Του Κώστα Μπούζα
Υπήρχε κάποτε ένας κόσμος πολύ διαφορετικός από αυτόν εδώ που ζούμε σήμερα. Ο τόπος, αλλιώτικος. Με φως ιλαρό, που ποτέ δεν τύφλωνε. Κι όσο από ήχους, ένα σωρό. Από το γλυκό κελάηδισμα του πουλιού που καλημέριζε τον πλάστη του, προσκυνητή, το δίχως άλλο συνεπή στην πρωινή την λειτουργία, μέχρι το θρόισμα των φύλλων. Εκείνο εκεί το τρεμούλιασμα και την ανατριχίλα του κορμιού τους, που φέρνει κάτι σαν μακρινή φωνή. Δύσκολο από πού έρχεται να πεις. Κι όλες αυτές οι ανάσες, καθάριες, χωρίς να σκεπάζονται απ’ τον βέβηλο θόρυβο.
Σε κείνον εκεί τον κόσμο ζούσαν και άνθρωποι. Σε επαφή με τα καλέσματα τα μυστικά και με τις μέσα τις φωνές. Γράμματα πολλά δεν γνώριζαν, αλλά είχαν απόθεμα καρδιάς. Αυτοί οι άνθρωποι, λοιπόν, τίποτε δεν προσπερνούσαν σαν ασήμαντο. Από την γέννηση, στιγμή ευλογημένη, ως και τον θάνατο ακόμη. Την καλή τους ώρα, όπως τον ονόμαζαν οι βουνίσιοι. Ή το καλό ταξίδι του νησιώτη, που εκείνη την ώρα την στερνή του εύχονταν να είναι καλοτάξιδος. Κι ανάμεσα στις δύο αυτές άκρες η ζωή, που ‘μοιαζε ολόκληρη με τραγούδι. Ή παραμύθι.
Τραγούδαγε ο γερο-χαλκιάς, καθώς καρτερικά το μέταλλο σφυρηλατούσε κι ορκιζόταν πως του απάνταγε κι αυτό. Και τ’ άψυχα έχουν φωνή, έλεγε. Πρέπει να έχεις όμως αυτιά για να τ’ ακούσεις. Κι ο ξυλογλύπτης, με τη σειρά του, το δικό του παραμύθι έφτιαχνε, καθώς χρόνους ολάκερους τους είχε ακουμπήσει πάνω στης εκκλησιάς το τέμπλο. Να πελεκάει γραμμή τη γραμμή, εικόνα την εικόνα, την ίδια την ψυχή του...
Όλοι τους φτιάχναν το δικό τους παραμύθι, ο καθένας με τον τρόπο του. Κι ο μάστορας, που χτίζοντάς το με αγάπη, ανάσα έδινε στο σπίτι. Κι ο μπιστικός, που λαλούσε τη φλογέρα του τόσο γλυκόλαλα, κι ας μην είχε σπουδάσει ποτέ του μουσική, που σώπαιναν μέχρι τα πουλιά. Κι ο πελεκάνος, που με του έρωτα τη φλόγα και την επιμονή, την πέτρα δούλευε. Και κοντά σ’ όλους τους, η μάνα, η κόρη, η αδερφή, η αγαπημένη, να λένε το δικό τους τραγούδι πάνω στο υφαντό. Κι αυτό, πότε να γίνεται καράβι, πότε γοργόνα, πότε δέντρα και λουλούδια...
Τόσα πολλά τα παραμύθια, όσα κι οι άνθρωποι. Σαν τά ‘βλεπες όμως όλα μαζί, καταλάβαινες πως δεν ήταν ξέχωρα. Κομμάτια ενός παραμυθιού ήταν όλα τους, που η πλοκή του ξετυλιγόταν καθημερινά, δίπλα στην βρύση του χωριού, κάτω απ’ τα κάτασπρα φτερά του μύλου, πάνω στα πέτρινα γεφύρια, μέσα στα απλόχωρα σπίτια, που, καθώς ήδη είπαμε, ανάσα είχαν και ζωή.
Σ’ εκείνον τον κόσμο, βέβαια, υπήρχε και η νύχτα. Πως θα μπορούσε άλλωστε να ήταν διαφορετικά. Κι όταν έφτανε εκείνη η ώρα η ευλογημένη να ξαποστάσουν απ’ τον μόχθο της ημέρας, τότε γέφυρα στηνόταν για τα καλέσματα τα μυστικά. Και την διαβαίνανε ξωθιές, νεράϊδες κι αερικά, για να μερέψουνε τον φόβο, να σβήσουνε το άδικο και να θεριέψουν τ’ όνειρο και την ελπίδα. Ή, άλλες φορές πάλι, το τραγούδι πιάναν και σαν σε μια λειτουργία μυστική κι αόρατη γίνονταν ένα...
Σήμερα ο κόσμος αυτός δεν υπάρχει πια. Έπεσε θύμα των άδειων ιδεών και της πολύβουης και πολύκοσμης ερημιάς. Υπάρχουν όμως κάποια απομεινάρια του. Άλλα σώζονται στα χαρτιά, γραπτά μνημεία. Μύθοι, παροιμίες, αινίγματα, θρύλοι, παραδόσεις, τραγούδια. Κι άλλα, πράγματα που χρησίμευαν αυτά και εργαλεία της δουλειάς, ή έργα και κατασκευές που άντεξαν στον χρόνο. Κι αν δεν μπορούμε με αυτά να αναστήσουμε τον κόσμο εκείνο, είναι σίγουρα αρκετά ώστε να τον γνωρίσουμε, ή να τον θυμηθούμε. Και σαν συμβεί αυτό, να τον κρατήσουμε βαθιά κλεισμένο μέσα μας, σαν παρακαταθήκη απαραίτητη γι’ αυτό που θέλουμε να λέμε μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.