Γράφει ο Κώστας Μπούζας
Την έλεγαν Ελένη. Το όνομά της ήταν ένα από τα λίγα που γνωρίζαμε γι’ αυτήν, αφού για τον εαυτό της δεν μίλαγε σχεδόν ποτέ. Παρέμενε για όλους μία άγνωστη.
Χρόνια τώρα εκεί, στο ανήλιαγο στενό της μεγαλούπολης. Σ’ ένα μικρό ισόγειο κατάστημα, που είχε πρόχειρα μετατρέψει σε σπίτι. Οι φήμες λέγαν, πως ο ιδιοκτήτης της το είχε νοικιάσει κάποτε για ένα κομμάτι ψωμί. Όταν μάλιστα αυτή σταμάτησε να δίνει κι αυτό το πενιχρό ενοίκιο, λεν πως την άφησε να μένει έτσι, χωρίς λεφτά, γιατί τη λυπόταν για τη φτώχεια της. Έτσι κι αλλιώς, όπως έλεγε κι ο ίδιος, στην θέση που ήταν ανοίκιαστο θα έμενε. Μαζί της και ένα άρρωστο αγόρι, το παιδί της. Ένας Θεός το ήξερε πως τα έβγαζε πέρα. Πολλοί μιλούσαν για τη σύνταξη του μακαρίτη του άντρα της.
Κι αυτή να σέρνει το κουρασμένο της κορμί πέρα δώθε στο στενό, γυρεύοντας να κάνει ένα σωρό θελήματα για ένα χαρτζιλίκι. Και στην λαϊκή αγορά να περιμένει ως το τέλος, για να μαζέψει τα περίσσια, της δεύτερης διαλογής, που έτσι κι αλλιώς για πέταμα τα είχαν. Κι από τον φούρνο να παίρνει τα ξερά ψωμιά στο τέλος της ημέρας.
Και παρ’ όλα αυτά δεν βαρυγκωμούσε. Ήταν πάντα γελαστή και χαρούμενη. Με τον καλό το λόγο ήταν στο στόμα. Σαν σ’ έβλεπε, απ’ την αρχή ακόμη του στενού, έτρεχε να σε προϋπαντήσει. Να ρωτήσει. Να νοιαστεί. Και στο τέλος, να μοιράσει απλόχερα ευχές που βγαίναν μέσα απ’ την καρδιά της.
Μονάχα μια ώρα της ημέρας δεν γελούσε η Ελένη. Ήταν, όταν το παιδί το άρρωστο βοήθαγε να κάνει μια βόλτα. Και λύγιζε λαχανιασμένη, καθώς πάσχιζε ν’ αντέξει το ασήκωτο βάρος του, όταν το στήριζε για να περπατήσει. Εν γενετής είχε το πρόβλημα. Στα πόδια του, μόνος δεν μπορούσε να σταθεί. Κι όπως ήταν ήδη, στην εφηβική του ηλικία, εύσωμος, τσάκιζε τους ώμους της μικρόσωμης μάνας του. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Σε κάποιους η ίδια είχε εκμυστηρευτεί, ότι το νεαρό αγόρι δεν μπορούσε καθόλου να αυτοεξυπηρετηθεί. Τον βοηθούσε λοιπόν σε κάθε του ανάγκη, όποια κι αν ήταν αυτή. Ήταν γι’ αυτόν τα πόδια του, τα χέρια του, η ίδια η λαλιά του.
Χρόνια ολόκληρα ο Γολγοθάς της κράτησε. Είναι ένας δρόμος, που, όπως είχε πει κάποιος, αν δεν τον περπατήσεις, δύσκολα τον καταλαβαίνεις. Κι αυτή να γέρνει μέρα με την μέρα και παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο ν’ αντέχει, αλλά και να χαίρεται την κάθε στιγμή που της πρόσφερε η ζωή, με όλη της τη δύναμη. Κι όταν ακόμη την πείραζαν, γιατί ήταν άνθρωπος απλοϊκός, αυτή με καλοσύνη να γελά κι ακόμη μια ευχή να δίνει.
Και κάποτε έφτασε ο καιρός και πέθανε το άρρωστο παιδί. Κι αυτή μέσα στο θρήνο της, να εύχεται να ζούσε κι ας σήκωνε το βάρος του για άλλα τόσα χρόνια. Ίσως βαθιά μέσα της να το ’νιωθε, πως το παιδί αυτό ήταν ο άθλος της. Το μεγαλείο της.
Σε τούτο το ανήλιαγο στενό θα συναντήσεις κάποια Ελένη. Μην την περιγελάσεις, σαν δεις να φέρεται με τρόπους που σου φαίνονται αστείοι. Μην την περιφρονήσεις, γιατί γράμματα δεν έμαθε ποτέ της. Άξια είναι σεβασμού, γιατί απλόχερα χάρισε το μόνο πράγμα που διέθετε. Την αγάπη. Και που τελικά ήταν το παν...
Ιστολόγιο του Κώστα Μπούζα : http://bouzaskostas.blogspot.com
Την έλεγαν Ελένη. Το όνομά της ήταν ένα από τα λίγα που γνωρίζαμε γι’ αυτήν, αφού για τον εαυτό της δεν μίλαγε σχεδόν ποτέ. Παρέμενε για όλους μία άγνωστη.
Χρόνια τώρα εκεί, στο ανήλιαγο στενό της μεγαλούπολης. Σ’ ένα μικρό ισόγειο κατάστημα, που είχε πρόχειρα μετατρέψει σε σπίτι. Οι φήμες λέγαν, πως ο ιδιοκτήτης της το είχε νοικιάσει κάποτε για ένα κομμάτι ψωμί. Όταν μάλιστα αυτή σταμάτησε να δίνει κι αυτό το πενιχρό ενοίκιο, λεν πως την άφησε να μένει έτσι, χωρίς λεφτά, γιατί τη λυπόταν για τη φτώχεια της. Έτσι κι αλλιώς, όπως έλεγε κι ο ίδιος, στην θέση που ήταν ανοίκιαστο θα έμενε. Μαζί της και ένα άρρωστο αγόρι, το παιδί της. Ένας Θεός το ήξερε πως τα έβγαζε πέρα. Πολλοί μιλούσαν για τη σύνταξη του μακαρίτη του άντρα της.
Κι αυτή να σέρνει το κουρασμένο της κορμί πέρα δώθε στο στενό, γυρεύοντας να κάνει ένα σωρό θελήματα για ένα χαρτζιλίκι. Και στην λαϊκή αγορά να περιμένει ως το τέλος, για να μαζέψει τα περίσσια, της δεύτερης διαλογής, που έτσι κι αλλιώς για πέταμα τα είχαν. Κι από τον φούρνο να παίρνει τα ξερά ψωμιά στο τέλος της ημέρας.
Και παρ’ όλα αυτά δεν βαρυγκωμούσε. Ήταν πάντα γελαστή και χαρούμενη. Με τον καλό το λόγο ήταν στο στόμα. Σαν σ’ έβλεπε, απ’ την αρχή ακόμη του στενού, έτρεχε να σε προϋπαντήσει. Να ρωτήσει. Να νοιαστεί. Και στο τέλος, να μοιράσει απλόχερα ευχές που βγαίναν μέσα απ’ την καρδιά της.
Μονάχα μια ώρα της ημέρας δεν γελούσε η Ελένη. Ήταν, όταν το παιδί το άρρωστο βοήθαγε να κάνει μια βόλτα. Και λύγιζε λαχανιασμένη, καθώς πάσχιζε ν’ αντέξει το ασήκωτο βάρος του, όταν το στήριζε για να περπατήσει. Εν γενετής είχε το πρόβλημα. Στα πόδια του, μόνος δεν μπορούσε να σταθεί. Κι όπως ήταν ήδη, στην εφηβική του ηλικία, εύσωμος, τσάκιζε τους ώμους της μικρόσωμης μάνας του. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Σε κάποιους η ίδια είχε εκμυστηρευτεί, ότι το νεαρό αγόρι δεν μπορούσε καθόλου να αυτοεξυπηρετηθεί. Τον βοηθούσε λοιπόν σε κάθε του ανάγκη, όποια κι αν ήταν αυτή. Ήταν γι’ αυτόν τα πόδια του, τα χέρια του, η ίδια η λαλιά του.
Χρόνια ολόκληρα ο Γολγοθάς της κράτησε. Είναι ένας δρόμος, που, όπως είχε πει κάποιος, αν δεν τον περπατήσεις, δύσκολα τον καταλαβαίνεις. Κι αυτή να γέρνει μέρα με την μέρα και παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο ν’ αντέχει, αλλά και να χαίρεται την κάθε στιγμή που της πρόσφερε η ζωή, με όλη της τη δύναμη. Κι όταν ακόμη την πείραζαν, γιατί ήταν άνθρωπος απλοϊκός, αυτή με καλοσύνη να γελά κι ακόμη μια ευχή να δίνει.
Και κάποτε έφτασε ο καιρός και πέθανε το άρρωστο παιδί. Κι αυτή μέσα στο θρήνο της, να εύχεται να ζούσε κι ας σήκωνε το βάρος του για άλλα τόσα χρόνια. Ίσως βαθιά μέσα της να το ’νιωθε, πως το παιδί αυτό ήταν ο άθλος της. Το μεγαλείο της.
Σε τούτο το ανήλιαγο στενό θα συναντήσεις κάποια Ελένη. Μην την περιγελάσεις, σαν δεις να φέρεται με τρόπους που σου φαίνονται αστείοι. Μην την περιφρονήσεις, γιατί γράμματα δεν έμαθε ποτέ της. Άξια είναι σεβασμού, γιατί απλόχερα χάρισε το μόνο πράγμα που διέθετε. Την αγάπη. Και που τελικά ήταν το παν...
Ιστολόγιο του Κώστα Μπούζα : http://bouzaskostas.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.