Της Μέμας Τεμεκενίδου
Πώς να βοηθήσετε μια κακοποιημένη Γυναίκα να σταθεί στα πόδια της ή γιατί ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις.
Κάποιο βράδυ του Νοέμβρη του 2005, που η θερμοκρασία ήταν -3 C, ενημερώθηκα ότι μια γειτόνισσα που από χρόνια γνώριζε το χωριό ότι περνούσε δύσκολα στο σπίτι της (οικονομική μετανάστης και κακοποιημένη από τον αλκοολικό και πρωτόγονο σύντροφο της), μετά από μια ακόμη φασαρία και την εμπλοκή του μεγάλου γιου (εφήβου), που φοβήθηκε ότι ο πατέρας του θα την σκότωνε και του κατέβασε τα μούτρα, για να αποτρέψει τα χειρότερα, πήρε τον γιό της και έφυγε από το σπίτι της.
Δεν χτύπησε καμιά πόρτα για βοήθεια, φοβούμενη μη δημιουργήσει πρόβλημα και σε άλλους και για να προστατευτεί από το κρύο, πήγε να μείνει στο γιαπί που έχτιζε για να μαζέψει τα τρία παιδιά της (το τέταρτο είχε πριν 2 χρόνια σκοτωθεί σε τροχαίο μπροστά της). Σοκαρισμένη από το γεγονός ότι στο χωριό μου συνέβαιναν αυτά, πήγα στην οικοδομή (χωρίς πόρτες και παράθυρα) και προσπάθησα να τους πείσω να έρθουν στο σπίτι μου μέχρι να δουν τι θα κάνουν. Ο γιος δεν θέλησε να φύγει από το χωριό από ντροπή ίσως γιατί δεν μας γνώριζε ή ίσως από φόβο για τα δύο μικρότερα αδέρφια του που έμειναν με τον πατέρα και η μάνα δεν θέλησε να απομακρυνθεί από τα παιδιά της και από την δουλειά της, που παρά τα 250 Ε ήταν το μόνο εισόδημα της οικογένειας. Δεν επέμενα παρά τους φόβους μου για το χειρότερο, αλλά τους προμήθευσα κουβέρτες για να μπορέσουν να κοιμηθούν τουλάχιστον, μέσα στη παγωνιά.
Το επόμενο απόγευμα ειδοποιήθηκα από την αδερφή μου ότι ο άντρας ο πολλά βαρύς, πήγε στο γιαπί με μαχαίρι να καθαρίσει την ντροπή . Τρομοκρατημένοι μάνα και γιος κατέφυγαν στη γειτονιά, και μόλις πήγα να τους πάρω ,με ακολούθησαν εξαντλημένοι από το κρύο και το ξενύχτι φοβισμένοι για την ζωή τους. Στο σπίτι δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη το φαγητό και το μπάνιο και έπεσαν ξεροί στο κρεβάτι.
Την επόμενη μέρα προσπαθώντας να είμαι πρακτική, έστειλα τον μικρό στο σχολείο και πήρα την Ελένη να πάμε στον εισαγγελέα να καταγγείλουμε την κακοποίηση. Αμέσως μετά πήγαμε σε μια δικηγόρο, να μας συμβουλεύσει πώς να συνεχίσουμε. Εκεί πήραμε την δεύτερη ψυχρολουσία. Ο νόμος ελάχιστα μπορεί να κάνει για την κακοποιημένη, εκτός και αν αυτή προκαλέσει την κακοποίηση της μέχρι να υπάρχουν ορατά τα σημάδια στο σώμα της και εφ όσον δεν έχει πεθάνει, να πάει σε ιατροδικαστή και να πάρει βεβαίωση για να τον απομακρύνει από το σπίτι. Η ψυχολογική βία δεν ενδιαφέρει και δεν αποδεικνύεται, πόσο μάλλον όταν είσαι αλλοδαπή παντρεμένη με Έλληνα.
Παρά την υπόδειξη φίλης μου να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια από αυτή την κατάσταση, απτόητη ενθάρρυνα την Ελένη να έχει πίστη στο δίκιο της, και αρχίσαμε να χτυπάμε πόρτες για να βρούμε καμιά δουλειά που θα της επιτρέψει να μαζέψει τα παιδιά και τα κομμάτια της για να ζήσουν επιτέλους χωρίς φόβο. Χτύπησα όσες πόρτες είχαν κουδούνι, αλλά και ρόπτρο (βουλευτών, νομάρχη, δημάρχων, εργοστασιαρχών κλπ) σέρνοντας μια γυναίκα απελπισμένη, αλλά με μια λάμψη ελπίδας στα μάτια που έπαιρνε φως από την φόρα μου, παρά από την πραγματικότητα που αντιμετώπιζε. Μετά από μερικές ημέρες η κατάσταση στο σπίτι μου ήταν αρκετά κουραστική για όλους, αλλά κυρίως για τον σύντροφό μου, που χωρίς να το έχει επιλέξει , έπρεπε να είναι στην τσίτα να αντιμετωπίσει καταστάσεις έξω από κάθε λογική. Από την τουαλέτα που μοιραζόμασταν 4 άνθρωποι, το φαγητό που έπρεπε να σερβίρει στους φιλοξενούμενους, γιατί δεν απλώνανε χέρι να πάρουν τίποτε αν δεν τους το πρότεινες, τις πιτζάμες που δεν ένοιωθε άνετα πια να φοράει στο σπίτι, τις κουβέντες που εκλιπαρούσε η φιλοξενούμενη μη μπορώντας να πιστέψει ότι υπάρχουν άντρες που σέβονται τις γυναίκες (τη δική τους και τις άλλες),μέχρι το να βρίσκεται στο σπίτι τις ώρες που εγώ ήμουν εκτός (από φόβο μη διαρρεύσει η διαμονή τους και εμφανιστεί ο τρισκατάρατος) , να μοιραστεί τις προτιμήσεις του στην τηλεόραση και τον ελεύθερο χρόνο του με δύο τόσο διαφορετικούς από ότι είχε μέχρι τότε γνωρίσει ανθρώπους, τους οποίους μάλιστα δεν είχε επιλέξει να φιλοξενήσει αλλά του προέκυψαν. Όχι ότι για τους φιλοξενούμενους η ζωή ήταν ότι καλύτερο, αλλά οι κακόμοιροι δεν είχαν και που αλλού να πάνε.
Για 15 ημέρες χτυπούσαμε πόρτες που μας επέστρεφαν στα μούτρα πάραυτα αλλά ήμουν αποφασισμένη να βγάλω αυλάκι και δεν απογοητευόμουν. Δουλειά φυσικά δεν βρήκαμε, (όχι πως στη φάση που ήταν η Ελένη θα μπορούσε να δουλέψει 8ωρο).Η Πρόνοια θα μπορούσε να βοηθήσει την οικογένεια (εφόσον είχε κατατεθεί αίτηση διαζυγίου) με το τεράστιο ποσό των 53 ευρώ, επίδομα για το 3ο παιδί, διότι τα μεγάλα ήταν 16 & 17 χρονών και έπρεπε να διακόψουν το σχολείο να δουλέψουν, το Χαμόγελο του Παιδιού θα μπορούσε να φιλοξενήσει τα παιδιά στην έδρα του, οι γυναικείες οργανώσεις στις οποίες απευθυνθήκαμε προθυμοποιήθηκαν να μας παράσχουν νομικές συμβουλές (δωρεάν), τα επίσημα προσώπατα θα προσπαθούσαν να της βρουν δουλειά (μέχρι σήμερα κανείς δεν μας ειδοποίησε! ) και οι φιλοξενούμενοι μας άρχισαν να συνηθίζουν την ηρεμία και τον χωρίς εφιάλτες ύπνο και αισθάνονταν τύψεις που δεν απολάμβαναν αυτή την πολυτέλεια και τα μικρότερα παιδιά.
Οι φίλες μου, με συμβούλευαν να ξεμπλέξω από την αδιέξοδη αυτή κατάσταση, δείχνοντας με τρόπο την πόρτα στους εισβολείς της βολικής ζωής μου και με πείσμωναν περισσότερο, αισθανόμουν παράλληλα και τον φθόνο ορισμένων, γιατί τόλμησα να βοηθήσω μια ξένη και υπερασπιζόμουν τα παιδιά της, που δυστυχώς κάποιοι τα βλέπανε σαν καμένα χαρτιά αλλά η αλήθεια είναι πως κι εγώ άρχισα να κουράζομαι. Συγχρόνως αισθανόμουν εντελώς ανίκανη να βοηθήσω ουσιαστικά, αλλά και ένοχη που μισάνοιξα μια πορτούλα με φως στην Ελένη και στα παιδιά της αλλά δεν είχα την δύναμη να τη κρατήσω ανοιχτή για πάντα. Τους άκουγα να κάνουν όνειρα για την κοντινή ημέρα που θα μπορούσαν να νοικιάσουν μια καμαρούλα και να ζουν φτωχά, αλλά χωρίς το φόβο του πατέρα και αισθανόμουν εγκλωβισμένη στα όνειρα τους. Που για να πραγματοποιηθούν έπρεπε να συμβεί το θαύμα. Να βρεθεί μια δουλειά για την Ελένη.
Δουλειά δεν βρισκόταν και οι μέρες περνούσαν όλο και δυσκολότερα. Άρχισα να ελπίζω ότι «ο από μηχανής θεός» θα έκανε το θαύμα του και κάποια στιγμή θα ξυπνούσα στο σπίτι με τον σύντροφό μου, θα μπορούσα να πάω στην τουαλέτα χωρίς να χρειαστεί να ντυθώ και όταν θα με ρωτούσε «τι θα γίνει, πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης», θα του απαντούσα «σήμερα» και θα ήταν η ημέρα που θα είχε βρεθεί η δουλειά, το σπιτάκι, η ηρεμία και ο χαμένος αυτοσεβασμός μου.
Στο χωριό κανείς δεν δεχόταν να νοικιάσει το σπίτι του στους προστατευόμενους μου, παρά το ότι τους βεβαίωνα ότι εγώ θα πλήρωνα το νοίκι, γιατί υποτίθεται ότι φοβόταν τις φθορές που θα προκαλούσε ο άντρας και ίσως είχαν τα δίκια τους άκουγα δε και κακίες του τύπου, δεν είναι ηθικό να διαλύεις οικογένειες, τι ανακατεύεσαι με τους Ρώσους , αν δίνανε πρόσωπο στις γυναίκες που θέλουν να τινάξουν τα σπίτια τους καμιά οικογένεια δεν θα υπήρχε τώρα. Ξαφνικά οι μέχρι τότε φίλοι άρχισαν να με βλέπουν με καχυποψία και να θυμούνται ότι και πριν 12-13 χρόνια είχα βοηθήσει μια φίλη μου να χωρίσει από τον σύντροφο της (και μάλιστα δι ασήμαντον αφορμήν, «μια κλονισμένη σχέση και 2-3 κερατάκια»), άρα κάτι δεν πάει καλά σ εμένα.
Το χειρότερο για μένα ήταν οι ενοχές μου. Έβλεπα με καχυποψία όσους μου μιλούσαν με δήθεν συμπάθεια για το πρόβλημα μου, θύμωνα με όσους με συμβούλευαν να απεμπλακώ, ήμουν έξαλλη με την αδερφή μου που με ειδοποίησε για το πρόβλημα, κατάπινα καρφίτσες που με πλήγωναν κάθε φορά που μου αρνιόνταν βοήθεια για να βρεθεί δουλειά για την Ελένη, αλλά έβλεπα και την αδυναμία μου να βοηθήσω και το θεωρούσα πρόστυχο να πουλήσω τους ανθρώπους που μου εμπιστεύτηκαν τη ζωή τους. Περισσότερο βασανιστική ήταν η διαπίστωση ότι η πρόνοια στο Κιλκίς ήμουν εγώ για τους γνωστούς μου και προσπαθώντας να ανταποκριθώ στο ρόλο που μου είχε ανατεθεί (από που ?) έφτασα στα όρια της αντοχής μου.
Θα μου πείτε γιατί αναφέρω τα δικά μου αισθήματα, όταν κάποιοι άλλοι αντιμετώπιζαν τα ουσιαστικά προβλήματα;
Διότι στην πορεία φάνηκε ότι εγώ το πήρα βαρύτερα από αυτούς. Τελικά τη λύση την έδωσε ή Ελένη. 1-2 βδομάδες πριν Χριστούγεννα μου ανακοίνωσε ότι αποφάσισε, να επιστρέψουν στο σπίτι τους και μου υποσχέθηκε ότι με τη δύναμη που έχει πάρει από όλη αυτή την κατάσταση, θα προσπαθήσει να βρει τρόπο να γλιτώσει από την τυραννία. Μάλλον θα είχα πολύ ένοχο ύφος γιατί προσπάθησε να με διαβεβαιώσει ότι την είχα βοηθήσει ουσιαστικά (δεν κατάλαβα πως?)
Τρία χρόνια μετά, η ζωή της φαίνεται να μπαίνει σε κάποια σειρά. Απελπιστικά αργά θα έλεγα, αλλά η ίδια είναι ικανοποιημένη. Βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο, μετακόμισε στο σπίτι της (ημιτελές ακόμη, αλλά με πόρτες και παράθυρα),απαίτησε από την δικαιοσύνη και πέτυχε να εισαχθεί ο άντρας της κάποιο διάστημα για αποτοξίνωση στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, έχει κάνει ασφαλιστικά μέτρα στον άντρα της ΑΛΛΑ: είναι υποχρεωμένη να ζει κάτω από την ίδια στέγη μαζί του, γιατί το σπίτι είναι εξ αδιαιρέτου (η μοίρα του φτωχού). Φυσικά ο άντρας έχει λουφάξει και έπαψε να φοβερίζει, ανήμπορος απ τις αρρώστιες που ο ίδιος προκάλεσε- προσκάλεσε στο σώμα του.
Δεν χτύπησε καμιά πόρτα για βοήθεια, φοβούμενη μη δημιουργήσει πρόβλημα και σε άλλους και για να προστατευτεί από το κρύο, πήγε να μείνει στο γιαπί που έχτιζε για να μαζέψει τα τρία παιδιά της (το τέταρτο είχε πριν 2 χρόνια σκοτωθεί σε τροχαίο μπροστά της). Σοκαρισμένη από το γεγονός ότι στο χωριό μου συνέβαιναν αυτά, πήγα στην οικοδομή (χωρίς πόρτες και παράθυρα) και προσπάθησα να τους πείσω να έρθουν στο σπίτι μου μέχρι να δουν τι θα κάνουν. Ο γιος δεν θέλησε να φύγει από το χωριό από ντροπή ίσως γιατί δεν μας γνώριζε ή ίσως από φόβο για τα δύο μικρότερα αδέρφια του που έμειναν με τον πατέρα και η μάνα δεν θέλησε να απομακρυνθεί από τα παιδιά της και από την δουλειά της, που παρά τα 250 Ε ήταν το μόνο εισόδημα της οικογένειας. Δεν επέμενα παρά τους φόβους μου για το χειρότερο, αλλά τους προμήθευσα κουβέρτες για να μπορέσουν να κοιμηθούν τουλάχιστον, μέσα στη παγωνιά.
Το επόμενο απόγευμα ειδοποιήθηκα από την αδερφή μου ότι ο άντρας ο πολλά βαρύς, πήγε στο γιαπί με μαχαίρι να καθαρίσει την ντροπή . Τρομοκρατημένοι μάνα και γιος κατέφυγαν στη γειτονιά, και μόλις πήγα να τους πάρω ,με ακολούθησαν εξαντλημένοι από το κρύο και το ξενύχτι φοβισμένοι για την ζωή τους. Στο σπίτι δέχτηκαν με ευγνωμοσύνη το φαγητό και το μπάνιο και έπεσαν ξεροί στο κρεβάτι.
Την επόμενη μέρα προσπαθώντας να είμαι πρακτική, έστειλα τον μικρό στο σχολείο και πήρα την Ελένη να πάμε στον εισαγγελέα να καταγγείλουμε την κακοποίηση. Αμέσως μετά πήγαμε σε μια δικηγόρο, να μας συμβουλεύσει πώς να συνεχίσουμε. Εκεί πήραμε την δεύτερη ψυχρολουσία. Ο νόμος ελάχιστα μπορεί να κάνει για την κακοποιημένη, εκτός και αν αυτή προκαλέσει την κακοποίηση της μέχρι να υπάρχουν ορατά τα σημάδια στο σώμα της και εφ όσον δεν έχει πεθάνει, να πάει σε ιατροδικαστή και να πάρει βεβαίωση για να τον απομακρύνει από το σπίτι. Η ψυχολογική βία δεν ενδιαφέρει και δεν αποδεικνύεται, πόσο μάλλον όταν είσαι αλλοδαπή παντρεμένη με Έλληνα.
Παρά την υπόδειξη φίλης μου να την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια από αυτή την κατάσταση, απτόητη ενθάρρυνα την Ελένη να έχει πίστη στο δίκιο της, και αρχίσαμε να χτυπάμε πόρτες για να βρούμε καμιά δουλειά που θα της επιτρέψει να μαζέψει τα παιδιά και τα κομμάτια της για να ζήσουν επιτέλους χωρίς φόβο. Χτύπησα όσες πόρτες είχαν κουδούνι, αλλά και ρόπτρο (βουλευτών, νομάρχη, δημάρχων, εργοστασιαρχών κλπ) σέρνοντας μια γυναίκα απελπισμένη, αλλά με μια λάμψη ελπίδας στα μάτια που έπαιρνε φως από την φόρα μου, παρά από την πραγματικότητα που αντιμετώπιζε. Μετά από μερικές ημέρες η κατάσταση στο σπίτι μου ήταν αρκετά κουραστική για όλους, αλλά κυρίως για τον σύντροφό μου, που χωρίς να το έχει επιλέξει , έπρεπε να είναι στην τσίτα να αντιμετωπίσει καταστάσεις έξω από κάθε λογική. Από την τουαλέτα που μοιραζόμασταν 4 άνθρωποι, το φαγητό που έπρεπε να σερβίρει στους φιλοξενούμενους, γιατί δεν απλώνανε χέρι να πάρουν τίποτε αν δεν τους το πρότεινες, τις πιτζάμες που δεν ένοιωθε άνετα πια να φοράει στο σπίτι, τις κουβέντες που εκλιπαρούσε η φιλοξενούμενη μη μπορώντας να πιστέψει ότι υπάρχουν άντρες που σέβονται τις γυναίκες (τη δική τους και τις άλλες),μέχρι το να βρίσκεται στο σπίτι τις ώρες που εγώ ήμουν εκτός (από φόβο μη διαρρεύσει η διαμονή τους και εμφανιστεί ο τρισκατάρατος) , να μοιραστεί τις προτιμήσεις του στην τηλεόραση και τον ελεύθερο χρόνο του με δύο τόσο διαφορετικούς από ότι είχε μέχρι τότε γνωρίσει ανθρώπους, τους οποίους μάλιστα δεν είχε επιλέξει να φιλοξενήσει αλλά του προέκυψαν. Όχι ότι για τους φιλοξενούμενους η ζωή ήταν ότι καλύτερο, αλλά οι κακόμοιροι δεν είχαν και που αλλού να πάνε.
Για 15 ημέρες χτυπούσαμε πόρτες που μας επέστρεφαν στα μούτρα πάραυτα αλλά ήμουν αποφασισμένη να βγάλω αυλάκι και δεν απογοητευόμουν. Δουλειά φυσικά δεν βρήκαμε, (όχι πως στη φάση που ήταν η Ελένη θα μπορούσε να δουλέψει 8ωρο).Η Πρόνοια θα μπορούσε να βοηθήσει την οικογένεια (εφόσον είχε κατατεθεί αίτηση διαζυγίου) με το τεράστιο ποσό των 53 ευρώ, επίδομα για το 3ο παιδί, διότι τα μεγάλα ήταν 16 & 17 χρονών και έπρεπε να διακόψουν το σχολείο να δουλέψουν, το Χαμόγελο του Παιδιού θα μπορούσε να φιλοξενήσει τα παιδιά στην έδρα του, οι γυναικείες οργανώσεις στις οποίες απευθυνθήκαμε προθυμοποιήθηκαν να μας παράσχουν νομικές συμβουλές (δωρεάν), τα επίσημα προσώπατα θα προσπαθούσαν να της βρουν δουλειά (μέχρι σήμερα κανείς δεν μας ειδοποίησε! ) και οι φιλοξενούμενοι μας άρχισαν να συνηθίζουν την ηρεμία και τον χωρίς εφιάλτες ύπνο και αισθάνονταν τύψεις που δεν απολάμβαναν αυτή την πολυτέλεια και τα μικρότερα παιδιά.
Οι φίλες μου, με συμβούλευαν να ξεμπλέξω από την αδιέξοδη αυτή κατάσταση, δείχνοντας με τρόπο την πόρτα στους εισβολείς της βολικής ζωής μου και με πείσμωναν περισσότερο, αισθανόμουν παράλληλα και τον φθόνο ορισμένων, γιατί τόλμησα να βοηθήσω μια ξένη και υπερασπιζόμουν τα παιδιά της, που δυστυχώς κάποιοι τα βλέπανε σαν καμένα χαρτιά αλλά η αλήθεια είναι πως κι εγώ άρχισα να κουράζομαι. Συγχρόνως αισθανόμουν εντελώς ανίκανη να βοηθήσω ουσιαστικά, αλλά και ένοχη που μισάνοιξα μια πορτούλα με φως στην Ελένη και στα παιδιά της αλλά δεν είχα την δύναμη να τη κρατήσω ανοιχτή για πάντα. Τους άκουγα να κάνουν όνειρα για την κοντινή ημέρα που θα μπορούσαν να νοικιάσουν μια καμαρούλα και να ζουν φτωχά, αλλά χωρίς το φόβο του πατέρα και αισθανόμουν εγκλωβισμένη στα όνειρα τους. Που για να πραγματοποιηθούν έπρεπε να συμβεί το θαύμα. Να βρεθεί μια δουλειά για την Ελένη.
Δουλειά δεν βρισκόταν και οι μέρες περνούσαν όλο και δυσκολότερα. Άρχισα να ελπίζω ότι «ο από μηχανής θεός» θα έκανε το θαύμα του και κάποια στιγμή θα ξυπνούσα στο σπίτι με τον σύντροφό μου, θα μπορούσα να πάω στην τουαλέτα χωρίς να χρειαστεί να ντυθώ και όταν θα με ρωτούσε «τι θα γίνει, πότε θα τελειώσει αυτός ο εφιάλτης», θα του απαντούσα «σήμερα» και θα ήταν η ημέρα που θα είχε βρεθεί η δουλειά, το σπιτάκι, η ηρεμία και ο χαμένος αυτοσεβασμός μου.
Στο χωριό κανείς δεν δεχόταν να νοικιάσει το σπίτι του στους προστατευόμενους μου, παρά το ότι τους βεβαίωνα ότι εγώ θα πλήρωνα το νοίκι, γιατί υποτίθεται ότι φοβόταν τις φθορές που θα προκαλούσε ο άντρας και ίσως είχαν τα δίκια τους άκουγα δε και κακίες του τύπου, δεν είναι ηθικό να διαλύεις οικογένειες, τι ανακατεύεσαι με τους Ρώσους , αν δίνανε πρόσωπο στις γυναίκες που θέλουν να τινάξουν τα σπίτια τους καμιά οικογένεια δεν θα υπήρχε τώρα. Ξαφνικά οι μέχρι τότε φίλοι άρχισαν να με βλέπουν με καχυποψία και να θυμούνται ότι και πριν 12-13 χρόνια είχα βοηθήσει μια φίλη μου να χωρίσει από τον σύντροφο της (και μάλιστα δι ασήμαντον αφορμήν, «μια κλονισμένη σχέση και 2-3 κερατάκια»), άρα κάτι δεν πάει καλά σ εμένα.
Το χειρότερο για μένα ήταν οι ενοχές μου. Έβλεπα με καχυποψία όσους μου μιλούσαν με δήθεν συμπάθεια για το πρόβλημα μου, θύμωνα με όσους με συμβούλευαν να απεμπλακώ, ήμουν έξαλλη με την αδερφή μου που με ειδοποίησε για το πρόβλημα, κατάπινα καρφίτσες που με πλήγωναν κάθε φορά που μου αρνιόνταν βοήθεια για να βρεθεί δουλειά για την Ελένη, αλλά έβλεπα και την αδυναμία μου να βοηθήσω και το θεωρούσα πρόστυχο να πουλήσω τους ανθρώπους που μου εμπιστεύτηκαν τη ζωή τους. Περισσότερο βασανιστική ήταν η διαπίστωση ότι η πρόνοια στο Κιλκίς ήμουν εγώ για τους γνωστούς μου και προσπαθώντας να ανταποκριθώ στο ρόλο που μου είχε ανατεθεί (από που ?) έφτασα στα όρια της αντοχής μου.
Θα μου πείτε γιατί αναφέρω τα δικά μου αισθήματα, όταν κάποιοι άλλοι αντιμετώπιζαν τα ουσιαστικά προβλήματα;
Διότι στην πορεία φάνηκε ότι εγώ το πήρα βαρύτερα από αυτούς. Τελικά τη λύση την έδωσε ή Ελένη. 1-2 βδομάδες πριν Χριστούγεννα μου ανακοίνωσε ότι αποφάσισε, να επιστρέψουν στο σπίτι τους και μου υποσχέθηκε ότι με τη δύναμη που έχει πάρει από όλη αυτή την κατάσταση, θα προσπαθήσει να βρει τρόπο να γλιτώσει από την τυραννία. Μάλλον θα είχα πολύ ένοχο ύφος γιατί προσπάθησε να με διαβεβαιώσει ότι την είχα βοηθήσει ουσιαστικά (δεν κατάλαβα πως?)
Τρία χρόνια μετά, η ζωή της φαίνεται να μπαίνει σε κάποια σειρά. Απελπιστικά αργά θα έλεγα, αλλά η ίδια είναι ικανοποιημένη. Βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο, μετακόμισε στο σπίτι της (ημιτελές ακόμη, αλλά με πόρτες και παράθυρα),απαίτησε από την δικαιοσύνη και πέτυχε να εισαχθεί ο άντρας της κάποιο διάστημα για αποτοξίνωση στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο, έχει κάνει ασφαλιστικά μέτρα στον άντρα της ΑΛΛΑ: είναι υποχρεωμένη να ζει κάτω από την ίδια στέγη μαζί του, γιατί το σπίτι είναι εξ αδιαιρέτου (η μοίρα του φτωχού). Φυσικά ο άντρας έχει λουφάξει και έπαψε να φοβερίζει, ανήμπορος απ τις αρρώστιες που ο ίδιος προκάλεσε- προσκάλεσε στο σώμα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.