Του Φώτη Μισόπουλου
Πέρ' απ' τα μάτια του ζει κόσμος-
απ' τον δικό μας πλατύτερος: ο κόσμος του.
Αν πιάσει το χέρι σου, νοιώθει τα κόκκαλά του
ROLF JACOBSEN[1]
1.
........ακολούθησε μακριά σιωπή Ένα άτομο διάβαζε συλλαβιστά τη βραδινή εφημερίδα λεκιασμένη με καφέ Απάνθρωπο να εξαρτάται η ζωή σου από λόγια ή βλέμματα, αλλά εγώ δεν έχω σκοπό να πω ποτέ την αλήθεια. Ακούστηκε ο τελευταίος χτύπος Σταμάτησε επιτέλους κι ο απόηχος. Και τα σκοτάδια ξαναβρήκαν την ακινησία τους. Πέρασα κι άνοιξα το φως. Στο δωμάτιο η οδύνη ήταν επιθετική. Τη διανύουμε ισορροπώντας στην κόψη. Στο χείλος των αβύσσων. Ή το φτωχό λεξιλόγιο της αγάπης προσπαθώντας να εξηγήσω ό,τι έβλεπα Άγριοι άνεμοι σάρωναν τη φωνή μου- κατέφυγα τότε στην παρασημαντική των φυτών και των δέντρων[2] Ο άλλος αναγίγνωσκε την καρτ-ποστάλ με τους ιθαγενείς Choza de [3] Ένας τρίτος τις εγγραφές στο απολυτήριο του στρατού. Παρ' όλ' αυτά έχανα έδαφος. Υποχωρώντας έφτασα στο τελευταίο χαράκωμα: Τη σιωπή. Ξέρετε, συχνά τα τρένα με ακολούθησαν ως μέσα στο σπίτι Κι εδώ κυριολεκτώ: Μόλις έφτανα φορούσα το κασκέτο του σταθμάρχη κι άναβα τη χοντρή πίπα για να κρύβουν οι καπνοί τα συνταρακτικά γεγονότα[4]. Η νύχτα απ' την πλευρά της οδηγεί στο συμπέρασμα πως έχουμε να κάνουμε με περιπέτειες. Αναπότρεπτες Η αυγή ακόμα πιο τρομακτική. Θα ειδοποιήσει τελεσίδικα την επιβίωση ή το θάνατο Είναι ανάγκη λέει. Με κοίταξε. Και ξαφνικά έπαψε να με βλέπει δίχως να μετακινήσει τα μάτια. Ούτε τόσο. Ήξερα ότι αράδιαζε ψέματα: Χρωστάω κάτι χρήματα και πρέπει να τα δώσω. Πρέπει να πληρώσω σήμερα. Ο άνεμος καταλάγιασε Τα νέφη διαλύθηκαν όπως κατά καιρούς διαλύεται η δυστυχία αναπτύσσοντας μεθοδικά την τράπουλα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Αλλά όταν βγήκε ο βαλές σπαθί χλόμιασε και της ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια, σέρνοντας πίσω τα τελευταία ράκη της ανέχειας. Βγήκε. Το είδες; Το είδα, σου λέω. Πέρασε τόσο κοντά μου η μηχανή. Ούτε μια σπιθαμή πιο πίσω. Στο βαθμό που μ' ενδιέφερε προσωπικά ήμουν απλώς βυθισμένος σε σκέψεις. Θυμόμουν ζωηρά το περιστατικό που είχαν υπαινιχθεί. Σαν να ήταν χτές. Και που είχε λάβει χώρα
πριν είκοσι χρόνια- Στην εποχή των αγροτικών ταραχών, οι οποίες είχαν ενσκύψει σαν κεραυνός. Θα τη βρω. Θα ιδωθούμε αύριο. Πες στην κυρία Μπ. συγνώμη που τους χάλασα τη γιορτή. Στάθηκαν και με κοιτούσαν. Μπορεί να ήταν η σκιά μου. Κι εγώ περίμενα μήπως γύριζα Πάνω στο ανοιχτογάλανο φόντο της ταπετσαρίας υπήρχαν σταμπωτά λουλούδια σε τρία διαφορετικά χρώματα. Ήταν κάπως χτυπητό το σχέδιο για όποιον ζούσε μόνος- Εδώ λοιπόν θα περάσουμε τη νύχτα. Θα είναι πολύ ήσυχα. Θα τα ποτίσω άλλη μια φορά έτσι όπως παρατηρούν τα σώματά μας στο κρεβάτι. Αναρωτήθηκα αν είχε πιστέψει. Δεν μπορούσα να απαντήσω με βεβαιότητα. Λοιπό, καπετάνιε, είπε ο ναύτης, Παίρνοντας άλλη μια φορά τον λόγο. Δώσε μου πίσω τα χαρτιά. Και τα χρόνια μου. Το αίτημά του πραγματοποιήθηκε. Τα άρπαξε σαν να είχε νύχια αρπακτικού. Είδες ποτέ σου τον βράχο του Γιβραλτάρ; Απ' το μέρος αυτό μέτρησα τελευταία φορά το ποτάμι. Το σπίτι χάθηκε και στάθηκε μέσα σε πράσινο και κίτρινο φως ακούγοντας το αυτοκίνητο όλο και δυνατότερα μέχρι που ακουγόταν όλο και λιγότερο Στεκόμουν στη γωνιά. Ωραίες γυναίκες περνούσαν. Τις παρακάλεσα. Έταξα λεφτά. Μα τώρα γέρασα και αρνούνται Αρνήθηκαν πολλές φορές Είμαι μια μεγαλοφυία τις λέω- αλλά πάλι αρνούνται ώσπου λάλησε αλέκτωρ τρις[5] Ποια χρονιά πάνω κάτω έγινε αυτό; Μπορείς να θυμηθείς ονόματα πλοίων; Η μανόλια ήταν ανθισμένη Εκείνο το πρωί δεν ήταν παρά μπουμπούκι Η έντονη μυρωδιά διαπερνάει το δέρμα από απόσταση Πρόσωπα χαμένων Κάποτε δολοφονημένων Ούτε γνώριμα, αλλά ούτε και τελείως ξένα Μαζεύουμε τα υπάρχοντα χωρίς άλλη συζήτηση Σα να περίμενα κάποιο σημάδι ζωής όποιου με κατηγόρησε.
Ο ΝΑΥΤΗΣ: .....ΚΟΥΡΆΣΤΗΚΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΒΡΆΧΟΥΣ ΣΤΗ ΘΆΛΑΣΣΑ. ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΠΟΡΙΑ. ΤΟ ΠΑΣΤΟ ΚΡΕΑΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ.-/
Τώρα έρχεται τις νύχτες στον ύπνο μου και με ρωτάει πότε θα ξαναπάμε σχολείο.
2.
[ένα τρίτο πρόσωπο παραμένει βουβό]
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: ......θα είμαι δίπλα σου αλλά θα είναι σαν να μην υπάρχω
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: .....να μην αρχίσουμε τώρα να βρίζουμε. Για μάς ποιο τ' όφελος μ' όλ' αυτά τα παιχνίδια;
Α': ......σου μυρίζει; Θα πρέπει να σου μυρίζω εγώ. Δεν βλέπεις τη σκιά μου κει πάνω στο σκοτάδι; [παύση]
Β': ......οι άνθρωποι υπήρχαν στ' όνειρο και δεν υπήρχαν Ατέλειωτα στιλπνοί, σαν Θεία αναπνοή
Α': ......μετά έρχεται η άδεια μέρα όπου κερδίζεις τη σιωπή
Β': .......κι ακούγαμε τον Τ. που έκλαιγε δυνατά από την άλλα πλευρά του τοίχου
Α': .......είπε, θα βρέχει όλη νύχτα
Β': .......γι' αυτό το ονόμασα έτσι. Να προλάβω την καταστροφή
Α': ......επειδή είπες ότι τότε ήμουνα εκπληκτικά ωραία. Νομίζεις πως δείχνω γριά τώρα......
Β': ......πράγματι τους αγάπησες και τους δύο. Όταν σε άγγιζαν πέθαινες
Α': .......ακόμα και τις λίγες φορές που μπαίνετε στον κόπο να μιλήστε μαζί μου δεν είστε ειλικρινής [μικρή παύση]
Β': ......θα έπαιζα τον μεγάλο ρόλο κλειδωμένος στο υπόγειο, σύντροφε Φιόντορ Μιχαήλοβιτς
Α': ......πάντα ένα παιδί πιστεύει ότι γεννήθηκε για κάτι πολύ μεγάλο
Β': .....θυμάσαι; οι παραφορές μου έκαναν να χάνω το δρόμο και το εκκρεμές να χτυπάει τις δικές του ώρες
ΑΥΛΑΙΑ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] Νορβηγική ποίηση, -Απόδοση: Γιώργος Τρίγκας, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ 10-11, 1984
[2] Σπύρος Τσακνιάς, Φούξια, ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ τ. 10-11, 1984
[3] Tζαίημς Τζόυς, ΟΔΥΣΣΕΑΣ, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, ΚΕΔΡΟΣ 1990
[4] Τάσος Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα, ΚΕΔΡΟΣ 1991
[5] Τάσος Λειβαδίτης ο.π.
https://sti.ru/wp-content/uploads/2015/06/XY1Z0152_resize.jpg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.