Περπατούσε, όπως κάθε μέρα, στον ίδιο δρόμο κι ένοιωθε, όπως πάντα, πολύ κουρασμένη. Η ανάσα της έβγαινε κοφτή, λαχανιασμένη κι ο ιδρώτας έλουζε το πυρωμένο μέτωπό της. Πότε πότε, σταματούσε για λίγα λεπτά κι έπειτα, ανασηκώνοντας το γερμένο της κορμί, λες και προσπαθούσε να στραγγίσει όση δύναμη της απέμενε, συνέχιζε. Το χέρι της μόνο το δεξί, κάποιες στιγμές, το αισθανόταν να παραλύει και να μην την υπακούει. Άλλαζε, τότε, και κρατούσε το παιδί με τ’ αριστερό.
Πέρασαν χρόνια - πόσα αλήθεια; - από τότε που είχε ανακαλύψει το πρόβλημα. Ήταν μικρό τότε, μόλις τριών χρονών, και τώρα έφηβος. Οι γιατροί είχαν διαγνώσει κάποια νευρολογική πάθηση, δεν κατάλαβε πολλά. Αλλά ένας λόγος τους ήταν αυτός που έμεινε χαραγμένος από τότε στη μνήμη της: Θεραπεία δεν υπήρχε. Θα έπρεπε να μάθει να ζει με το πρόβλημα. Θα χρειαζόταν, βέβαια, συνεχής παρακολούθηση της κατάστασής του, καθώς και θεραπείες που θα γίνονταν ανάλογα με την πορεία της ασθένειας.
Τα έξοδα πολλά, μα με χίλιες δυο στερήσεις, που αφορούσαν πάντοτε μόνο τον εαυτό της, κατόρθωνε και τα έβγαζε πέρα. Υπήρχαν, βέβαια, και λίγα χρήματα που της είχε αφήσει ο άντρας της. Εκείνο όμως που την τσάκιζε ήταν ότι το παιδί, που ήταν και πολύ εύσωμο, δεν μπορούσε να περπατήσει μόνο του, χωρίς κάποιος να το στηρίζει. Έτσι, αυτή είχε γίνει το στήριγμά του. Κι ήταν τόσο λεπτή και μικροκαμωμένη.
Έμεινε από πολύ νέα χήρα. Τρία χρόνια ύστερα από τον γάμο και δύο από τότε που είχε γίνει μητέρα. Λίγο πιο ύστερα έμελλε να ξεσπάσει η θύελλα που της αναστάτωσε τη ζωή. Στην αρχή αρνήθηκε να το πιστέψει. Απέρριψε κάθε ενδεχόμενο αρρώστιας. Θα ήταν, μάλλον, ο τρόπος περπατήματος. Άλλωστε, πόσα και πόσα παιδιά δεν αργούν να βαδίσουν σωστά.
Έμεινε από πολύ νέα χήρα. Τρία χρόνια ύστερα από τον γάμο και δύο από τότε που είχε γίνει μητέρα. Λίγο πιο ύστερα έμελλε να ξεσπάσει η θύελλα που της αναστάτωσε τη ζωή. Στην αρχή αρνήθηκε να το πιστέψει. Απέρριψε κάθε ενδεχόμενο αρρώστιας. Θα ήταν, μάλλον, ο τρόπος περπατήματος. Άλλωστε, πόσα και πόσα παιδιά δεν αργούν να βαδίσουν σωστά.
Σιγά σιγά, όμως, το πρόβλημα άρχισε να φαίνεται καθαρά, τόσο που να μην μπορεί πια να κρύβεται από τον ίδιο της τον εαυτό. Τότε αντέδρασε με οργή που στρεφόταν κατά πάντων: των γιατρών που έφεραν αυτόν τον εφιάλτη στη ζωή της, των τυχαίων περαστικών που βάδιζαν τόσο ανάλαφροι και με σίγουρα, σταθερά βήματα, του Θεού γιατί φέρθηκε τόσο σκληρά σ’ αυτήν και στο παιδί της, του εαυτού της του ίδιου για τις σκέψεις αυτές, για τις οποίες μετάνιωνε την αμέσως επόμενη στιγμή.
Και τότε ο θυμός της γινόταν παράπονο βαθύ που της έσφιγγε τα σωθικά, ώσπου στο τέλος ερχόταν το κλάμα σαν βάλσαμο, ν’ ανακουφίσει, έστω προσωρινά, την κουρασμένη της καρδιά. Τις στιγμές αυτές ήταν που την κυρίευε η ελπίδα. Όχι, δεν μπορεί να μην υπάρχει γιατρειά. Ίσως να μην την γνωρίζουν οι δικοί της γιατροί, μα ίσως κάπου, κάποιος να έχει ανακαλύψει κάτι. Εξάλλου, πόσα και πόσα νέα φάρμακα δεν ανακοινώνονται κάθε λίγο και λιγάκι… Στο τέλος αποδέχτηκε τη σκληρή πραγματικότητα.
Έβαλε, τότε, μοναχά έναν σκοπό στη ζωή της. Τη φροντίδα του παιδιού. Με γνώμονα αυτήν, καθιέρωσε το ημερήσιο πρόγραμμά της. Το πρωί δουλειά, όταν αυτό απουσίαζε στο ειδικό σχολείο και από το μεσημέρι και μετά ένας Γολγοθάς. Όχι, δεν γόγγυζε πια, αλλά να, ήταν εκείνο το βάρος του που όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε. Αναλογιζόταν για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τα βγάζει πέρα. Και έσφιγγε τα δόντια και μπορούσε.
Ήταν τότε που άλλαξε η ζωή της. Έκλεισε την πόρτα της σε όλους. Δεν ήθελε τον οίκτο τους. Παραιτήθηκε κι από κάθε τι που αφορούσε τον εαυτό της. Κι ήταν όμορφη. Μάτια γαλανά, δύο μικρές βαθιές λίμνες όπως έλεγε και ο άντρας της. Τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος στους ώμους της. Το πρόσωπό της, με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, κομψοτέχνημα σωστό. Λόγια δικά του όλα… Κι έφυγε τόσο νωρίς. Δεν τον πρόλαβε η θύελλα. Κι αυτή βρέθηκε να την αντιμετωπίζει μόνη της. Κι άφησε τον εαυτό της. Σιγά σιγά, τα μάτια της σκοτείνιασαν από τις έγνοιες. Τα μαλλιά της γκρίζαραν από την κούραση. Τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από το κλάμα – έκλαιγε πάντοτε κρυφά. Το κορμί της, άλλοτε καλοκαμωμένο, έγειρε από το βάρος.
Από τον ίδιο δρόμο πήγαινε καθημερινά στη δουλειά. Τώρα όμως κατευθυνόταν προς το φυσιοθεραπευτήριο, μαζί με το παιδί. Το ίδιο έκανε και άλλη μία φορά την εβδομάδα, κρατώντας το πάντα. Δυστυχώς το κινητικό του πρόβλημα αφορούσε όλο του το σώμα και συνεπώς και τα χέρια. Έτσι δεν του ήταν δυνατόν να στηριχτεί μόνο του στο μπαστούνι, που χρησιμοποιούσε βοηθητικά όταν ήθελε να μετακινηθεί. Παράλληλα έπρεπε πάντα κάποιος να το βοηθάει.
Έβαλε, τότε, μοναχά έναν σκοπό στη ζωή της. Τη φροντίδα του παιδιού. Με γνώμονα αυτήν, καθιέρωσε το ημερήσιο πρόγραμμά της. Το πρωί δουλειά, όταν αυτό απουσίαζε στο ειδικό σχολείο και από το μεσημέρι και μετά ένας Γολγοθάς. Όχι, δεν γόγγυζε πια, αλλά να, ήταν εκείνο το βάρος του που όσο περνούσε ο καιρός μεγάλωνε. Αναλογιζόταν για πόσο ακόμα θα μπορούσε να τα βγάζει πέρα. Και έσφιγγε τα δόντια και μπορούσε.
Ήταν τότε που άλλαξε η ζωή της. Έκλεισε την πόρτα της σε όλους. Δεν ήθελε τον οίκτο τους. Παραιτήθηκε κι από κάθε τι που αφορούσε τον εαυτό της. Κι ήταν όμορφη. Μάτια γαλανά, δύο μικρές βαθιές λίμνες όπως έλεγε και ο άντρας της. Τα πλούσια, ξανθά μαλλιά της έπεφταν σαν χείμαρρος στους ώμους της. Το πρόσωπό της, με τα λεπτά χαρακτηριστικά του, κομψοτέχνημα σωστό. Λόγια δικά του όλα… Κι έφυγε τόσο νωρίς. Δεν τον πρόλαβε η θύελλα. Κι αυτή βρέθηκε να την αντιμετωπίζει μόνη της. Κι άφησε τον εαυτό της. Σιγά σιγά, τα μάτια της σκοτείνιασαν από τις έγνοιες. Τα μαλλιά της γκρίζαραν από την κούραση. Τα χαρακτηριστικά της τραβήχτηκαν από το κλάμα – έκλαιγε πάντοτε κρυφά. Το κορμί της, άλλοτε καλοκαμωμένο, έγειρε από το βάρος.
Από τον ίδιο δρόμο πήγαινε καθημερινά στη δουλειά. Τώρα όμως κατευθυνόταν προς το φυσιοθεραπευτήριο, μαζί με το παιδί. Το ίδιο έκανε και άλλη μία φορά την εβδομάδα, κρατώντας το πάντα. Δυστυχώς το κινητικό του πρόβλημα αφορούσε όλο του το σώμα και συνεπώς και τα χέρια. Έτσι δεν του ήταν δυνατόν να στηριχτεί μόνο του στο μπαστούνι, που χρησιμοποιούσε βοηθητικά όταν ήθελε να μετακινηθεί. Παράλληλα έπρεπε πάντα κάποιος να το βοηθάει.
Έτσι αυτή αναπλήρωνε όση δύναμη του έλειπε. Ένοιωθε, παρ’ όλα αυτά, ότι δεν θα ήταν ικανή γι’ αυτό για πολύ ακόμη. Επειδή αυτό ήταν κάτι που το είχε προβλέψει, είχε κάνει κάποιες οικονομίες με σκληρή δουλειά και ήλπιζε, σε λίγο καιρό, να μπορέσει να αγοράσει ένα μικρό μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Ως τότε, όμως, θα συνέχιζε η ίδια κατάσταση, όποτε έπρεπε να μετακινηθούν για τη φυσιοθεραπεία, τον γιατρό, το διαγνωστικό κέντρο, ακόμη και για την απαραίτητη για τη διάθεσή του βόλτα. Για αναπηρικό καρότσι, βέβαια, ούτε λόγος. Ήταν σχεδόν αδύνατη η χρησιμοποίησή του, με τις συνθήκες παρκαρίσματος που επικρατούσαν στην πόλη, και ειδικά στους δρόμους που είχαν κάθε φορά να διανύσουν.
Σταμάτησε για λίγο στη στροφή, εκεί που άρχιζε η μικρή ανηφόρα, για να πάρει μια ανάσα. Πρόσεξε τους περαστικούς κι ανίχνευσε στα βλέμματά τους κούραση, άγχος, σε μερικούς ακόμη κι απόγνωση. Ούτε αυτοί είναι ευτυχισμένοι, σκέφτηκε. Και τους συμπόνεσε. Είχε συνειδητοποιήσει, από καιρό τώρα, ότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε την είχε ευαισθητοποιήσει απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Ύστερα, μόνη καθώς ήταν, είχε την ανάγκη να αναζητά στα μάτια των ανθρώπων την ψυχή τους και να τους αισθάνεται έτσι συνοδοιπόρους.
Βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους, σκέφτηκε. Ο καθένας, σ’ αυτήν τη ζωή, οφείλει να επιτελέσει τον προσωπικό του άθλο. Για άλλον είναι η φτώχεια, για άλλον η μοναξιά, για το παιδί μου η αρρώστια, για μένα η φροντίδα του. Ίσως γι’ αυτό να ερχόμαστε εδώ. Μπορεί αυτό να ‘ναι τελικά το νόημα. Τι αξίζει εξ άλλου μια ζωή χωρίς κάποιο πάλεμα, έναν αγώνα, έστω και κάποια ήττα; Και γι’ αυτήν ακόμη προηγήθηκε μια μάχη. Κι αυτή άθλος είναι. Κι ύστερα, πάντα υπάρχει η επόμενη μέρα. Ίσως αυτή να κρύβει μια έκπληξη. Εξ άλλου στη ζωή όλα πάνε διπλά. Δεν μπορεί το δάκρυ, κάποια στιγμή, να μην το διαδέχεται το χαμόγελο.
Κοίταξε ξανά γύρω της με αγάπη. Και συμπόνεσε όλα αυτά τα κουρασμένα πρόσωπα. Και χάρηκε μέσα απ’ την ψυχή της για τα χαμογελαστά. Πόσο θα ήθελε να μιλήσει σε όλους, σε έναν προς έναν. Να πει δυο λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας στους πρώτους, μια κουβέντα χαρούμενη στους δεύτερους. Όχι, δεν είμαι μόνη, σκέφτηκε. Είμαστε όλοι μαζί. Πιθανώς, ακόμη, να μην το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι, είναι όμως στο χέρι μας να το ανακαλύψουμε. Κι αυτό θα γίνει αν βιώσει, ο καθένας μας συνειδητά, το πρόβλημά του, παρατηρώντας ταυτόχρονα προσεκτικά και με ενδιαφέρον τους γύρω του. Και τότε, που ξέρεις, ίσως αρχίσουμε να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Μπορεί, ακόμη, και να κατορθώσουμε να αλληλοβοηθηθούμε.
Τότε πρόσεξε εκείνον τον άνθρωπο. Δεν άργησε να καταλάβει. Απ’ τη μια τα μαύρα γυαλιά, από την άλλη το μπαστούνι στο χέρι κι ας ήταν τόσο νέος. Στεκόταν μπροστά στη διάβαση της λεωφόρου. Για μια στιγμή της έδωσε την εντύπωση ότι δίσταζε. Το λεπτοκαμωμένο του κορμί φάνηκε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. Ήταν άραγε έτσι, ή ήθελε έτσι να το δει; Μήπως ζητούσε μια αφορμή; Δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο. Η αγάπη ξεχείλιζε από μέσα της, ζητώντας διέξοδο. Φλεγόταν από αγάπη. Πλησίασε τη διάβαση κρατώντας πάντα το παιδί και με αποφασιστικότητα έπιασε το χέρι του τυφλού. Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα σφίγγοντάς το απαλά, με στοργή, κι ύστερα ξεκίνησαν κι οι τρεις τους να διασχίσουν τον δρόμο.
Καθώς βάδιζε, μέσα της ξεπήδησε μια παρόρμηση. Κάτι σαν όνειρο, σαν μύθος προσωπικός. Να ‘χε, λέει, χέρια μεγάλα, τόσο μεγάλα, που να μπορεί να αγκαλιάσει όλους, μα όλους τους ανθρώπους. Να μην αφήσει έξω κανέναν. Να μην περισσέψει κανείς.
Σταμάτησε για λίγο στη στροφή, εκεί που άρχιζε η μικρή ανηφόρα, για να πάρει μια ανάσα. Πρόσεξε τους περαστικούς κι ανίχνευσε στα βλέμματά τους κούραση, άγχος, σε μερικούς ακόμη κι απόγνωση. Ούτε αυτοί είναι ευτυχισμένοι, σκέφτηκε. Και τους συμπόνεσε. Είχε συνειδητοποιήσει, από καιρό τώρα, ότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε την είχε ευαισθητοποιήσει απέναντι στον ανθρώπινο πόνο. Ύστερα, μόνη καθώς ήταν, είχε την ανάγκη να αναζητά στα μάτια των ανθρώπων την ψυχή τους και να τους αισθάνεται έτσι συνοδοιπόρους.
Βαδίζουμε σε παράλληλους δρόμους, σκέφτηκε. Ο καθένας, σ’ αυτήν τη ζωή, οφείλει να επιτελέσει τον προσωπικό του άθλο. Για άλλον είναι η φτώχεια, για άλλον η μοναξιά, για το παιδί μου η αρρώστια, για μένα η φροντίδα του. Ίσως γι’ αυτό να ερχόμαστε εδώ. Μπορεί αυτό να ‘ναι τελικά το νόημα. Τι αξίζει εξ άλλου μια ζωή χωρίς κάποιο πάλεμα, έναν αγώνα, έστω και κάποια ήττα; Και γι’ αυτήν ακόμη προηγήθηκε μια μάχη. Κι αυτή άθλος είναι. Κι ύστερα, πάντα υπάρχει η επόμενη μέρα. Ίσως αυτή να κρύβει μια έκπληξη. Εξ άλλου στη ζωή όλα πάνε διπλά. Δεν μπορεί το δάκρυ, κάποια στιγμή, να μην το διαδέχεται το χαμόγελο.
Κοίταξε ξανά γύρω της με αγάπη. Και συμπόνεσε όλα αυτά τα κουρασμένα πρόσωπα. Και χάρηκε μέσα απ’ την ψυχή της για τα χαμογελαστά. Πόσο θα ήθελε να μιλήσει σε όλους, σε έναν προς έναν. Να πει δυο λόγια παρηγοριάς κι ελπίδας στους πρώτους, μια κουβέντα χαρούμενη στους δεύτερους. Όχι, δεν είμαι μόνη, σκέφτηκε. Είμαστε όλοι μαζί. Πιθανώς, ακόμη, να μην το αντιλαμβανόμαστε οι περισσότεροι, είναι όμως στο χέρι μας να το ανακαλύψουμε. Κι αυτό θα γίνει αν βιώσει, ο καθένας μας συνειδητά, το πρόβλημά του, παρατηρώντας ταυτόχρονα προσεκτικά και με ενδιαφέρον τους γύρω του. Και τότε, που ξέρεις, ίσως αρχίσουμε να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο. Μπορεί, ακόμη, και να κατορθώσουμε να αλληλοβοηθηθούμε.
Τότε πρόσεξε εκείνον τον άνθρωπο. Δεν άργησε να καταλάβει. Απ’ τη μια τα μαύρα γυαλιά, από την άλλη το μπαστούνι στο χέρι κι ας ήταν τόσο νέος. Στεκόταν μπροστά στη διάβαση της λεωφόρου. Για μια στιγμή της έδωσε την εντύπωση ότι δίσταζε. Το λεπτοκαμωμένο του κορμί φάνηκε να ταλαντεύεται μπρος πίσω. Ήταν άραγε έτσι, ή ήθελε έτσι να το δει; Μήπως ζητούσε μια αφορμή; Δεν κάθισε να το σκεφτεί περισσότερο. Η αγάπη ξεχείλιζε από μέσα της, ζητώντας διέξοδο. Φλεγόταν από αγάπη. Πλησίασε τη διάβαση κρατώντας πάντα το παιδί και με αποφασιστικότητα έπιασε το χέρι του τυφλού. Στάθηκε για λίγα δευτερόλεπτα σφίγγοντάς το απαλά, με στοργή, κι ύστερα ξεκίνησαν κι οι τρεις τους να διασχίσουν τον δρόμο.
Καθώς βάδιζε, μέσα της ξεπήδησε μια παρόρμηση. Κάτι σαν όνειρο, σαν μύθος προσωπικός. Να ‘χε, λέει, χέρια μεγάλα, τόσο μεγάλα, που να μπορεί να αγκαλιάσει όλους, μα όλους τους ανθρώπους. Να μην αφήσει έξω κανέναν. Να μην περισσέψει κανείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.