Του Φώτη Μισόπουλου
......το πήρα από κάποιο όνειρο, ή βιβλίο που διάβασα στη γωνιά μου παιδί
ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ[1]
α
........και μετά από λίγο δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο το νερό και το πουλί ξανά,- άφησα τη γέφυρα και κάθισα κάτω από ένα δέντρο ακούμπησα το κεφάλι μου στον κορμό έκλεισα τα μάτια ένα κομμάτι ήλιος πέρασε τα κλαδιά κι έπεσε ίσια πάνω μου- ερείπια, αληθινό καταφύγιο προς το οποίο επιτέλους, με τόσα λάθη Χρόνος λησμονημένος, ολόγυρα άπειρο- γη και ουρανός, τίποτα δεν σαλεύει ούτε αναπνέει, δεν ήταν ακριβώς το πράσινο ή l' aria pura, δεν ήταν ασφαλώς η παρουσία των θάμνων τα φύλλα που ανασαίνουν, τα φύλλα που πέφτουν το φθινόπωρο μέσα στους δρόμους ή τους υποθετικούς μας κήπους κι ύστερα πάλι η αιχμαλωσία, τα μακρόσυρτα σούρουπα, ο δραπέτης δεν ήξερε πού να κλάψει κι ο φράχτης τον κοίταζε πατρικά, ήξερα αλήθεια μια οικογένεια τυφλών κανείς δεν έβλεπε χρόνια τώρα κι όταν το σπίτι πήρε φωτιά την έσβησαν λένε μ' αυτή τη δύναμη που είχαν να μη βλέπουν Αργότερα θα σας πω για τα στερνά μου,- ''τυράννησέ με'' έλεγε ''θέλω να ξεφύγω''- ''δυστυχισμένη πού να πας, όταν πάντα βγαίνει κάποιος τη νύχτα μ' ένα τσεκούρι χτυπώντας στα τυφλά και χωρίς έλεος'' Άλλαξα θέση κάτω απ' το δέντρο Άκουγα πάλι το πουλί και το νερό και τότε όλα κύλησαν πέρα κι εγώ δεν ένοιωθα τίποτα καθόλου ένοιωθα σχεδόν μια χαρά ύστερα από τόσες μέρες και νύχτες με το αγιόκλημα να εισβάλλει απ' τα σκοτάδια στην κάμαρη και πάλευα να κοιμηθώ πρόσωπο γκρίζο ξεπλυμένο δέρμα με την καρδιά να χτυπά μόνο ολόρθος: σβηστό πεσμένο ανοιχτό τέσσερις τοίχοι ανεστραμμένοι: αληθινό καταφύγιο. Αδιέξοδο. Τελικά πρόκειται για ένα μόνο δέντρο Μια λεύκα φουντωμένη και ψηλή με φύλλα που θροΐζουν ασημένια καθώς εμείς καθισμένοι κάτω απ' αυτήν με την πλάτη κολλημένη στο ερεισίνωτο της καρέκλας, γυρεύω ν' αποτελειώσω το πρόσωπό μου με κομμάτια πανιά, αλλά, ποιος ξέρει τι υπάρχει στο σκοτεινό βάθος του μαγαζιού πίσω απ' το τελευταίο χαρτόνι, μια απερίγραπτη συνομωσία τεμαχισμένη σε δρόμους συνθήματα παιδικά καροτσάκια- η εξέγερση θα γίνει τα μεσάνυχτα, έτσι θα μάθουμε και την ώρα
β.
Α: ......κρατούσε το πρόσωπό μου στα χέρια της
Β: .....δεν πίστευα πως εκείνος θα μπορούσε
Γ: ......είπα να μη μου ξαναμιλήσει ποτέ ξανά- το είπα
Δ: .....προσπάθησε να ελευθερώσει το πόδι της, όποια στιγμή θελήσω θα με πιστέψει,- κρατούσε το πρόσωπό μου στα χέρια της [Ησυχία. Φως]
- σκορπισμένα ερείπια Γκρίζο ίδιο με την άμμο Γκρίζα σταχτιά Αληθινό καταφύγιο Κύβος Παντού φως Εκτυφλωτικό λευκό, άγραφες επιφάνειες όλα λησμονημένα Ουδέποτε υπήρξε-υπήρξα-υπήρξες παρά αέρας άχρονος- ουδέποτε παρά σε τούτο το αμετάβλητο όνειρο που η ώρα περνά, χίμαιρα με την καρδιά να χτυπά απέναντι στο άπειρο Πάνω μας γυρίζουν πουλιά με τρόπο ανέτοιμο στις καταιγίδες, όπως στο ήρεμο γαλάζιο τις βλογημένες μέρες με το περαστικό σύννεφο Stop Δεν είμαστε και τόσο σιωπηλοί, συχνά τα λέμε: μνήμες από ταξίδια και φίλους μακρινούς ή αυτούς πολύ κοντά- όταν ερχόμαστε τα θερμά βράδια κάτω απ' τη λεύκα, δική μας- πολύ δική μας- και βυθίζουμε το βλέμμα- μοιάζει θάλασσα, κυματίζει, κι από τότε εξερευνώ τις επιφάνειες που μου δείχνει, πορεύομαι στα κύματα που έχει, ριζωμένα στον καιρό- κι αργότερα, γιατί εμείς ζήσαμε αργότερα στις μεγάλες σταυροφορίες άνοιξα ένα μικρό πανδοχείο στο όνομα του Ιησού Χριστού, φυσικά, κάθισα λοιπόν, και περίμενα: τι σημασία έχουν πέντε ή δέκα αιώνες μπρος στο παιδικό ερμάριο με το μακρινά μυστικά: θυμήθηκα την απελπισία μου, έφηβος, να μην έχω το δικό μου ρολόι: ''-Βρέχει'' και προσπάθησα να φυλαχτώ στη σκιά προνοητικός όπως πάντα. Αυτό ήταν. Συνεχίστηκε το γέλιο πολλή ώρα ακόμη, ένοιωθα το πρόσωπό μου παγωμένο και κάπως σα νεκρό, ύστερα γύρισα προς τη σκάφη που μέσα κολυμπούσαν ένα στρόγγυλο κομμάτι ηλιοβασίλεμα με κίτρινο περίγυρο σαν μπαλόνι που ξεθυμαίνει και δίπλα του το είδωλό μου. Λοιπόν- εκείνος θα σαλέψει. Στην άμμο. Θα σαλέψει στον ουρανό. Στον αέρα. Ουδέποτε πια παρά σε όνειρο- το καλό όνειρο που θα ταιριάξει μια φορά στο κορμί στον Κύβο. Τίποτα δεν ακούγεται, ούτε ερείπια ούτε μη-φως. Όλα άπειρο
γ.
..........η λεύκα,- σε κάθε φύλλο βλέπω το δάσος και το φεγγάρι, τη θάλασσα, το ξέρω το νοιώθω μέσα μου, νοιώθω τα δόντια του άνεμου τη γλώσσα του το χώρο που πέρασε, μου μιλάει και προπαντός συνδυάζει τα πράγματα καθώς μαντεύω την τραχύτητα ενώ ξεπέφτει, έθαψα και τον καθρέφτη για να μη θυμάμαι κι έτσι κοιμήθηκα χίλια χρόνια ζώντας για τους άλλους πάνω στις ράγες του τρένου σαν τα πουλιά- πώς βρέθηκα εδώ; θα πρέπει να σκεφτώ πολλά πράγματα απαγορευμένα πριν κλείσω τα μάτια για να παραδοθώ στον ανελέητο θόρυβο της Επανάστασης. Φωνές ψιθυριστές μάντευες ότι ερχόταν χειμώνας ''Δεν είναι εύκολο'', είπα ''Γενιές δεκατέσσερις, η Λήδα παραφυλάει στο θάμνο τον κύκνο που αγνοήσαμε'' Ο ΚΥΚΝΟΣ: .....θα προχωρήσει με την πλάτη κατά πρόσωπο στον ουρανό- διάπλατος πάνω του- και μετά τα ερείπια η άμμος το άπειρο η γη, άχρονη, θα ξαναγίνει μέρα και νύχτα- λευκά ή άχρωμα στη λησμοσύνη τους- χίμαιρα αυγή, αυτή που σκορπίζει υποψίες και τα άλλα: το αποκαλούμενο δειλινό Stop ''Μη φωνάζεις έτσι''-''Κανονικά θα έπρεπε να υποπτευόμαστε τις σκιές''-''Τα δέντρα όταν τρέμουν, ένα παράξενο τρέμουλο''-ή ''Δεν μου αρέσουν αυτού του είδους οι αστειότητες''-''Χωρίς να την καθαρίσουν ή να την περικόψουν'', κι έτσι έμεινα στο υπόγειο με τον Φιόντορ Μιχαήλοβιτς χτυπώντας ανελέητα το τύμπανο, και καθώς ράγιζε ο Θεός αυτή η καρέκλα στη μέση του δρόμου παρέμενε ανεξήγητη ''ποιος είσαι;'' του λέω, ''πρέπει να ετοιμάσω μια δίκαιη αναχώρηση'', μου λέει, ''σκέφτομαι κάποτε αλήθεια να σταθώ στην άκρη του δρόμου'' και μετά από χρόνια κατάλαβα πως τα λόγια του δεν σήμαιναν τίποτε, αλλά ήταν απαραίτητο να ειπωθούν, ώσπου στο τέλος ανάμεσα σε αυτούς που επέζησαν έβρισκες τους πραγματικούς νεκρούς παλιές ιστορίες για ένα καλό δείπνο ή την παγίδα της πραγματικότητας στο κεφαλόσκαλο ''Συχώρεσέ με'' του λέω, θα σε βρω θα ιδωθούμε αύριο, πες στους κυρίους συγνώμη που τους χάλασα τη γιορτή''. Στάθηκε και με κοίταξε. Σταμάτησαν και με κοιτούσαν
ΤΕΛΟΣ
[1]Σάμουελ Μπέκετ, ΠΡΟΖΕΣ 1945-1980, μτφρ. Εριφύλη Μαρωνίτη-εισαγ. Γερ. Βώκος, Πατάκης 2002
ΑΝΑΦ.: Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, Καστανιώτης 2010// Τάσος Λειβαδίτης, Ο διάβολος και το κηροπήγιο, ΚΕΔΡΟΣ 1984
1./ https://i.pinimg.com/564x/f8/ec/11/f8ec116ae9a2992dbfbe40e73e2f932b.jpg
2./ https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.