Act Business Center

Act Business Center

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2011

Στήν ἱερή μνήμη τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰακώβου ἐπί τῇ 20ετίᾳ ἀπό τήν κοίμησή του.

21 Νοεμβρίου 1991 – 21 Νοεμβρίου 2011
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Στήν ἱερή μνήμη τοῦ ὁσίου Γέροντος Ἰακώβου ἐπί τῇ εἰκοσαετίᾳ ἀπό τήν κοίμησή του.
Πνευματική βιογραφία τοῦ Γέροντος – ἄρθρο τοῦ ἀρχιμανδρίτου π. Κυρίλλου, Καθηγουμένου Ι. Μ. Ὁσίου Δαβίδ στην «ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ»
Καταγωγή. Ὁ Γέροντας γεννήθηκε στίς 5 Νοεμβρίου 1920 ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Τὴν Θεοδώρα ἀπὸ τὸ Λιβίσι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τὸν Σταῦρο ἀπὸ τὴν Ρόδο.
Ἡ οἰκογένεια τῆς μητέρας του ἦταν γνωστοὶ στὸ Πατριαρχεῖο, εὐεργέτες τῶν σχολείων τῆς Μάκρης καὶ μὲ σπουδαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1922 Τοῦρκοι πιάσανε τὸν πατέρα του, ὁ ὁποῖος ὁδηγήθηκε στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
Μετὰ τὴν καταστροφὴ ἡ οἰκογένειά του ἀκολούθησε τὸν σκληρὸ δρόμο τῆς προσφυγιᾶς. Τὸ καράβι τοὺς μετέφερε στὴν Ἰτέα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγαν στὴν Ἄμφισσα. Ἐκεῖ γιὰ καλή τους τύχη τὸ 1925 βρῆκαν τὸν πατέρα τοῦ μικροῦ Ἰακώβου καὶ μαζὶ πλέον ἡ οἰκογένεια μετακινήθηκε στὸ χωριὸ Φαράκλα τῆς Εὔβοιας.
Παιδική ζωή. Ὁ μικρὸς Ἰάκωβος ἦταν ἑπτὰ χρονῶν καὶ εἶχε μάθει ἀπέξω τὴν θεία Λειτουργία, χωρὶς νὰ γνωρίζει γράμματα. Τὸ 1927 πῆγε σχολεῖο καὶ διακρίθηκε γιὰ τὶς ἐπιδόσεις του. Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἦταν ἔκδηλη. Τὴν ἴδια χρονιὰ ἐμφανίσθηκε μπροστὰ του ἡ Ἁγία Παρασκευὴ καὶ τοῦ φανέρωσε τὸ λαμπρὸ ἐκκλησιαστικό του μέλλον, ἐνῶ συχνὰ διάβαζε εὐχές, προσευχόταν καὶ θεράπευε συγχωριανούς του.
Τὸ 1933 τελείωσε τὸ δημοτικὸ, ἀλλὰ οἱ οἰκονομικὲς δυσκολίες τῆς οἰκογένειάς του δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ συνεχίσει στὸ γυμνάσιο. Ἀκολούθησε τὸν πατέρα του στὴν δουλειά του. Ὁ μητροπολίτης Χαλκίδος ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ψάλσιμο τοῦ τὸν χειροθέτησε ἀναγνώστη. Ἀπὸ τὸ 1938 καὶ μετὰ ἡ ζωὴ τοῦ ἦταν καθαρὰ ἀσκητική. Ἔτρωγε λίγο, κοιμόταν ἐλάχιστα, προσευχόταν συνεχῶς καὶ δούλευε σκληρά. Τὰ βάσανα καὶ οἱ κακουχίες τῆς Κατοχῆς ταλαιπώρησαν τοὺς ἄτυχους πρόσφυγες. Τὸν Ἰούλιο τοῦ 1942 πέθανε ἡ μητέρα του, προλέγοντάς του ὅτι θὰ γίνει ἱερέας.
Νεανική ζωή. Τὸ 1947 ὁ Ἰάκωβος πῆγε στρατιώτης. Τὰ πειράγματα τῶν συναδέλφων του, ποὺ τοῦ εἶχαν βγάλει τὸ παρατσούκλι ὁ «πάτερ Ἰάκωβος», ἀλλὰ καὶ ὁ χλευασμός τους δὲν τὸν πτοοῦσαν. Ὁ διοικητὴς του τὸν ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα καὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ κατάλαβε τὸ λαμπρὸ μέλλον ποὺ θὰ εἶχε τὸ νεαρὸ προσφυγόπουλο. Μετὰ τὴν ἀπόλυσή του ἀπὸ τὸ στρατὸ (1949) ὁ Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 29 χρονῶν χάνει καὶ τὸν πατέρα του. Ὁ ἀγώνας του τώρα γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει τὴν ἀδελφὴ γίνεται ἐντονότερος, χωρὶς ὅμως νὰ παραμελεῖ αὐτὸ τὸ ὁποῖο ποθεῖ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια. Νὰ γίνει μοναχός.
Ἡ μοναχική κλήση. Ἡ ζωή του ὡς ἱερομόναχος. Ἔχοντας ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία τῆς μητέρας του νὰ παντρέψει τὴν ἀδελφή του, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1952 προσέρχεται στὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ στὶς Ροβιές, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει καὶ τὴν δική του ἐπιθυμία. Ἀρχικὴ ἐπιθυμία τοῦ π. Ἰακώβου ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους κι ἐκεῖ νὰ ζήσει στὴν ἔρημο ὡς ἀσκητής. Θεώρησε ὅμως καλὸ, πρὶν ξεκινήσει γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους, νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸ μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια καὶ τὴ μεσιτεία τοῦ Ὁσίου. Ἡ ὁλοζώντανη, ὅμως, ἐμφάνιση ἐνώπιόν του μὲ τὴν ἄφιξή του ἐκεῖ τοῦ ἴδιου τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ποὺ τὸν ὑποδέχθηκε καὶ ἡ οὐράνια καὶ παραδείσια πολιτεία τῶν ἀσκητῶν ποὺ εἶδε μπροστὰ του σὲ ὅραμα, ἀντὶ τοῦ παλαιοῦ καὶ ἐρειπωμένου Μοναστηριοῦ ποὺ ὑπῆρχε στὴν πραγματικότητα, τὸν ἔκαναν νὰ ὑποσχεθεῖ στὸν Ἅγιο ὅτι θὰ παραμείνει στὴ Μονή, ὅπως καὶ παρέμεινε.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ζοῦσαν στὴ Μονὴ τρία γεροντάκια μὲ τὸ ἰδιόρρυθμο σύστημα. Ἡγούμενος ἦταν ὁ μακαριστὸς ἀρχιμανδρίτης Νικόδημος Θωμᾶς, ἄνθρωπος ἐνάρετος, ἠθικὸς καὶ πολὺ ἐλεήμων, ἐργασθείς μὲ πολὺ ζῆλο γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῆς Μονῆς. Σὲ ἡλικία 32 ἐτῶν πλέον ὁ Ἰάκωβος γίνεται δόκιμος μοναχὸς.
Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν π. Ἰάκωβο καὶ τοῦ μεγάλου χαρίσματος τῆς ἱεροσύνης. Ὁ ἴδιος ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Ἐγὼ ποτὲ στὴ ζωή μου δὲν ἐπεθύμησα θέσεις καὶ ἀξιώματα, οὔτε καὶ φαντάστηκα κατὰ διάνοιαν ὅτι ἦταν δυνατὸν νὰ ἀξιωθῶ τέτοιας τιμῆς. Δέχτηκα μόνον ἀπὸ ὑπακοὴ πρὸς τὸν Γέροντά μου καὶ ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἅγιο ἐκεῖνον ἐπίσκοπο Χαλκίδος, τὸ μακαριστὸ Γρηγόριο». Ἡ χειροτονία του σὲ διάκονο ἔγινε τὶς 18 Δεκεμβρίου τοῦ 1952 στὸ ἐκκλησάκι τῆς Ἁγίας Βαρβάρας στὴ Χαλκίδα καὶ σὲ ἱερέα τὴν ἑπομένη, 19 Δεκεμβρίου, στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἐπισκοπείου. Ὁ Μητροπολίτης εἶπε στὸν π. Ἰάκωβο μετὰ τὴν χειροτονία του ἕνα λόγο προφητικό: «Καὶ σὺ παιδί μου, θ’ ἁγιάσεις. Νὰ συνεχίσεις μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ σὲ ἀνακηρύξει ἡ Ἐκκλησία».
Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος, ξεκινώντας τὴ μοναχικὴ ζωὴ, ἔβαλε ἀρχὴ ἀπαράβατη τὴν ὑπακοὴ καὶ δὲν ἔκανε τίποτα χωρὶς εὐλογία τοῦ ἡγουμένου, τὴν ὁποία γιὰ νὰ λάβει ἀπαιτεῖτο πολλὲς φορὲς νὰ κάνει κοπιαστικὲς πορεῖες τεσσάρων καὶ πέντε ὡρῶν, ἀφοῦ ὁ Γέροντάς του, ἀσκώντας καὶ ἐφημεριακὰ καθήκοντα, εὑρίσκετο συχνὰ στὴν κωμόπολη τῆς Λίμνης. Ἡ ἀγόγγυστη ὑπακοὴ αὐτὴ τοῦ π. Ἰακώβου καὶ ὁ πύρινος ζῆλος, μὲ τὸν ὁποῖο ἐργαζόταν στὴν πνευματικὴ καὶ σωματικὴ ἐργασία μέσα στὴ Μονὴ ἐκίνησαν, τὸ φθόνο τοῦ μισόκαλου διαβόλου, ὁ ὁποῖος ἀρχικὰ ξεσήκωσε τοὺς παλαιοὺς ἰδιόρρυθμους πατέρες ἐναντίον του. Θλίψεις, πικρίες καὶ δοκιμασίες πολλὲς ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς καὶ τὸν βρῆκαν ἐξ αἰτίας τῆς συμπεριφορᾶς τῶν πατέρων αὐτῶν. Ὅμως δὲν κάμφθηκε, συνέχισε τὸν ἀγώνα του. Ἔτσι συνέχισε ἡ ζωὴ τοῦ ἀσκητῆ Ἰάκωβου, ἐργασία στὸ μοναστήρι, προσευχὴ στὸ ἀσκητήριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, οἱ θεοπτίες καὶ θαύματα τὰ ὁποῖα μὲ τὸν καιρὸ πλήθαιναν. Ὁ βαθμὸς ἄσκησής του ἀνῆλθε σὲ ὑψηλὰ πνευματικὰ ἐπίπεδα καὶ πολλὲς φορὲς οἱ δαίμονες τὸν ἔδειραν βάναυσα. Ὁ ἴδιος ἔβλεπε καὶ συνομιλοῦσε συχνὰ μὲ τοὺς ὁσίους Δαβὶδ καὶ Ἰωάννη Ρῶσο, ἐνῶ τὸ προορατικό του χάρισμα ἦταν σπουδαῖο. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1963 μὲ θαυμαστὸ τρόπο τάϊσε μὲ δυόμισι ὀκάδες μανέστρα 75 ἐργάτες μὲ πλουσιοπάροχες μερίδες καὶ περίσσεψε καὶ μισή κατσαρόλα!
Ἡγούμενος τῆς Μονῆς του. Δοκιμασίες καὶ πειρασμοὶ. Στὶς 25 Ἰουνίου 1975 ὁ γέροντας Ἰάκωβος ἀνέλαβε τὸ πηδάλιο τῆς Μονῆς τῆς μετανοίας του. Ἀπὸ τὴν λιτοδίαιτη καὶ ἀσκητικὴ ζωὴ ἡ ὑγεία του ἄρχισε νὰ κλονίζεται.
Οἱ φλέβες τῶν ποδιῶν του ἦταν σάπιες, ἔκανε ἐγχείριση βουβωνοκήλης, σκωληκοειδίτιδας, προστάτη, καρδιᾶς καὶ σύμφωνα μὲ τὶς μαρτυρίες τοῦ καθηγητῆ Κρεμαστινοῦ ποὺ τοῦ ἔβαλε τὸν βηματοδότη «… ἡ θεία δύναμη κρατοῦσε τὸν παππού..». Ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν δοκιμασία τῆς ἀπίστευτης φτώχειας τῆς Μονῆς ἐκείνης τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ ἐρειπωμένου παγωμένου κελιοῦ του μὲ τὰ χαλασμένα παντζούρια ποὺ ἀπὸ τὶς χαραμάδες τους στοὺς βαρεῖς χειμῶνες ὁ ἀέρας περνοῦσε τὸ χιόνι μέσα καὶ μὲ τὰ τρύπια πατώματα, ποὺ ἀπὸ κάτω τους βάζανε τὰ γίδια τῆς Μονῆς.
Ἀκόμη ἡ στέρηση ἀπολύτως ἀναγκαίων ἀγαθῶν καὶ τῶν χειμερινῶν ἀκόμη ρούχων καὶ παπουτσιῶν τὸν ἔκαναν μὲ τὶς βροχές, τοὺς πάγους καὶ τὸ πολὺ χιόνι νὰ τρέμει σύγκορμος καὶ νὰ ἀρρωσταίνει συχνά. Ὅλες αὐτὲς οἱ ταλαιπωρίες στιγμάτιζαν τὸ σῶμα του, καμμιὰ ὅμως δὲν βρῆκε τὴν ψυχή του, καμμιὰ δὲν πείραξε τὸ πνεῦμα του. Ἀλλά κι ὁ Σατανᾶς δὲν ἔπαυε νὰ τὸν πολεμᾶ, βάζοντας ὅλη τὴν τέχνη του καὶ χρησιμοποιώντας ὅλα τὰ τεχνάσματά του.
Δὲν ἀρκοῦνταν στὸν πνευματικό, τὸν ἀόρατο πόλεμο ὅπου τσακιζόταν πάνω στὴν ὑπακοή, τὴν προσευχή, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωση τοῦ Γέροντα, ἀλλὰ τὸν πολέμησε καὶ αἰσθητά, ὁρατά. Κάποια φορά δεκαοκτώ δαίμονες, μὲ διάφορες μορφὲς σὰν ἄνθρωποι, σὰν πίθηκοι κ.ἄ., ὅρμησαν ἐπάνω του τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόταν. Ἀπὸ τὰ χτυπήματά τους καὶ τὰ βασανιστήριά τους τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Ὅταν μπόρεσε πιὰ καὶ ἀπελευθέρωσε τό χέρι του, ἔκανε τὸν Σταυρό του και ἔφυγαν. Τὸ ἴδιο ἐπανέλαβαν κι ἄλλη φορά λιγότεροι στὸν ἀριθμὸ δαίμονες. Ἄλλοτε πάλι οἱ δαίμονες, γιὰ νὰ τόν τρομοκρατήσουν, ἐμφανίσθηκαν με μορφὴ χιλιάδων, ἀναρίθμητων, σκορπιῶν μέσα στὴ σπηλιὰ στὸ Ἀσκητὴριο τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ὅπου ὁ Γέροντας, μιμούμενος τὸν Ὅσιο Δαβίδ, πήγαινε συχνὰ τὶς νύχτες για νὰ προσευχηθεῖ, βοηθούμενος στὴ νυχτερινὴ μετάβαση ἐκεῖ ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ ἀστέρι ποὺ φώτιζε τὸ μονοπάτι, ποὺ δὲν ἦταν τίποτα ἄλλο παρὰ Ἄγγελος Κυρίου σταλμένος γιὰ τὴ διακονία αὐτή, ὡς ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ στὸ σχετικὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς του. Ὁ π. Ἰάκωβος δὲν πτοήθηκε.
Μόλις ἀντιλήφθηκε ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ δαιμονική ἐνέργεια, ἔθεσε ὅριο στοὺς σκορπιοὺς κι αὐτοὶ, δεμένοι ἀπὸ τὴν ἐντολή του, δὲν πέρασαν τὸν κύκλο ποὺ χάραξε γύρω τους ὁ Γέροντας. Σημάδι αὐτὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε δώσει στὸν πιστό του δοῦλο τὴν ἐξουσία νὰ χρησιμοποιεῖ κάτι ἀπό τὴ Θεία Δύναμή Του, ἀπὸ τὶς Θεῖες Ἐνέργειές Του. Ὁ πατὴρ Ἰάκωβος σὲ ὅλες αὐτὲς τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμοὺς, ὃπως καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους, ἀντέταξε την ἀκλόνητη πίστη του στὸ Θεὸ καὶ την θεία ἀγάπη του πρὸς τὸν ὅσιο Δαβὶδ, τὴν πραγματικὰ ἰώβειο ὑπομονὴ καὶ τὴν ἄκαμπτη καρτερία καὶ πραότητά του, τὴν ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ ταπείνωσή του, τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς ὅλους. Τὸ Γραφικό: «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καὶ βιασταὶἁρπάζουσιν αὐτήν» ἐφαρμόσθηκε πλήρως ἀπὸ τὸν Γέροντα. Ἡ βία ποὺ ἀσκοῦσε στὸν ἑαυτὸ του στὸ καθετὶ ἦταν τὸ κύριο χαρακτηριστικό του. Δὲν συγκατάβαινε εὔκολα στὸν ἑαυτό του. Ἀλλά καὶ ἡ εὐθύτητά του ἦταν μοναδική. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ «ναί, ναί» καὶ τοῦ «οὔ, οὔ». Καὶ ἡ νηστεία του, ἐπίσης, ἦταν ὑπεράνθρωπη.
Πνευματικὰ γεγονότα τῆς ζωῆς του. Ὁ π. Ἰάκωβος μέσα στὸ ναὸ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λατρείας ζοῦσε ὡς ἱερεὺς πολλὰ πνευματικὰ γεγονότα. Γινόταν ἐπίγειος ἄγγελος «συλλειτουργῶν», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε σὲ ὁρισμένα πρόσωπα, μὲ Χερουβεὶμ καὶ Σεραφεὶμ καὶ μὲ Ἁγίους. Στὴν ἁγία προσκομιδὴ εἶδε καὶ ἄγγιξε τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο Αἷμα τοῦ Κυρίου, τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ καλύψει τὰ Τίμια Δῶρα. Ἐκεῖ, ἄλλοτε, εἶδε Ἀγγέλους Κυρίου νὰ παραλαμβάνουν τὶς μερίδες τῶν μνημονευομένων καὶ νὰ πηγαίνουν νὰ τὶς ἐναποθέτουν σὰν προσευχὲς στὸ θρόνο τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Ἄλλοτε εἶδε «πνευματικῷ τῷ τρόπῳ», ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, κεκοιμημένους νὰ τοῦ ἐμφανίζονται κατὰ κάποιο τρόπο μὲ τὴ χούφτα ἀνοιχτή καὶ νὰ τοῦ ζητοῦν νὰ βγάλει μερίδα ὑπὲρ αὐτῶν, ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν ψυχῶν τους, κι ὅταν τὸ ἔκανε τοὺς ἔβλεπε νὰ πηγαίνουν στὸν τόπο τοὺς ἀναπαυμένοι. Ἕνα φωτοειδῆ ἀστέρα εἶδε, ἄλλοτε, νὰ στέκεται ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι εὐλαβοῦς Ἱερέως ποὺ εἶχε ἐπισκεφθεῖ τὴ Μονὴ καὶ λειτουργοῦσε, τὴν ὥρα ποὺ ἔθετε τὸν ἀστερίσκο ἐπί τοῦ Ἀμνοῦ κατὰ τὴν κάλυψη τῶν Τιμίων Δώρων. Πνευματικὰ γεγονότα τέτοια ἀνάλογα ὑπάρχουν πολλά και ὅλα αὐτά ἀποτελοῦσαν μεγάλες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἐκλεκτό του δοῦλο Ἰάκωβο. Ὡς πνευματικὸς πατέρας διέπρεψε. Κανένας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὸ πετραχήλι του χωρὶς νὰ εἶναι ἀναπαυμένος καὶ εὐχαριστημένος.
Μὲ τὴν πολλή του ἀγάπη θυσιαζόταν γιὰ ὅλους καὶ παρόλο πού, ἰδίως τὰ τελευταία χρόνια, ὑπέφερε ἀπὸ πολλὲς ἀρρώστιες σὲ κανέναν δὲν εἶπε: «Δὲν μπορῶ νὰ σὲ δῶ, νὰ ἀκούσω τὸπρόβλημά σου». «Ὁ κόσμος», ἔλεγε στὴ συνοδία του, «οὔτε νὰ φάει ζητάει, οὔτε νὰ πιεῖ, ζητάει τὴν ἀγάπη μας. Ἂν μποροῦμε αὐτὸ νὰ τὸκάνουμε, θὰ ἐπιτύχουμε στὴ ζωή μας ὡς μοναχοί». Ἀπὸ τὸ 1975, ὁπότε μὲ θεοφώτιστη ἀπόφαση τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος κ. Χρυσοστόμου ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενία καὶ «ὁ λύχνοςἐτέθη ἐπὶ τὴν λυχνίαν», ἀποκαλύφθηκαν -ἐξ ἀνάγκης- τὰ πολλὰ του χαρίσματα ποὺ ἀγωνιζόταν ἐπιμελῶς νὰ κρύβει.
Ἡ φήμη τῆς Μονῆς γιὰ τὰ θαύματα τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, τὸν ἁγιασμένο ἡγούμενό της π. Ἰάκωβο, τὸν ἀνύστακτο κόπο καὶ τὴν ἀβραμιαία φιλοξενία τῶν πατέρων της διαδόθηκε σιγά-σιγὰ παντοῦ καὶ πλήθη πιστῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ κατέφθαναν στὴ Μονή, ἡ ὁποία ἔτσι ἀναδείχθηκε, ὅπως γράφτηκε, «κυψέλη πνευματικῆς ζωῆς καὶ φάροςὈρθοδοξίας, πανελλήνιο προσκύνημα, πανορθόδοξη ἀναφορὰ τοῦαἰώνα μας».
Ἀπὸ τὰ πενήντα πέντε χρόνια του καὶ μετὰ, παρεχώρησε ὁ Θεὸς κι ὁ πατὴρ Ἰάκωβος πέρασε, ἐκτὸς τῶν ἄλλων δοκιμασιῶν, καὶ πολλὲς καὶ ἐπώδυνες ἀσθένειες. Ἔλεγε χαρακτηριστικὰ ὁ μακαριστὸς Γέροντας: «Πῆρε ὁ Ἑωσφόρος τὴν ἄδεια νὰ πειράξει τὸσῶμα μου». Αὐτὸ εἶπε ἀποκαλυπτικὰ καὶ τὸ δαιμόνιο μέσῳ μίας δαιμονισμένης, φανερώνοντας καὶ τὶς παθήσεις ποὺ εἶχε ὁ Γέροντας, τὶς ὁποῖες μόνον ὁ ἴδιος ἤξερε. Κι ὁ Γέροντας συνέχιζε λέγοντας: «Ἐμένα ποὺ ποτὲ ἄνθρωπος δὲν μὲ εἶδε γυμνό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ μητέρα μου ὅταν ἤμουν παιδάκι, παραχώρησε ὁ Θεὸς νὰ μὲ δοῦν οἱ γιατροὶ καὶοἱ νοσοκόμοι καὶ νὰ μὲ χειρουργήσουν ἐπανειλημμένως. Ἔγινα θέατροἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις».
Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς, βέβαια, ποὺ οἱ Ἅγιοι, ὅπως ὁ ὅσιος Δαβίδ, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ρῶσος, οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι, ἡ ἁγία Παρασκευή, ἐπενέβησαν μετὰ ἀπὸ παρακλήσεις του καὶ τὸν βοήθησαν στὶς ἀσθένειές του χαρίζοντάς του τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία. Ἡ τελευταία δοκιμασία μὲ τὴν ὑγεία του, ποὺ τελικὰ ὁδήγησε τὸν Γέροντα στὴν ἄλλη ζωὴ, ἦταν ἡ πάθηση τῆς καρδιᾶς του, ἡ ὁποία προέκυψε ἐξ αἰτίας κάποιου πειρασμοῦ ποὺ πέρασε.
Τὰ πνευματικὰ χαρίσματα τοῦ Γέροντα. Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰάκωβος ἔζησε ὁσίως σαράντα περίπου χρόνια στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ἔχοντας προηγουμένως ζήσει «εὐαγγελικῶς» στὸν κόσμο τριάντα δυὸ χρόνια. Δούλεψε στὸν Κύριο τηρώντας ἀπὸ τὴ νεότητα ἕως τὸ γῆρας τὴν προθυμία τῆς ἀσκήσεως. Μιμήθηκε τὸν ὅσιο Δαβωίδ καὶ βάδισε στὰ ἴχνη του. Οἱ ἀσκητικοί του ἀγῶνες ἦταν ἐφάμιλλοι τῶν παλαιῶν ὁσίων ποὺ ἀναφέρονται στὰ Γεροντικά, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐναντίον του ἐπιθέσεις, πνευματικὲς καὶ αἰσθητές, τοῦ Σατανᾶ, οἱ ποικίλοι πειρασμοί, δοκιμασίες καὶ κακοπάθειές του ἦταν ἀνάλογες μὲ αὐτὲς ποὺ ἀντιμετώπισαν πολλοὶ θεοφόροι Πατέρες. Ὅσο ὅμως μεγάλωναν οἱ δοκιμασίες, οἱ ἀσθένειες καὶ τὰ βάσανά του, τόσο ὁ Θεὸς τὸν χαρίτωνε μὲ σπάνια πνευματικὰ χαρίσματα, ὅπως τῆς διοράσεως καὶ προοράσεως, τῆς διακρίσεως καὶ τῆς παραμυθίας, καὶ τόσο περισσότερες ἦταν οἱ θεοπτεῖες ποὺ εἶχε καὶ οἱ θεοσημεῖες ποὺ ἐπιτελοῦσε μὲ τὴν προσευχή του, ἀλλὰ καὶ τόσο μεγαλύτερη γινόταν ἡ ἀκτινοβολία του. Στὴ Μονὴ προσέρχονταν γιὰ νὰ τὸν δοῦν ἑκατοντάδες ἁπλοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ πατριάρχες καὶ ἀρχιερεῖς, κληρικοὶ κάθε βαθμοῦ καὶ μοναχοί, ἄρχοντες καὶ ἀνώτατοι δικαστές, καθηγητὲς Πανεπιστημίου καὶ ἐπιστήμονες. Ὅλοι, φεύγοντας ἀπὸ τὴ Μονὴ κι ἔχοντας δεῖ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο, αἰσθάνονταν ὅτι ἔφευγαν ἀπὸ ἕνα εἶδος Παραδείσου. Ὁ καθένας εὕρισκε κοντὰ στὸ Γέροντα τὴ βοήθεια ποὺ χρειαζόταν. Οἱ πονεμένοι εὕρισκαν μὲ τοὺς παραμυθητικούς του λόγους τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴν ἀνακούφιση, οἱ δαιμονισμένοι εὕρισκαν μὲ τὶς εὐχὲς του τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ δαιμόνια καὶ τὴ θεραπεία τους, οἱ ἀσθενεῖς εὕρισκαν μὲ τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς τοῦ τὴν ἴαση καὶ τὴν ὑγεία, οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὰ διάφορα βιοτικὰ προβλήματά τους εὕρισκαν μὲ τὴν εὐλογία του τὴν ἀναψυχή, τὴν ψυχική τους ἰσορροπία, τὴν ἐνδυνάμωση, τὴ λύση τῶν προβλημάτων τους. Οἱ φτωχοὶ εὕρισκαν μὲ τὴ συνεχῆ καὶ ἀγόγγυστη ἐλεημοσύνη του τὴ λύτρωση ἀπὸ τὴ θλίψη τῆς φτώχειας καὶ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ βάρη τῶν χρεῶν τους. Πολλὰ ἄτεκνα ζευγάρια μετὰ τὴν προσευχή, τὶς εὐχὲς καὶ τὴν εὐλογία του ἀποκτοῦσαν τέκνα χαριτωμένα. ‘Ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους εἶχαν τὰ κατάλληλα μάτια νὰ δοῦν, ἡ παρουσία καὶ μόνο τοῦ Γέροντα, ἡ θεωρία του, ἀποτελοῦσε εὐλογία Θεοῦ, φανέρωση τῶν θείων ἐνεργειῶν, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ.
Ἰδοὺ τί ἀναφέρει σχετικῶς στὴν ἀπὸ 14.2.1994 ἐπιστολὴ του πρὸς τὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβίδ ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος: «…Διὰ τὸν μακαριστὸν Γέροντα μὲ τὴν φωτεινὴν μορφὴν ἰσχύει ἐκεῖνο τὸ ὁποῖονἔγραφεν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος διὰ τὸν ἅγιον Μελέτιον Ἀντιοχείας: “Οὐγὰρ διδάσκων μόνον, οὐδὲ φθεγγόμενος, ἀλλὰ καὶ δρώμενος ἁπλῶς,ἱκανὸς ἢ ἅπασαν ἀρετῆς διδασκαλίαν εἰς τὴν τῶν ὁρώντων ψυχὴν εἰσαγαγεῖν”.
Ἡ ὁσιακὴ κοίμησή του. Ἀπὸ τὸ 1990 καὶ μετὰ ὁ γέροντας δὲν εἶχε πλέον δυνάμεις καὶ οἱ κρίσεις στὴν ὑγεία του αὐξήθηκαν. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1991 μετὰ ἀπὸ μικρο-ἐμφράγματα νοσηλεύθηκε στὸ Γενικὸ Κρατικό. Ἐπιστρέφοντας στὴν Μονὴ ἔπαθε φλεγμονὴ, ἡ ὁποία ἐξελίχτηκε σὲ πνευμονία. Ἀντάξια τῆς θαυμαστῆς ζωῆς του ἦταν καὶ ἡ ὁσιακὴ κοίμηση τοῦ Γέροντα. Ὁ ἴδιος εἶχε διαισθανθεῖ τὸ τέλος του.
Τὸ πρωὶ τῆς 21ης Νοεμβρίου 1991 πῆγε στὴν ἀκολουθία, ἔψαλε καὶ κοινώνησε. Μετὰ ἐξομολόγησε μερικοὺς πιστοὺς καὶ ἔκανε τὸν γύρο τῆς Μονῆς ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά. Τὸ μεσημέρι ἐξομολόγησε μία πνευματική του κόρη, ἐνῶ παρακάλεσε ἁγιορείτη ἱεροδιάκονο ποὺ ἐξομολόγησε τὸ πρωὶ ἐκείνης τῆς τελευταίας ἡμέρας τῆς ἐπιγείου ζωῆς του νὰ μείνει στὸ Μοναστήρι ὡς τὸ ἀπόγευμα γιὰ νὰ τὸν «ντύσει». Μόλις ἦλθαν οἱ πατέρες, ὁ γέροντας προσπάθησε νὰ σηκωθεῖ, ἀλλὰ ζαλίστηκε. Ἡ ἀναπνοὴ του βάρυνε, ὁ σφυγμὸς του ἐξασθένησε καὶ ἀπὸ τὰ χείλη του βγῆκε ἕνα μικρὸ φύσημα Ὁ γέροντας εἶχε πάρει πλέον τὸν δρόμο γιὰ τὴν μακαρία ζωή.
Οἱ λαϊκοὶ ποὺ εἰδοποιήθηκαν γιά τὴν κηδεία του ἦταν ἐλάχιστοι. Τὰ τηλέφωνα, ὅμως, πῆραν φωτιὰ και ὁ ἕνας στὸν ἄλλο μετέδιδαν τὸ θλιβερὸ γεγονός. Τὴν ἑπόμενη μέρα, χιλιάδες κόσμου κατέκλυσαν τὸ μοναστήρι, κληρικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων, πνευματικοπαίδια τοῦ γέροντα ἀπὸ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ὅλοι ἦλθαν νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Ἡ αὐλὴ τῆς μονῆς ἦταν κατάμεστη. Ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐψάλη στὸ ὕπαιθρο καὶ μετὰ ἀπὸ τοὺς ἐπικήδειους λόγους, ὁ πρώην Κεφαλληνίας Προκόπιος εἶπε νὰ ὑψώσουν τὸ φέρετρο ψηλὰ νὰ δοῦν οἱ πιστοὶ τὸν Ὅσιο Γέροντα. Μόλις ἐφάνη τὸ ἱερὸ λείψανο, μὲ μία φωνὴ οἱ χιλιάδες τῶν πιστῶν κραύγασαν«ἅγιος, ἅγιος … εἶσαι ἅγιος». Ἡ κραυγή αὐτή ἀποτελοῦσε μία ὁμόφωνη μαρτυρία τῆς συνείδησης τῶν πιστῶν γιὰ τὸ μακαριστὸ πλέον Γέροντα Ἰάκωβο. Ἀλλά ὁ ἅγιος Γέροντας συνεχίζει καὶ μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του, ὅπως τὸ ὁμολογοῦν ἑκατοντάδες πιστοὶ νὰ τοὺς εὐεργετεῖ μὲ τὴν παρρησία ποὺ ἔχει στὸ Θεό. Στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβίδ ὑπάρχουν πολυάριθμες μαρτυρίες πιστῶν, ποὺ ὁ Γέροντας Ἰάκωβος τοὺς βοήθησε. Οἱ μαρτυρίες αὐτές, ποὺ περιέχονται σὲ ἐπιστολὲς τῶν ἴδιων τῶν εὐεργετηθέντων ἢ κατεγράφηκαν μετὰ ἀπὸ προφορικὲς διηγήσεις τους, ἔχουν σχέση μὲ θεραπεῖες, εὐεργετικὲς ἐπεμβάσεις, ἢ μεταθανάτιες ἐμφανίσεις τοῦ Γέροντα.
Σήμερα, 20 χρόνια ἀκριβῶς μετὰ ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἔχει γίνει πλέον ἀκλόνητη πεποίθηση σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ὅτι ὁ Γέροντας Ἰάκωβος ἔχει καταταγεῖ στὴν χορεία τῶν Ἁγίων. Μένει νὰ ἐνεργήσουν οἱ ἁρμόδιοι ἐκκλησιαστικοί μας ταγοὶ καὶ νὰ τοῦ δώσουν τὴν θέση ποὺ τοῦ ἁρμόζει καὶ ἐπίσημα στο ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, τοῦ Γένους τῶν Χριστιανῶν καί του Ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, τῶν δεινῶς χειμαζομένων. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.

Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.

Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.