Γράφει η Μόνικα Σωτηριάδου
Όταν ήμουν μικρή μου άρεσε να ακούω ιστορίες από την γιαγιά μου και με ένα τετράδιο στα χέρια έγραφα ότι μου έλεγε για να μπορώ να τα διαβάσω πάλι να τα θυμάμαι και να μην τα ξεχνάω.
Ένα μικρό απόσπασμα
Ζούσαμε τότε καλά στο Αϊβαλί ο πατέρας μου είχε βιος και λέγαμε δόξα τω Θεώ.
Όταν ένα πρωί άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες και να ακούγονται παντού φωνές.
Οι Τούρκοι!
Δεν προλάβαμε να καταλάβουμε τι γίνεται και άρχισε το κακό.
Όλοι τρέχαμε να σωθούμε. τότε έχασα και τον πατέρα μου.
Μείναμε 4 αδέλφια και η μάνα μου.
Όσοι σωθήκαμε πήγαμε στην Πόλη.
Καθίσαμε τρεις μέρες στο λιμάνι.
Μετά μας βάλανε σε βάρκες και μπήκαμε σε ένα μεγάλο πλοίο η μάνα μου έδωσε όλες τις λίρες που είχε αλλιώς θα μας πετούσαν στη θάλασσα, βγήκαμε στη Θεσσαλονίκη μας ρίξανε σε ένα παλιό σχολείο σχεδόν ερείπιο, καθίσαμε εκεί λίγες μέρες και από εκεί μας πήγανε στις Σέρρες στο χωριό Τζουμαγιά όπου καθίσαμε δυο χρόνια.
Το χωριό ήτανε τουρκικό παλιό και βρώμικο το διορθώσαμε και άρχισε η ζωή μας να ησυχάζει.
Καλλιεργούσαμε τα χωράφια που μας έδωσε το κράτος.
Ο πόλεμος όμως η φτώχεια η πίκρα δεν μας άφησαν.
Αυτή την φορά ήρθαν οι Εγγλέζοι και μας έδιωξαν από εκεί.
Φύγαμε πάλι. Βγήκαμε στην Βουλγαρία πηγαίναμε στην άκρη το ποτάμι με τα κάρα περπατούσαμε ξυπόλυτοι μέσα στα βουνά πεινούσαμε, τρώγαμε χόρτα και
ακρίδες για να ζήσουμε.
Όταν φτάσαμε στην Βουλγαρία σε ένα μεγάλο σταθμό μπήκαμε σε ένα τρένο ξεσκέπαστο, έκανε κρύο, πεινούσαμε, τέλος δεν είχανε τα βάσανα μας.
Βγήκαμε στην Σόφια καθίσαμε τρεις μέρες εκεί και μετά πάλι στο τραίνο και μας πήγανε στην Γιουγκοσλαβία στην πόλη Πέτροβα.
Τρία χρόνια καθίσαμε εκεί.
Ο πόλεμος συνεχιζόταν άνω κάτω ο κόσμος, φτώχεια, απελπισία και ούτε μια μέρα δική μας.
Πέρασε και εκεί ο καιρός, θυμάμαι μαζευτήκαμε πάλι όλοι, μπήκαμε σε ένα ποταμόπλοιο το ποτάμι το λέγανε Δούναβη και βγήκαμε στην Ελλάδα.
Μέσα στο πλοίο οι Θρακιώτες για να ξεχάσουν το άσχημο παιχνίδι που έπαιζε για αυτούς η Ζωή το "ρίξανε"στο χορό, οι γκάιντες έπαιζαν.
Θυμάμαι χορεύαμε όλοι και έβγαινε από την ψυχή μας εκείνο το δώρο που είχε Θεός για μας, η δύναμη.
Ο καπετάνιος βγήκε κάποια στιγμή και φώναζε.
Εεεεεεε βρε παιδιά με τόσο χορό θα βουλιάξει το πλοίο.
Στην αείμνηστη και αγαπημένη μου γιαγιά Τάταρη Καλλιόπη και σε όλες τις άξιες και γενναίες γιαγιάδες, σε όλους τους προγόνους μας που μας άφησαν κληρονομιά την δύναμη την αξιοπρέπεια τον πολιτισμό.
Άντεξαν για να μπορούμε σήμερα εμείς να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε στην συνέχεια γιατί όπως είπε και ένας μεγάλος Έλληνας συγγραφέας.
"Τα πουλιά και τα δένδρα και οι κορφές των βουνών γίνονται πλάσματα που μιλούν και μας παραστεκουν".
"Ήρθαν άλλοι άνθρωποι, σκοτεινοί μέσα τους αιώνες των δεινών μας"
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ
ΓΑΛΗΝΗ
Ένα μικρό απόσπασμα
Ζούσαμε τότε καλά στο Αϊβαλί ο πατέρας μου είχε βιος και λέγαμε δόξα τω Θεώ.
Όταν ένα πρωί άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες και να ακούγονται παντού φωνές.
Οι Τούρκοι!
Οι Τούρκοι μας διώχνουν!
Δεν προλάβαμε να καταλάβουμε τι γίνεται και άρχισε το κακό.
Όλοι τρέχαμε να σωθούμε. τότε έχασα και τον πατέρα μου.
Μείναμε 4 αδέλφια και η μάνα μου.
Όσοι σωθήκαμε πήγαμε στην Πόλη.
Καθίσαμε τρεις μέρες στο λιμάνι.
Μετά μας βάλανε σε βάρκες και μπήκαμε σε ένα μεγάλο πλοίο η μάνα μου έδωσε όλες τις λίρες που είχε αλλιώς θα μας πετούσαν στη θάλασσα, βγήκαμε στη Θεσσαλονίκη μας ρίξανε σε ένα παλιό σχολείο σχεδόν ερείπιο, καθίσαμε εκεί λίγες μέρες και από εκεί μας πήγανε στις Σέρρες στο χωριό Τζουμαγιά όπου καθίσαμε δυο χρόνια.
Το χωριό ήτανε τουρκικό παλιό και βρώμικο το διορθώσαμε και άρχισε η ζωή μας να ησυχάζει.
Καλλιεργούσαμε τα χωράφια που μας έδωσε το κράτος.
Ο πόλεμος όμως η φτώχεια η πίκρα δεν μας άφησαν.
Αυτή την φορά ήρθαν οι Εγγλέζοι και μας έδιωξαν από εκεί.
Φύγαμε πάλι. Βγήκαμε στην Βουλγαρία πηγαίναμε στην άκρη το ποτάμι με τα κάρα περπατούσαμε ξυπόλυτοι μέσα στα βουνά πεινούσαμε, τρώγαμε χόρτα και
ακρίδες για να ζήσουμε.
Όταν φτάσαμε στην Βουλγαρία σε ένα μεγάλο σταθμό μπήκαμε σε ένα τρένο ξεσκέπαστο, έκανε κρύο, πεινούσαμε, τέλος δεν είχανε τα βάσανα μας.
Βγήκαμε στην Σόφια καθίσαμε τρεις μέρες εκεί και μετά πάλι στο τραίνο και μας πήγανε στην Γιουγκοσλαβία στην πόλη Πέτροβα.
Τρία χρόνια καθίσαμε εκεί.
Ο πόλεμος συνεχιζόταν άνω κάτω ο κόσμος, φτώχεια, απελπισία και ούτε μια μέρα δική μας.
Πέρασε και εκεί ο καιρός, θυμάμαι μαζευτήκαμε πάλι όλοι, μπήκαμε σε ένα ποταμόπλοιο το ποτάμι το λέγανε Δούναβη και βγήκαμε στην Ελλάδα.
Μέσα στο πλοίο οι Θρακιώτες για να ξεχάσουν το άσχημο παιχνίδι που έπαιζε για αυτούς η Ζωή το "ρίξανε"στο χορό, οι γκάιντες έπαιζαν.
Θυμάμαι χορεύαμε όλοι και έβγαινε από την ψυχή μας εκείνο το δώρο που είχε Θεός για μας, η δύναμη.
Ο καπετάνιος βγήκε κάποια στιγμή και φώναζε.
Εεεεεεε βρε παιδιά με τόσο χορό θα βουλιάξει το πλοίο.
Στην αείμνηστη και αγαπημένη μου γιαγιά Τάταρη Καλλιόπη και σε όλες τις άξιες και γενναίες γιαγιάδες, σε όλους τους προγόνους μας που μας άφησαν κληρονομιά την δύναμη την αξιοπρέπεια τον πολιτισμό.
Άντεξαν για να μπορούμε σήμερα εμείς να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε στην συνέχεια γιατί όπως είπε και ένας μεγάλος Έλληνας συγγραφέας.
"Τα πουλιά και τα δένδρα και οι κορφές των βουνών γίνονται πλάσματα που μιλούν και μας παραστεκουν".
"Ήρθαν άλλοι άνθρωποι, σκοτεινοί μέσα τους αιώνες των δεινών μας"
ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ
ΓΑΛΗΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η Γνώμη Κιλκίς- Παιονίας διευκρινίζει στους αναγνώστες της ότι θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα του σχολιασμού και της κριτικής έκφρασης, όταν αυτό φυσικά δεν στοχεύει στην απαξίωση, στην ύβρη και στην προσβολή ατόμων και θεσμών.
Το αναγνωστικό κοινό θα πρέπει να γνωρίζει ότι η Γνώμη, επιδιώκοντας μια υγιή και αμφίδρομη επικοινωνία, δεν δημοσιεύει ανυπόγραφα σχόλια, αλλά ούτε και σχόλια ρατσιστικού, προσβλητικού και υβριστικού περιεχομένου.
Τα ενυπόγραφα άρθρα τέλος, εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας.