Του Φώτη Μισόπουλου
ΚΑΤΑΠΊΝΟΝΤΑΣ ΜΕ ΚΌΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΊΑ ΑΝΑΓΟΎΛΑ
Heiner Müller [1]
......έτσι έζησα τις τελευταίες μου στιγμές, της γαλήνης και της ευτυχίας Ένας άνθρωπος μπήκε στον κήπο και προχώρησε κατά μένα Τον γνώριζα καλά Δεν εργαζόμουν κάθε μέρα Στην ουσία δεν είχα έξοδα Κατάφερα να βάλω και κάτι στην άκρη, για τα στερνά μου. Τις μέρες που δεν δούλευα τις περνούσα ξαπλωμένος στο υπόστεγο Ακόμα και σήμερα ξυρίζει ο Βόυτσεκ το λοχαγό [2], τρώει τα μπισκότα- ο,τι συνέστησε ο γιατρός, βασανίζει την ερωμένη που βρήκε με στυφή αγάπη: ο λαός έγινε κράτος κυκλωμένο από φαντάσματα Να 'μαστε λοιπόν που μιλάμε για φαντάσματα στο δείπνο Η κυρία επίσης λέει ιστορίες γι' αυτά, το θύμα ομολογεί ότι τα απεχθάνεται, πως δεν πρόκειται να κλείσει μάτι Με δυο λέξεις: μεγάλη επιτυχία Θα έρθει να μου πει καλημέρα την Κυριακή Μα αυτός δεν ήταν γείτονας, ερχόταν από μακριά να χαλάσει την ησυχία μου Αποφασισμένος να τον δεχτώ κρύα, πολύ περισσότερο αφού είχε την ξεδιαντροπιά να περπατήσει ολόισα στο μέρος που καθόμουν κάτω απ' τη μηλιά: εργαλείο προλεταριακό στα χέρια των δολοφόνων της Λούξεμπουργκ [3]- ο Κάφκα εξαφανίζεται απ' τη σκηνή μετά τη δολοφονία- τα χέρια του ανοίγουν τα παραπετάσματα της ύπαρξης Σε ντύνουν με άλλη γύμνια Ανακαλύπτουν τα κορμιά του κορμιού σου Τα χέρια επινοούν άλλο κορμί για το κορμί σου [4] Το υπόστεγο βρισκόταν σε ένα ιδιωτικό κτήμα, ή τέλος πάντων σ' αυτό που κάποτε ήταν ιδιοκτησία κάποιου, στην ακροποταμιά Χτυπάνε μεσάνυχτα Στεκόμαστε μπροστά στην πόρτα, ανάβω τον φακό, αρχίζουμε να εξοπλιζόμαστε και να πτυχώνουμε τα σάβανά μας, όταν ξάφνου βλέπω το χερούλι της πόρτας να γυρνά, να γυρνά πολύ αργά [5] Πίστευα πως ήμουν προφυλαγμένος από τα μάτια κάθε επισκέπτη που έμπαινε στο σπίτι και ακολουθούσε τη σύντομη δεντροστοιχία Έπρεπε πραγματικά να είμαι Δε σηκώθηκα μήτε τον κάλεσα να καθίσει Σταμάτησε και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο Ιn Arcadia est: Πάνω στα ερείπια της Ευρώπης: ο γίγαντας του Γκόγια καθισμένος στα βουνά μετράει τις ώρες των αρχόντων- πατέρας της guerilla [6] Επινόησα γι' αυτόν ένα πρόσωπο Πίσω απ' αυτό έζησε πέθανε κι αναστήθηκε πολλές φορές Το πρόσωπό του σήμερα έχει τις ρυτίδες εκείνου του προσώπου Οι ρυτίδες του δεν έχουν πρόσωπο [7] Σ' ένα μέλλον άγνωστο, που ενδέχεται να είναι η διασταύρωση με τη μηχανή, το σώμα του να πηδάει στον αέρα με τα χέρια, να τραντάζεται από τα γέλια προωθημένο εκτός βαρύτητας- μέσα στο θόρυβο των πυραύλων Γύρω από το κτήμα, στην κεντρική είσοδο έβγαζε ο δρόμος στενός σκοτεινός σιωπηλός, υψωνόταν το τείχος, εκτός φυσικά από την μεριά της όχθης, κάλυπτε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων μέχρι το βορεινό του σύνορο Βλέπουμε δίπλα την κολόνα στην άκρη της σκάλας και γλιστράμε πίσω της στο σκοτάδι Η πόρτα ανοίγει Το φως του δωματίου απλώνει, η κυρία βγαίνει με τη νυχτικιά της ''ω, αγάπη μου'', ψιθυρίζει, ''...μια στιγμή. Είναι μέσα στην τσάντα μου, την άφησα πάνω στο τραπέζι''- περνά στο μισό μέτρο από μάς, διασχίζει το χωλ, παίρνει την τσάντα απ' το τραπέζι. Πρωί. Φορούσε βαρύ σκούρο κυριακάτικο κουστούμι, αποτελειώνοντας την κακοδιαθεσία μου Αυτό το χοντροκομμένο παρουσιαστικό, ενώ η ψυχή σπαράζει στα κουρέλια της, φαινόταν πάντα κάτι πολύ φρικτό Κοίταζα τα πελώρια πόδια του- πατούσαν κι έκαναν λιώμα τις μαργαρίτες Ευχαρίστως θα τον είχα διώξει Ο Βόυτσεκ: Περιμένοντας τον Γκοντό [8], πρωταγωνιστεί στο ύστατο δράμα του αστικού τοπίου, ζει εκεί όπου κείται θαμμένο το σκυλί του, το σκυλί ονομάζεται Βόυτσεκ: περίμενα την ανάστασή του, νομίζοντας ότι θα γύριζε σαν λύκος Πριν η Ιστορία συμβεί δεν αξίζει, εντροπία ειπωμένη με όρους πολιτικούς [9] Το φάντασμα Βόυτσεκ στο μονοπάτι, το δέντρο με τις καμέλιες στο γκρεμό ανάμεσα σε σιωπηλούς θάμνους, φυτρωμένο στην Άβυσσο- παρουσίες αδιαπέραστες αδιάφορες στον ίλιγγο Ένοιωθα αδύναμος Ίσως και να ήμουν Βγήκα παραπατώντας στο εκτυφλωτικό φως Ένα λεωφορείο με μετέφερε- Στρώθηκα στη μέση του χωραφιού, σφήνωσα φύλλα κάτω απ' το καπέλο μου Το βράδυ ήταν έρημο. [Λίγο φως].
A' HΘΟΠΟΙΟΣ: ......το έχω, αγάπη μου. Μα όχι σου λέω! Μην ανησυχείς, όλοι κοιμούνται. Μην είσαι ανόητος
Β' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: [μέσα απ' το δωμάτιο] .........μ' αγαπάς;
Α' ΗΘΟΠΟΙΟΣ: ......σ' αγαπώ.....
Κι η πόρτα που κλείνει Κι η νύχτα Καθήστε, του είπα, αφού μαλάκωσα στη σκέψη πως στο κάτω-κάτω δεν έκανε παρά τη δουλειά του σαν μεσάζοντας. Ναι, ξαφνικά, λυπήθηκα κι αυτόν, και τον εαυτό μου Κάθισε και σκούπισε το μέτωπό του Φώναξα να μάς φέρουν δύο μπίρες- συχνά, βρισκόμουν στην αόριστη ανάγκη να κατασκοπεύω Όταν ο ήλιος είναι στο ζενίθ- ένα με τη σκιά μας- συνήθως θα σημάνει το τέλος των ουτοπιών και η αρχή του Πραγματικού, εντεύθεν της σκιάς του ανθρώπου ενώ περνάει το τέλος της βάρβαρης προϊστορίας Ο Βόυτσεκ εξακολουθεί να ζει εκεί στο ίδιο σημείο των ανοιχτών πληγών, κόβει βέργες για το καψώνι του στρατού Όταν ανοίξει τα μάτια θα περπατήσει ανάμεσα στις ώρες και τις επινοήσεις τους- θα δώσουμε πίστωση στο χρόνο- τις συζυγίες των άστρων. Θα μπούμε στο άγνωστο Περπατώ προς τα πίσω, πίσω σε ο,τι άφησα Με ανάγκασαν να κατέβω από τρία λεωφορεία Τράβηξα προς την πόλη Κάθισα στην άκρη του δρόμου και στέγνωσα τα ρούχα μου στο δρόμο Μού άρεζε να γίνεται αυτό Έκανα άνω κάτω τις τσέπες για το σημείωμα, αποκρυπτογραφώντας τα ονόματα Άλλοτε στην πόλη- άλλοτε στην ύπαιθρο: το είδος αυτό της μη-πόλης Δεν πρόκειται ποτέ ν' ανοίξουν στόματα από ολέθριες νύχτες Αλλά καλύτερα κανείς να λησμονήσει το βλέμμα ''τού μικρότερου που έπαιξε στα ζάρια κι έχασε'' την αθώωση[10] Ή τη σιωπή του άλλου. ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΚΟΛΛΗΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΩΜΟ, Ο
ΕΛΑΦΡΟΠΑΤΗΤΟΣ ΧΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΗΝΙΣΕΛΉΝΩΝ, H ΟΒΑΛ ABΥΣΣΟΣ- τελευταία φορά εκείνο το βράδυ, χωρίς την προσευχή του ΒΌΥΤΣΕΚ.
ΤΕΛΟΣ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] βλ. σημ. [2]
[2] Heiner Müller, H ΠΛΗΓΗ ΒΌΥΤΣΕΚ [για τον Νέλσον Μαντέλα- στο ΔΥΣΤΗΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση Ελένη Βαροπούλου, Άγρα 2001]
[3] ο.π.
[4] Octavio Paz, Ποιήματα, μτφρ.-εισαγωγή Μάγια Μαρία Ρούσσου, Ηριδανός 1986
[5] Jean Cocteau, H ΦΑΡΣΑ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ [στο ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΕΠΗΣ-ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ] μτφρ. Νίκος Ναχμίας, Άγρα 2005
[6] Heiner Müller ο.π.
[7] Octavio Paz ο.π.
[8] βλ. το θεατρικό του Σ. Μπέκετ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΌ
[9] Heiner Müller ο.π.
[10] στίχος του Γ. Σεφέρη
https://www.clickatlife.gr/fu/t/143100/1200/10000/00000000005a4713/1/boutsek.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
ΑΝΑΦΟΡΕΣ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ-ΦΩΤΟ
[1] βλ. σημ. [2]
[2] Heiner Müller, H ΠΛΗΓΗ ΒΌΥΤΣΕΚ [για τον Νέλσον Μαντέλα- στο ΔΥΣΤΗΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ, εισαγωγή-επιλογή-μετάφραση Ελένη Βαροπούλου, Άγρα 2001]
[3] ο.π.
[4] Octavio Paz, Ποιήματα, μτφρ.-εισαγωγή Μάγια Μαρία Ρούσσου, Ηριδανός 1986
[5] Jean Cocteau, H ΦΑΡΣΑ ΣΤΟ ΠΑΛΙΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ [στο ΘΕΑΤΡΟ ΤΣΕΠΗΣ-ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΑ] μτφρ. Νίκος Ναχμίας, Άγρα 2005
[6] Heiner Müller ο.π.
[7] Octavio Paz ο.π.
[8] βλ. το θεατρικό του Σ. Μπέκετ, ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΌ
[9] Heiner Müller ο.π.
[10] στίχος του Γ. Σεφέρη
https://www.clickatlife.gr/fu/t/143100/1200/10000/00000000005a4713/1/boutsek.jpg
https://encrypted-tbn0.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTYa8q4u_w-scVm1bRpF41D-lO6LtIA4crV1w&usqp=CAU
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.