Του Φώτη Μισόπουλου
.......τρία σκηνικά, για μια ιδέα του Jean Cocteau.......
............δεσποινίς Ανναμπέλλα Λη/
από τότε που είστε νεκρή/
η ομορφιά σας μεγαλώνει
JEAN COCTEAU [1]
ΣΚΗΝΙΚΟ 1
Η ΑΠΆΝΤΗΣΗ: .........μην ανησυχείς Όλα κοιμούνται και όλοι Κι η πόρτα που κλείνει και η νύχτα Ούτε η πόρτα, ούτε η νύχτα,- ούτε να ξεχάσει κανείς το βλέμμα του άλλου και τη σιωπή, καθώς ξυπνάς στη φθινοπωρινή κατάνυξη- τα φώτα των σταθμών, οι χλιαρές ανάσες στο μυαλό και η θάλασσα Είναι χαρμόσυνα κοριτσίστικη η φωνή όσων πεθάναν: μην αγαπάτε την τέχνη- είν' επικίνδυνη για τη ζωή Έμενε ακίνητη η όψη της σαν άσπρο νεφέλωμα που ξέκοβε στη σκοτεινή άμμο το πλαίσιο των μαλλιών της, το σταχτί δειλινό που μύριζε βροχή Νησίδες μοναξιάς ξεκινούν μαζί.
ΤΙΠΟΤΑ ΔΕ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ: .........βαριά ερωτευμένος κ. Ανακριτά, ερωτευμένος μ' ένα φάντασμα Ή οργισμένος [2][μαζεύονται οι διάφοροι περίεργοι Φτάνει η αστυνομία] Η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι, η πείνα για το αλουμίνιο κι όταν χαράξει πώς τάχα να πάμε αντίθετα, γυρίζοντας με ρούχα παλιά στα νεόκτιστα [3] Θυσίασα, λοιπόν, το σώμα μου, που μόνο από το δικό του ζούσε Το εξόρισα Το αφάνισα απ' το φυσικό του και τού έδωσα το πορτρέτο μου [4] Υπήρχα μ' ένα τρόπο ταπεινό Αγαπάω σημαίνει κάνω ένδοξο κάποιον άνθρωπο Αγάπησα το πορτρέτο μου Alors gloire
H ΠΑΧΝΗ ΑΝΕΒΑΙΝΕ ΣΕ ΔΙΑΓΩΝΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ: .........έκανε τη σκιά της να σκύψει, όμορφη ασάφεια που ξετύλιγε η μορφή Ύψωσε το κεφάλι και τότε είδα πως ούτε καν με κοίταζε Έβλεπα τον άσπρο κύκλο γύρω απ' τις ίριδες των ματιών Δεν έχω δική μου φωνή Με τη δική μου μιλάνε οι άλλοι και ο κόσμος Je suis le poète et l'ennemi Η φωνή σου δεν άλλαξε Την ξέρω, τη θυμάμαι απ' τον καιρό της αναχώρησης, της μακρινής διαδοχής Η νύχτα πέφτει [φως]Κυρίες και κύριοι αγαπώ το ψέμα γιατί με λυτρώνει Τα ψέματα λένε πάντα την αλήθεια Ένα ακέφαλο σώμα που ισορροπεί
''ΠΕΣ ΜΟΥ Τ' ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ!: ..........τώρα ο,τι χρειαστεί θα είμαι εγώ Σάς είμαι υπόχρεος Έσπασα ένα κομμάτι Το πέταξα με περίσκεψη στο νερό Είπα: πρέπει να φύγεις απ' την πόλη μας- σου δίνω προθεσμία μέχρι απόψε Δεν θα είναι ποτέ αρκετά τα διλήμματα Δεν ήταν ούτε έχθρα ούτε ποίηση
ΣΚΗΝΙΚΟ 2
ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ Ο ΑΠΟΚΛΗΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ: .........γη και σποδός Καταπίνω τα σκύβαλα των φόβων Δούλος ποιητών και υμνογράφων, η εξουσία της ποίησης μάς συντρίβει, οι θνητές πορφυρογέννητες λέξεις της, η Tante Julia φορώντας κάποιο απ' τα παράξενα καπέλα της [5] Η μέρα αργοσβήνει στις δακρυσμένες σου σκέψεις, αρχαίες ολονυχτίες σε μισοφώτιστα μπαρ κι ερεβώδεις δισκοθήκες, καθώς ορκίζεσαι να πεθάνεις αυθωρεί Τα οικόσημα της αιώνιας βασιλείας σου ήταν το εφήμερο αίσθημα και τα ανάκλιντρα με τα επίχρυσα αναφιλητά σου Τώρα πια τίποτα δεν μάς ανήκει
ΟΙ ΨΙΘΥΡΟΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ: .........έστριψα προσεχτικά το τσιγάρο πάνω στα κάγκελα για να τινάξω τη στάχτη Το έκανα αργά και μεθοδικά σαν να έξυνα μολύβι Τα χέρια δεν έτρεμαν ''Πες μου τ' όνομά σου!'' κι αγνάντευα την απάντηση Η ορχήστρα σταματά Όλα σταματούν Το γυμνό σώμα μακραίνει στην άμμο, ποιος αρνήθηκε το δίκιο να ζήσουμε εν ειρήνη, ανήμποροι σ' ελπίδες και θαύματα Τα σύννεφα είναι πανύψηλα όπως τα τείχη της παλιάς Βασιλεύουσας Είδα ολόκληρη τη ζωή μου να τρέχει εμπρός Εις τους αιώνες Θα έμενα εκεί σαστισμένος Προς ένα τοίχο από φως Κυνηγημένος Και μετά από λίγο δεν άκουγα τίποτα παρά μόνο το νερό ή το πουλί που άφησα στη γέφυρα στρατολογώντας τις σκέψεις μου Σιωπή
ΠΙΣΤΕΥΑ ΠΩΣ ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΟΥΣΕ: .........το βλέμμα του ακροατήριου και η μοναξιά του Επρόκειτο να παίξουμε τα φαντάσματα, δεισιδαίμονες και προληπτικοί Το δωμάτιο της κυρίας που κινδυνεύει με ανακάλυψη κι ο χρόνος κυλάει πανικόβλητος, αιχμάλωτος στην ουσία της μοίρας Και, ω, ανεμπόδιστη λύπη σ' οποιαδήποτε κρύπτη, θαμμένη παράφορη- σε παγωμένα γιατί Ή τα μεγάλα τρομαγμένα μάτια που ακούμπησαν τα δικά μου Η φωνή είναι βιαστική για να προλάβει τη διαστολή των δευτερολέπτων, ενώ λασπώνει το φτηνό μακιγιάζ Χαμηλά μην ακούσουν Όλα τέλεια Ένοιωσα το πρώτο κύμα από το αίμα που χτυπούσε σε ρυθμούς δυνατούς τους κροτάφους όπως ο ήλιος χτυπάει τα δέντρα ξημέρωμα
ΣΚΗΝΙΚΟ 3
ΌΠΟΥ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ: .........η Λήδα που παραφυλάει στους θάμνους και λαχταράει Κλαψουρίζει για τον κύκνο περιμένοντας,- Ο ΕΠΑΙΤΗΣ ΤΟΥ OTTO DIX: .........''θα τη βρω, θα ιδωθούμε, πες της εκ μέρους μου συγνώμη που της χάλασα τη γιορτή Μου θυμίζει τη γηραιά μις Μπλαντ, που συνομίλησε ο Φώκνερ''[6] Ο ΑΛΛΟΣ: ........εσείς μη διακόψτε τη διαδρομή σας-/ Ήταν αυτό, τις βροχερές μέρες άντεχα να στέκω στα παράθυρα, άλλωστε η βροχή αγαπάει τους χαμένους να βρίσκουν τα ίχνη σ' ένα κόσμο βαρύ, τελεσίδικο, δίπλα στη θάλασσα , στους λυπημένους όρμους, θολά.
ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ ΑΔΙΣΤΑΚΤΑ: .........λέω, γι' αυτό το σώμα είναι η καρδιά μου σωστή, στη μαλακή φωνή σου τρέμει η ελπίδα μου,- χρειάζομαι χρήματα, Άρχοντες, να γεννηθώ όπως τα γαλάζια τοπία των άλλων που δεν εξερεύνησα, εκεί που η σκάλα στρέφει και βγάζει προς το φως της γης,- να μη ξυπνήσει η γέννα που κοιμήθηκε στο σώμα της γυναίκας Γκρεμιζόταν μια ομιλία ασώματη, οι δρόμοι έφηβοι αλλά σβηστοί
και μονάχα αυτές οι μαύρες σκέψεις κάνουν την αφορμή με συγκίνηση, αθάνατη Τα παιδιά πληρώνονται πανάκριβα για τις μεθυσμένες κακίες τους
ΜΙΚΡΑ ΦΤΕΡΑ ΠΟΥ ΕΤΡΕΜΑΝ: .........κινήσεις με υποβρύχια ταχύτητα σκαφάνδρου, μπορούσα να νοιώθω από τη μυρωδιά, τις καμπές του ποταμού πέρα απ' το σύθαμπο και είδα το τελευταίο φως να αναπαύεται πάνω στην επίπεδη παλίρροια σαν κομμάτια από σπασμένο καθρέφτη και τον υπόλοιπο καιρό φωνές μόνο, που γελάνε όταν εσύ δεν βλέπεις τίποτε άξιο για γέλια,- κι όμως μένει το άρωμα των χιλιομέτρων, σκυφτός βαδίζοντας τον μελιχρό Σεπτέμβρη δίχως να ξέρουν, να ξέρω, γιατί αποστρέφεις το πρόσωπο Μάλλον η πόλη αφήνει να πέσουν τα φύλλα τού πλαστικού σου καρμπυρατέρ, χείλη σαρκώδη μιας όψιμης γιορτής ολονύχτιας Στάθηκα στην άμμο της θάλασσας Πέρα στη γενέθλια γη μου, που αναθρώσκει Όλα αγιάζονται στο φως- ο,τι για πάντα θεμελίωσε αυτή η μέρα Πλέω σ' ατελείωτα νερά με ψαλμούς ανεξήγητους. Φτάνω.[7]
ΑΥΛΑΙΑ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] βλ. σημ. [2]- το μονόπρακτο Η ΑΝΝΑ Η ΚΑΛΗ
[2] JEAN COCTEAU, ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΕΠΗΣ, μονόπρακτα, μτφρ. Βίκος Ναχμίας [βλ. το μονόπρακτο ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΜΑΣΣΑΛΙΑΣ], ΆΓΡΑ 2005
[3] Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ΩΔΕΣ ΣΤΟΝ ΠΡΙΓΚΙΠΑ, Ύψιλον 1991
[4] Γιώργος Χειμωνάς, Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, ΚΕΔΡΟΣ 1990
[5] ο.π.
[6] Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2010
[7]Γ. Χειμωνάς, ο.π.
https://teatrarmii.ru/upload/iblock/388/38888c8f6e194d3005d58f05a81525cd.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.