρτα.Τη ρίχνει στους ώμους..Κάθονται.]
Θα κρυώνετε...Τη νύχτα κάνει πάντα κρύο...
[Ο άλλος κάθεται αναπαυτικότερα.Βγάζει ένα πιστόλι. Το αφήνει πάνω στο τραπέζι. Ο
κυνηγός μένει έκπληκτος]
Δικό σας; Δεν πίστευα ότι είχατε όπλο...
ΑΝΤΡΑΣ: Για παν ενδεχόμενο
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κι εγώ... για παν ενδεχόμενο...
ΑΝΤΡΑΣ: Κάποιες φορές ζητάμε να μας πουν την αλήθεια...
ΚΥΝΗΓΟΣ: ...αλλά δεν είναι κανείς ν' ακούσει...άλλωστε ποιά αλήθεια;
ΑΝΤΡΑΣ: Ακριβώς! Αφού έχουμε και μια άλλη ζωή μυστική κι ανύπαρχτη
κι όταν κλείσουμε τα μάτια τελειώνουμε το κονιάκ
που εγκατέλειψαν οι καλεσμένοι ή
αφήνουμε έν' ασήμαντο φιλοδώρημα
για τον επόμενο.
Πεθαίνουμε πριν την ώρα μας-
κάθε τόσο.
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Πώς βρεθήκατε 'δω πέρα;
ΑΝΤΡΑΣ: Μια τεράστια αφέλεια...να κυνηγώ την όαση
στην έρημο του άλλου.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Δηλαδή;
ΑΝΤΡΑΣ: Το τελευταίο τρένο...Δεν έχω μνήμη...
Δεν θυμάμαι πώς ήρθα, αν έχω αποσκευές...
Για ποιό ταξίδι μιλάτε;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Σωστά.Τα μεγαλύτερα
κι ωραιότερα ταξίδια
τα έκανα ,κι εγώ,κοιτώντας τον ακάλυπτο
και μ' άλλο όνομα
για ν'αποφύγω τις έρευνες σε βάρος μου
ΑΝΤΡΑΣ: Τελικά ξύπνησα μέσα σε όνειρο
-όπως λέτε-αλλά κι αυτό ήταν μέσα σ' ένα άλλο όνειρο
που το είχα φυλάξει μ' ευλάβεια
στο παληό κρεββάτι της μητέρας
ΚΥΝΗΓΟΣ: Και τι χρειάζονται τα όνειρα οι πεθαμένοι
αφού συνήθως ψάλλουν
το “δόξα εν υψίστοις” μου είπαν
[Σηκώνοντσι όρθιοι.Κοιτάζονται στα μάτια.Γελούν με κατανόηση]
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν το σκέφτηκα...Πως ξέρετε ότι πέθανε η μητέρα;
[Παύση]
Τελικά εκείνη η ρυτίδα
ήταν το μακρύ ταξίδι
που μόλις άρχιζε...
[ Μικρή παύση]
Γι' αυτό τις νύχτες ένα μυστήριο
τυλίγει τα παληά έπιπλα .
Σήκωνα το χέρι μήπως σταματήσει
το λεωφορείο
που δεν περίμενα πια
κι ο πατέρας συνεπής όπως πάντα
ερχόταν προς το μέρος μου
“Έλα ,έχω φέρει τα τσιγάρα μαζί μου
σαν να καταργήθηκε η αιωνιότητα”
-φώναζε-
αλλά κι αυτός δεν βρισκόταν στη ζωή-
πού και πού όμως τον άκουγα,
έβηχε σαν να ήταν παρών δίπλα στη σόμπα.
Κάπως έτσι έγινε και βρέθηκα εδώ.
Εσείς, αλήθεια, πώς βρεθήκατε εδώ;
Δεν μου είπατε
ΚΥΝΗΓΟΣ: Είστε αναστατωμένος, ελάτε...καθίστε
[Τον βάζει να καθίσει]
Εγώ, για νάμαι ειλικρινής,
σκέφτηκα απλά
-λέω-
όπως θα πέφτω, ας είμαι πρώτος
απ'την μεριά του δρόμου
για να φύγω γρήγορα...
ΑΝΤΡΑΣ: Καλή σκέψη
ΚΥΝΗΓΟΣ: Με ψάξαν παντού,
αλλά είχα χαθεί
εκεί που συνήθως χάνονται
όσοι δεν έχουν όνομα
-μια υπόθεση γκρίζα-
τι τα θέλετε, τα λέμε για να ξεχάσουμε
συνήθως κάτι χειρότερο
ΑΝΤΡΑΣ: Συμφωνώ.
Όλα είναι σαν να υπάρχουν και κάπου αλλού...
Έρχεστε από μακριά, λοιπόν...
ΚΥΝΗΓΌΣ: Το μόνο που άξιζε
ήταν που βρήκα τον Μαγιακόφσκι...
[Μικρή παύση]
ΑΝΤΡΑΣ: Πού πήγαινε; Το μέλλον είναι κι αυτό ξωφλημένο...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ηταν στον τεράστιο υπερσιβηρικό...
“Ξεκινώ”, μου λέει, “μια παληά εξέγερση,
που έμεινε στη μέση...”
Έψαχνε ένα μακρινό, μυστικό μέρος
να μένει με την πραγματική Επανάσταση,
αυτήν δεν θα γίνει ποτέ:
Αυτήν, που ξεκίνησαν όσοι έμειναν πίσω
και οι νύχτες τους...
[Παύση]
ΑΝΤΡΑΣ: Πέρασαν, λοιπόν, τα χρόνια
αθόρυβα. Τόσα χρόνια
και δεν μας ενόχλησε κανείς...
ΚΥΝΗΓΟΣ:...Και τι να διεκδικούσε -
εμείς του δώσαμε την αξίνα,
να θαφτεί ό,τι έμεινε...
[ σκοτάδι]
ΣΚΗΝΗ Β
[Λίγο φως.]
ΑΝΤΡΑΣ: Πώς θα σωθούμε; Πώς;
Ποιοί θα μας περάσουν απέναντι;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Αυτοί που θα μάς σώσουν
θάναι οι νεκροί.
ΑΝΤΡΑΣ: Πως θα μας γλυτώσουν; Τι θα κάνουν;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Θα μάς δείξουν έναν δρόμο
άγνωστο κι ίσως ανύπαρχτο
ΑΝΤΡΑΣ: Και πως θα καταλάβουμε; Πώς θα νοιώσουμε
ότι είναι αυτοί;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Θα ζωγραφίζουν χάρτινα πουλιά
θα ερωτεύονται γυναίκες αδύναμες σαν σκιές
στην άκρη ενός σπιτιού
που έπαψε
να υπάρχει δεκαετίες...Στο τέλος,
θα μας χτυπήσουν φιλικά την πλάτη,
θα το δεις...
ΑΝΤΡΑΣ: Στο τέλος;
Ποιό τέλος;
Πότε τελειώνει κάτι;
Μου έμενε πάντα μια αμφιβολία
ΚΥΝΗΓΟΣ: Όταν έρχονται οι άλλοι...
Τότε, τελειώνει...τελειώνει...
μας ανεβάζουν απ' τ' αμπάρια
- ένα σφίξιμο στην καρδιά σαν τροχαλία,
παληά παροπλισμένα πλοία,
μ' ονόματα απρόφερτα -
όπως εμείς στην τελευταία ζωή
ΑΝΤΡΑΣ: Νομίζεις... Έτσι νομίζεις... Πότε υπήρξα; Ποτέ!
Ένα πρωί εξαφανίζομαι -όποτε θέλω -
αφού κατά βάθος δεν υπάρχουμε,
κάποιος άλλος μας περνάει για τον εαυτό του,
κάποιος άλλος ζεί στη θέση μας
και κάποτε το τίμημα είναι βαρύ
πρέπει να ζήσουμε τη ζωή του.
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Παρ' όλ' αυτά επέστρεψες
ΑΝΤΡΑΣ: Ναι... από 'να μέρος μακρινό και παληό
χωρίς σύνορα. Τα μεσημέρια ο ήλιος άσπριζε
τα κόκκαλά μας. Το βράδυ η σελήνη
έγραφε τα νοήματά της σε βαθύ μπλε.
Κάποιος ανέβαινε κιόλας τη σκάλα του Ιακώβ...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Αλήθεια; Κι εγώ άλλωστε – κι εμείς όλοι
από 'να θαύμα ζούμε
αφού ό,τι είδαμε δεν ξέρουμε αν υπήρξε
ή ήταν το όνειρο κάποιου άλλου
που κοιμήθηκε νωρίς.
ΑΝΤΡΑΣ: Η Επανάσταση
πέρασε γρήγορα από μπροστά μου
σαν φορτηγό
που αναχωρούσε για το μέτωπο,
αλλά γυρίζει άδειο
“Την περάσαμε”, μου λέει
“Ποιά;”, του λέω, “τι περάσαμε;”
κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος
αν την περάσαμε -
όλα ήταν αλλού
σαν τον έρωτα όταν χάνει την ησυχία του
[Μικρή παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κείνο το βράδι
είχα μείνει με μια χειροβομβίδα
που έσκασε στα χέρια μου
παρασέρνοντας την εξέγερση
ΑΝΤΡΑΣ: Κι εγώ έβγαινα στο δρόμο
μήπως ερχόταν κανείς
- και ποιός να έρθει -
οι νεκροί δεν γυρίζουν.
Άφηνα τα παράθυρα ανοιχτά
σαν τεράστια μάτια σε κάποια γωνιά της Ιστορίας,
σ' έψαχνα μέρες...
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Δεν σε συνάντησα ποτέ ξανά...
Άκουγα μια βαριά αναπνοή
σαν κάποιος να χεψυχούσε κάθε βράδυ
σε απέραντη μοναξιά - δεν μπορεί, έλεγα,
θα συναντηθούμε
σ' ένα άγνωστο μέρος,
για να μην το θυμούνται στο μέλλον,
όταν όλα θα τέλειωναν
ΑΝΤΡΑΣ: Τα χαράματα έβλεπα την σκιά μου στον τοίχο.
Ποιοί ήταν τελικά
αυτοί που πυροβόλησαν
υπόκωφα;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κάποιοι... που έρχονταν από μια άλλη ζωή
ανύπαρχτη και τρομαχτική.
[Μικρή παύση]
Δεν πρόλαβα να μιλήσω σε κανέναν,
αφού όλα γινόταν τόσο γρήγορα ...
ΑΝΤΡΑΣ: Από τότε έψαχνα τον εαυτό μου σε τοίχους αμίλητους
παληές αποθήκες ονείρων
προβλήτες μ' αόρατα πλοία
[Παύση]
Ξέρετε, πρόκειται να ταξιδέψω για το άπειρο...
Ψάχνω μια αίθουσα αναμονής
να συχωρέσω τον δολοφόνο μου.
[Μικρή παύση]
Έχω ταξιδέψει χρόνια
όπως τα τρένα που φορτώνονται τη σκιά τους.
Σύντομα επιστρέφω.
Οι λέξεις
επιστρέφουν κι αυτές
στο στόμα μου.
Θα ξαναγεννηθώ
θα ξαναγεννηθώ...
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ε..., ας μην κουραζόμαστε άλλο
[Χαμογελά]
Τι νόημα έχει να ρωτάμε, να ρωτάμε,
που και γιατί,
όταν όλα έχουν απαντηθεί
σ' ένα χρόνο ανύποπτο
και ξαφνικό.
Οι στιγμές που πραγματικά
αγαπάμε
είναι κάπως αλλιώς...
[σκοτάδι]
Γ ΣΚΗΝΗ
[Τραπέζι. Καρέκλες. Λίγο φως. Μπαίνουν δυο αστυνομικοί, ο ένας με πολιτικά. Ο άλλος περνάει γρήγορα χειροπέδες στον Άντρα. Κρατάνε πιστόλι. Στη διάρκεια του διαλόγου μιλά μόνο ο αστυνομικός με πολιτικά, εκτός απ' το τέλος. Ο αστυνομικός με την στολή πιάνει απ' το μπράτσο τον Άντρα και βγαίνουν απ' τη σκηνή. Ο κυνηγός καθηλώνεται στην καρέκλα με βίαιο τρόπο. Φως]
ΚΥΝΗΓΟΣ: [Προσπαθεί να ξεφύγει θυμωμένα. Τον βάζουν να καθήσει.]
...Θάπρεπε... προηγουμένως...
[Τον διακόπτει ο αστυνομικός]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Δεν ζητήσαμε την απολογία σας, κύριε,
αυτήν την θεωρούμε δεδομένη.
Ψάχνουμε την κατηγορία
που σας βαραίνει.
Κι αυτή θα είναι τελεσίδικη.
Μέχρι τότε θ' απαντάτε στις ερωτήσεις μου.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Θέλετε να πείτε πως είμαστε
ένοχοι...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ακριβώς.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ξέρω εκείνους,
τους άλλους
που κρεμάστηκαν...
Ήταν αθώοι,
σε μια θυσία
που δεν κατάλαβε κανείς.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Συνήθως έτσι φαίνεται,
αλλά δεν είναι. Όλοι είναι ένοχοι.
Εσείς όμως, έχουμε και λέμε,
πως κι έτσι...απ' τα μέρη μας;
[Γελά με υπαινιγμό. Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ήμουν μόνος... Ο σκύλος μου, ξέρετε, χάθηκε...
Πήρα ένα δρόμο γνωστό
που δεν θύμιζε τίποτα...
Μόνο ανώνυμοι αστερισμοί μιλούσαν απλά
ένα ψίθυρο
σαν υποψία...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: [Βγάζει ένα κινητό απ' τη μέσα τσέπη. Το αφήνει στο τραπέζι.]
Η συνομιλία μας καταγράφεται
για την αντικειμενικότητα του διαλόγου
και την προστασία του Κράτους.
Παρακαλώ, συνεχίστε.
ΚΥΝΗΓΟΣ: ... μιλούσαν απλά
[Μικρή παύση]
... γιατί όλα είχαν συμβεί απροειδοποίητα
όπως κάποιος
χάνει το δρόμο του και βρίσκει
τον μεγάλο προορισμό του...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Και θέλετε να πιστέψω, να πιστέψουν
όλες αυτές τις μαλακίες που λέτε...
Επιδεινώνεται η θέση σας...Συνεχίστε.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Κι όμως μπορεί να χαθούμε, κάπου,
και να βρούμε – ας πούμε -
τον μεγάλο έρωτα...
[Του κάνει νεύμα να συνεχίσει, αδιάφορος]
ή μια λίμνη βροχής
με τη Μεγάλη Άρκτο στη μέση
και τώρα και κάθε νύχτα και εις τον αιώνα.
Δεν θυμάμαι αν ήμουν παρών
όταν έγινε η εξέγερση, εκείνη η μεγάλη εξέγερση,
τόσες εξεγέρσεις...
Ήμουν φυλακισμένος χρόνια...
Δραπέτευσα.
Κάτι είχε γίνει...
ακούστηκε σαν πυροβολισμός
πριν τελειώσει η αναπνοή μας
πριν ακουστεί η απολογία μας.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Είπατε συνήθως είσαστε μόνος.
Πώς, λοιπόν, βρεθήκατε με τον άλλο;
Ποιός ήταν ο σκοπός σας;
Πρόκειται για φανερή συνομωσία.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ναι, ήμουν μαζί του, αλλά εκείνος είχε πει
ότι θα ταξίδευε για το άπειρο.
Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως είμαστε τρεις,
αλλά ο τρίτος δεν μιλούσε...
Ίσως και νάταν απ' την άλλη μεριά της ζωής.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Αρκετά...Οι κατηγορίες που θ' αντιμετωπίσετε,
αγαπητέ μου,
θάναι πολύ βαριές.
Αντίστοιχες των όσων έγιναν.
Ωστόσο πρέπει να απαντήστε
για την τελευταία νύχτα .
Τι συνέβη την τελευταία νύχτα.
ΚΥΝΗΓΟΣ: Τις νύχτες, ξέρετε, ταξιδεύω...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ταξιδεύετε;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ο χρόνος, βλέπετε, με γυρίζει πίσω
είμαι, λοιπόν, κάποιος άλλος
που τον διαδέχτηκα χωρίς να ξέρω
και τώρα πρέπει να ζήσω και γι' αυτόν.
Κάποτε θα καταλάβει μένοντας άγρυπνος
κι εγώ θα κοιμηθώ στη θέση του
σαν εξιλέωση...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Γιατί βρεθήκατε με τον άλλον;
Οι νύχτες ανήκουν στους συνομώτες
είναι γνωστό σε όλους.
Τι θέλατε να κρύψτε;
ΚΥΝΗΓΟΣ: Ήταν με τους άλλους, τον περιμάζεψα,
έψαχνε την οδό Κροπότκιν, είπε,
αλλά μάλλον ήθελε το καπέλλο του,
να κάνει μια σκιά στα μέτρα του.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Ανοησίες. Συνεχώς ανοησίες, ασυναρτησίες...
υπεκφυγές, ψέματα...
[Παύση]
ΚΥΝΗΓΟΣ: Το βράδυ γύρισα στο σπίτι.
Τότε μίλησα για πρώτη φορά με όλους
τους απόντες, ξεχνώντας, βέβαια,
ότι ζούσα μια ζωή ανύπαρχτη
και τα χαράματα έκλεινα την πόρτα
να μην μπαίνει το παρελθόν.
[Παύση]
Ύστερα παρατηρούσα πως όλα
ήταν ακίνητα
το καπέλλο
τα παπούτσια
το παληό πανωφόρι
όπως όταν περιμένεις κάποιον
και δεν έρχεται
και το σούρουπο μεγαλώναν οι σκιές
βγαίναν απ' τα παράθυρα
“τι θέλετε;” μου λέγαν, “τίποτα”, έλεγα,
“ψάχνω μια γωνιά να γλυτώσω
την υπόλοιπη οδύσσεια”.
Ατέλειωτα όνειρα
σαν αρραβώνες που διαλύθηκαν
ένας λυγμός γεμάτος υπονοούμενα,
επειδή κατέρρεε η αιωνιότητα...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Αρκετά. Τα υπόλοιπα στο Τμήμα Μεταγωγών.
Πρέπει να ληφθούν τα δέοντα μέτρα ασφαλείας. Όρθιος.
[Βγάζει από την τσέπη λωρίδες σκούρου υφάσματος. Του δένει τα μάτια και το στόμα. Στέκουν όρθιοι . Λίγο φως. Ησυχία. Ακούγεται ένας πυροβολισμός. Μπαίνει ο αστυνομικός με στολή, ταραγμένος.]
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ ΜΕ ΣΤΟΛΗ: Δεν τον πρόλαβα.... Άρπαξε το πιστόλι...
Έλεγε διαρκώς ότι θα ταξίδευε για το άπειρο...
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: [Παίρνει το κινητό του και κάνει πως μιλά. Γελά σαρκαστικά]
“Θα το πιστέψεις, Αριάδνη, ο Μινώταυρος
δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου.”(1)
[Γελά και πάλι με σαρκασμό. Σκοτάδι]
Αυλαία
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1) :στίχος του Μπόρχες απ' τον “Λαβύρινθο”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.