Όλο και συχνότερα θα διαβάζουμε πλέον, παρόμοιες ειδήσεις. Η οικονομική κρίση έφερε κατάθλιψη και σμπαράλιασε την ψυχολογία του Έλληνα. Και ενώ ήμασταν κατά γενική ομολογία, ένας λαός που απολάμβανε τη ζωή και ήταν (γενικά) ευτυχισμένος, βλέπουμε πια, την ψυχική μας διάθεση να διαλύεται και τα ποσοστά κατάθλιψης να αυξάνονται ραγδαία. Ειδικά κατά την τελευταία τριετία, το ποσοστό επικράτησης ενός μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου για ένα μήνα σημείωσε αύξηση της τάξεως του 4,9%. Συγκεκριμένα το ποσοστό αυτό, από 3,3% που ήταν το 2008 έφτασε στο 8,2% το 2011.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την επίκουρη καθηγήτρια ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μαρίνα Οικονόμου, που τα ανακοίνωσε σε στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης», το οποίο διοργανώθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη από τη Γ’ Ψυχιατρική Κλινική του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με την ίδια, το 2008 οι προγνωστικοί παράγοντες της μείζονος κατάθλιψης συμβάδιζαν με την κλασική επιδημιολογία της νόσου, ενώ το 2011 αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας είχαν τα άτομα μικρότερης ηλικίας και οι έγγαμοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επηρεάστηκαν όλα τα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού.
Σημαντικοί παράγοντες που επιδεινώνουν τα κρούσματα κατάθλιψης είναι η εργασιακή ανασφάλεια, και ο φόβος της απώλειας της εργασίας. Αυτοί δε, οι παράγοντες είναι σημαντικότερη και από τον παράγοντα “ανεργία”. Αυξάνουν το άγχος της καθημερινότητας, το οποίο, μετασχηματίζεται συχνά σε καταθλιπτικό επεισόδιο.
«Διεθνείς μελέτες καταδεικνύουν τη σύνδεση ανάμεσα στο χαμηλό εισόδημα και τις απορρέουσες οικονομικές πιέσεις με τις αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης. Από τις οικονομικές πιέσεις, η μείωση του εισοδήματος, η ανεργία και η οικονομική δυσχέρεια αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, με την παρουσία οικονομικών οφειλών και αναδεικνύεται ως κρίσιμος παράγοντας στη συσχέτιση οικονομικής δυσχέρειας και κατάθλιψης. Εκτός από τους αμιγώς οικονομικούς παράγοντες, ο φόβος, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον ως ψυχολογικές κατασκευές που συνδέονται με οικονομικές παραμέτρους μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων» ανέφερε στην ανακοίνωσή της η κ. Οικονόμου.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από την επίκουρη καθηγήτρια ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Μαρίνα Οικονόμου, που τα ανακοίνωσε σε στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης», το οποίο διοργανώθηκε πρόσφατα στη Θεσσαλονίκη από τη Γ’ Ψυχιατρική Κλινική του ΑΠΘ.
Σύμφωνα με την ίδια, το 2008 οι προγνωστικοί παράγοντες της μείζονος κατάθλιψης συμβάδιζαν με την κλασική επιδημιολογία της νόσου, ενώ το 2011 αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας είχαν τα άτομα μικρότερης ηλικίας και οι έγγαμοι, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν επηρεάστηκαν όλα τα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού.
Σημαντικοί παράγοντες που επιδεινώνουν τα κρούσματα κατάθλιψης είναι η εργασιακή ανασφάλεια, και ο φόβος της απώλειας της εργασίας. Αυτοί δε, οι παράγοντες είναι σημαντικότερη και από τον παράγοντα “ανεργία”. Αυξάνουν το άγχος της καθημερινότητας, το οποίο, μετασχηματίζεται συχνά σε καταθλιπτικό επεισόδιο.
«Διεθνείς μελέτες καταδεικνύουν τη σύνδεση ανάμεσα στο χαμηλό εισόδημα και τις απορρέουσες οικονομικές πιέσεις με τις αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης. Από τις οικονομικές πιέσεις, η μείωση του εισοδήματος, η ανεργία και η οικονομική δυσχέρεια αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την εκδήλωση καταθλιπτικής συμπτωματολογίας, με την παρουσία οικονομικών οφειλών και αναδεικνύεται ως κρίσιμος παράγοντας στη συσχέτιση οικονομικής δυσχέρειας και κατάθλιψης. Εκτός από τους αμιγώς οικονομικούς παράγοντες, ο φόβος, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα για το μέλλον ως ψυχολογικές κατασκευές που συνδέονται με οικονομικές παραμέτρους μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση καταθλιπτικών συμπτωμάτων» ανέφερε στην ανακοίνωσή της η κ. Οικονόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.