Του Κώστα Μπούζα
Αυτό το σημείωμα έχει σαν στόχο να αγγίξει – και όχι να αναλύσει διεξοδικά – ένα κυρίαρχο πρόβλημα των σύγχρονων κοινωνιών, και ειδικότερα της Ελληνικής. Κι αυτό είναι μια λύπη, μια θλίψη, που φαίνεται να πλανιέται σε κάθε πτυχή, σε κάθε έκφανση της ζωής μας. Κάτι σαν αίσθηση ματαιότητας για το κάθε τι, σαν εκ των προτέρων αποδοχή κάποιας αναμενόμενης ήττας.
Όπως είπαμε, αυτή δεν είναι μια ανάλυση. Τέτοιες έχουν γίνει από διάφορους έγκριτους επιστήμονες. Τα αποτελέσματά τους αξιόλογα, πέρα από κάθε αμφιβολία, έχουν αναδείξει πολλούς παράγοντες που ευθύνονται για το φαινόμενο αυτό. Θα μπορούσαν, χαρακτηριστικά, να αναφερθούν:
- Μια καθημερινότητα, που μπορεί να περιγραφεί σαν σύνολο μικρών ή και μεγαλύτερων δυσκολιών.
- Η οικονομική κρίση, που δημιουργεί, οπωσδήποτε, μια κόπωση.
- Η συνεπαγόμενη με την παραπάνω κρίση, πτώση της αγοραστικής δύναμης.
- Η αποκοπή της εργασίας από το συναίσθημα της χαράς, που συνοδεύει κάθε γνήσια δημιουργική διαδικασία. Έτσι θα έπρεπε να μιλάμε μάλλον για δουλειά – από το δουλεία – και όχι για εργασία.
- Η μη ύπαρξη κάποιου ορίζοντα διεξόδου, από την δυσχερή αυτήν κατάσταση. Η πολιτική, εξάλλου, δε φαίνεται να διαθέτει κάποιο πειστικό αφήγημα.
- Η διαμόρφωση των πόλεών μας, οι οποίες μας δημιουργούν μια αίσθηση κόπωσης και – στην ουσία – προκαλούν την απομόνωσή μας.
- Η αδυναμία επαρκούς – κατά την άποψή μας – ελέγχου στο περιβάλλον μας.
- Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία καταφεύγουμε πολλοί σαν λύση, και που λειτουργούν πολλές φορές σαν παραμορφωτικός καθρέφτης της κοινωνικής πραγματικότητας και προκαλούν την κοινωνική σύγκριση.
- Η συνεπακόλουθη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, που ούτως ή άλλως υπάρχουν, και η αναπόφευκτη δημιουργία του σχετικού θυμού (εξάλλου υποστηρίζεται από πολλούς, ότι η κατάθλιψη είναι μεταμφιεσμένος θυμός).
- Η εκ του αποτελέσματος προκύπτουσα έλλειψη δυνατότητας (και ικανότητας), εκ μέρους μας, να θέτουμε γνήσιους και αξιόπιστους στόχους, τέτοιους που να μας συνεγείρουν βαθιά και να μας χαρίζουν την απαραίτητη ενέρ0γεια για δράση.
Εκτός από όλα αυτά που αναφέρθηκαν επιγραμματικά, όμως, υπάρχει και κάποιος παράγοντας που ξεφεύγει από μια κλασσική κοινωνικοοικονομική ανάλυση, παρ’ όλα αυτά όμως κρίνεται σαν ιδιαίτερα σημαντικός – και για πολλούς καθοριστικός.
Αν ανατρέξουμε στο παρελθόν – και μάλιστα στο όχι και τόσο μακρινό – θα βρεθούμε σε εποχές πολύ χειρότερες από τη σημερινή. Παρ’ όλα αυτά, θα συναντήσουμε ανθρώπους περισσότερο χαρούμενους. Με λάμψη στα μάτια και όρεξη για τη ζωή. Τι συνέβη, στο μεταξύ, και εκείνη η λάμψη έδωσε τη θέση της στο κενό, και αυτήν την όρεξη ακολούθησε η παραίτηση και η απαξίωση των πάντων; Υπάρχει, εδώ, κάτι που μας διαφεύγει; Κι αν ναι, ποιος είναι άραγε αυτός ο καταλύτης;
Μιλάμε, τελικά, για θέματα ψυχής, ας μην το ξεχνάμε αυτό. Βρισκόμαστε στην επικράτειά της. Πρέπει, λοιπόν, σαν πνευματικοί ιχνηλάτες, να εξερευνήσουμε τις αχανείς της εκτάσεις. Κι αν τις βρούμε άγονες και χέρσες, να αναρωτηθούμε αν ασχοληθήκαμε όσο έπρεπε με την καλλιέργειά τους, με τη σπορά τους, ή αφήσαμε το έδαφος να σκληρύνει; Κι αν διαπιστώσουμε κάτι τέτοιο, τι σκοπεύουμε να κάνουμε γι’ αυτό; Πώς θα δραστηριοποιήσουμε και πάλι τις κουρασμένες ψυχές; Με ποιον τρόπο θα εξοβελίσουμε αυτήν την πανταχού παρούσα αίσθηση του ανικανοποίητου; Τι είναι εκείνο που θα μας κάνει να δούμε την όποια μοναχικότητα σαν ευκαιρία για ενδοσκόπηση και όχι σαν ερημιά; Πού θα βρούμε εκείνο το στήριγμα που θα εμπιστευτούμε, γλυτώνοντας από το άγχος της διαρκούς υπερανάλυσης και εντέλει από την ανασφάλειά μας; Πού, εντέλει, θα ανακαλύψουμε νέα κίνητρα και εκείνον τον πολύτιμο ενθουσιασμό, που όταν πέσει σαν σπόρος στις καρδιές βλασταίνει και καρπίζει; Και κάτι ακόμη, ποιος μπορεί να αναλάβει το έργο του σπορέα των ανθρώπινων ψυχών;
Στις μέρες μας, του πείσμονος υλισμού, της άκρατης τεχνολογικής ανάπτυξης, της ξέφρενης ταχύτητας και του αποθεωμένου πραγματισμού, από πολλούς θεωρείται ανεδαφική και άνευ αντικειμένου η παραπομπή σε πνευματικά θέματα. Κι όμως, η επαφή με ανθρώπους που επέτρεψαν την αίσθηση του Θείου να εισχωρήσει στην καρδιά τους, στέκεται πάντοτε αποκαλυπτική. Σ’ αυτούς συναντάς χαρά, έμπνευση, δημιουργικότητα. Αλλά και θάρρος και επίγνωση. Και – το κυριότερο – συμπόνοια. Την αποθέωση της αγάπης, που τα πάντα ομορφαίνει, σε όλα δίνει ένα καινούριο νόημα. Κι αυτό δε σημαίνει, ότι αυτοί οι άνθρωποι με μιας έφτασαν στην ευτυχή κατάληξη των προσπαθειών τους. Σημαίνει, ότι μπροστά τους ανοίχτηκε ένας δρόμος, αν και σήμερα δυστυχώς “ο λιγότερο ταξιδεμένος”. Οι ίδιοι νοιώθουν σίγουροι, ότι έχουν ανακαλύψει την “οδό”.
Μεγάλη υπόθεση να έχεις βρει τον δρόμο και να βαδίζεις πια σ’ αυτόν. Αντίθετα, αβάσταχτη η δυστυχία της ακινησίας, της αποτελμάτωσης, των αιώνια περιπλανόμενων ερωτηματικών, που είναι γραφτό να μη βρουν απάντηση, όσο θα θέτουμε με αυτόν τον τρόπο τις ερωτήσεις μας. Δυστυχώς ζούμε στην εποχή, που οι πραγματικά μεγάλες λέξεις έχουν υποβαθμιστεί, και ένοχοι είμαστε όλοι μας. Εμείς εξορίσαμε απ’ την καρδιά και τον νου μας έννοιες όπως: Θεός, Ψυχή, Αγάπη… Και μείναμε ορφανοί, να μετράμε πληγές, να αναρωτιόμαστε για την ανυπαρξία, να αφουγκραζόμαστε λυγμούς.
Το σημείωμα αυτό – γιατί το είπαμε, είναι μόνο ένα απλό σημείωμα – θα ήθελε να κλείσει με τα σοφά και πάντοτε γλυκά λόγια του Πατέρα Παϊσίου, που τόσο λιτά, αλλά και με απαράμιλλη εκφραστικότητα, ακτινογραφεί τους σύγχρονους καιρούς: “Έχεις λύπη; Ο Χριστός σου λείπει”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.